Ήρτεν ο Θάνατος.
Αγρώνισα σε! Ήρτες! Πόσον να μας πογυρίζεις? Εν πόψε η σειρά μας, σίουρα! Θκιάζουμαι, λούννουμαι, ξιουρίζουμαι, χτενίζουμαι, τζιαι βουρητός σά φκαίννω της πόρτας μισοφορώ τη φορεσιάν την άσπρην που κάθη μέρα εσιέρωννα για χάρη σσου. Τζιαι φκαίννω πρώτος στα στενά σάν τον πελλόν να σούζω τα σιέρκα μου, φωνάζω σου με τ'όνομα σου πρώτα, με τα στεφάννια μου τα ξερά (πόσον να σε καρτερώ!!) να ξιφυλλούν χαμαί που κουβαλώ πομάσκαλα, βουρώ σε, πέρκι προφτάσω τούντη φοράν πρί μπείς του χωρκού, πρί σε μαντρίσει άλλος έσσω του. Φωνάζω σου τζιαι πιάννω σου το σιέρι. "Καλώς μας ήρτες Θάνατε, Μαράζι," Καλώς μας ήρτες" φωνάζω σου τζιαι ούλλοι αζουλεύκουν τζιαι γελώ, ξέρω σε Θάνατε καλά! Τούντη φοράν επρόλαβα σε. Άχχου πόσο σε εκαρτέρουν, χρόνια να φανείς στο σταυροδρόμιν του χωρκού για λλόου μου, για λλόου της. Ξέρω σε μάστρε, ξέρω σε καλά! Είσαι εσού που θκιώγνεις την ανησυχίαν, τον πόνον, το βάσανον. Είσαι εσού που φέρνεις ...