Ξύλο παραμονής χριστουγέννων
Πάμε στο mall για να παίξουν τα μωρά στο εσωτερικού χώρου πάρκο -έξω κάνει κρύο πλήν τάδε, δέν προσφέρεται για παιχνίδι. Κόοοοσμος πολλύς, αγχωμένος, αγοράζει απίστευτα άχρηστα πράματα για τον κάθε γνωστό του, φεύγουν φορτωμένοι τσάντες, κουτιά, σκουπίδια καταναλωτικά. Ψιλοεκνευρίζουμαι αλλά αγνοώ τον άη βασίλη που χρεώννει $10 να κάτσεις το μωρό σου πάνω του για φωτογραφίες ανάμεσα σε ψεύτικα έλατα και ελάφια με απλανές πλαστικό βλέμμα. Και ρουφώ τον καφέ μου, χαίρομαι τα μωρά που περπατούν χέρι χέρι με τα παπουτσάκια τους τα χειμερινά τα χοντρά. Μασώ το ντόνατ μου και πάμε στην παιδική χαρά.
"Παπάααα, bus!! Bus!! Bus!! Εσύυυ. (εννοούν θέλουν να τους βάλω σελίνι να τους σούσει το 'αλογάκι' για ένα λεπτό έκστασης). Βάλλω σελίνι, τα προσωπάκια αππώννουνται, φωνούδες σχίζουν τον αέρα -ειδικά της κόρης μου η φωνή.
Θωρώ τα, χαίρομαι μαζί τους.
Ξαφνικά έρχεται ένα 7χρονο ξανθό αγόρι άγριο, κάθεται μαζί τους, αρχίζει να τα σπρώχνει για να κάτσει στο τιμόνι. Κοιτάζω γύρω μου να δώ πού είναι η μάνα του να του μαλλώσει. Τίποτε. Ξανασπρώχνει τα μωρά, αγχώννονται. Πάω κοντά να του πώ να ηρεμήσει. Τίποτε. Φκάλλει μου τη γλώσσα. Εμφανίζεται ένας γάρος πατέρας, 'δέ συμβαίνει τίποτε' τύπος, χαριεντίζεται με το γιό του απτόητος.
Γυρίζω με ύφος κυπριακό να του πώ δυό λογάκια:
"Εεε, κύριε, ο γιός σου ενοχλεί, μάζεψε τον σε παρακαλώ."
"Τί εννοείς ενοχλεί????"
"Σπρώχνει τα μωρά μου, έτσι τζι αλλιώς εμείς εβάλαμε σελίνι, να περιμένεις τη σειρά σου κύριε."
"Καλά μα πώς κάμνεις έτσι? Παίζουν τα μωρά άφησε τα."
Εφόοορησα τα. Ήρτεν ένας κατακόκκινος θυμός να με σκεπάσει.
"Άκου να σου πώ, πιάς το γιό σου πρίν να τον πιάσω εγώ, εκατάλαβες?"
"Ρέ ππίντη, τσιγκούναρε, να σου δώσω σελίνι αφού είσαι έτσι."
"Ρε αμπάλατε κύριε, έννεν το σελίνι το θέμα, δέ βλέπεις που μας ενοχλεί ο κανακάρης σου?"
"Είσαι φτηνός, απαίσιος."
Κοντεύω στο πρόσωπο του με βλέμμα θανατερό.
"Φύε τωρά πρίν να σου δώσω δύο πάτσους" -του λέω κοφτά, με τον ελεύθερο μου εαυτό να ξεπετάγεται όλο δόντια, νύχια, άνεση.
Φεύγει. Μουρμουρά βρισιές.
Ακόμα μιά κουβέντα να μου ελάλε, θα τον εχτύπουν χαμέ σάν το χταπόδι.
Εκπλάγηκα πόσος θυμός βγήκε απο μέσα μου. Δέ ξέρω γιατί θύμωσα τόσο πολλά. Εφοβήθηκα τον εαυτό. Έγινα αρκούδα που προστατεύει τα μωρά της. Άνετα θα τον έδερνα, να γίνουμε ρεζίλι, να μας συλλάβουν. Πρέπει να προσέχω τον Ελεύθερο μου, εν πελλός, έν καταλάβει.
"Παπάααα, bus!! Bus!! Bus!! Εσύυυ. (εννοούν θέλουν να τους βάλω σελίνι να τους σούσει το 'αλογάκι' για ένα λεπτό έκστασης). Βάλλω σελίνι, τα προσωπάκια αππώννουνται, φωνούδες σχίζουν τον αέρα -ειδικά της κόρης μου η φωνή.
Θωρώ τα, χαίρομαι μαζί τους.
Ξαφνικά έρχεται ένα 7χρονο ξανθό αγόρι άγριο, κάθεται μαζί τους, αρχίζει να τα σπρώχνει για να κάτσει στο τιμόνι. Κοιτάζω γύρω μου να δώ πού είναι η μάνα του να του μαλλώσει. Τίποτε. Ξανασπρώχνει τα μωρά, αγχώννονται. Πάω κοντά να του πώ να ηρεμήσει. Τίποτε. Φκάλλει μου τη γλώσσα. Εμφανίζεται ένας γάρος πατέρας, 'δέ συμβαίνει τίποτε' τύπος, χαριεντίζεται με το γιό του απτόητος.
Γυρίζω με ύφος κυπριακό να του πώ δυό λογάκια:
"Εεε, κύριε, ο γιός σου ενοχλεί, μάζεψε τον σε παρακαλώ."
"Τί εννοείς ενοχλεί????"
"Σπρώχνει τα μωρά μου, έτσι τζι αλλιώς εμείς εβάλαμε σελίνι, να περιμένεις τη σειρά σου κύριε."
"Καλά μα πώς κάμνεις έτσι? Παίζουν τα μωρά άφησε τα."
Εφόοορησα τα. Ήρτεν ένας κατακόκκινος θυμός να με σκεπάσει.
"Άκου να σου πώ, πιάς το γιό σου πρίν να τον πιάσω εγώ, εκατάλαβες?"
"Ρέ ππίντη, τσιγκούναρε, να σου δώσω σελίνι αφού είσαι έτσι."
"Ρε αμπάλατε κύριε, έννεν το σελίνι το θέμα, δέ βλέπεις που μας ενοχλεί ο κανακάρης σου?"
"Είσαι φτηνός, απαίσιος."
Κοντεύω στο πρόσωπο του με βλέμμα θανατερό.
"Φύε τωρά πρίν να σου δώσω δύο πάτσους" -του λέω κοφτά, με τον ελεύθερο μου εαυτό να ξεπετάγεται όλο δόντια, νύχια, άνεση.
Φεύγει. Μουρμουρά βρισιές.
Ακόμα μιά κουβέντα να μου ελάλε, θα τον εχτύπουν χαμέ σάν το χταπόδι.
Εκπλάγηκα πόσος θυμός βγήκε απο μέσα μου. Δέ ξέρω γιατί θύμωσα τόσο πολλά. Εφοβήθηκα τον εαυτό. Έγινα αρκούδα που προστατεύει τα μωρά της. Άνετα θα τον έδερνα, να γίνουμε ρεζίλι, να μας συλλάβουν. Πρέπει να προσέχω τον Ελεύθερο μου, εν πελλός, έν καταλάβει.
Σχόλια
Μέεεερυ Γρίσμας :)
Χρόνια πολλά και καλά με την οικογένεια σου!
Χρονιάρες μέρες να μπλέξεις σε καβγάδες :-)
Μπορεί το σύμπαν να σου έφερεν το θυμόν σαν Χριστουγεννιάτικο δώρο ;-)
Πατέρας λύκος. Μου απειλήσαν τα μωρά και αφήνιασα! Νομίζω ο φίλος Ακέρας πιό κάτω είπεν το πολλά καλά. Καλές σου γιορτές κόρη.
Λένη
Έσιει που θέλουν ξύλο τελικά. Οι γονιοί τους δηλαδή. Αρχίζεις που τζιαμέ, μετά πατσίζεις το κοπελλούδιν τους.
Καλά να περνάς στη ξενιτιά.
δρΣποκκ
Οι μέρες του "Ο ΔΙάσπορος Έν Μιλά" τελειώσαν.
Που σημαίνει ή εννα τες φάω σύντομα ή εννα δέρω κάποιον. Καλόν νεο έτος.
Ακέρα λεβέντη μου
Επέτυχες το τέλλεια. Μα τέλλεια.
νεράϊδα
Νομίζω έσιει τζιαι ο θυμός τη θέση του μές το σύμπαν, εκεί που πρέπει. Αν δέν του άρρωννα, θα το σκέφτουμουν ούλλη μέρα ύστερα.
κι αγνάντευε
Καλά χριστούγεννα να χεις.
Καλές Γιορτές Διάσπορε...
Να τα βγάζουν πέρα μόνα τους ναι, αλλά όχι και στα πάντα από την αρχή της ζωής τους και ειδικά στα μαλώματα. Αν είναι έτσι, να τα βγάζουν πέρα μόνα τους και στα πιο σημαντικά και πιο ουσιώδη. Να στέλνουμε τα παιδιά μας μετά το σχολείο να δουλεύουν να βγάζουν και το ψωμί τους να μάθουν πως βγαίνει έτσι? Ρωτώ ποιος ο ρόλος του γονιού και της διαπαιδαγώγησης τελικά ?
Αν το άλλο παιδί δηλαδή γνώριζε κάποια κολπάκια και έσπαζε το δικό σου γιο στο ξύλο τι θα έκανες? Θα πήγαινες να μιλήσεις στο γονιό, θα έδερνες το γονιό για να μη δέρεις το παιδί ή θα έδερνες το παιδί? Ή τίποτα από αυτά ?
Να ανακατεύονται οι γονείς με το σωστό τρόπο όμως, ούτε σαν τον 40χρονο από τη μια ούτε σαν κι εσένα από την άλλη που κάνατε λάθη διαδοχικά.
Y.Γ: Eύχομαι να κατάλαβα λάθος αλλά τα σχόλια σου βγάζουν μια χαρά που ο 9χρονος γιος σου έδειρε 11χρονο?
Επί των ερωτημάτων σου, θα σου πω απλά πως στην Αμερική π.χ. όπου διαβιεί ο Διάσπορος, τα παιδιά όντως ξεκινούν νωρίς να εργάζονται και όχι σαν τα κυπριόπουλα και ελληνόπουλα που φτάνουν στα τριάντα τους για να βγάλουν το πρώτο μεροκάματο.
Οι γονείς σε Κύπρο και Ελλάδα είναι σαφέστατα υπερπροστατευτικοί με αποτέλεσμα να βγάζουμε όλοι κακομαθημένα παιδάκια που τρέχουν στον μπαμπά (κι αργότερα στο αφεντικό και μετά στην κάθε εξουσία) και κλαίγονται για το άδικο που τους έγινε.
Έτσι παράγουμε έναν λαό που μυξοκλαίει και νιώθει διαρκώς "προδομένος" και "καταδιωγμένος".
Και τα παραπάνω δεν έχουν να κάνουν με τον θυμό του Διάσπορου - για να μη παρεξηγιόμαστε ε;
Φίλε Διάσπορε. Έπρεπεν να π΄'αεις πίσω του τζιαι να του την δώκεις! Του πελλονταή του bash- μάνγκα του Αμερικάνου!