Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2010

Πέτρενος σουρρεαλισμός. Το Πάνθεον της συνεργασίας.

Εικόνα
Ερώτησες με κάτι.  Τζι απαντώ σου... (πρόλογος:   Μές την παράξενη μεσοκαλοκαιρινή δυσφορία, την υπαρξιακή ανασφάλεια, μές τη μεταβατική πικρή μου αποξένωση,  μακρυά που πόλη τζι αθρώπους που εθκιάλεξα να ζήσω για τρείς μήνες ακολουθώντας μόνο το ένστιχτο της επιβίωσης, ήβρα νέο μέσον έκφρασης.  Τη σκλερή πέτρα.  Σιέρουμαι πάρα πολλά.  Ενόμιζα θα με επεριόριζε το μέσον της πέτρας, εν τόσο απόλυτο μέσο, τζι η δουλειά της βίαιη, δογματική.   Εν ρίζες όμως, πραγματικές, οι μόνες ρίζες που άφηκα στην κύπρο να βλαστήσουν.  Ποττέ έν έδωσα σε τζιείντη γή κάτι δικό μου να με θυμάται.) Το   Πάνθεον μου, τα τρία είδωλα που στέκουνται στες πύλες της ψυσιής.   Έναν του Αιθέρα,  έναν της Γής, έναν με διπλό στοιχείο  της Φωθκιάς τζιαι του Νερού. Ο   Πέτοντας, μαρμάρενος  - πέτρα μεταμορφωτική, επλάστηκεν που τη φωθκιάν τζιαι την κουφόβρασην του ηφαιστείου.  Που το χρυσόν του το κλουβί πασκίζει ο  Πέτοντας συνέχεια να φεύκει, μισός πουλλί, μισός άδρωπος.  Πόθκια έν έσιει, να μέν πατά π

Θαμνόφης ο Ανατολικός.

Εικόνα
Δεύτερη  μέρα που δασοπερπατώ, γυρεύκω πέτρες να σκαλίσω κοντά στα λατομεία τα εγκαταλειμμένα μές τη μέση του δάσους.  Τζιαι χοροπηδώ καμουφλαρισμένος κάτω που τη σκιά των βαλανιδιών χωσμένος ώς το λαιμό μές τη δροσιάν τους τρουλλωτούς  λόφους με τους γρανίτες τους πυκνοφυτεμένους.   Όφκερο το δισάκι μου στον ώμο, ππηδώ που την άλλην του ποταμού μόρτηκα, ανάλαφρα  (φορούν με τα ρούχα πιό καλά με τα 4 κιλά που έχασα στην κύπρο  -μα πού εξανακούστηκε να χάσεις κιλά στις διακοπές?) Στέκουμαι λλίο να θαυμάσω τη φθινοπωρινή γαλήνη. Κάτω, στη  λιμνούλλα μου με τους φρύνους βρίσκω έναν παλιό μου παρέα, τον  Κωστή τον Θαμνόφη.  Είδα τον τζι άλλες φορές, στο ίδιο σημείο πάντα  να καραδοκεί.  Μόλις δεί ο κωστής κανένα φρύνο να κάθεται πάς τα βότσαλα στην αχτή, ή κανένα ψαρούδι να ξεμυτά , κοντεύκει αργά αργά, παίρνει φόρα, πετάσσεται πάνω του σάν τον σίφφουνα, τζιαι κάμνει τον ένα βούκκο.  Συνήθως άμαν τον δώ τζιαι δεί με σιέζεται πάνω του προς στιγμή τζι αλλάσσει διαδρομή.  Τούντη φορά ό

Η κάττα μου η Μίνα

Εικόνα
"Ήρτες πίσω ρέ ππεζεβέγκη?   Κααλά τζι έκαμες το.  Πού εγύριζες έσιει τρείς μήνες ούτε έναν τηλέφωνον?  'Α? ..  Ά???" Κάθεται μές το μαξιλάριν της η κοτζιάκαρη η Μίνα, έκαμεν τα μαλλιά της ράσταφαρι, ακούει Μπόπ Μάρλυ,  τζι εν μές τα νεύρα.  Είκοσι χρονών κάττα τζι ακόμα βαστούν τα κότσια της. Όποτε λείπω, σταματά επίτηδες να γλύφει το τρίχωμα της τζιαι γεμώννει κόμπους για να έρτω πίσω τζιαι να τη χτενίσω με τες ώρες. "Άφηκες με του τσιελλίστα συντροφκιάν τζι έφυες?  Ήταν πασιής, τζι έθελεν να μου βάλλει συνέχεια σιέρι.  Αγάπαν με μίσιημου.  Ούλλο γλυκόλοα ο γαμημένος.  Έν του εκαήλησα, εκαρτέρουν σε η παλαβή." Ανακαλύπτω πως φέτος το καλοκαίρι εκούφανε.   Καλύτερα, να ησυχάσει έτσι που φοάται μιά ζωή τα αυτοκίνητα τζιαι τους κεραυνούς. "Έλα δά να σε μυρίσω παλιοκκεραττά.   Βρωμείς κάττες ρέ!!  Ποιάν εχάϊδευκες?  Καμιάν αρκόκατταν στην κύπρον ά?   Μέν τολμήσεις να μου κοντέψεις θα σε σχίσω να σε κάμω κομμάθκια.   Φέρε μου νερόν κρυόν, τίποτ

Μετά τις διακοπές

Ο  ουρανός εν τζιαι ποδά πογιατισμένος που τη θάλασσα γαλανός, λλίο ξασπρισμένος, νικά το πράσινο που καθρεφτίζεται αντί το χρυσόξερο. Τζιαι στους κάμπους μας χορεύκουν μές τον άνεμο καταπράσινα τα στάχυα. Εκατό φάτσες διαφορετικές περνούν κάθε λεπτό έξω που το παράθυρο.  Τζιαι πασιήες, πολλοί πασιήες, εξίχασα πως ένας στους τρείς δακάτω εν πάνω που 150 κιλά.  Να ζήσουν τα μακτόναλτς που ρουφούν οι φτωσιοί, τα φτηνά τζιαι ζουμερά φτηνοφαγιά. Τζι αυτοκίνητα χιλιάδες, μεγάλα, βιαστικά, να βουρούν  με αγένεια. Ούλλα εν τα ίδια, όπως τα άφησα πρίν τρείς τόσους μήνες. Μόνον εγώ έν είμαι ο ίδιος.  Μυρίζω κόμα χώμα κότσσινο, τζιαι το δέρμα μου εν σκούρο ηλιοφαημένο.  Οι μύς πονούν ακόμα που την πέτρα.  10 εβδομάδες ασκητής της πέτρας, αγρίεψα, τζι ο κόσμος ο πολλύς δαμέ αχχώννει με.  Ρε, βρωμεί καυσαέριον η πόλη.  Τζι έν έσιει κουρκουτάες πούποτε. Πίννω την κοκακόλα μου στη βεράντα με τσιγάρο, έν ιδρώννω καθόλου, τζιαι περιμένω. Στην ασφυχτικά μικρή μμου γειτονιάν, οι γειτόνισσε

Αντί Πολογιαστού

Φεύκω, τζι οι τρείς μας βαλίτσες φορτωμένες με 50 κιλά στο σύνολο -τα βάρη της προσωρινά μποέμικης ζωής μας εν έτοιμες στον πάνω όροφο που θωρεί κατάφατσα το σταυροβούνι τζιαι την κοιλάδα του ποταμού λατούρου. Μαζί μας εφέραμε 55 κιλά, τζιαι φεύκουμεν αλαφρόττεροι.  Να μείνουν παιχνίθκια, ρούχα τζιαι βιβλία πίσω για του χρόνου. Ποττέ να μέν παίρνεις μαζί σου περισσότερα απ' όσα έφερες.  Τζι ότι αφήκεις πίσω σου, να πατά γερά στη γή, ένα μαζί της, κρυμμένο μεταξύ του τρωτού τζιαι της αθανασίας. Αφήννω πίσω μου λοιπόν την  θεότητα μου τον Πρίλλατσον, που εν μισός πίθηκος μισός δρακούι.   Τον Πούλλατσον, θεόν της γονιμότητας που εν ένας βίλλος πέτρενος.   Την Πούττεναν, που εν κηροπήγιο μισό βιλλίν μισόν πουττίν.  Τον  Πέτονταν που εν περιστέρατσος, έσιει θκυό πρόσωπα (έναν αχάπαρον τζι άλλον με νεύρα)  τζιαι νυχοφτερά σουβλερά.   Τον  Πίκρατον, που μμάθκια στόμαν φτιά έν έσιει.   Την  Πάσκην,  που εν έναν πρόσωπον στροντζιυλόν που πασκίζει να φκεί που άλλον πρόσωπον τετράγωνον,

Καλοκαιρινός επίλογος

Δέκα βδομάδες.   Μές το στοιχείο της πέτρας πετρωμένος.   Δίπλα μου, αρρώστειες, να κρέμμετε ο θάνατος πάς τους αθρώπους μου, του σώματος ο θάνατος, τζι άλλους της ψυσιής.  Τζιαι διαφωνίες, παραφωνίες πολλές.  Ροή έν υπήρχε.  Ούτε έκσταση.   Επέλεξα τη Σιωπή.  Για να επιβιώσω, εχώστηκα.  Στην αρχή ήταν σάν ήττα η Σιωπή, εγίνηκα ζώο στη σπηλιά του που γλύφει πληγές.   Μα επολέμησα παρέα με το βράχο την Ανθούλλα, τζι έμαθα πως η ελευθερία έν ζεί μές το δημιούργημα σου που το θωρούν ούλλοι τζιαι που σου φέρνει εσένα σιγουριά.  Η ελευθερία ζιεί μές τα λουβίθκια της πέτρας τα αμνημόνευτα που πετάσσει το λιβέρι την ώρα που σχηματίζεις.  Η ελευθερία εν σκόνη τζιαι πετρούες.   Έχτιζα μιάν Ιδέα για θκυό χρόνια ρε.  Ιδέα μεγάλη.  Μιάν αλλαγήν πορείας τζιαι ζωής τεράστιαν.  Σάν την πέτραν, εσκάλιζα την, έκαμα την Τέχνην, εικόναν, τρόπο ζωής μέσα τζι έξω.   Μα στην πορείαν έχασα το νόημαν.  Έννεν η Ιδέα που εν η σημαντική.  Η  Ιδέα στα πλάνα ελευθερώννει.  Άμα χτιστεί τζιαι θαυμάσεις την όμως,

Γράμμα στον παππού

Παππούλλη μου. Πάλε για σένα γράφω.  Είπα σου "Αντίο"  την ώρα που σε εσήκωσα να σε βάλω στ' αυτοκίνητο τζιαι πως πάω στα Ξένα πάλε τζι είδες με με το βλέμμαν το δυνάμενο μα πλέον απλανές τζιαι είπες  "Πού εννα πάεις γιόκκα μου?"    Είπα σου  "Στην αμερικήν παππού", τζι απάντησες  "τζι εγώ θέλω να πάω". Τυχερός έν εφάνηκες παππού όπως σου άξιζεν να γεράσεις με το νού σου ακέραιο να κουβεντιάζουμεν τζιαι να σιέρεσαι.  Τον πολύτιμο σου τον νούν  τον πάντα ήρεμο, τον πολυμήχανο τον πολύτροπο, που εφεύρεσεν τους μύλους τότε, τον νούν που έμαθεν αγγλικά το '40 τζι εσπούδασεν  μηχανολόγος μέσω αλληλογραφίας με σχολή που την  αγγλία.   Εχάθηκεν ο πλούσιος σου σε μουσική νους, βκιολάρη μου που επαιζες τες νύχτες τότε στην προσφυγιάν, εχάθηκεν μές το κορμί σσου το σαθρό.  Τίποτε δέ θυμάσαι πλέον.   Ούτε τα παιθκιά σου.  Το πρόσωπο σου το γερακίσιο το τετράγωνο που ακόμα κουβαλά τη δύναμη σου στο πλατύ το μέτωπο μαρτυρά  "Δαμέ σε τούτον τ

Θάλασσα

Χορεύκει ο άνεμος λεβέντικο χορό πιασμένος σιέρι-ώμο με τον άμμο τζιαι ο λυράρης ο αφρός κλαίει με τη λύραν του αγκαλιά.   Μα δέ τον άνεμο ίνταλος πετάσσεται, δέ ίντα ζάμπες, νιός, ίσιαμε τον ήλιο φτάννουν οι παλάμες του στο τέντωμαν του κορμιού, τζιαι πάλε κάτω, διά της γής μιάν πισκαλιάν τζιαι με φωνή εκστατική στριφογυρίζει τζιαι πειράζει τες ελιές του χωραφκιού του διπλανού. Δέ τζιαι τον άμμο που φτεροπετά.  Σάν σμήνος μικροσκοπικό που θαλασσοπούλια ακολουθά το μάστορα τον άνεμο που σέρνει το χορό. Γύρε πίσω, θαλασσοκάμωτη μου της φαντασίας,  ακούμπα την πλάτη πάς τες ρίζες, τζιαμέ που ο θάμνος (μου)  κάμνει σκιά.   Γύρε, τζι άφησμε τη δική σου τη μουσική να τη χορέψω. Κοίτα!  Ψηλά πουπάνω σου δέ τί έσιει!    Πέντε διπλωμένες βαρκούλες,  πογιατισμένες κίτρινο τζιαι κόκκινο, μπλέ,  χάρτινες, χωσμένες μές στο φύλλωμα του θάμνου (μου).  Έν τυχαίο, σήμμερα?  Η τέχνη κάποιου η εφήμερη που εκαρτέραν να τη δώ για να Υπάρξει. Χαϊδεύκει τωρά τες πατούσες ο όφης του κυμμάτου, τζι αν βάλ

Ξυπνώ τζιαι είδα..

...τα  σύκα τα μαυρόκωλα που κρέμμουνται πάς τη συτζιά σάν τ' αρτζιούθκια να με περιπαίζουν. ...το φύλλωμα το πυκνό τζιαι δίχρωμο της ελιάς, λιονταροχαίτη μές τον άνεμο να με φοερίζει. ...τα  νύσια της γεροτερατσιάς τα μαύρα τζι άκοφτα που εν σάν του δράκου να καρτερούν να τους γυρίσω ράσιη να με σσίσουν. ...τα κότσσινα τα αστερούθκια που στεφανώννουν τσαρτελλούθκια να μου γυρίζουν πλάτη. ...τες πέτρες που εσχημάτισεν τες αμμοκάμωτες ο μάστορας να καρτερούν το θάνατον του υπομονετικά.

Ύμνος ις την παττίχαν

Ομορφοπάττισιε δεκάκιλε τζιαι  στροντζιυλέ πρασινομμάτη πάτσαλε που σάν τους βύζους κρέμμεσαι της  γελαστής πασιάς παττιχοπούλενας στο Τζίτι κάτσε πάς το τραπέζι μμου μόνος να σε γιορτάσω του νήλιου γιέ αψέκαστε αλίπαστε πολλοκοκκόνη σσιήζω τη σάρκα με τα νύσια μου τωρά τη τσακριστήν τζιαι τρέχουν τα ζουμιά σου βουττώ τα σιέρκα μου τζιαι σκάφτω σε τα γένια μου, το στόμαν μου γεμώννουσειν με τη ζωή σσου τζι η μούττη μμου βυθίζεται ώς τη μέσην της στα τάρταρα του καρτουππιού που την εβούττησα για να τρυγήσω Ρουφώ, ρουφώ αχόρταα τζιαι μουγκανίζω σά διψασμένος ασκητής στην έρημον ρουφώ για να πνιώ, να ποσπαστώ τζιαι κολυμπώ το κύμμα σσου το κότσσινον ώς τα βαθκειά για με χάσουν. κλείει ο λαιμός τζι μούττη μου εγέμωσε ζουμιά τζιαι μπαίνουν μές τους βρόχχους μου οι αγγέλοι σου Πάρε με πέρα ις τον Άδην παττιχοκάμωτε μου χωράφιν να γινώ για να βλαστήσουν οι κοκκόνες σου μές την τζοιλιάν Πάττιχον μέσα μου τζιαι γώ εννα γεννήσω.

Η μυρωθκιά της Κύπρου, τζι η Ουσία

Επήα να σ' αγαπήσω για τούτα που προσφέρεις, τον ήλιο, την απλή ζωή, την οικογένεια δίπλα, τους φίλους τους ευκολοσχέτιστους, .  Επήα να σ' αγαπήσω για όσα λείπουν που τη ζωήν μου "τζιεικάτω", τζι ερωτεύτηκα σε γιατί εθώρουν τες ελλείψεις που θα εγέμωννες τζι εζήλευκα όσα έσιεις που δέν έχω εγώ.  Μα εν έρωτας τούτος?  Πάλε εκρέμμασα αλυσίδες τζιαι επιθυμίαν αρρωστημένη γυρόν του λαιμού, να σε θέλω, τζιαι να μέν μπορώ να σε κρατήσω, ούτε το κορμί σου να χαρώ. Μα τωρά, είδα.    Εμουρμούρησεν μου τα η πέτρα η Ανθούλλα εψές.   Τζιαι πλέον, δέν σε αγαπώ για όσα θα μου εδίας που λείφκουμαι. Εσέναν αγαπώ.  Τη μυρωθκιά σσου.  Την μυρωθκιάν που μόνον ο ερωτευμένος γνωρίζει την ώραν που χώννεται μές τα σκέλια της αγαπημένης του τζι αναπνέει την αλμύρα πρίν να την ιγλύψει. Τζιείνην την μυρωθκιάν κρατώ. Αγάπη μου, είσαι μιά θολή υγρασία νυχτερινή που κατεβαίννει που τους λόφους της θάλασσας τζι αγκαλιάζει λλίον τα χωράφκια να κουβαλήσει μυρωθκιές που τα σπαρτά τζιαι τες

O Εγωισμός τζι ο Έρωτας τζι η Αθθούλλα

Πείσμαν πως μ' έπιασε.   Άντρα πολεμιστή. Πάλην ομηρικήν με Τροία την Πέτρα την Αθθούλλα ολόκληρος πόλεμος δεκαετής μιάς εφτομάδας μάχη αντοχής.   Με τον ογκόλιθο πάλη.   Με τα όρια του κορμιού.  Με την καρδία στους 150 συνέχεια.  Δρώμαν.  Κραδασμοί.  Ομήρου πάλη ηρωική.   Πάλη ολοήμερη.  Πολύωρη όσον βαστά τη γήν το φώς του ήλιου φωτισμένην.  Μιάν εφτομάν έν εσιγήσαν τα εργαλεία, τζιαι ξεκούραση καμμιά δέν είδα, τζιαι σιωπή του νού πολλήν ήβρα. Κρατώ, ακάμα τζιαι στον ύπνο μου,   σφιχτά, σμιλάρι χογλαστό μές το κρουσμένον μου τζιαι ξιφτισμένο γάντιν το ολόλαο που το Σπαστήραν τρυπημένο.   Μες  την αγκαλιάν του καύσωνα.  Τζιαι που του κορμιού την πηγήν το δρώμαν ποταμός.   Φακκώ.  Φωνάζω.  Λλιοψυσιώ.  Σσιύφκω χαμηλά να την τρυπήσω, κάθουμαι πάνω της να πλάσω τες καμπύλες.  Πετούν γυρών μου βίαια τζιαι με θόρυβο κομμάθκια σάν το πέτρενον το κρέας, τζι η Αθθούλλα πιάννει με κάθε μου σφυρκάν  το σχήμαν της.  Ίντζαν.  Αλλη μιάν ίντζαν. Πουμέσα μου είμαι αιθέρας.  Ήρεμος.  Χάννου

Οι γάροι στο Πάρκο

Θα έθελα πολλά να εκρέμμαζα στην είσοδο του Πάρκου μιάν τρίμετρην ταπέλλαν εκπαιδευτικήν/επιμορφωτικήν.  Φαίνεται, αρκετοί που τους (κυπραίους, δυστυχώς)  επισκέπτες μας έν εμάθαν τρόπους καλής συμπεριφοράς, ούτε είχαν ποττέ τους επαφήν με μουσεία/τέχνην/κόπον του άλλου, τζιαι που την αμηχανίαν τους  (γαουροσύνη φυσική?) κάμνουν τζιαι λαλούν πράματα αστεία. Η ταπέλλα μου θα ελάλεν: ΝΑΙ  κύριε, πληρώννεις είσοδον.  Εν ιδιωτικόν το πάρκον.  Η πενιχρή είσοδος που εβάλαμεν εν για να μας βοηθά να καθαρίζουμεν τα σκουπίθκια σας που με αναίδεια και χάρη πετάσσετε πάς τη μούρη των αγαλμάτων, για να σάζουμεν τα φυτά που τσαλαπατάτε, να καθαρίζουμεν τα αγάλματα όταν τραππιδάτε τζιαι  φκέννετε πάνω τους με τους άμμους για να φκάλλετε φωτογραφίες καβάλλα στο λιοντάριν.   Αν θέλετε έρκεστε.   Εν μόνο 2.5 ευρώ, όσο ένας καφές.  Μέν επιμένεις κύριε ότι έν θέλεις να πληρώσεις επειδή...: "Μα  πληρώννουν τζι οι κυπραίοι ολάν?  Ήνταμπουντούντα πράματα?" "Μα ήρταμεν που τόσο μάκρ

O ποιητάρης

Σαν μόνος μου εκάθουμουν προχτές πάνω στες πέτρες του ζυγιού τες άσπρες τζιαι τες μαύρες που τες λαλούν κροκάλες ποταμίσιες, ήρτεν κολυμβητής μισόπελλος, δρωμένος, ζαβόκορμος όπως τη ρίζαν της ελιάς, γέρος Τζιβισιλιώτης ποιητάρης με τον κωφάλαλον το φίλον του τον Αντρικκήν να κολυμπήσουν μές το γλυκόκυμμαν, το  λάδιν της αυγής -που έτσι κάμνουν κάθε μερα.   Επαρπατήσασειν το τρίγωνον του ήλιου ώς τα βαθκειά, εκολυμπήσαν, τζι εφκήκαν έξω για να κάτσουν να ξιποσταθούν, άψαν τσιάρους κυπριακούς, τζι εξηηθήκαν με νοήματα τζιαι φωνές. "Τί κάμνεις ρέ μιτσή δαμέ"  λαλεί μου ο ποιητάρης. "Αντί να 'σ' έσσω να γαμείς την κορασιά σου, βουράς τα κύμματα τζιαι τες ερημιές?" Είπεν μου πως εν ποιητής, πρώτος ις τον κατακλυσμόν του '80, τζι έτον δαμέ το φίλον του τον Αντρικκήν που μάναν έν έσιει να τον ιγλέπει. Τζιαι δίχως άλλην εισαγωγήν κοινωνικήν ορθάνοιξεν το στόμαν του τζι ετσιάττισεν τραουδιστά τζιαι φάλτσα ποιήματα να μου ταιρκάζουν. Τζι έφυεν.

Επι-Στροφή

Ρέ εαυτέ μου, άκου με καλά. Έν είμαι γιασουμί στη γλάστραν σσου να με θωρείς σάν ρέσσεις κορτωτός να καμαρώννεις την κηπουρική σσου Είμαι αέρας, κλέφτης  που τρυπώννει μές τα πέταλλα τζιαι στα φτερά του κουβαλά τη μυρωθκιάν Έν είμαι ασπρόπετρα, φάτσα πελετζιημένη που έν μιλά. Είμαι η σκόνη που λουβά σαν τρίφεις τον ογκόλιθον, τζιαι τα χαλίτζια που πετάσσουνται κάτω που το λιβέρι σσου τζιαι σμίουνται με τη γής. Έν με ορίζουν όρια σκλερά. Τρυπώννω, άϋλος, άτρωτος όπου με βάλεις τζιαι κάμνω κάμπους να ανθίζουν με λαλέδες τζιαι λαζάρους όπου ρέξω. Έν με ορίζει Πεθυμιά, του νού γιά του κορμιού, έν με ορίζει η έλλειψη, ούτε η πίκρα με η χαρά.