Είδα: Σφυρίν τζιαι Κοπίδιν τζιαι Σκαλωσιές
ο καταρράχτης
(Ο ποταμός)
Εθαύμασα τα. Η πρωινή ομίχλη εμύριζεν πρασινάδαν τζιαι οι ερωδιοί επετούσαν χαμηλά κοιτάζοντας τον εαυτόν τους να καθρεφτίζεται πας το ολόγυαλλον νερό που ακόμα ετζοιμάτουν.
Περπάτημα με συνοδεία μεσαιωνικής μουσικής. Ο Θείος ο Γουλιέλμος ο Μασσός με τα όμορφα του τραγούδια. Χαμογελώ λίγο, φεύκει μου το άγχος (ειχα φύει βουρητός που το σπίτι μετα που έντονο πρωινό με τα μωράκια, τζιαι την προσπάθεια να μαγειρέψω σε χρόνο ρεκόρ κοτόπουλο με πιζέλι γιαχνί τζιαι να φύω -έτσι είχαμεν συμφωνήσει με την Αγάπην μου)
Ο ήλιος εχαϊδεψεν μου τα φτιά επιτέλους, τζιαι έθκιωξεν την κρυάδαν που ένιωθα επειδή όπως το βλάκα δέν άκουσα της γεναίκας μου να πιάσω τρικόν (είναι 13c τα πρωινά)
Άρχισεν ο όμορφος μου περίπατος στο μονοπάτιν το κούγκρενον του ποταμού. Αρέσκει μου να περπατώ πάς την άκριαν γιατί εν λλίον επικίνδυνο τζιαι επειδή συνήθως έν είμαι άθρωπος που ρισκάρω, με ερεθίζει ψυχικά η πιθανότητα να ππέσω μέσα στο σαραντάμετρον νερό.
Είπα καλημέρα νοητικά στους καθημερινούς περιπατητές (τους συνταξιούχους, την παρέαν τους Ινδούς στο παγκάκι που παίζουν σκάκι, τους πελλοβουρητούς αθλητές, τες μαμμάδες με τα μωράκια, τη γριά που μαζεύκει τα σκουπίθκια, τους ψαράες).
Στο τέλος του ποταμού εν οι Καταρράχτες.
Έκατσα πάς το ωραίο γρανιτένιο πεζούλι που αγκαλιάζει τους καταρράχτες τζιαμέ που ξεκουράζουνται οι σταγόνες του νερού πρίν να εξατμιστούν τζιαι να πετήσουν στον δικόν τους παράδεισον. Εβρυχάτουν ο γερο-ποταμός χωρισμένος στα δύο, στ' αριστερά του καταρράχτη ετζύλαν το νερόν ήρεμον τζιαι αθάνατον (δέν έξερεν οτι σε λλία δευτερόλεπτα θα ππέσει ύψος μεγάλον) , στα δεξιά τζιαμέ που στρουφαλλίζουνται τα ασπρονέρκα τζιαι χρωματίζουναι τζίτρινα που τες λησιείνες εβούραν αγριοκαβαλλισμένον, εθέρκευκεν. Πηγή τζιαι σύμβολον της ζωής. Το ακίνητον αποχτά ζωήν με την Κίνηση.
Τί όμορφα να σε λούννει ο καταρράχτης τσιμπηδερές σταγόνες, να σε ερωτεύκεται το ουράνιον τόξον, τζιαι να σε πιάννει γέλιον που τη σφίξην της κρυάδας.
Φωνάζει ο Καταρράχτης. Τραγουδά. Το νερόν το ήρεμο στ' αριστερά παίζει Λύρα λιτή.
Μα τί αντρίκιον το τραγούδιν του!!
Ακούετουν μου σαν να εφκάλλαν φωνήν μεγάλη χιλιάδες πολεμιστές που μάχουνται συνέχεια. Πράγματι εντυπωσιακό άμαν το σκεφτείς έτσι. Ανέδυεν τζιαι μιά ευωδία υπέροχη που το κορμίν του, απόσταγμα όσων είδαν τα μάθκια του στο ταξίδι. Εμέθυσα. Έκατσα τζιαμε τζιαι εθώρουν, άκουα, εμυρίζουμουν, τζιαι δέν εσκέφτουμουν τίποτε.
Εμίλησεν μου ο ποταμός ώραν πολλήν, ετραγούδησεν με χίλιες Λύρες το Έπος του, τζιαι γώ άκουα τζιαι δέν του απαντούσα. Σε γλώσσαν άλλην είπεν μου τί ωραία νιώθει που εν έτσι γεροδεμμένος, πόσον περήφανος που έσιει έτσι δυνατά μπράτσα, πόσον όμορφα νιώθει που τον αγκαλιάζουν τα δέντρα τζιαι προσέχουν τον. Ούλλα γλυτζιά. Εχαμογέλαν μου. Εχαμογέλουν του. Άρκεψα να βαρκούμαι. Έθελα να φύω.
Ξαφνικά σσιωπά ο ποταμός τζιαι παγώννει. Εφοήθηκα.
Σσιωπά τζιαι ο Κόσμος Ούλλος. Εξιφοήθηκα.
Φεύκουν τα δεντρά πετητά, στροβιλλιστά καρφώννουνται στον ουρανόν.
Φεύκει τζιαι η πόλη, λατσιήζεται.
Γερημιά τζιαι ησυχία στην απεραντοσύνη. Πισσούριν τζιαι ησυχία.
Φεύκει τζιαι το νερόν κουλλουρωτόν, μονόολον, τζιαι μεινίσκει ο ποταμόλακκος, η κοίτη του ποταμού, μια σπηλιότρυπα σκουλουκωτή, ολόμαυρη, μακρονούρα όσπου φτάννει το μμάτιν.
Εγώ κόμα κάθουμαι βριχτός, στο πλέον ανύπαρκτον πεζούλιν. Αναπνέω βαθκειά.
Σε λλίον εξαφανίζεται τζιαι ο ποταμόλακκος, τζιαι μεινίσκει μόνον το Καλούπιν που εκάθετουν μέσα, το Άϋλον. Έναν Καλούπιν γύψενον Άϋλον, που έβαλεν τζιαμέ τζιήνος που έκαμεν τον ποταμόν τη στιγμήν πρίν να τον δημιουργήσει, τζιαι εσχημάτισεν καλούπιν για να τον χύσει μέσα. Το καλούπιν αγκαλιάζει το φώς ολόχρυσον.
Έκατσα τζιαμέ ώραν πολλήν.
Τί θέλει να πεί ο Ποταμός;
--Ποταμέ, τί θέλεις να μου πείς;
(Αννοίει το καλούπιν, τζιαι πουμέσα του πετάσσουνται πυραχτωμένα τα μιλιούνια όπως τες μέλισσες σχήματα πατητά ενέργειαν Μουσικές Νότες, τραούθκια ξιλωμένα, σπιλακωμένα μες το καλούπιν σφιχτά, τζιαι κλωθογυρίζουν )
Αμέσως εκατάλαβεν ο νούς τί έβλεπα. Εδάκρυσα που τη χαράν μου. Έκλεισεν ο λαιμός. Εσπαρτάρισεν η καρδιά. Έσφιξεν το στομάχιν. Εσκίρτησα ερωτικά. Ετσάκκισεν η ράσιη μου τζιαι έππεσα χαμέ.
Λαλεί ο Ποταμός:
"Είδες; Έτσι γεννιέται η μουσική" είπεν μου "Γεννιέται πρίν που την Εικόναν, τζιαμέ που πάει να γεννηθεί η Εικόνα ξεπετάσσεται η Μουσική. Αν θέλεις γένεται Εικόνα, ή μεταλλάσσεται σε γλώσσαν μουσικήν που καταλάβει ο άθρωπος. Αν θέλεις έβρε τη στιγμήν που πάει το καλούπιν να γινεί εικόνα, τζιαι ρίξε μέσα μουσικήν αντί σχήμαν"
Εξηγά μου:
"Πρίν η Εικόνα σχηματιστεί με χρώματα τζιαι σχήματα τζιαι ύλην, πρίν να γεννηθεί στο Νούν
η στην αλήθκειαν έναν Πράμαν Υλικόν, φτιάχνουμεν το καλούπιν της το γύψενον"
"Μες το καλούπιν τζιήνον, αν σιονώσεις χρώματα τζιαι σχήματα, φκάλλεις Αντικείμενον, Εικόνα, Ζωή, ότι θέλεις χειροπιαστόν."
"Αν θέλεις όμως, στο ίδιον καλούπιν, ένα δευτερόλεπτο πρίν μπούν μέσα σχήματα τζιαι χρώματα, σύρε μέσα του νότες απότομα, πιάς το εξ απροόπτου, τζιαι πόξω του αγκάλλιαστο με ρυθμούς τζιαι μουσικά σχήματα να το ερωτευτούν με τα δάχτυλα τους"
"Μετά, περίγραψε το καλούπιν το γεμάτον μουσικήν πας το χαρτί. χόρεψε το σιέριν σου με τα πρωτοσχήματα τούτα, έβρε τη δική σας γλώσσα"
"Mετά, βάλε το Νούν σου να δουλέψει, για να τα ξεκαθαρίσεις. "
"Εννα κάμεις μουσικήν που περιγράφει τα Σχήματα, πρίν να γεννηθούν"
"Τζιαμέ που δύει το Καλούπιν, τζιαι ανατέλλει η Εικόνα, τζιαμέ να μπείς μές τη στιγμήν τη μεταξύν, τζιαι να σιονώσεις μέσα μουσικήν"
"Ετσι να κάμνεις ποδά τζιαι δά"
Τζιαι μετά εδίπλωσεν τα σιέρκα του τζιαι εσσιώπησεν τζιαι ήρταν ούλλα σιγά σιγά όπως ήταν πρώτα. Έππεσεν το νερόν πίσω μές το καλούπιν με παφλασμόν ούλλον ζωήν, εβιδωθήκαν τζιαι τα δεντρά πίσω πάς τη γήν, εξαναβλαστήσαν τα σπίθκια τζιαι οι βουρητοί που ελαχανιάζαν δρωμένοι εξαναβουρήσαν, τζιαι γώ εξανάκατσα πάς το πεζούλιν.
Ένιωσα όμορφην υπερδιέγερσην τζιαι χαράν, τζιαι αγάπην. Αποσύρτηκα που τον Καταρράχτην, τζιαι επήα σιγά σιγά πίσω στο μονοπάτιν το κούγκρενον, να πάω σπίτιν μου.
Ο σκελετός της μουσικής χτίζεται πας το καλούπιν των Σχημάτων! Ήντα όμορφη εν η ζωή ,αλήθκεια!!
Ευχαριστώ σε γέρο ποταμέ για τη φιλία σου. Αγαπώ σε.
Σχόλια
Καλημέρες!
καλημέρα σου. Ευχαριστώ. Να έρκεσαι/
Μεν με ρωτήσεις πως μου έρκουνται ούλλα τούτα. Μπαίνω μέσα στην διήγηση σου ρε φίλε μου... τι να σου πω... πολλά μεταφυσική κατάσταση!
κάμνω τζιαι practice να μέν ξεφύγω εντελώς τζιαι να κάμω μαλακίες. Αλλά εν έτσι όπως τα λαλείς. Σιέρουμαι τη Ζωή άμαν νιώθω έτσι!
(άμαν αφήννουμεν τον εαυτόν μας να δημιουργήσει ανενόχλητα κάμνει ωραία πράματα)
Φιλιά στα μωρά.