H τελευταία Αλήθεια.. VIII.
Έξι το πρωί
και πάλι ξυπνώ στον ίδιο καναπέ
με τον ίδιο ήλιο να μπουσουλά αργοκίνητος
ανάμεσα στα βρύα του γρανιτότοιχου
ανάμεσα στο χορτάρι που μεγαλώνει στον κήπο
ο γέρο γείτονας ο Γκήνσμπεργκ ποτίζει τα παρτέρια του
και με καλημερίζει χαμογελαστός
χωρίς να τον ξενίζει το άγριο μου βλέμμα στη βεράντα
δέν με φοβάται ούτε με κρίνει
ούτε και διερωτάται τί διάολο μου συμβαίνει και γράφω
πυρετωδώς στο κομπιούτερ με τσιγάρο στο στόμα
και που με βλέπει απ' το δικό του κήπο σε τακτά διαλείμματα
να ρουφώ καφέ με θόρυβο, και να κάνω βηματισμούς ολο μεγαλοπρέπεια.
Δέν τον ξενίζει καθόλου που βλέπει γύρω μου ένα Κήπο
έξι πόδια διάμετρο να μ' ακολουθεί όπου πάω ολόφωτο
γεμάτο δάση και πηγές αστείρευτες.
Δέν βλέπει αυτά που φαίνουνται ο γέρο Γκήνσμπεργκ.
Ένα νέο βλέπει, να ζεί τη ζωή του με όρεξη, κάθε πρωί
στη βεράντα
ένα νέο ιδιόρρυθμο που δέν ταιριάζει με αυτά που ξέρει ο ίδιος
κι αυτό του προκαλεί το χαμόγελο.
Τον κοιτάζω. Εγώ τί βλέπω? Έναν άλλον άνθρωπο να ζεί τη ζωή του.
Κι αν εγώ θέλω να είμαι Φώς, θα είμαι.
Κι αν εγώ θέλω να ζήσω δέκα ζωές, θα τις ζήσω.
Κι όταν θέλω να φεύγω, θα φεύγω γιατί ήρθε η ώρα.
Κι όταν θέλω να μένω, θα μένω γιατί αξίζει.
Κι όταν η επιθυμία γεννά δέντρα, θα την αφήννω να μ' αλλάξει.
Κι όταν τα Πρέπει κρατούν τις αλυσίδες κοντά, θα δουλέψω μέσα απο τα Πρέπει.
Κι όταν έρχεται το Νέο, θα το αγκαλιάζω χωρίς να το επηρεάζει το Παλιό.
Κι όταν η βαρύτητα των βράχων με καλεί να πέσω πάνω τους ξανά, θα τους χρησιμοποιώ σαν υλικό της Αλλαγής.
Κι όταν η φύση μου αλλάζει κλίματα θα την ακολουθώ.
Κι όταν πρέπει να είμαι τεράστιος θα είμαι.
Κι όταν πρέπει να είμαι ανύπαρκτος θα είμαι.
Κι όταν γνωρίζω οτι κάνω κάτι απο ανάγκη, θα το κάνω συνηδειτά.
Κι όταν με βαρύνει ο κόσμος μου θα τον αλαφρύνω.
Κι όταν θέλω να δώσω, θα δώσω χωρίς ενδοιασμούς.
Κι όταν θέλω να πάρω, θα χαμηλώσω τους βράχους μου.
Κι όταν πρέπει να αλλάξω, δέ θα κρατήσω το Παλιό.
Κι όταν πρέπει να πολεμήσω, δέ θα φοβηθώ.
Κι όταν πρέπει να πάω σε νέα μέρη, θα πακετάρω τις βαλίτσες και θα ορμήσω.
Κι όταν πάω σε μέρη σκοτεινά, θα έχω εμπιστοσύνη στη διαδικασία.
Κι όταν με Ξέρω, δέ θα φοβάμαι πιά, τίποτα.
Κι όταν δέ με Ξέρω, θα περιμένω το Καινούργιο να με μάθει.
Κι όταν το Παλιό συγκρούεται με το Καινούργιο θα έχω πίστη.
Κι όταν οι εποχές αλλάζουν θα φορώ τα κατάλληλα ρούχα και θ' αλλάζω μαζί τους.
Κι όταν πρέπει, θα μου μιλούν τα σύμβολα.
Κι όταν πρέπει, θα κρατώ γερά μές την πραγματικότητα.
Κι όταν θέλω, θα είμαι ελεύθερος.
Κι όταν θέλω, θα ζώ χωρίς φόβο.
Κι όταν έρθει η ώρα, θα τρέξω.
Κι όταν έρθει η ώρα, θα σταματήσω να τρέχω.
Κι όταν το νιώθω, θα είμαι ολόκληρος.
Κι όταν βλέπω μέσα τη σκοτεινιά, πάλι θα είμαι ολόκληρος.
Και τώρα που με βρήκε η Αλήθεια, δέ μου ξαναφεύγει.
και πάλι ξυπνώ στον ίδιο καναπέ
με τον ίδιο ήλιο να μπουσουλά αργοκίνητος
ανάμεσα στα βρύα του γρανιτότοιχου
ανάμεσα στο χορτάρι που μεγαλώνει στον κήπο
ο γέρο γείτονας ο Γκήνσμπεργκ ποτίζει τα παρτέρια του
και με καλημερίζει χαμογελαστός
χωρίς να τον ξενίζει το άγριο μου βλέμμα στη βεράντα
δέν με φοβάται ούτε με κρίνει
ούτε και διερωτάται τί διάολο μου συμβαίνει και γράφω
πυρετωδώς στο κομπιούτερ με τσιγάρο στο στόμα
και που με βλέπει απ' το δικό του κήπο σε τακτά διαλείμματα
να ρουφώ καφέ με θόρυβο, και να κάνω βηματισμούς ολο μεγαλοπρέπεια.
Δέν τον ξενίζει καθόλου που βλέπει γύρω μου ένα Κήπο
έξι πόδια διάμετρο να μ' ακολουθεί όπου πάω ολόφωτο
γεμάτο δάση και πηγές αστείρευτες.
Δέν βλέπει αυτά που φαίνουνται ο γέρο Γκήνσμπεργκ.
Ένα νέο βλέπει, να ζεί τη ζωή του με όρεξη, κάθε πρωί
στη βεράντα
ένα νέο ιδιόρρυθμο που δέν ταιριάζει με αυτά που ξέρει ο ίδιος
κι αυτό του προκαλεί το χαμόγελο.
Τον κοιτάζω. Εγώ τί βλέπω? Έναν άλλον άνθρωπο να ζεί τη ζωή του.
Κι αν εγώ θέλω να είμαι Φώς, θα είμαι.
Κι αν εγώ θέλω να ζήσω δέκα ζωές, θα τις ζήσω.
Κι όταν θέλω να φεύγω, θα φεύγω γιατί ήρθε η ώρα.
Κι όταν θέλω να μένω, θα μένω γιατί αξίζει.
Κι όταν η επιθυμία γεννά δέντρα, θα την αφήννω να μ' αλλάξει.
Κι όταν τα Πρέπει κρατούν τις αλυσίδες κοντά, θα δουλέψω μέσα απο τα Πρέπει.
Κι όταν έρχεται το Νέο, θα το αγκαλιάζω χωρίς να το επηρεάζει το Παλιό.
Κι όταν η βαρύτητα των βράχων με καλεί να πέσω πάνω τους ξανά, θα τους χρησιμοποιώ σαν υλικό της Αλλαγής.
Κι όταν η φύση μου αλλάζει κλίματα θα την ακολουθώ.
Κι όταν πρέπει να είμαι τεράστιος θα είμαι.
Κι όταν πρέπει να είμαι ανύπαρκτος θα είμαι.
Κι όταν γνωρίζω οτι κάνω κάτι απο ανάγκη, θα το κάνω συνηδειτά.
Κι όταν με βαρύνει ο κόσμος μου θα τον αλαφρύνω.
Κι όταν θέλω να δώσω, θα δώσω χωρίς ενδοιασμούς.
Κι όταν θέλω να πάρω, θα χαμηλώσω τους βράχους μου.
Κι όταν πρέπει να αλλάξω, δέ θα κρατήσω το Παλιό.
Κι όταν πρέπει να πολεμήσω, δέ θα φοβηθώ.
Κι όταν πρέπει να πάω σε νέα μέρη, θα πακετάρω τις βαλίτσες και θα ορμήσω.
Κι όταν πάω σε μέρη σκοτεινά, θα έχω εμπιστοσύνη στη διαδικασία.
Κι όταν με Ξέρω, δέ θα φοβάμαι πιά, τίποτα.
Κι όταν δέ με Ξέρω, θα περιμένω το Καινούργιο να με μάθει.
Κι όταν το Παλιό συγκρούεται με το Καινούργιο θα έχω πίστη.
Κι όταν οι εποχές αλλάζουν θα φορώ τα κατάλληλα ρούχα και θ' αλλάζω μαζί τους.
Κι όταν πρέπει, θα μου μιλούν τα σύμβολα.
Κι όταν πρέπει, θα κρατώ γερά μές την πραγματικότητα.
Κι όταν θέλω, θα είμαι ελεύθερος.
Κι όταν θέλω, θα ζώ χωρίς φόβο.
Κι όταν έρθει η ώρα, θα τρέξω.
Κι όταν έρθει η ώρα, θα σταματήσω να τρέχω.
Κι όταν το νιώθω, θα είμαι ολόκληρος.
Κι όταν βλέπω μέσα τη σκοτεινιά, πάλι θα είμαι ολόκληρος.
Και τώρα που με βρήκε η Αλήθεια, δέ μου ξαναφεύγει.
Σχόλια