Στο δάσος. Καθαρός.
Θκυό χρόνια να με αφήσεις να σου κοντέψω. Βρίσκω σου δίτζιο , τί δουλειά έσιει ένας ναρκωμένος του τσιάρου να παρπατά μές τη φυλλωσιά σου την ιερή? Παρπατώ τζιαι γεμώννω αέραν τα πνευμόνια. Ξέρω τες πέτρες μιά μιάν. Τους κορμούς. Τα σχήματα που κάμνει ο άνεμος μές το νερόν του ποταμού. Πόσες φορές έκατσα σε τούτον τον γρανίτη για να Φύω? Που το πολλύν το φύε φύε έν άφηκα στητόν τίποτε. Μα έτσι έμελλε. Πίσω πάλε, στο ίδιο δάσος παρέα με την Ελπίδα να αρκέφκω την Μεγάλη Προσπάθεια που την αρκή. Έν έμαθα τίποτε έν εκέρδισα ούτε εκράτησα. Τζι η ελπίδα που μου κρατεί το σιέρι, εν η πίστη στον εαυτό θεό, τζιαι το Θεό, τη Φύσην.