Το παραμύθιν του βατράχου, του γέρακα, τζιαι του κυκλώνα.
Φίλε Ακέρα, παραμυθά πάsh, να με συχχωρείς σήμερα, ήρτεν μου παραμυθούιν, μέν το κρίνεις σκλερά γιατί έν το εδούλεψα, εν γραμμένον σε είκοσι λεπτά, έτσι όπως μου έφκηκεν ολόκληρον. Αφιερώννω σου το.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Μιά φοράν τζι έναν τζιαιρόν μές τη μέση μιάς καταιγίδας που εκατέβηκεν που τον ουρανό σάν το κοπάδιν λιονταρκών που ππέφτει πάς τες αντιλόπες, στη μέση των βίτσων του νερού τζιαι του πελλοαέρα, την ώρα που εγύριζεν η καταιγίδα θεριεμένη να εξελιχτεί σε κυκλώνα, τζιαμέ, πάς την ώραν τούντης αλλαγής μές το δάσος που το εκατασπάραζεν ο σίφφουνας εκάθετουν ένα βατραχούιν πράσινο σε βράχο πάς την όχθην του βάλτου του σπαρμένου με θάμνους κατακόκκινους του φθινοπώρου, τζιαι περιτριγυρισμένου που δέντρα πανύψηλα. Εσίουνταν τα δέντρα τζι εφακκούσαν μεταξύ τους τα ξύλα, εσπάζαν, επετούσαν τα φύλλα ανεξέλεχτα, μα το βατραχούι δέν εφάκκαν πένναν. Μιτσήν όπως ήταν τζιαι λοίο, εβυζάκωσεν πάς τον βράχον του τζιαι ανοιγόκλεινεν τα μάθκια του θαυμάζοντας το χάος γυρόν του. Ήταν βατραχούιν που δέν έσιει φυσικούς εχθρούς, εν ποτισμένο το πράσινο του δέρμα που εν δηλητήριο για ούλλα τα άλλα ζώα, τζιαι κανένας δέν το επείραζεν. Τούτον ενόμιζεν οτι εν φίλοι του ούλλοι, τζιαι δέν είχεν ιδέαν οτι εν που τον εφοούνταν -θα το έβρισκεν αστείο μάλιστα να ξέρει οτι εφοούνταν τον τα τεράστια ζώα που επίνναν νερό δίπλα του. Μα έν έβαλλεν ποττέ το κακό στο νούν του για τους άλλους. Εδέχετουν τα άλλα ζώα όπως ήταν, τζι ήταν φίλος με ούλλους, ελάλεν τους ιστορίες, επείραζεν τους. Τζι εξιφοηθήκαν τον, έρκουνταν στα λημέρια του γιατί ελάλεν ωραίες ιστορίες για το βυθό, εφιλέψαν ούλλοι μαζίν του. Αγαπούσαν τον γιατί ήταν καλός παραμυθάς. Τζιήνος έν τους εψάτζιεφκεν, τζιαι τα ζώα έν επροσπαθούσαν να τον φάν. Εζούσαν σε μιά συμβίωση υπέροχη.
Εκάθετουν κάθε μέρα πας τούντον βράχο, βρέξει σιονίσει, τζι άλλες μέρες ήταν καλές, έλαμπεν ο ήλιος, ετραγουδούσαν τα αηδόνια, άλλες ήταν δύσκολες, παγωνιά, σιόνια. Ότι τζιαι να εγίνετουν, εκάθετουν πάντα το βατραχούιν πάς το βράχον του τζι επαρατήραν. Άμα τον εγέμωννεν η πλάση ουσίαν εβούτταν με απότομη κίνηση χωρίς να τον προσέχει κανένας μές το βάλτον του, να πάει βαθκειά μέσα τζιαμέ που εν πάντα απόλυτη ησυχία, τζιαμέ που δέν επηρεάζει καθόλου ο έξω ο καιρός το σπίτι του μές τες λάσπες του βυθού τζιαι τα όμορφα πράσινα νερόφυτα. Αν ήταν δύσκολη η μέρα τζι εζόριζεν τον, εβούτταν να γλυτώσει. Εζούσεν το βατραχούι τη ζωήν του έτσι, κάποτε έξω στον κόσμο, κάποτε να παρατηρά, κάποτε να βουρά μές τα δάση για να μιλήσει με τα δεντρά. Εδέχετουν το δάσος όπως ήταν, εκανόνιζεν τη ζωήν του με τους ρυθμούς της φύσης. Τζιαι όποτε έθελεν εβούτταν να έβρει την απόλυτην ηρεμία. Ενόμισεν είσιεν τα ούλλα. Είσιεν τα.
Την μέραν που ελάλουν πρίν, μές μέση τούντης τεράστιας καταιγίδας που έδερνεν την πλάση εκάθετουν πάλε το βατραχούιν στον ανεμοδαρμένον του βράχο. Τζιαι έν εφοάτουν τίποτε. Έθελεν να μείνει, να δεί τούντο θαυμαστό φαινόμενο. Δέν είχε ξαναδεί έτσι καταιγίδα, τζι ετράβησεν τον η άγρια της ομορφιά. Εχτύπαν του ο άνεμος πάτσους, μα άντεχεν. Εππέφταν κοντά του ξυλούθκια τζιαι φύλλα. Έν αχχώννετουν. Επαρατήραν μόνο, τζι ερώταν τα δέντρα αν χρειάζουνται τίποτε, μα τούτα ήταν πολλά απασχολημένα τζιαι δέν του απαντούσαν ποττέ τους. Επιτσίκλιασεν τον το νερό με τα μαστίγια των σταγόνων που εξόριστες επετούσαν που την επιφάνεια του βάλτου, τζιαι εσιέρετουν τη δύναμη που έσιει η φύση.
Ξαφνικά, τζιαμέ που εθώρεν έναν κυκλώναν απειλητικόν να πλησιάζει νάκκον άβολα κοντά, λαλεί πουμέσα του "χμμμμ, ενδιαφέρον!!! Έν εξαναείδα έτσι όμορφον χορευτό σύννεφο που τραγουδά με φωνή σοπράνο άριες ουράνιες! Εν επικίνδυνον? Μα εν τόσον όμορφο. Να πεταχτώ μές το νερό? Να κάτσω αλλο λλίον να το δώ. "
Έκατσεν.
Τζι ο κυκλώνας εκόντεψεν πολλά, τζιαι εποφύσαν με δέκα στόματα, έφτυννεν καταστροφήν τζι εξερίζωννεν δέντρα σωρό. Άρπασσεν τα ζώα στα δόντια του, εμάσαν τα, τζι έφτυννεν τα ύστερα κατακρεουργημένα.
"Μα τί θαυμαστό πράμα! Πώς το κάμνει τούτον!!?" Ερώτησεν ο βάτραχος.
"Να μείνω αλλο λλίον να δώ!"
Έν επρόλαβεν να τελειώσει τη σκέψην του τζι άρπαξεν τον το σύννεφον, έμεινε με το στόμαν ανοιχτόν το βατραχούιν, έτσι πράμαν έν εξανάνιωσεν. Επέταν επέταν ψηλά, εγέμωσεν η φύση του ευφορίαν. Άμα τζι έν εφαίνετουν ο βάλτος πλέον, κάπου κοντά στα σύννεφα που εστριφογύριζεν, εκατάλαβεν επιτέλους οτι έν έσιει χάζιν, εχάθηκεν, τζι οτι οτι εν επικίνδυνον το σύννεφον πολλά. Μα ήταν αργά. "Άπαναϊα μου, γλύτωσμε! εννα ππέσω που δαπάνω εννα σπουρτίσω. "
'Επιαν τον άχχος μεγάλον. Το δάσος έν εφαίνετουν πλέον. Επέταν πάνω που τον ωκεανόν. Επέρασεν η ζωή του ούλλη που μπροστά του. Άμα τα εζύγισεν ούλλα λαλεί "είμαι έτοιμος να πεθάνω, έζησα τζι είδα πράματα πολλά, κανεί, έν πειράζει."
Μα αμέσως μετά εθυμίθηκεν τη θαλπωρή του βυθού του, τζιαμέ που ένιωθεν ασφαλισμένος τζι ολόκληρος. Όι, έν έθελε να πεθάνει. Τζι έν ήξερεν τί να κάμει να γλυτώσει. \
Τζιήντη στιγμή επετάχτηκεν δίπλα του καταπονημένος ένα γεράκι που το έπαιρνεν ο αέρας.
"Γέρακα, πάρμε μαζύ σου να χαρείς, τζι άμαν πάμεν πίσω εννα σου το ανταποδώσω."
"Μα εγώ ολόκληρο γεράκι που τρώω βατράχους ούλλη μέρα να σε γλυτώσω? Εν εκατάλαβες καλά."
Τζι έφυεν.
Έρκεται πετητός ένας λύκος αναμαλλιάρης που εστριφογύριζεν ανεξέλεχτα στον άνεμο.
"πάρεμε μαζί σου λύκε"
"Μα έν θωρείς την κατάσταση μου, πού να σε πάρω τζι εσέναν!!." Έφυεν πετητός.
Έφυεν η θάλασσα. Τζι ήρτεν ο κυκλώνας σε βουνό. Μουττερό, ούλλο γρανίτη.
Εκόντεψεν το έδαφος. Εκόντεψεν, τζιαι ούλλα τα ζώα που επερνούσαν αγνοούσαν τον.
θωρεί χαμέ το γεράκι να ψυχωμαχά. Θωρεί το λύκο με τα μέλη σπασμένα να παουρίζει. Το γουρούνι. Ούλλα τα ζώα. Σφαγή.
Ππέφτει τζιαι το βατραχούι, μα έδωσεν πάς σε μιάν αρκούδα ψοησμένη, τζιαι δέν εχτύπησεν καθόλου. Έκπληκτον επετάχτηκεν μές τες σκόνες, τζι έφριξεν που την καταστροφή γυρόν του. Φωνές παντού, πεδίο μάχης. Τραγωδία. Θωρεί τον το γεράκι τζιαι παρακαλά: "Εσύ που είσαι καλά βάτραχε βούρα να φέρεις βοήθεια να γλυτώσουμε, πεθαίνω, να χαρείς."
Τζιαι το βατραχούιν, έτσι καλόν που ήταν, επήεν τζι έφερεν βοήθεια.
Τζιαμέ που ήρταν τα ασθενοφόρα του δάσους τζι εβάλλαν γάζες του γερακιού, του μόνου επιζώντα της καταστροφής, εστάθηκεν το βατραχούι δίπλα του περήφανον, εκαρτέραν να γίνουν φίλοι τωρά αφού τον εγλύτωσεν.
Μα αντα τζι εστάθηκεν το γεράκιν στα πόθκια του μπήει μιάν ακκαμμαθκιάν του βατράχου τζι έκοψεν τον δκυό κομμάθκια, έφαεν τον. Την ώραν που εκατέβαιννεν μές το λαιμόν του ο βάτραχος, έπιαν τον κλάμα. "Τί σου έκαμα τζι έφας με? Έν σε εγλύτωσα πρίν? Γιατί είσαι έτσι γέρακα?"
"Είμαι γέρακας, τζιαι τούτος είμαι. Εν η φύση μου να τρώω βατράχους τζιαι να με συχχωρείς."
Πιάννει τον ένα γέλιον τότε το βάτραχον. Έμπηκεν μές το στομάσιην του γέρακα, εγέλαν, εγέλαν ώς την τελευταίαν του πνοή. Εγέλαν γιατί εκατάλαβεν οτι ο γέρακας έν είσιεν ιδέαν οτι το πράσινον του δέρμαν έσιει μεγάλο δηλητήριο που άμα το φάεις ψοφάς στο λεπτό.
Τζιαι με την τελευταία του πνοή λαλεί του γέρακα
"Χαχαχαχα, ρε γέρακα, εσύ αν είσαι μιά φορά γέρακας τζι έφαες με έτσι με αχαριστία, εγώ είμαι βάτραχος ψατζιεμένος δκυό φορές. Τζι όποιος με βάλει στο κορμίν του μέσα αντί να κάτσει δίπλα μου όπως μου αξίζει τζιαι πρέπει, ψατζιέφκω τον τζιαι πεθανίσκει. Εσύ ούτε με εφοήθηκες, ούτε έθελες να φιλέψουμεν, τζιαι που την αχαριστία σου έν εκατάφερες να αλλάξεις λλίον τη φύση σου να σου επιτρέψει να δείς πως έννεν πάντα που ακολουθούμεν τα ένστιχτα μας. Ννά τωρά το τέλος σου, για να μάθεις να ζείς όι σαν γέρακας πάντα τη ζωή σου, μα σάν Πλάσμαν του Θεού. Μα εν αργά για τούντο μάθημ...." Τζι έγυρεν τζι επέθανεν..
Τζι ο γέρακας, που ξαφνικά εκατάλαβεν το νόημαν της ζωής, επήεν να κράξει που άγρια χαρά, μα ήταν αργά........
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Μιά φοράν τζι έναν τζιαιρόν μές τη μέση μιάς καταιγίδας που εκατέβηκεν που τον ουρανό σάν το κοπάδιν λιονταρκών που ππέφτει πάς τες αντιλόπες, στη μέση των βίτσων του νερού τζιαι του πελλοαέρα, την ώρα που εγύριζεν η καταιγίδα θεριεμένη να εξελιχτεί σε κυκλώνα, τζιαμέ, πάς την ώραν τούντης αλλαγής μές το δάσος που το εκατασπάραζεν ο σίφφουνας εκάθετουν ένα βατραχούιν πράσινο σε βράχο πάς την όχθην του βάλτου του σπαρμένου με θάμνους κατακόκκινους του φθινοπώρου, τζιαι περιτριγυρισμένου που δέντρα πανύψηλα. Εσίουνταν τα δέντρα τζι εφακκούσαν μεταξύ τους τα ξύλα, εσπάζαν, επετούσαν τα φύλλα ανεξέλεχτα, μα το βατραχούι δέν εφάκκαν πένναν. Μιτσήν όπως ήταν τζιαι λοίο, εβυζάκωσεν πάς τον βράχον του τζιαι ανοιγόκλεινεν τα μάθκια του θαυμάζοντας το χάος γυρόν του. Ήταν βατραχούιν που δέν έσιει φυσικούς εχθρούς, εν ποτισμένο το πράσινο του δέρμα που εν δηλητήριο για ούλλα τα άλλα ζώα, τζιαι κανένας δέν το επείραζεν. Τούτον ενόμιζεν οτι εν φίλοι του ούλλοι, τζιαι δέν είχεν ιδέαν οτι εν που τον εφοούνταν -θα το έβρισκεν αστείο μάλιστα να ξέρει οτι εφοούνταν τον τα τεράστια ζώα που επίνναν νερό δίπλα του. Μα έν έβαλλεν ποττέ το κακό στο νούν του για τους άλλους. Εδέχετουν τα άλλα ζώα όπως ήταν, τζι ήταν φίλος με ούλλους, ελάλεν τους ιστορίες, επείραζεν τους. Τζι εξιφοηθήκαν τον, έρκουνταν στα λημέρια του γιατί ελάλεν ωραίες ιστορίες για το βυθό, εφιλέψαν ούλλοι μαζίν του. Αγαπούσαν τον γιατί ήταν καλός παραμυθάς. Τζιήνος έν τους εψάτζιεφκεν, τζιαι τα ζώα έν επροσπαθούσαν να τον φάν. Εζούσαν σε μιά συμβίωση υπέροχη.
Εκάθετουν κάθε μέρα πας τούντον βράχο, βρέξει σιονίσει, τζι άλλες μέρες ήταν καλές, έλαμπεν ο ήλιος, ετραγουδούσαν τα αηδόνια, άλλες ήταν δύσκολες, παγωνιά, σιόνια. Ότι τζιαι να εγίνετουν, εκάθετουν πάντα το βατραχούιν πάς το βράχον του τζι επαρατήραν. Άμα τον εγέμωννεν η πλάση ουσίαν εβούτταν με απότομη κίνηση χωρίς να τον προσέχει κανένας μές το βάλτον του, να πάει βαθκειά μέσα τζιαμέ που εν πάντα απόλυτη ησυχία, τζιαμέ που δέν επηρεάζει καθόλου ο έξω ο καιρός το σπίτι του μές τες λάσπες του βυθού τζιαι τα όμορφα πράσινα νερόφυτα. Αν ήταν δύσκολη η μέρα τζι εζόριζεν τον, εβούτταν να γλυτώσει. Εζούσεν το βατραχούι τη ζωήν του έτσι, κάποτε έξω στον κόσμο, κάποτε να παρατηρά, κάποτε να βουρά μές τα δάση για να μιλήσει με τα δεντρά. Εδέχετουν το δάσος όπως ήταν, εκανόνιζεν τη ζωήν του με τους ρυθμούς της φύσης. Τζιαι όποτε έθελεν εβούτταν να έβρει την απόλυτην ηρεμία. Ενόμισεν είσιεν τα ούλλα. Είσιεν τα.
Την μέραν που ελάλουν πρίν, μές μέση τούντης τεράστιας καταιγίδας που έδερνεν την πλάση εκάθετουν πάλε το βατραχούιν στον ανεμοδαρμένον του βράχο. Τζιαι έν εφοάτουν τίποτε. Έθελεν να μείνει, να δεί τούντο θαυμαστό φαινόμενο. Δέν είχε ξαναδεί έτσι καταιγίδα, τζι ετράβησεν τον η άγρια της ομορφιά. Εχτύπαν του ο άνεμος πάτσους, μα άντεχεν. Εππέφταν κοντά του ξυλούθκια τζιαι φύλλα. Έν αχχώννετουν. Επαρατήραν μόνο, τζι ερώταν τα δέντρα αν χρειάζουνται τίποτε, μα τούτα ήταν πολλά απασχολημένα τζιαι δέν του απαντούσαν ποττέ τους. Επιτσίκλιασεν τον το νερό με τα μαστίγια των σταγόνων που εξόριστες επετούσαν που την επιφάνεια του βάλτου, τζιαι εσιέρετουν τη δύναμη που έσιει η φύση.
Ξαφνικά, τζιαμέ που εθώρεν έναν κυκλώναν απειλητικόν να πλησιάζει νάκκον άβολα κοντά, λαλεί πουμέσα του "χμμμμ, ενδιαφέρον!!! Έν εξαναείδα έτσι όμορφον χορευτό σύννεφο που τραγουδά με φωνή σοπράνο άριες ουράνιες! Εν επικίνδυνον? Μα εν τόσον όμορφο. Να πεταχτώ μές το νερό? Να κάτσω αλλο λλίον να το δώ. "
Έκατσεν.
Τζι ο κυκλώνας εκόντεψεν πολλά, τζιαι εποφύσαν με δέκα στόματα, έφτυννεν καταστροφήν τζι εξερίζωννεν δέντρα σωρό. Άρπασσεν τα ζώα στα δόντια του, εμάσαν τα, τζι έφτυννεν τα ύστερα κατακρεουργημένα.
"Μα τί θαυμαστό πράμα! Πώς το κάμνει τούτον!!?" Ερώτησεν ο βάτραχος.
"Να μείνω αλλο λλίον να δώ!"
Έν επρόλαβεν να τελειώσει τη σκέψην του τζι άρπαξεν τον το σύννεφον, έμεινε με το στόμαν ανοιχτόν το βατραχούιν, έτσι πράμαν έν εξανάνιωσεν. Επέταν επέταν ψηλά, εγέμωσεν η φύση του ευφορίαν. Άμα τζι έν εφαίνετουν ο βάλτος πλέον, κάπου κοντά στα σύννεφα που εστριφογύριζεν, εκατάλαβεν επιτέλους οτι έν έσιει χάζιν, εχάθηκεν, τζι οτι οτι εν επικίνδυνον το σύννεφον πολλά. Μα ήταν αργά. "Άπαναϊα μου, γλύτωσμε! εννα ππέσω που δαπάνω εννα σπουρτίσω. "
'Επιαν τον άχχος μεγάλον. Το δάσος έν εφαίνετουν πλέον. Επέταν πάνω που τον ωκεανόν. Επέρασεν η ζωή του ούλλη που μπροστά του. Άμα τα εζύγισεν ούλλα λαλεί "είμαι έτοιμος να πεθάνω, έζησα τζι είδα πράματα πολλά, κανεί, έν πειράζει."
Μα αμέσως μετά εθυμίθηκεν τη θαλπωρή του βυθού του, τζιαμέ που ένιωθεν ασφαλισμένος τζι ολόκληρος. Όι, έν έθελε να πεθάνει. Τζι έν ήξερεν τί να κάμει να γλυτώσει. \
Τζιήντη στιγμή επετάχτηκεν δίπλα του καταπονημένος ένα γεράκι που το έπαιρνεν ο αέρας.
"Γέρακα, πάρμε μαζύ σου να χαρείς, τζι άμαν πάμεν πίσω εννα σου το ανταποδώσω."
"Μα εγώ ολόκληρο γεράκι που τρώω βατράχους ούλλη μέρα να σε γλυτώσω? Εν εκατάλαβες καλά."
Τζι έφυεν.
Έρκεται πετητός ένας λύκος αναμαλλιάρης που εστριφογύριζεν ανεξέλεχτα στον άνεμο.
"πάρεμε μαζί σου λύκε"
"Μα έν θωρείς την κατάσταση μου, πού να σε πάρω τζι εσέναν!!." Έφυεν πετητός.
Έφυεν η θάλασσα. Τζι ήρτεν ο κυκλώνας σε βουνό. Μουττερό, ούλλο γρανίτη.
Εκόντεψεν το έδαφος. Εκόντεψεν, τζιαι ούλλα τα ζώα που επερνούσαν αγνοούσαν τον.
θωρεί χαμέ το γεράκι να ψυχωμαχά. Θωρεί το λύκο με τα μέλη σπασμένα να παουρίζει. Το γουρούνι. Ούλλα τα ζώα. Σφαγή.
Ππέφτει τζιαι το βατραχούι, μα έδωσεν πάς σε μιάν αρκούδα ψοησμένη, τζιαι δέν εχτύπησεν καθόλου. Έκπληκτον επετάχτηκεν μές τες σκόνες, τζι έφριξεν που την καταστροφή γυρόν του. Φωνές παντού, πεδίο μάχης. Τραγωδία. Θωρεί τον το γεράκι τζιαι παρακαλά: "Εσύ που είσαι καλά βάτραχε βούρα να φέρεις βοήθεια να γλυτώσουμε, πεθαίνω, να χαρείς."
Τζιαι το βατραχούιν, έτσι καλόν που ήταν, επήεν τζι έφερεν βοήθεια.
Τζιαμέ που ήρταν τα ασθενοφόρα του δάσους τζι εβάλλαν γάζες του γερακιού, του μόνου επιζώντα της καταστροφής, εστάθηκεν το βατραχούι δίπλα του περήφανον, εκαρτέραν να γίνουν φίλοι τωρά αφού τον εγλύτωσεν.
Μα αντα τζι εστάθηκεν το γεράκιν στα πόθκια του μπήει μιάν ακκαμμαθκιάν του βατράχου τζι έκοψεν τον δκυό κομμάθκια, έφαεν τον. Την ώραν που εκατέβαιννεν μές το λαιμόν του ο βάτραχος, έπιαν τον κλάμα. "Τί σου έκαμα τζι έφας με? Έν σε εγλύτωσα πρίν? Γιατί είσαι έτσι γέρακα?"
"Είμαι γέρακας, τζιαι τούτος είμαι. Εν η φύση μου να τρώω βατράχους τζιαι να με συχχωρείς."
Πιάννει τον ένα γέλιον τότε το βάτραχον. Έμπηκεν μές το στομάσιην του γέρακα, εγέλαν, εγέλαν ώς την τελευταίαν του πνοή. Εγέλαν γιατί εκατάλαβεν οτι ο γέρακας έν είσιεν ιδέαν οτι το πράσινον του δέρμαν έσιει μεγάλο δηλητήριο που άμα το φάεις ψοφάς στο λεπτό.
Τζιαι με την τελευταία του πνοή λαλεί του γέρακα
"Χαχαχαχα, ρε γέρακα, εσύ αν είσαι μιά φορά γέρακας τζι έφαες με έτσι με αχαριστία, εγώ είμαι βάτραχος ψατζιεμένος δκυό φορές. Τζι όποιος με βάλει στο κορμίν του μέσα αντί να κάτσει δίπλα μου όπως μου αξίζει τζιαι πρέπει, ψατζιέφκω τον τζιαι πεθανίσκει. Εσύ ούτε με εφοήθηκες, ούτε έθελες να φιλέψουμεν, τζιαι που την αχαριστία σου έν εκατάφερες να αλλάξεις λλίον τη φύση σου να σου επιτρέψει να δείς πως έννεν πάντα που ακολουθούμεν τα ένστιχτα μας. Ννά τωρά το τέλος σου, για να μάθεις να ζείς όι σαν γέρακας πάντα τη ζωή σου, μα σάν Πλάσμαν του Θεού. Μα εν αργά για τούντο μάθημ...." Τζι έγυρεν τζι επέθανεν..
Τζι ο γέρακας, που ξαφνικά εκατάλαβεν το νόημαν της ζωής, επήεν να κράξει που άγρια χαρά, μα ήταν αργά........
Σχόλια
είσαστε μαζεμένοι γυρόν που το τζάκι τζιαι μέσα εν βραστά τζιαι έξω εν κρυάδα;
(άμπατζιαι πεις μου ότι ένεσιετε τζάκιν τωρά να μου χαλάσεις τη φαντασίωση)
Ασερα μου ,είδες που έχω δίκιο να σου ζητώ παραμυθούθκια;.Μπράβο,μπράβο έχω θκιό τωρά να πιλατεύκω.χα χα χα
Εταξίδεψα με το βατραχούιν τζιαι επήρα τον μήνυμάν του.