Ένας κυπραίος διδάσκει το στάρπακς να κάμνει φραπέ.
Οδηγώ αργά το απόγευμα, τέζα, την τελευταία βδομάδα μόνο 3 ώρες ύπνο κατάφερα να κοιμούμαι κάθε νύχτα για να προλάβω να στήσω τα στούτια μέχρι την κυριακή που θα έρθει ένας πολλά καλός μου φίλος ενορχηστρωτής να μείνει μαζί μου 4 μέρες να μου κάμει crash course στα προγράμματα. Πόψε αρχίζουν οι διακοπές μου. Δύο βδομάδες χωρίς να εξηγώ κανενού πώς να παίζει και πώς να ανακαλύψει μέσα του την πηγή της μουσικής και των αισθήσεων. Μέεεεελι.
Σταματώ στο στάρπακς για τον απογευματινό τρίτο καφέ τον γιορτινό, να πομπαριστώ για να αντέξω ακόμα μιά νύχτα έρωτα με τη μουσική, να ζήσω τον μήνα του μέλιτος μου μαζί με αυτή τη νέα ερωμένη την αιώνια. Θέλει ο έρωτας θυσίες. Της μουσικής πρέπει να της πετάσσεις τα μάτια έξω συχνά, αλλιώς σ' αφήνει.
"Γειά σου κύριε D., τί θα πάρουμε απόψε", χαμογελά η νεαρή και ευγενική μπαρίστα με τα γυαλιά, "το συνηθισμένο?"
"Red Eye". "Venti, please". "Παγωμένο" (3 σιότς εσπρέσο με γάλα)
"Παγωμένο? Επέλλανες κύριε D., εν -10 σήμερα τα γέριμα αθεόφοβε."
"Είμαι κυπραίος, μόνο καφέ παγωμένο πίννουμε ολόχρονα."
(στις λαφαζανιές κανένας δέν μας πιάννει επίσης)
Γελά. Επίστεψεν μου.
"Να σου κάμω. Θέλεις σόγια σήμερα ή γάλα?"
"Εεε, θέλωω...
Την ώρα που επήα να απαντήσω βλέπω στον πάγκο διαφήμιση για τον νέο στιγμιαίο καφέ του στάρπακς που προωθούν.
"Μα τί είναι τούτο?? Στιγμιαίος???"
"Ναί, ο νέος μας καφές. Θέλεις να αγοράσεις να πάρεις σπίτι σου? Εν τέεελειος."
Παίρνω ύφος ειδικού. Με τους αντίχειρες ψηλώννω το παντελόνι με σημασία, σηκώννω τα φρύδια.
"Το λοιπόν. Θα σε μάθω να κάμνεις Βββρραπέ."
"Τί?"
"Ββρραααπέ." "Καφές με αφρό, να τον ρουφάς με θόρυβο να γαργαλά τον ουρανίσκο σου λεβέντικα η ζάχαρη, ο αέρας, η πίκρα του καφέ. Να σπάζουν οι φουσκαλίτσες σάν τα κύματα στη θάλασσα. Άστο καλύτερα. Δέν καταλάβετε εσείς οι αμερικάνοι που έτσι αισθήσεις."
"Τί είναι τούντο πράμα?? Με το στιγμιαίο το φτιάχνεις.? Να σου κάμω? Μάθε με. (ώωω μάστρε του καφέ μεσόγειε που φοράς στο πρόσωπο δαφνοστεφανωμένη τη σοφία σου την αρχαία, και το σοφίστικεητετ ύφος σου με ηρεμά, η καμπύλη της μύτης σου με γεμίζει σιγουριά και μου τονώνει την πεσμένη αυτοπεποίθηση.) Μάθε με please.
"Άκου να δείς. Βάλε ενα φακελλάκι καφέ στο μπλέντερ σου."
Βάλλει. Με κοιτάζει με μάτια ολοστρόγγυλα να την καθοδηγήσω.
"Βάλε μιά κουταλιά νερό παγωμένο."
"..μα.."
"Δέν έχει μα. Βάλε ζάχαρη. Χτύπα τα για 10δλπτ μόνο."
Βζζζζζζζζζζζζζ.
"Ώωωωππας κανεί. Τωρά βάλε πάγο, μισό νερό μισό γάλα. Έτοιμο. Σε ψηλό γυάλινο ποτήρι, όι μές τες αηδίες σας τα πλαστικά. Δοκίμασε".
(ηδονή στο πρόσωπο, έκπληξη, θαυμασμός για την "ευρωπαϊκή" μου καφεγνωσία)
Φωνάζει του μάνατζερ. Στο πάνω της χείλος μουστάκι αφριστό του πρωτάρη του φραπέ.
"Τζιώωων. Έλα να πιείς ένα καφέ ευρωπαϊκό!"
'Ερχεται ο Τζιών βιαστικός, αγχωμένος, έτοιμος να θυμώσει με τες πελλάρες που βάλλει ο πελάτης να κάμουν οι υπαλλήλοι του. Πίννει λίγο.
(Αλλαγή έκφρασης, τα σμιχτά φρύδια ανατέλλουν, το χαμόγελο ξυπνά, σκουπίζει τα μουστάκια)
"Μα τί είναι τούτο?"
Απαντώ με ύφος και προφορά "Βρρρραπές κυπριακός."
"Μα εν τέλειος! Ξαναπές μου πώς το λέν το θεϊκό αυτό ρόφημα?"
"Ββρρραπέ."
"Vr-ay-pey??"
"No. Ββββρραπέ. Look at my mouth! Β. ΒΒββββ. Βββραπέ μέτριο μισόν μισόν."
"Θα το καθιερώσω στο μενού μας! Η ανακάλυψη της χρονιάς!"
"Εεε, πές μου, η ταχινόπιττα ξέρεις τί είναι?"
"Εεε, η ποιάαα?"
"Ε, τίποτε, ξέχασε το, μουρμουρώ μόνος μου. Λέω: Μακάρι να μέν το πείς Ββρραπέ κυπριακό τζιαι είμαι καλός γιαλλόου σου άααα."
"Βέβαια κύριε θα το πούμεν έτσι, αλίμονο." "Θέλεις να το λέμε 'καφέ του κ.Διάσπορου?"
"Χαχαχα, όχι ευχαριστώ, έν είμαι τόοοσο ψώνιο."
Οπότε, απο σήμερα θα παραγγέλλω στο στάρπακς μου τον Βββραπέν μου. Όι εννα σπάσω στη ξενιθκειάν ενομίσετε ρέ καπιταλίστες του καφέ.
Σταματώ στο στάρπακς για τον απογευματινό τρίτο καφέ τον γιορτινό, να πομπαριστώ για να αντέξω ακόμα μιά νύχτα έρωτα με τη μουσική, να ζήσω τον μήνα του μέλιτος μου μαζί με αυτή τη νέα ερωμένη την αιώνια. Θέλει ο έρωτας θυσίες. Της μουσικής πρέπει να της πετάσσεις τα μάτια έξω συχνά, αλλιώς σ' αφήνει.
"Γειά σου κύριε D., τί θα πάρουμε απόψε", χαμογελά η νεαρή και ευγενική μπαρίστα με τα γυαλιά, "το συνηθισμένο?"
"Red Eye". "Venti, please". "Παγωμένο" (3 σιότς εσπρέσο με γάλα)
"Παγωμένο? Επέλλανες κύριε D., εν -10 σήμερα τα γέριμα αθεόφοβε."
"Είμαι κυπραίος, μόνο καφέ παγωμένο πίννουμε ολόχρονα."
(στις λαφαζανιές κανένας δέν μας πιάννει επίσης)
Γελά. Επίστεψεν μου.
"Να σου κάμω. Θέλεις σόγια σήμερα ή γάλα?"
"Εεε, θέλωω...
Την ώρα που επήα να απαντήσω βλέπω στον πάγκο διαφήμιση για τον νέο στιγμιαίο καφέ του στάρπακς που προωθούν.
"Μα τί είναι τούτο?? Στιγμιαίος???"
"Ναί, ο νέος μας καφές. Θέλεις να αγοράσεις να πάρεις σπίτι σου? Εν τέεελειος."
Παίρνω ύφος ειδικού. Με τους αντίχειρες ψηλώννω το παντελόνι με σημασία, σηκώννω τα φρύδια.
"Το λοιπόν. Θα σε μάθω να κάμνεις Βββρραπέ."
"Τί?"
"Ββρραααπέ." "Καφές με αφρό, να τον ρουφάς με θόρυβο να γαργαλά τον ουρανίσκο σου λεβέντικα η ζάχαρη, ο αέρας, η πίκρα του καφέ. Να σπάζουν οι φουσκαλίτσες σάν τα κύματα στη θάλασσα. Άστο καλύτερα. Δέν καταλάβετε εσείς οι αμερικάνοι που έτσι αισθήσεις."
"Τί είναι τούντο πράμα?? Με το στιγμιαίο το φτιάχνεις.? Να σου κάμω? Μάθε με. (ώωω μάστρε του καφέ μεσόγειε που φοράς στο πρόσωπο δαφνοστεφανωμένη τη σοφία σου την αρχαία, και το σοφίστικεητετ ύφος σου με ηρεμά, η καμπύλη της μύτης σου με γεμίζει σιγουριά και μου τονώνει την πεσμένη αυτοπεποίθηση.) Μάθε με please.
"Άκου να δείς. Βάλε ενα φακελλάκι καφέ στο μπλέντερ σου."
Βάλλει. Με κοιτάζει με μάτια ολοστρόγγυλα να την καθοδηγήσω.
"Βάλε μιά κουταλιά νερό παγωμένο."
"..μα.."
"Δέν έχει μα. Βάλε ζάχαρη. Χτύπα τα για 10δλπτ μόνο."
Βζζζζζζζζζζζζζ.
"Ώωωωππας κανεί. Τωρά βάλε πάγο, μισό νερό μισό γάλα. Έτοιμο. Σε ψηλό γυάλινο ποτήρι, όι μές τες αηδίες σας τα πλαστικά. Δοκίμασε".
(ηδονή στο πρόσωπο, έκπληξη, θαυμασμός για την "ευρωπαϊκή" μου καφεγνωσία)
Φωνάζει του μάνατζερ. Στο πάνω της χείλος μουστάκι αφριστό του πρωτάρη του φραπέ.
"Τζιώωων. Έλα να πιείς ένα καφέ ευρωπαϊκό!"
'Ερχεται ο Τζιών βιαστικός, αγχωμένος, έτοιμος να θυμώσει με τες πελλάρες που βάλλει ο πελάτης να κάμουν οι υπαλλήλοι του. Πίννει λίγο.
(Αλλαγή έκφρασης, τα σμιχτά φρύδια ανατέλλουν, το χαμόγελο ξυπνά, σκουπίζει τα μουστάκια)
"Μα τί είναι τούτο?"
Απαντώ με ύφος και προφορά "Βρρρραπές κυπριακός."
"Μα εν τέλειος! Ξαναπές μου πώς το λέν το θεϊκό αυτό ρόφημα?"
"Ββρρραπέ."
"Vr-ay-pey??"
"No. Ββββρραπέ. Look at my mouth! Β. ΒΒββββ. Βββραπέ μέτριο μισόν μισόν."
"Θα το καθιερώσω στο μενού μας! Η ανακάλυψη της χρονιάς!"
"Εεε, πές μου, η ταχινόπιττα ξέρεις τί είναι?"
"Εεε, η ποιάαα?"
"Ε, τίποτε, ξέχασε το, μουρμουρώ μόνος μου. Λέω: Μακάρι να μέν το πείς Ββρραπέ κυπριακό τζιαι είμαι καλός γιαλλόου σου άααα."
"Βέβαια κύριε θα το πούμεν έτσι, αλίμονο." "Θέλεις να το λέμε 'καφέ του κ.Διάσπορου?"
"Χαχαχα, όχι ευχαριστώ, έν είμαι τόοοσο ψώνιο."
Οπότε, απο σήμερα θα παραγγέλλω στο στάρπακς μου τον Βββραπέν μου. Όι εννα σπάσω στη ξενιθκειάν ενομίσετε ρέ καπιταλίστες του καφέ.
Σχόλια
ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦραπέ ένι ΦΦΦΦΡαπέ
:-)))
ΑΑΑΑΧΑΧΑΧΑΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
ειδικά σε τζείνο το σημείο εσπούρτησα, τζαι τζοιμάται δίπλα το Μωρό!!
Έτσι, τζείνοι που δεν το έχουν το εκτιμούν. Δαμέ εν σου κάμνουν, να σηκώνεσαι τζαι να φακκάς χαμέ.
Τζαι μιλώντας για ββββββραπέ στην ξενιθκιάν, θυμούμαι με τι ενθουσιασμό επαράγγειλα βραπέ στην καφετέρια της βιβλιοθήκης στην Ινγκλετέρα, για να διαπιστώσω με κίστημα τζαι απογοήτευση ότι ήταν ένα έτοιμο shake όπως το milkshake αλλά πιο μαλακία τζαι χωρίς παγωτό. Ήμουν πολλά κιστημένη τζείνη τη μέρα.
Α! Βρε Διάσπορε λεβέτνη
Διάσπορος φορ πρέζιντεντ!!!
επεσα απ'τον καναπε...
kalos, ekama to tziai to gw touto alla oi se starbucks. Respect
Έξω ντέρτια και καημοί!
Έξω ντέρτια και καημοί!
οτι καφε και να πιεις στη ζωη σου σαν το φραπε δεν εχει
respect που εμαθες την τεχνη αυτη στους αδαεις
για το Φ τζιαι το Β είπαν οι άλλοι
Στη ΧΤΕρνία εν φιλικοί οι υπαλλήλοι του στάρπακς, ακολουθούν πιστά τις οδηγιες του πελάτη πάντα -επίσης ξέρουν με καλά στο συγκεκριμένο χεχεχε.
Βρρραπέ ακούεις τζι εσύ!!! Τέλεια η παρουσίαση του κυπριακού ποτού!
Ν'α σαι καλά!
XAXAXAXAXAAAAA......
Ξέρει ο Διάσπορος πιστεύκω ότι εν φραπέ με (Φ), αφού το γράφει τζαι στον τίτλο, απλά το βββραπέ εν πιο δυνατόν, έσιει πιο πολλύ χάζι να το λαλείς έτσι, εν καθαρά κυπριακό ρε κουμπάρε...