Η αλλη πλευρά
Σήμερα θα έγραφα για το ταξίδι στην πεθεράν. Αλλά κάτι έγινε στη γειτονιά λυπηρό. Στην πεζίνα, πέντε βήματα που δαμέ επαίξαν τον ταμείαν, ενα λιβανεζούδιν, νάκκον παρέαν, 30 χρονών με μωρον, μετανάστην που ήρτεν για να ξεφύγει τη χεσσπολλαν που τους τα έπρισεν στο χωρκόν του. Ήρτεν δαμέ πρί δκυό χρόνια. Σιγά σιγά εφύλαξεν λλία ριάλλια τζιαι έφερεν τη γεναίκαν του, ενοικιασαν σπίτι, δουλευταράς ο τύπος 12 ωρες επομπάρισκεν πεζίναν κάθε μέρα, επερνούσαν καλά. Πάντα εμύριζεν κολώνιαν μπλου γουόττερ, με τα γυαλλούθκια του τα ξιμαρισμένα, ήταν τζιαι λλίον πασιής ο φτωχός, αρέσκαν του οι σιοκολατούδες τζιαι τσίπς ελάλεν. Πάντα ντυμένος με το λαδκιασμένον το πανταλόνιν της φορεσιάς (ραμμένον που τον ράφτη του χωρκού του σίουρα) τζιαι τες μουττερές τις γόβες, είπεν μου οτι αρνιέται να γοράσει ρούχα ανετα αμερικάνικα. Κλασσικός τύπος, με την αττικούδαν του τη χρυσή, το μουστακούδι, βουκκούδες ολοκόκκινες δασύτριχες, πουκαμισουδι όπως τζιήνα του Τζέτ που γοράζεις με πέντε λίρες. Όσα λεφτά...