Το Μάρμαρο
"Μεγάλα κομμάθκια μάρμαρο?" -γελά ο θεόρατος πέτρατζιης πλαισιωμένος που ξύλενα παλέττα ττελλιασμένα, παλέττα ξίσιηλα γρανίτες, σχιστόλιθους πράσινους τζι άλλα πετρώματα που προορίζουνται για τη βιομηχανία κατασκευής πλακόστρωτου. Εν ολόσκονος τζιαι ηλιοκαμένος. "Όσα θέλεις έχω, έλα να σε πάρω στην άλλη πλευρά της αυλής έχω τα κομμάθκια τα άχρηστα που μου περισσεύκουν να πιάσεις όσα θέλεις τζι εννα σε χρεώσω μόνο κάτιτις". Περπατούμε μικροί τζι ασήμαντοι σάν τους λυμπούρους για καμμιά εκατοστή μέτρα ανάμεσα στα τζοιμισμένα, τα παράξενα τζι ήσυχα πετροβουνάρκα που ξεκουράζουνται για τελευταία φοράν ακέραια πρίν η βία των εργαλείων ξανασπάσει τα κορμιά τους. Φτάννουμεν ώς το σύνορον της αυλής μπροστά που το δάσος, τζι ένας σωρός άσπρα αστραφτερά μάρμαρα εμφανίζεται μπροστά μας, λόφος που μοιάζει με κύβους ακανόνιστους πηχτής ζάχαρης. Χτυπά η καρδία μου που τη συγκίνηση τζιαι πετάσσουμαι πάς το βουνάρι. Θκιαλέω λλία κομμάθκια με παράξενα σχήματα που μου είπα