Η κάττα μου η Μίνα
"Ήρτες πίσω ρέ ππεζεβέγκη? Κααλά τζι έκαμες το. Πού εγύριζες έσιει τρείς μήνες ούτε έναν τηλέφωνον? 'Α? .. Ά???"
Κάθεται μές το μαξιλάριν της η κοτζιάκαρη η Μίνα, έκαμεν τα μαλλιά της ράσταφαρι, ακούει Μπόπ Μάρλυ, τζι εν μές τα νεύρα. Είκοσι χρονών κάττα τζι ακόμα βαστούν τα κότσια της.
Όποτε λείπω, σταματά επίτηδες να γλύφει το τρίχωμα της τζιαι γεμώννει κόμπους για να έρτω πίσω τζιαι να τη χτενίσω με τες ώρες.
"Άφηκες με του τσιελλίστα συντροφκιάν τζι έφυες? Ήταν πασιής, τζι έθελεν να μου βάλλει συνέχεια σιέρι. Αγάπαν με μίσιημου. Ούλλο γλυκόλοα ο γαμημένος. Έν του εκαήλησα, εκαρτέρουν σε η παλαβή."
Ανακαλύπτω πως φέτος το καλοκαίρι εκούφανε. Καλύτερα, να ησυχάσει έτσι που φοάται μιά ζωή τα αυτοκίνητα τζιαι τους κεραυνούς.
"Έλα δά να σε μυρίσω παλιοκκεραττά. Βρωμείς κάττες ρέ!! Ποιάν εχάϊδευκες? Καμιάν αρκόκατταν στην κύπρον ά? Μέν τολμήσεις να μου κοντέψεις θα σε σχίσω να σε κάμω κομμάθκια. Φέρε μου νερόν κρυόν, τίποτε καλόν να τσιλλήσω την πιννιάν, τζιαι ούτε να με θωρείς μές τα μμάθκια θέλω. Άννοιξε τωρά κονσέρβαν, που την καλήν. Ακόμα κάθεσαι???"
Κάμνει τη δύσκολη για ακόμα μισήν ώραν, μιαουρίζει μου απειλητικά, μα σιγά σιγά έρκεται τζιαι κοντεύκει μου, κάθεται πάς τον ώμον μου τζιαι γουργουρίζει. Χώννει τη μουσούδαν της μές το λαιμόν μου να με μυρίσει. Μιτσοκαμμά μου με αγάπη. Επεθύμισεν με η ρουφκιάνα. Κόφκει μου τζι έναν άκκαμμαν πάς το φτίν ερωτικό, έτσι για να μέν χαλαρώννω, τζιαι φέρνω τη χτενιάν να την περιποιηθώ. Δύσκολα φκέννουν τα ντρέτλοκς που το τρίχωμαν.
Αναπνέει αργά, τζι ο ρυθμός της καρδίας ππέφτει σε επίπεδα ήρεμα. Κλείει τα πράσινα της μμάθκια.
"Μαλακισμένε, αγαπώ σε αφού. Πού επήες τζι εχάθηκες? Αν ήμουν γεναίκα ήταν να κλαίω. Μα έν είμαι. Δέν μας χέζεις λαλώ?"
Τζιαι μετά πετάσσεται με χάρη τζιαι τσαχπινιά τζιαι βουρά να πάει πάνω να κόψει κανέναν 10ωρο κουρούδι.
Σχόλια