Ο Αγροφύλακας του Κήπου
Ξυπνά έναν πρωίν ο Αγροφύλακας του Κήπου
Ξυπνά αντζιελοσσιασμένος τζι έτοιμος για γαίμαν
-εθώρεν μαύρον όρομαν εψές την επανάστασην που του επουλήσαν οι δασκάλοι
("ήντα δουλεύκεις ρέ? Για να τα σιέρουνται οι ρέπελοι τα πωρικά σου?" -είπαν του)
Ξυπνά με μμάθκια κότσσιηνα, σουζουλησμένος
Πιάννει στα σιέρκα του τη τσάππαν του τη βαρετήν
την αγιωμένη που εκάθετουν τόσον τζιαιρόν
αχρείαστη ξημαρισμένη μές τα κόπρικα του στάβλου
αρπάσσει το δρεπάνιν τζιαι κονίζει το
Φορεί τα τσιόλλια του ζαβά, τη βράκαν του,
καβαλλιτζιέφκει τη φοράαν, κλωτσά της νάκκον να 'φηνιάσει τζιαι
φκέννει στους δρόμους του χωρκού ανεμοκουβάλητος
άγγελος μαύρος δρεπανάς
στραός τζιαι μαγεμμένος
τζι όποιον ιβρίσκει ομπρός του που του έφταιξεν:
πανταλονάν πο' σιει δουλειάν, τραπεζικόν, τζι όποιον επήε σκολείο τζι ετέλειωσεν το,
διά του θκυό τσαππιές πάς τη κκελλέν, ποσπάζει τον.
Τζι ώς που να τελειώσει το έργον του το ιερόν
επλύμανεν τη γειτονιάν με κρέατα κομμένα τους φταίχτες.
Τζι ώς το δίμμαν του νήλιου
άμαν ελείψαν τα κορμιά τα ένοχα
έκατσεν σταυροπόϊν μές τον κάμπον του
έγλυψεν τη μουστάκαν του να φύει το γαίμαν
έφκαλεν το χαλλούμιν του τζιαι τις ελιές που το δισάκκιν
τζιαι ήσυχος, εμπούκκωσεν, εξεκουράστηκεν
εγάμησεν τη φούχταν του πέντε φορές
ετζοιμήθηκεν
τζι ύστερα το πρωίν έπιασεν πάλε τη τσάππαν του
για να ξιλείψει τους αθώους.
τζι έμεινεν μόνος του μές το χωρκόν, να τρώει το σταφύλιν, να κάμνει το ψουμίν, να κόφκει τες παττίσιες, να πίννει τη ζιβάναν, να σφάζει τα αρνιά, να ππέφτει ήσυχος μές σε κρεβάθκια ξένα.
Τζι έπνασεν.
Ξυπνά αντζιελοσσιασμένος τζι έτοιμος για γαίμαν
-εθώρεν μαύρον όρομαν εψές την επανάστασην που του επουλήσαν οι δασκάλοι
("ήντα δουλεύκεις ρέ? Για να τα σιέρουνται οι ρέπελοι τα πωρικά σου?" -είπαν του)
Ξυπνά με μμάθκια κότσσιηνα, σουζουλησμένος
Πιάννει στα σιέρκα του τη τσάππαν του τη βαρετήν
την αγιωμένη που εκάθετουν τόσον τζιαιρόν
αχρείαστη ξημαρισμένη μές τα κόπρικα του στάβλου
αρπάσσει το δρεπάνιν τζιαι κονίζει το
Φορεί τα τσιόλλια του ζαβά, τη βράκαν του,
καβαλλιτζιέφκει τη φοράαν, κλωτσά της νάκκον να 'φηνιάσει τζιαι
φκέννει στους δρόμους του χωρκού ανεμοκουβάλητος
άγγελος μαύρος δρεπανάς
στραός τζιαι μαγεμμένος
τζι όποιον ιβρίσκει ομπρός του που του έφταιξεν:
πανταλονάν πο' σιει δουλειάν, τραπεζικόν, τζι όποιον επήε σκολείο τζι ετέλειωσεν το,
διά του θκυό τσαππιές πάς τη κκελλέν, ποσπάζει τον.
Τζι ώς που να τελειώσει το έργον του το ιερόν
επλύμανεν τη γειτονιάν με κρέατα κομμένα τους φταίχτες.
Τζι ώς το δίμμαν του νήλιου
άμαν ελείψαν τα κορμιά τα ένοχα
έκατσεν σταυροπόϊν μές τον κάμπον του
έγλυψεν τη μουστάκαν του να φύει το γαίμαν
έφκαλεν το χαλλούμιν του τζιαι τις ελιές που το δισάκκιν
τζιαι ήσυχος, εμπούκκωσεν, εξεκουράστηκεν
εγάμησεν τη φούχταν του πέντε φορές
ετζοιμήθηκεν
τζι ύστερα το πρωίν έπιασεν πάλε τη τσάππαν του
για να ξιλείψει τους αθώους.
τζι έμεινεν μόνος του μές το χωρκόν, να τρώει το σταφύλιν, να κάμνει το ψουμίν, να κόφκει τες παττίσιες, να πίννει τη ζιβάναν, να σφάζει τα αρνιά, να ππέφτει ήσυχος μές σε κρεβάθκια ξένα.
Τζι έπνασεν.
Σχόλια
Έν σου άρεσεν επειδή εν φοητσιάρικο? Ή επειδή τρομάζει σε?
Aceras
Όπως το φαντάζεσαι εννα το γράψω σε μουσικήν τούτον ακριβώς. Ψήννεται.
Itsmylife
Εν απόλαυση το έργο του νού μετά που τόσον έργο του σιερκού, εν αλήθκεια. Επεθύμισα τον νούν.
Πλάθει πιό αέρινα πράματα.
:-D