Κοτζιάκαρη, ερωτεύτηκα σε.
Σκηνή στο μαζικής αλλαγής λαδιού καράζ την απρόσωπη αλυσίδα που λαλούν Jiffy Lube. ("Λάδκιασμα στο Άψε Σβήσε".) Κόσμος μπαίννει με τ' αυτοκίνητα στο ψηλοτάβανο χώρο που μοιάζει με νοσοκομείο. Κρέμμουνται φιδίσια μακρυά λάστιχα που το ταβάνι που πάλλουνται με υγρά σάν τους ορρούς. Λάδι της μηχανής, των στόπερ, του τιμονιού, των ταχυτήτων. Οι μηχανικοί με στολές μπλέ σάν τους νοσοκόμους, αξύριστοι, κατάμαυροι τζιαι άλουτοι. Κακοπληρωμένοι μετανάστες. Περιμένεις την σειρά σου. Παρκάρεις το αυτοκίνητο σου πάνω που το λάκκο, δίπλα που άλλα αυτοκίνητα με βιαστικούς που θέλουν να αλλάξουν το λάδι πρίν τη δουλειά. Έξω βγήκε ο ήλιος πάνω απο τα κτίρια την αυγή. Μυρίζει εξώστ τζιαι καφές για τους πελάτες ("please take a complimentary cup of coffee"). Μόλις παρκάρεις πετάσσουνται πάνω σου τρείς μηχανικοί, βάλλουν τες πληροφορίες σου στο κομπιούτερ με επαγγελματικό ύφος τζιαι θωρούν την ιστορία του αυτοκινήτου.
Έρκεται στο παράθυρο μου ο μάστρος, ζητά μου να τραβήσω το μοχλό που αννοίει το καπό το μπροστινόν. Εν πασιής πολλά τζιαι όταν πλησιάζει το πρόσωπο μου για να με δεί στα μάτια φκέννουν ατμοί που το στόμαν του μές την κρυάδα. Βρωμούν τα δόντια του τσιγάρο τζιαι λουκάνικα που έφαεν για πρωινό. Μιλά με μπασάτη φωνή που ξεχυλίζει με την τοπική του χωρκάτικη προφορά. (μεταφράζω στα κυπριακά)
"Έ κουμπαρούιν διάσπορε, γρειάζεσαι αλλαγήν του φίλτρου του αέρα τζιαι της καμπίνας. Νέα windshield wipers. Τζιαι λαϊν. Ούλλων των λογιών θα σου βάλουμεντε. Να καθαρίσουμεντε τζιαι το σύστημα του εξώστ με το φάρμακον ολά. Ά, τζι εννα φουσκώσουμεντε τους τροχούς σου επίσης, τζιαι να κάμουμεντε τζιαι χούβε τα πέφτζια σου. Κάτσε πιέ καχέν κανένα τέταρτο στο θάλαμο υποδοχής να καρτεράς, θα σε κανονίσουμεντε ολά. Νγκιακόσια δολλάρια κάμνουμεν το πούππαν."
Πάω μέσα. Βάλλω καφέν να πιώ. Αννοίω το βιβλίον μου. Κάθουμαι σε μιάν που τες καρέκλες που εν στημένες στη σειρά μπροστά που τον τοίχον κάτω που τες διαφημίσεις εξαρτημάτων τζιαι τα calendar με τες τιτσίρες της michelin. Απέναντι μου κάθεται ενας γραφειόπληχτος που κάμνει texting μανιακά στο blackberry του, μιά ξανθούλλα μιτσιά που τηλεφωνά του κάφκου της τζιαι μαλλώννουν (πρωί ξημέρωμα!!!). Ένας άλλος διαβάζει με αμηχανία τα σχισμένα περιοδικά, σίουρα έσιει αγοραφοβία, εν ιδρωμένος, έν του αρέσκει να εν μές τον κόσμο. Μελετώ τους ούλλους. Μελετώ το πάτωμα. Τα ρούχα που φορούν, τον τρόπο που κινούνται. Η ξανθή προσπαθεί να εξηγήσει του φίλου της οτι εψές που τον αγνόαν στο κλάπ εν επειδή προχτές έν της είπεν οτι εν ωραία αλλά είπεν της καλλύττερης της φίλης κομπλιμέντο τζι εζήλεψεν, γιατί να μέν το καταλάβει. Στον πάγκο χαρτιά πολλά, παραγγελίες εξαρτημάτων, ρόζ τζιαι άσπρα, τσαλακωμένα. Καθούμαστεν τρείς καρέκλες διαφοράν ο ένας που τον άλλον. Κανένας έν εγύρισεν να με δεί. Ο αγοραφοβικός μασά τα νύσια του, ττακκουρά το πόδι, δίννει τα αθλητικά του ξανά τζιαι ξανά. Σάζει τη ζώνη του. Θωρεί με λλίον πανικό αν ετελειώσαν το αυτοκίνητο του. Παίζει με το κινητό. Βηματίζει, ππουφφουρίζει. Ο γραφειόπληχτος ετέλειωσεν το texting τζιαι τωρά κοιτάζει το ήμεηλ του. Τσάκιση στο παντελόνι. Φρεσκοξυρισμένος, μυρίζει κολώνιαν αισθησιακή αλλά ο ίδιος αναβλύζει αδιαφορία τζιαι εγωισμό. Λαλούν το τα μαλλιά του που εν τζιελλωμένα προσεχτικά, κορτάτζιη, αππωμένα, self conscious. Φαίνεται μου γαμιάς, ποτζιήνους που το ξέρουν αλλά δέν ξέρουν τη σημασία του, ποτζιήνους που εκμεταλλεύουνται τες γυναίκες. Το γκρίζο του κοστούμι ψιθυρίζει μου οτι εν αναίσθητος. Γιατί μου το λαλεί? Νιώθω περίεργος, κουτσομπόλης. Θα μπορούσα όμως να γράψω ιστορίαν για ούλλους, τούτον δικαιολογά με λλίον.
Μπαίνει μέσα μιά κοτζιάκαρη. Καλοντυμένη, με έναν αέραν κυρίας άλλων εποχών, κόκκαλα δυνατά τζιαι όρθια ακόμα. Με παστούνιν ίσιον που έσιει σκαλίσματα πάνω. Κάθεται στη διπλανή καρέκλα τέλλεια μές τα πόθκια μου. Χαμογελά μου. Καταλάβω οτι εν πλάσμαν ορθάνοιχτον, φορεί φούξια σακκάκι τζιαι παντελόνες του '60, μυρίζει λίγο ναφθαλίνη τζιαι άρωμα γιαγιάς γλυκόπικρο. Έσιει τεράστια θηλυκότητα παρ' όλο που είναι τουλάχιστο 85 χρονών. Απολαμβάννω το αμέσως το συναίσθημα. Κάτω που το ρυτιδωμένο πρόσωπο που έφαεν ο χρόνος φαίνεται η σκιά της ομορφιάς της, σίουρα έμοιαζεν σάν τες στάρ του σινεμά τες κοκέτες του '30. Πηγούνι έντονο, ψηλά μήλα ροδαλά, χείλη που κάποτε ήταν σαρκώδη, τζιαι κάτι μάτια τεράστια, κρυμμένα κάτω που χαλαρό δέρμα αλλά ακόμα καταγάλανα.
Εν ψηλή, λεπτή, με κορμοστασιά που άντεξε τα βάρη της ζωής. Γυρίζω αυθόρμητα να της μιλήσω.
"Καλημέρα" λαλώ της.
"Μα είδες τον ήλιο του φθινοπώρου τί ωραίος είναι? Καλημέρα!"
"Καλημέρα, ναι φκέννει πάνω που τα χτίρια κατακίτρινος εν όμορφος σήμερα"
"Είμαι η Μπέσση, ξέρεις οτι δαμέ που καθούμαστεν τζι ώς το σκουπιδότοπον απέναντι είχε φάρμες το 1940? Εζούσα στη μεγαλύτερη, είχαμεν ζώα τζιαι σανό. Θέλεις να δείς?"
(Φκάλλει φωτογραφίες, σε μιάν κάθεται μαυρόασπρη, δεκαεξάχρονη πάνω σε άτι καφετί. Με χαμόγελο αγέρωχο, μπούκλες ατίθασες τζιαι παντελόνια τζιήν."
"Εγώ είμαι τούτη" Χαμογελά μου με χείλη φιλήδονα.
"Εν ο Ρένζο ο άλογος μου. Έζησεν 25 χρόνια! Επήαιννα παντού μαζί του. Θωρείς δίπλα τες θημωνιές? Εγώ τες έκαμνα. Τζιαι τα κουνέλια εγώ. Δέ ποτζιή στο σκουπιδότοπο, πιστεύκεις το πως ήταν έτσι κάποτε? Άχ τί εκάμαμεν της γής..."
Φκάλλει μιάν κάρτ ποστάλ, ζωγραφιά φάρμας με κόκκινο στάβλο πανύψηλο, σιλό του σιταριού τζιαι πράσινο χορτάρι παντού.
"Μα τί ωραίος πίνακας."
"Εν δικός μου! Είμαι ζωγράφος ξέρεις, όταν έφυα του παπά μου που τη φάρμαν επήα μόνη μου Νέαν Υόρκην τζι έζησα στο village με τους μποέμηδες χρόνια. Έμαθα την τέχνη ζώντας τη ζωή μου. Μα έν μου εξαναμιλήσαν οι δικοί μου." Συννεφιάζει λλίο. "Μα πάντα η φάρμα ήταν στο νού μου." Θωρεί με με τεράστια μπλέ μάτια. "Εσύ τί κάμνεις? Θωρώ κρατάς πολλά πασιή βιβλίο. "
"Έε, είμαι μουσικός, γράφω μουσική. Κλασσική."
"Χαχα, τζιαι σύ πελλός έ? Είχα πολλούς φίλους πειραματιστές στην νέα υόρκη. Τον morton feldman ξέρεις τον? Ήταν ράφτης στο garment district τα πρωινά, τζιαι συνθέτης τα βράδυα. Εκόλλησα του μετά που έναν κονσέρτον που τον εγώννιασα αλλά είπεν μου έννεν σίουρος οτι του αρέσκουν οι γυναίκες. Το '55, τότε που ήταν αντροπή να είσαι γκέη. Εμέναν είπεν μου το πάντως! Η κόρη μου έσιει κόρη λεσβία τζιαι αποκλήρωσεν την η παλαβή. Έν την καταλάβω!"
"Μα εγνώρισες τον feldman??!!!"
"Oύυυυ, τζι άλλους πολλούς! Ξέρεις πάρτυ που εκάμναμεν? Τζιαι ύστερα στο Studio 54 με τον andy warhol τζιαι ούλλους?" "ΤΑ πάρτυ".
"Καλά τζιαι πώς έφκαλλες λεφτά?"
Κοντεύκει στο αφτί μου τζιαι κουππώννει τη φούχταν της να μου ψιθυρίσει.
"Επόζαρα γυμνή, μοντέλο για φωτογράφους τζιαι ζωγράφους. Καλά, ήμουν τζιαι σερβιτόρα λλίον". Γελούν τα μάτια. "Εδούλεψα με αρκετούς διάσημους έτσι, αλλά έν σου δείχνω φωτογραφίες, είμαι γιαγιά τωρά χαχαχαχαχα."
Διακόπτει μας ο μάστρε μηχανικός.
"Κύριε Διάσπορε? Εν έτοιμο."
Θωρώ τον τζιαι κομπάζω.
"Μπορείτε να το φκάλετε έξω? Έπιασα κουβένταν τζιαι εννα μείνω αλλο λλίγο."
Κοιτάζει με απορημένα, όπως κοιτάζεις άρρωστο άνθρωπο.
"Εεε, καλά, ότι θέλεις. Άμα είσαι έτοιμος πέ μας το ok?"
Ξαναπάω πίσω στη συνομιλία.
"Εδούλεψα πολλά. Έμαθα να ζωγραφίζω τζι έκθεσα σε ούλλες τες γκαλερύ -τούτον εγίνηκεν μετά τα σαράντα μου, αλλά είχα πολλήν υπομονή. Έκαμα τζιαι 2 μωρά, επαντρεύτηκα τελικά. Τωρά εν ανήμπορος, σάζω τον. Τί να κάμεις? Έτσι εν το τέλος της ζωής, take it or leave it." Δέ δείχνει καθόλου πόνο το βλέμμα της, ούτε απογοήτευση.
"Μπέσση να σε ρωτήσω κάτι?"
"Ε πέ μου."
"Ποιόν εν το μυστικόν της ευτυχίας σου? Θωρώ οτι έζησες τη ζωή σου έντονα, τζιαι ακόμα ζείς την. Νομίζω είσαι ευτυχισμένη. Με την πραγματική σημασία της λέξης, όι με την επιφανειακή. Θωρώ το επειδή εν πράμα που προσπαθώ να αφεθώ για να το ζήσω τζι εγώ."
"Ε, ζώ την ευτυχία, ναι. Ακόμα εκθέτω, τζιαι σιέρουμαι τους αθρώπους, τους ζωντανούς, τζιαι τζιήνους που έχω χάσει. Ακόμα κάμνω φίλους -δέ?. Το μυστικόν εν απλόν πολλά. ΕΝ κρατώ ποττέ μου τες σκέψεις μου αιχμάλωτες. Έρκουνται, σκέφτουμαι τες, τζιαι μετά ξαπολώ τες. Έν τες αφήννω να σαπήσουν μέσα μου. Τζιαι τούτον έκαμνεν με πάντα να προχωρώ, να είμαι ανοιχτή στες νέες εμπειρίες. Τζι έν εφοήθηκα ποττέ μου να κάμω βήματα που αλλάξαν τη ζωή μου, ούτε τον πόνον που έφερεν η απόφαση μου. Έν τες εκράτουν ποττέ μου τες σκέψεις να με τρών τζιαι αντί να ζώ τη ζωή να την σκέφτουμαι μόνο. Άμαν πονώ, ΠΟΝΩ. Άμα σιέρουμαι, ΣΙΕΡΟΥΜΑΙ. Έν με κρίνω ποττέ μου! Τζι άμα ζήσω το συναίσθημα, αφήννω το να φύει, έν το ξαναεπισκέφτουμαι ξανά τζιαι ξανά για να νιώθω την ασφάλεια του. Παραπάνω απόλαυσα τες λάθος αποφάσεις. Περνούν τα χρόνια ξέρεις. Τζιαι άμαν έν κάμνεις συνέχεια λάθη, έν ζείς. Εν τα λάθη η ζωή, όι η σιγουριά. Το ρίσκο. Αλλά έν πιάννεις ποττέ μεγάλο ρίσκον άμα αφήννεις τες σκέψεις σου να σαπήζουν το νούν σου. Αλλιώς ήταν να μείνω στη φάρμα στη σιγουριά των αγελάδων μας για ακόμα 20 χρόνια -ξέρεις τί έγινε? Επάττησεν ο παπάς μου τζι επούλησεν την για ψίχουλλα του κράτους να πληρώσει τους φόρους. Ήταν να μείνω αμόρφωτη, ά-ζωη. (lifeless). Τί έχασα? Την οικογένεια μου, τη φήμη μου (εφκάλλαν με πουτάνα τζιαι αλήτισσα τότε), έχασα την πόλη που εμεγάλωσα. "
Ντζιήζει μου.
"εε, έν την έχασα, έρκουμαι που τη νέα υόρκη κάθε κανένα χρόνο. Έλειψεν μου το λάδι της κάντιλακ σήμερα, είπα να το αλλάξω τζιαι να επισκεφτώ τα χωράφκια που εμεγάλωσα..."
Θωρεί το ταβάνι.
"Τί εκέρδισα?? Well, ΕΖΗΣΑ όπως έθελα, τζιαι τωρά στα 89 μου που έρκεται το τέλος, έν με κόφτει τίποτε το τέλος επειδή ακόμα ζώ. Εγώ έμαθα να ζώ χωρίς να το βασαννιώ το πράμαν."
Χαμογελώ της πλαθκεια τζιαι πιάννω το σιέριν της. Έν την ξενίζει. Εν ζεστό, με δάκτυλα λεπτά που τα έφαεν η αρθρίτιδα , περιποιημένα νύχια βαμμένα κόκκινα, δακτυλίδια με γεωμετρικά σχήματα, ασημένια.
"Μπέσση, έν θα σε ξαναδώ, αλλά έθελα να σου πώ καλό ταξίδι να έσιεις. Που έναν ταξιεδευτή σε άλλο."
Χαμογελά μου με γνώση. Έν της έχω πεί τίποτε για μέναν, έν με άφηκεν χαχαχα, μιλά ποοολλά. Έν πειράζει. Θωρεί με ομως έντονα, τζι αναγνωρίζει με, σάν να έχουμεν κοινά, σάν να τζι αν ήταν μιτσιά θα έθελεν να επηαίνναμεν για καφέ να συνεχίσουμεν την κουβέντα. Ξέρει οτι είμαι "του κύκλου της" τζιαι καταλαβαίνει πού βαδίζω.
"You aren't afraid. I can tell. Always talk to people. And do let go, if you can, that's the trick" Λαλεί μου τζιαι φιλά με σταυρωτά.
"Goodbye, I don't even know your name and even if you told me i would forget it -old lady brains!-
If i don't die, maybe we can meet here again in a year hahahahaha, for a secret oil change hahahaha".
Γέλιο γάργαρο κοριτσίστικο.
Σηκώννουμαι, πληρώννω το λογαριασμό τζιαι φεύκω.
Έρκεται στο παράθυρο μου ο μάστρος, ζητά μου να τραβήσω το μοχλό που αννοίει το καπό το μπροστινόν. Εν πασιής πολλά τζιαι όταν πλησιάζει το πρόσωπο μου για να με δεί στα μάτια φκέννουν ατμοί που το στόμαν του μές την κρυάδα. Βρωμούν τα δόντια του τσιγάρο τζιαι λουκάνικα που έφαεν για πρωινό. Μιλά με μπασάτη φωνή που ξεχυλίζει με την τοπική του χωρκάτικη προφορά. (μεταφράζω στα κυπριακά)
"Έ κουμπαρούιν διάσπορε, γρειάζεσαι αλλαγήν του φίλτρου του αέρα τζιαι της καμπίνας. Νέα windshield wipers. Τζιαι λαϊν. Ούλλων των λογιών θα σου βάλουμεντε. Να καθαρίσουμεντε τζιαι το σύστημα του εξώστ με το φάρμακον ολά. Ά, τζι εννα φουσκώσουμεντε τους τροχούς σου επίσης, τζιαι να κάμουμεντε τζιαι χούβε τα πέφτζια σου. Κάτσε πιέ καχέν κανένα τέταρτο στο θάλαμο υποδοχής να καρτεράς, θα σε κανονίσουμεντε ολά. Νγκιακόσια δολλάρια κάμνουμεν το πούππαν."
Πάω μέσα. Βάλλω καφέν να πιώ. Αννοίω το βιβλίον μου. Κάθουμαι σε μιάν που τες καρέκλες που εν στημένες στη σειρά μπροστά που τον τοίχον κάτω που τες διαφημίσεις εξαρτημάτων τζιαι τα calendar με τες τιτσίρες της michelin. Απέναντι μου κάθεται ενας γραφειόπληχτος που κάμνει texting μανιακά στο blackberry του, μιά ξανθούλλα μιτσιά που τηλεφωνά του κάφκου της τζιαι μαλλώννουν (πρωί ξημέρωμα!!!). Ένας άλλος διαβάζει με αμηχανία τα σχισμένα περιοδικά, σίουρα έσιει αγοραφοβία, εν ιδρωμένος, έν του αρέσκει να εν μές τον κόσμο. Μελετώ τους ούλλους. Μελετώ το πάτωμα. Τα ρούχα που φορούν, τον τρόπο που κινούνται. Η ξανθή προσπαθεί να εξηγήσει του φίλου της οτι εψές που τον αγνόαν στο κλάπ εν επειδή προχτές έν της είπεν οτι εν ωραία αλλά είπεν της καλλύττερης της φίλης κομπλιμέντο τζι εζήλεψεν, γιατί να μέν το καταλάβει. Στον πάγκο χαρτιά πολλά, παραγγελίες εξαρτημάτων, ρόζ τζιαι άσπρα, τσαλακωμένα. Καθούμαστεν τρείς καρέκλες διαφοράν ο ένας που τον άλλον. Κανένας έν εγύρισεν να με δεί. Ο αγοραφοβικός μασά τα νύσια του, ττακκουρά το πόδι, δίννει τα αθλητικά του ξανά τζιαι ξανά. Σάζει τη ζώνη του. Θωρεί με λλίον πανικό αν ετελειώσαν το αυτοκίνητο του. Παίζει με το κινητό. Βηματίζει, ππουφφουρίζει. Ο γραφειόπληχτος ετέλειωσεν το texting τζιαι τωρά κοιτάζει το ήμεηλ του. Τσάκιση στο παντελόνι. Φρεσκοξυρισμένος, μυρίζει κολώνιαν αισθησιακή αλλά ο ίδιος αναβλύζει αδιαφορία τζιαι εγωισμό. Λαλούν το τα μαλλιά του που εν τζιελλωμένα προσεχτικά, κορτάτζιη, αππωμένα, self conscious. Φαίνεται μου γαμιάς, ποτζιήνους που το ξέρουν αλλά δέν ξέρουν τη σημασία του, ποτζιήνους που εκμεταλλεύουνται τες γυναίκες. Το γκρίζο του κοστούμι ψιθυρίζει μου οτι εν αναίσθητος. Γιατί μου το λαλεί? Νιώθω περίεργος, κουτσομπόλης. Θα μπορούσα όμως να γράψω ιστορίαν για ούλλους, τούτον δικαιολογά με λλίον.
Μπαίνει μέσα μιά κοτζιάκαρη. Καλοντυμένη, με έναν αέραν κυρίας άλλων εποχών, κόκκαλα δυνατά τζιαι όρθια ακόμα. Με παστούνιν ίσιον που έσιει σκαλίσματα πάνω. Κάθεται στη διπλανή καρέκλα τέλλεια μές τα πόθκια μου. Χαμογελά μου. Καταλάβω οτι εν πλάσμαν ορθάνοιχτον, φορεί φούξια σακκάκι τζιαι παντελόνες του '60, μυρίζει λίγο ναφθαλίνη τζιαι άρωμα γιαγιάς γλυκόπικρο. Έσιει τεράστια θηλυκότητα παρ' όλο που είναι τουλάχιστο 85 χρονών. Απολαμβάννω το αμέσως το συναίσθημα. Κάτω που το ρυτιδωμένο πρόσωπο που έφαεν ο χρόνος φαίνεται η σκιά της ομορφιάς της, σίουρα έμοιαζεν σάν τες στάρ του σινεμά τες κοκέτες του '30. Πηγούνι έντονο, ψηλά μήλα ροδαλά, χείλη που κάποτε ήταν σαρκώδη, τζιαι κάτι μάτια τεράστια, κρυμμένα κάτω που χαλαρό δέρμα αλλά ακόμα καταγάλανα.
Εν ψηλή, λεπτή, με κορμοστασιά που άντεξε τα βάρη της ζωής. Γυρίζω αυθόρμητα να της μιλήσω.
"Καλημέρα" λαλώ της.
"Μα είδες τον ήλιο του φθινοπώρου τί ωραίος είναι? Καλημέρα!"
"Καλημέρα, ναι φκέννει πάνω που τα χτίρια κατακίτρινος εν όμορφος σήμερα"
"Είμαι η Μπέσση, ξέρεις οτι δαμέ που καθούμαστεν τζι ώς το σκουπιδότοπον απέναντι είχε φάρμες το 1940? Εζούσα στη μεγαλύτερη, είχαμεν ζώα τζιαι σανό. Θέλεις να δείς?"
(Φκάλλει φωτογραφίες, σε μιάν κάθεται μαυρόασπρη, δεκαεξάχρονη πάνω σε άτι καφετί. Με χαμόγελο αγέρωχο, μπούκλες ατίθασες τζιαι παντελόνια τζιήν."
"Εγώ είμαι τούτη" Χαμογελά μου με χείλη φιλήδονα.
"Εν ο Ρένζο ο άλογος μου. Έζησεν 25 χρόνια! Επήαιννα παντού μαζί του. Θωρείς δίπλα τες θημωνιές? Εγώ τες έκαμνα. Τζιαι τα κουνέλια εγώ. Δέ ποτζιή στο σκουπιδότοπο, πιστεύκεις το πως ήταν έτσι κάποτε? Άχ τί εκάμαμεν της γής..."
Φκάλλει μιάν κάρτ ποστάλ, ζωγραφιά φάρμας με κόκκινο στάβλο πανύψηλο, σιλό του σιταριού τζιαι πράσινο χορτάρι παντού.
"Μα τί ωραίος πίνακας."
"Εν δικός μου! Είμαι ζωγράφος ξέρεις, όταν έφυα του παπά μου που τη φάρμαν επήα μόνη μου Νέαν Υόρκην τζι έζησα στο village με τους μποέμηδες χρόνια. Έμαθα την τέχνη ζώντας τη ζωή μου. Μα έν μου εξαναμιλήσαν οι δικοί μου." Συννεφιάζει λλίο. "Μα πάντα η φάρμα ήταν στο νού μου." Θωρεί με με τεράστια μπλέ μάτια. "Εσύ τί κάμνεις? Θωρώ κρατάς πολλά πασιή βιβλίο. "
"Έε, είμαι μουσικός, γράφω μουσική. Κλασσική."
"Χαχα, τζιαι σύ πελλός έ? Είχα πολλούς φίλους πειραματιστές στην νέα υόρκη. Τον morton feldman ξέρεις τον? Ήταν ράφτης στο garment district τα πρωινά, τζιαι συνθέτης τα βράδυα. Εκόλλησα του μετά που έναν κονσέρτον που τον εγώννιασα αλλά είπεν μου έννεν σίουρος οτι του αρέσκουν οι γυναίκες. Το '55, τότε που ήταν αντροπή να είσαι γκέη. Εμέναν είπεν μου το πάντως! Η κόρη μου έσιει κόρη λεσβία τζιαι αποκλήρωσεν την η παλαβή. Έν την καταλάβω!"
"Μα εγνώρισες τον feldman??!!!"
"Oύυυυ, τζι άλλους πολλούς! Ξέρεις πάρτυ που εκάμναμεν? Τζιαι ύστερα στο Studio 54 με τον andy warhol τζιαι ούλλους?" "ΤΑ πάρτυ".
"Καλά τζιαι πώς έφκαλλες λεφτά?"
Κοντεύκει στο αφτί μου τζιαι κουππώννει τη φούχταν της να μου ψιθυρίσει.
"Επόζαρα γυμνή, μοντέλο για φωτογράφους τζιαι ζωγράφους. Καλά, ήμουν τζιαι σερβιτόρα λλίον". Γελούν τα μάτια. "Εδούλεψα με αρκετούς διάσημους έτσι, αλλά έν σου δείχνω φωτογραφίες, είμαι γιαγιά τωρά χαχαχαχαχα."
Διακόπτει μας ο μάστρε μηχανικός.
"Κύριε Διάσπορε? Εν έτοιμο."
Θωρώ τον τζιαι κομπάζω.
"Μπορείτε να το φκάλετε έξω? Έπιασα κουβένταν τζιαι εννα μείνω αλλο λλίγο."
Κοιτάζει με απορημένα, όπως κοιτάζεις άρρωστο άνθρωπο.
"Εεε, καλά, ότι θέλεις. Άμα είσαι έτοιμος πέ μας το ok?"
Ξαναπάω πίσω στη συνομιλία.
"Εδούλεψα πολλά. Έμαθα να ζωγραφίζω τζι έκθεσα σε ούλλες τες γκαλερύ -τούτον εγίνηκεν μετά τα σαράντα μου, αλλά είχα πολλήν υπομονή. Έκαμα τζιαι 2 μωρά, επαντρεύτηκα τελικά. Τωρά εν ανήμπορος, σάζω τον. Τί να κάμεις? Έτσι εν το τέλος της ζωής, take it or leave it." Δέ δείχνει καθόλου πόνο το βλέμμα της, ούτε απογοήτευση.
"Μπέσση να σε ρωτήσω κάτι?"
"Ε πέ μου."
"Ποιόν εν το μυστικόν της ευτυχίας σου? Θωρώ οτι έζησες τη ζωή σου έντονα, τζιαι ακόμα ζείς την. Νομίζω είσαι ευτυχισμένη. Με την πραγματική σημασία της λέξης, όι με την επιφανειακή. Θωρώ το επειδή εν πράμα που προσπαθώ να αφεθώ για να το ζήσω τζι εγώ."
"Ε, ζώ την ευτυχία, ναι. Ακόμα εκθέτω, τζιαι σιέρουμαι τους αθρώπους, τους ζωντανούς, τζιαι τζιήνους που έχω χάσει. Ακόμα κάμνω φίλους -δέ?. Το μυστικόν εν απλόν πολλά. ΕΝ κρατώ ποττέ μου τες σκέψεις μου αιχμάλωτες. Έρκουνται, σκέφτουμαι τες, τζιαι μετά ξαπολώ τες. Έν τες αφήννω να σαπήσουν μέσα μου. Τζιαι τούτον έκαμνεν με πάντα να προχωρώ, να είμαι ανοιχτή στες νέες εμπειρίες. Τζι έν εφοήθηκα ποττέ μου να κάμω βήματα που αλλάξαν τη ζωή μου, ούτε τον πόνον που έφερεν η απόφαση μου. Έν τες εκράτουν ποττέ μου τες σκέψεις να με τρών τζιαι αντί να ζώ τη ζωή να την σκέφτουμαι μόνο. Άμαν πονώ, ΠΟΝΩ. Άμα σιέρουμαι, ΣΙΕΡΟΥΜΑΙ. Έν με κρίνω ποττέ μου! Τζι άμα ζήσω το συναίσθημα, αφήννω το να φύει, έν το ξαναεπισκέφτουμαι ξανά τζιαι ξανά για να νιώθω την ασφάλεια του. Παραπάνω απόλαυσα τες λάθος αποφάσεις. Περνούν τα χρόνια ξέρεις. Τζιαι άμαν έν κάμνεις συνέχεια λάθη, έν ζείς. Εν τα λάθη η ζωή, όι η σιγουριά. Το ρίσκο. Αλλά έν πιάννεις ποττέ μεγάλο ρίσκον άμα αφήννεις τες σκέψεις σου να σαπήζουν το νούν σου. Αλλιώς ήταν να μείνω στη φάρμα στη σιγουριά των αγελάδων μας για ακόμα 20 χρόνια -ξέρεις τί έγινε? Επάττησεν ο παπάς μου τζι επούλησεν την για ψίχουλλα του κράτους να πληρώσει τους φόρους. Ήταν να μείνω αμόρφωτη, ά-ζωη. (lifeless). Τί έχασα? Την οικογένεια μου, τη φήμη μου (εφκάλλαν με πουτάνα τζιαι αλήτισσα τότε), έχασα την πόλη που εμεγάλωσα. "
Ντζιήζει μου.
"εε, έν την έχασα, έρκουμαι που τη νέα υόρκη κάθε κανένα χρόνο. Έλειψεν μου το λάδι της κάντιλακ σήμερα, είπα να το αλλάξω τζιαι να επισκεφτώ τα χωράφκια που εμεγάλωσα..."
Θωρεί το ταβάνι.
"Τί εκέρδισα?? Well, ΕΖΗΣΑ όπως έθελα, τζιαι τωρά στα 89 μου που έρκεται το τέλος, έν με κόφτει τίποτε το τέλος επειδή ακόμα ζώ. Εγώ έμαθα να ζώ χωρίς να το βασαννιώ το πράμαν."
Χαμογελώ της πλαθκεια τζιαι πιάννω το σιέριν της. Έν την ξενίζει. Εν ζεστό, με δάκτυλα λεπτά που τα έφαεν η αρθρίτιδα , περιποιημένα νύχια βαμμένα κόκκινα, δακτυλίδια με γεωμετρικά σχήματα, ασημένια.
"Μπέσση, έν θα σε ξαναδώ, αλλά έθελα να σου πώ καλό ταξίδι να έσιεις. Που έναν ταξιεδευτή σε άλλο."
Χαμογελά μου με γνώση. Έν της έχω πεί τίποτε για μέναν, έν με άφηκεν χαχαχα, μιλά ποοολλά. Έν πειράζει. Θωρεί με ομως έντονα, τζι αναγνωρίζει με, σάν να έχουμεν κοινά, σάν να τζι αν ήταν μιτσιά θα έθελεν να επηαίνναμεν για καφέ να συνεχίσουμεν την κουβέντα. Ξέρει οτι είμαι "του κύκλου της" τζιαι καταλαβαίνει πού βαδίζω.
"You aren't afraid. I can tell. Always talk to people. And do let go, if you can, that's the trick" Λαλεί μου τζιαι φιλά με σταυρωτά.
"Goodbye, I don't even know your name and even if you told me i would forget it -old lady brains!-
If i don't die, maybe we can meet here again in a year hahahahaha, for a secret oil change hahahaha".
Γέλιο γάργαρο κοριτσίστικο.
Σηκώννουμαι, πληρώννω το λογαριασμό τζιαι φεύκω.
Σχόλια
:)))
Υποκλίνομαι
ή κάποιον που του έτζιησε, το ίδιο κάνει
εν βρίσκω άλλες λέξεις
οι περιγραφές σου άπιαστες
αν μου πεις οτι καπνιζε κιολας θα αγγιξει το τέλειο χα χα χα
Φτάνει να ρωτάς τζιαι οι απαντήσεις έρκουνται που το πουθενά.
Ανατρίχιασα διαβάζοντας το κείμενο.
Έν έχω λόγια. Έν χρειάζουνται.
euxaristw
:)
Α-Π-Α-Ν-Α-Γ-Ι-Α ΜΟΥ... The answer to my prayers. Χειροπιαστό παράδειγμα για τους άπιστους Θωμάδες (including me of course when i get discouraged): A woman who realised the theory, put it to practice and LIVED to tell the tale. I am inspired all over again.
Thank you for sharing this.
:)
Θεά με τη σημασία της λέξης. Έτσι γυναίκες σας θέλω να είσαστε όλες μάνα μου ;)
ritsa
Εν μύθος η ίδια απλά έντζισεν τζιαι πάς σε άλλους μύθους.
σικε
:)) thanks man
rose
μα σίιιουρα εκάπνιζεν, αφού εν μποέμισσα, γίνεται αλλιώς?
σταλαματία
Αφού ερώτησα, ήρταν οι απαντήσεις, έτσι έναι αμα ρωτάς τζιαι μετά ακούεις έ?
Νεράϊδα
Μα εν που το πουθενά? Ή κάποιος σου απαντά που παντού άραγες? Σκέφτουμαι το..
ρουθλες
Ήντα πλάσμαν....
Κυπρολέων
Όι ρε φίλε μου, έν εμίλουν τίποτε που ήμουν μιτσής. Άρκεψα να μιλώ σε αγνώστους που τον τζιαιρό που αποφάσισα οτι αφού εν σύντομο το ταξίδι μας στη γή, να το απολαύσω. Κανεί αντροπές. It cures loneliness..
ΔemΩΝ
Συγκλίνουν, συγκλίνουν. Οι ψυχές που γυρεύκουν παρόμοια πράματα βρίσκουν κοινές εμπειρίες μπροστά τους! Μα έκοψες κουβέντες με την θεά Κική Δημουλά?
postbabylon
Κι εγώ σ' ευχαριστώ..
neerie
Ήταν πόστ που 'εγραφτηκεν μόνον του'. Επειδή απλά τζιαι μόνον είπα "καλημέρα, λάμπει ο ήλιος". Είδες??
σπουργίτης
Αφού είσαι ζωντανός ακόμα, έν εδείλιασες. Κάμε.
Εν η πιό απλή θεωρία, έν έσιει καθόολου φιλοσοφίες ή ψυχόλογια κλπ. Tρία πράματα Απλά:
IT COMES ΙΝ FULLY.
YOU EXPERIENCE IT FULLY.
YOU BREATHE IT OUT FULLY.
(Memory is the enemy of growth)
Τες τελευταίες μέρες επιάσαν με τζιαι μένα ξανά οι ανησυχίες μου τούτες για το τι είναι ευτυχία τζιαι πώς την πετυχαίννουμε. Εν σου το κρύφκω ότι πολλές φορές μπορεί τζιαι μέσα που τα πποστ σου να αρχίζουν τούτοι οι προβληματισμοί. Γράφεις πολλά ωραία τζιαι εμπνέεις με. Ευχαριστώ σε.
"ΘΕΑ!!!
:)))
Υποκλίνομαι"
τζιαι υποκλινομαι τζι εγω
Ευχαριστώ σε πίσω. Στα ταξίδια, άμα έχω παρέα διά μου φτερά να σκέφτουμαι τζι άλλο, τζιαι να τολμώ. Έν μου κάθεται η μοναξιά καθόλου. Ακόμα τζιαι η ευτυχία εν άδεια άμαν έν μοιράζεσαι τον δρόμο, τις σκέψεις που οδηγούν στην κατάσταση της.
richie
Ακόμα εν μές το νούν μου τούτη η θεά, τζιαι λυπούμαι που δέ θα τη ξαναδώ μάλλον. Περαστική ήταν, όπως τον άνεμο.