H μυρωδιά του καλοκαιριού
Απλώννουμαι ολόκληρος, αυθόρμητα, με το φραπέ στο σιέρι τζιαι το τσιγαρούδι στο στόμα μου μισοκαπνισμένο, απλώννουμαι στο γρασίδι της μικρής μου της αυλής το πρωί τζι ο ήλιος χαιδεύκει μου τα γένεια μου απαλά με τα ζεστά του δάκτυλα. Έτσι αυθόρμητα, τζι ας με θωρούν παράξενα οι χτίστες δίπλα που γεμώννουν ιδρωμένοι, δουλευταράδες την απουσία του κατεδαφισμένου σπιθκιού δίπλα με νέα ζωή τζιαι ξύλα μυρωδάτα φρεσκοκομμένα.
Στην πλάτη νιώθω κρυάδα. Υγρασία καθώς το βάρος του κορμιού τσιλλά τες λεπιδούες του χόρτου τζιαι φκάλλουν το ζουμί που εμαζέψαν εψές για να πιούν. Πουκάτω μου θάλασσα. Πουπάνω μου ουρανός τζιαι ζέστη.
Τζιαι ο δικός μου ιδρώτας εξατμίζεται να πάει να έβρει τα σύννεφα, μόρια του νερού μου, σταγόνες άσημες τζιαι χωρίς όνομα που χωρίς τη συνένεση μου ή τη συμμετοχή μου εννα συμβάλουν στον κύκλο της ζωής, να γίνουν συννεφάκι μικρό τζιαι να ποτίσουν πάλε τη γή.
Αναπνέω, τζιαι μυρίζομαι το δικό μου ιδρώτα που έσιει οσμή της μουσικής, των σεντονιών, του σανταλόξυλου τζιαι του κόλιαντρου του ξερού, αρέσκει μου, είμαι ζώο. Σχεδόν μυρίζουμαι τζιαι τζιήνον τους χτίστες δίπλα, της δουλειάς, του κατρά τζιαι του ξύλου.
Τζιαι όπως είμαι ξαπλωμένος, γίγαντας, ταξιδεύκουν πάνω στο κορμί μου οι λύμπουροι τζιαι τα σκαθαρια αγνοώντας το βουνόν κρέατος που εβρέθηκε μπροστά τους. Πάν απλά στη δική τους τη δουλειά.
Στο δρόμο, μπροστά που το σπίτι, κυλούν εκατοντάδες αυτοκίνητα τζι αφήννουν δώρο την πικρή μυρωδιά της πεζίνας τζιαι του λαθκιού, των λαστίχων τους.
Τζιαι νεκατώννεται η πικρή τούτη μυρωδιά με την οσμήν που έχουν οι πόρνες που πρωί πρωί περπατούν να έβρουν πελάτη στην κάτω γειτονιά, δίπλα που σπίθκια σαπημένα με ανθρώπους άλουτους που ακόμα κοιμούνται ύπνον βαρετόν του χασισιού, της κρυσταλλωμένης ηρωίνης που επίνναν εψές για να ξεχάσουν ότι εν αθρώποι.
Δίπλα μου τα λουλούδια τζιαι ο κισσός μυρίζουν έρωτα καταπράσινο.
Ακόμα τζι ο ουρανός μυρίζει. Σαπούνι. Φτερά των πουλιών. Συννεφοοσμή. Καύσιμο αεροπλάνου. Καπνόν που τη φωθκιάν που εκατάκαψεν το Κεμπέκ του Καναδά προχτές.
Ο ουρανός που κουβαλεί μυρωθκιές της γερμανίας τζιαι της ισπανίας, μυρωθκιές ξανθές γεμάτες δάση με ψηλόλιγνα κυπαρίσσια. Μυρωθκιές που στέγες εγγλέζικες της υπαίθρου φτιαγμένες που σανό ξερό τζιαι πηλό. Κουβαλά χώμα της κύπρου, κοτσινόχωμα τζιαι το αντιηλιακό που τες παραλίες.
Άμαν ξαπλώσεις στο γρασίδι, τζιαι η ράσιη σου εν κρυά, βρεμένη, τζιαι το στήθος σου κρούζει που τον ήλιο, τζιαι αναπνεύσεις βαθκειά, όσα σου γεμίζουν τα πνεμόνια εν Ένα. Εν Ένα ούλλα τζι εσύ είσαι μαζί τους Ένα.
Σχόλια
τι ωραιος πινακας. εν ιερωνυμος μπος οξα;
Είδες που κοντά καμιά φορά πίνακαν του? Εν σάν το παραμύθι.
Κατα τα άλλα, ο άθρωπος ξυπνά το καλοκαίρι, αννοίει σάν το λουλούδι πάλε.
Έδρωσα για πρώτη φορά σήμερα σε 9 μήνες. Εν τραγικός ο χειμώνας μας.