O ποιητάρης
Σαν μόνος μου εκάθουμουν προχτές πάνω στες πέτρες του ζυγιού τες άσπρες τζιαι τες μαύρες που τες λαλούν κροκάλες ποταμίσιες, ήρτεν κολυμβητής μισόπελλος, δρωμένος, ζαβόκορμος όπως τη ρίζαν της ελιάς, γέρος Τζιβισιλιώτης ποιητάρης με τον κωφάλαλον το φίλον του τον Αντρικκήν να κολυμπήσουν μές το γλυκόκυμμαν, το λάδιν της αυγής -που έτσι κάμνουν κάθε μερα. Επαρπατήσασειν το τρίγωνον του ήλιου ώς τα βαθκειά, εκολυμπήσαν, τζι εφκήκαν έξω για να κάτσουν να ξιποσταθούν, άψαν τσιάρους κυπριακούς, τζι εξηηθήκαν με νοήματα τζιαι φωνές.
"Τί κάμνεις ρέ μιτσή δαμέ" λαλεί μου ο ποιητάρης.
"Αντί να 'σ' έσσω να γαμείς την κορασιά σου, βουράς τα κύμματα τζιαι τες ερημιές?"
Είπεν μου πως εν ποιητής, πρώτος ις τον κατακλυσμόν του '80, τζι έτον δαμέ το φίλον του τον Αντρικκήν που μάναν έν έσιει να τον ιγλέπει.
Τζιαι δίχως άλλην εισαγωγήν κοινωνικήν ορθάνοιξεν το στόμαν του τζι ετσιάττισεν τραουδιστά τζιαι φάλτσα ποιήματα να μου ταιρκάζουν.
Τζι έφυεν.
Σχόλια
Εξεκήνησα σήμμερα το πρωίν μιαν ιστορίαν με τίτλον "έλα δα ρε μιτσή". Γράφοντας την είπα να την αφήκω λλίον να ξηποσταθεί τζιαι να πάω να δώ τι κάμνει ο φίλος μου ο Διάσπορος τζιαι βρίσκω θκυό τρεις φράσεις της μες την ανάρτηση σου. Ρέ μα είσαι μες την κκελλέ μου οξά εγώ μες την δική σου;
Άτε, να τσιαττίσουμεν καλώ. Θα γράψω την ιστορίαν τζιαι μετά να την συνεχίσεις εσού.