Τέλος, Ήρθες. Ma fin est mon commencement, et mon commencement est ma fin
Στον γερο ποταμό χόρεψα γαϊτανάκι με την άκρια του νήματος
Απόλλωνα, την λύρα που μου δάνεισες την κελαηδόφωνη
άδραξα με χέρια τρεμουλιαστά
και το κεφάλι, σκυφτό
δέχτηκε τ' αγγιγμα του ήλιου και του φεγγαριού
-στον Έρωτα τους δόθηκα
την άφεση της Λύτρωσης
Πές μου Ήλιε , την ομορφιά σου πώς να υμνήσω
ο θνητός και τρωτός;
Φεγγαρογέννητη, πώς να τρυγήσω τις καμπύλες σου΄
Μαζί, οι δυό τους χόρεψαν στροβιλιστά στο στερέωμα
στο σίφουνα τους σήκωσα και γώ φτερά
-Ερμή, ήρθες και σύ, καλέ μου;
Γυναίκα φεγγαροπρόσωπη
Άντρας Ήλιος λεβεντόκορμος
Τον Έρωτα σκιάζουν στον καμβά τ' ουρανού τον μπλέ
και η Σπηλιά επιτέλους ανοίγει
Γονατιστό με βρίσκεις καλή μου
και πάρε όσα έχω
το χέρι μ' ανοιχτό
κοίτα τα χείλη μου πώς τρέμουν!
κοίτα το πρόσωπο μου!
βλέπεις τα δάκρυα; Για σένα τα 'χω φυλάξει καλή μου
τρύγησε τα τσαμπιά των ματιών μου και Πιές κομμάτι τ'εαυτού Όμορφο
ρυάκια όπως τρέχουν, πιές και σύ ποταμέ, σπονδή σου κάνω
Όλους σας Αγαπώ αλήθεια, δέν το αντέχω!
(και ξάφνου, στο άδυτο του βάλτου χώρεσε ο κόσμος όλος)
Ο άνεμος, που τραγούδισε κι αυτός στ' αυτί μου, ερωτικά,
κόπασε, στάθηκε και κοιτά, και περιμένει
κι η Πλάση όλη συνομοτεί με την Ύλη, το γλυκό μου κορμί να το δεχτεί ώς αντάλλαγμα
Πάρε!!
Ώ Μούσα! Αγαπημένη, ήρθες -σε βλέπω ολοκάθαρα.
Στου Έρωτα τ' αλώνια δοθήκαμε με πάθος μεγάλο
σαν εραστές που καιρό είχε να σμίξουν.
Η Ένωση έζησε τον σοφό της κύκλο
Θέλει τώρα να τον αποτυπώσει
με χρώματα ουράνια στ' άσπρα μάρμαρα τον ζωγραφίζει
Τί πλουμιστός κύκλος αλήθεια!
Στη μέση του Κύκλου στάθηκα
ο Αγαπητός
κουκκίδα γίνομαι
ήλιος προς στιγμή
και οι κρουνοί ανοίγουν ακράτητοι
-πώς να το αντέξω καλή μου-
μαζί μου και σύ ήσουν ώρα πολλή
και όταν έφυγες πάλι
τα κλάματα μου τα σπαραχτικά
πενθούν την τόση ομορφιά που γνώρισαν
και να κρατήσουν δε γίνεται
Άδειος έμεινα τώρα
ο Θάνατος περνά απο μέσα μου καλπάζοντας
(Δέ σε φοβάμαι Θάνατε, παιδί του Έρωτα!)
Στον κύκλο που στάθηκα ασημοντυμένος
δαντελοκέντητα τα χρυσά μανίκια με χαϊδεύουν τρυφερά
τα χέρια, τεντωμένα, ανοίγουν το Χωμα να περάσω
κι η Στάμνα μου -άδεια πλέον, θρηνεί τα Όμορφα που έχασε
Αλλά, στα πήλινα και τρωτά της τοιχώματα, στα κόκκινα τα χείλη,
στες καμπύλες και τα σκοτεινά της λαγούμια
Φλέβες ρέουν πολύτιμες, οι Λίθοι
Προσεκτικά τα δάκτυλα μου ψηλαφούν τις Φλέβες της Ζωής.
Η μουσική, άϋλη που τόσες μέρες σφαδάζει μέσα μου, ξετυλίγεται ολόκληρη
Σε μιά στιγμή ενσαρκώνεται ακράτητη, και ο Χρόνος σταματά για να περάσει η Ύλη της
Φίδι μεγάλο πετάχτηκε αγριεμένο ο Ήχος,
και κρύβεται τρεμάμενος στα βάθη του λαιμού
με πνίγει!
Πεντάμορφη Βγές Έξω!!
Πεντάμορφη Βγές Έξω!!
Πεντάμορφη, Βγές Έξω!!
Και με φωνή μεγάλη, Βγαίνει.
Το γοργό φίδι καβαλλώ τ' αφηνιασμένο
το σώμα μου κατοικεί και
το ψυχρό του δέρμα δικό μου γίνεται
χρώμα του λειβαδιού
το πυραχτώννω.
Πώς ξεπετάχτηκε απ' τα βάθη του κορμιού έτσι Ζώο;
Το στόμα ανοίγω πλατιά να περάσει!
Ανεμπόδιστα Έξω ρέει τώρα ο Μέγας Ποταμός
Είκοσι λεπτά καλπάζαμε καλή μου γοργόνα στα ουράνια
εγώ και σύ
και όσα δέν είπαμε χρόνια
τα είπαμε
και όταν το ταξίδι μας το ουράνιο έφτασε στο τέλος του,
με πέταξες κάτω ατίθασα, με τίναγμα της κεφαλής,
στην όμορφη σου πλάτη γλίστρησα
κατέβηκα στη γή την άσπλαχνη
τα πράσινα σου λέπια έχω στα χέρια μου ακόμα, καλη μου
και η μουσική μου
που τόσες μέρες μεγάλωνε μέσα μου
γράφτηκε όλη, στης Ύλης τη Γλώσσα
πόση έκπληξη καλή μου!
Όλη μου την έδωσες!
Απλόχερα, δέν έχει ξαναγίνει αυτό
Και κλαίω απο χαρά.
Στο επανιδείν, Αγαπημένη
Και το Είναι μου έπλασε έτσι το σμαράγδι.
Και επιτέλους, ανάσανα
Και τον Δαυίδ τον άταφο τον Μέγα Ποιητή, που τόσες μέρες κλαίω το χαμό του,
άφησα να πετάξει
στον Κήπο μου μπήκε κι αυτός, σε μιά γωνιά μόνος του
όπως του άρεσε. Μαζί του και όσα άλλα πενθώ θα τα κρατήσει παρέα.
Και μέσα στο Πένθος των Όλων και τον Έρωτα
σε ξαναβρήκα, Ωραίε μου Εαυτέ
ουρανοπνεύστη
και με σκυφτό το κεφάλι δέχομαι τη μουσική σου που γλυκά
ψιθύρισες στ' αφτί.
Και όλα τα Ερωτεύτηκα πάλι.
(Ελάλησεν ο Α)
Σχόλια
Όλα ένας κύκλος, όπως το ΑγαπΩ, αρχίζουν και τελειώνουν μέσα μας.
Χαίρομαι για σένα.
:)
Εκουράστηκα όμως ρουθλες καλή μου.
Όλα τελειώνουν μέσα μας και γι αυτό τα νιώθουμε τόσο.
Όπως την μπαταρία της ψυχής φορτίζουμε το κορμί και το μυαλό για να δημιουργήσει, και μετά ο ηλεκτρισμός που ξεπετάγεται προς τα έξω, Πλάθει, και μετά έρχεται μέσα και μας ξαναβρίσκει. Η φόρτιση δέν τελειώνει ποτέ της, αλλάζει μόνο χρώμα. Αυτός είναι ο Κύκλος μας.
Αποφορτίστου ως την άλλη φορά. Για νάβρει τόπον η φόρτιση της ενέργειας να μπει τζιαι να σε γεμώσει πάλαι...
Κουρασμένος σήμερα, τζιαι είσαι πνοή δαμέ!
Ακου
Εψές η ώρα έντεκα πατόν πατόν τζιαι σφύρουν επήα ο σιηλλόστραβος μες το βουρνίν του σοιήρου.Φιλούθκια.
το ποιημα σου μου μιλησε ,
ειδα σημαδια αναγνωρίσιμα - γνωστα
την Μ-ουσα σου εστόλισες και εκεινη στ' ανταποδίδει
σαν την αρτησιανή πηγή που αν δεν βαλεις το πρώτο ποτηρι νερό, ο μηχανισμος δεν ξεκινά για να αναβλυσει αφθονο ότι έχει στα σπλαχνα της η γη
Θα μιλήσουμε για τα σημάδια αυτά τα γνωστά
δεν είσαι παρείσαχτη καθόλου. Ευωδιάζει το πόστ σου λουλούδι ανθρώπινης άνθισης της καρδιάς και η ζεστασιά για ένα άγνωστο σου συγκινά με, σ' ευχαριστώ που άνοιξες και σύ.
χειμαρρος, είπες το σωστά! Εικοσάλεπτος
(αν ήταν λέξεις ήταν να ήταν περίπου 100 σελίδες!)
ετέλλειωσεν το κομματιν ούλλον, εφτζιέρωσεν απότομα, ούλλον μαζι, εθθελει τζιαι πολλύν editing μαλιστα. Ούτε που εσκέφτηκα καθόλου
εσκέφτηκεν τζιήνον για μένα.
Είπεν μου το κομματιν μετα που εσταθηκεν ουλλον τζιαι ετοιμάστηκεν να πεταχτεί έξω μου...
"τωρά που μ' εφαες, έφα σε"