Γεύμα με το Δάσκαλο
Σήμερα το πρωί εβρέθηκα επιτέλους με τον Δάσκαλον, τζιαι εξέπλυνα την αντροπήν μου με το αθάνατον νερόν της ττόκκας τζιαι του χαμόγελου του κουρασμένου που μου εχάρισεν μόλις με είδεν, τζιαι έφυεν το βάρος μου πάνω μου που έσιει τόσον τζιαιρόν να τον γυρέψω. Είχα φτάσει πρώτος στο σπίτιν του τζιαι εκαρτέρουν τον να έρτει που το φυσιοθεραπευτήν που επήεν.
Gute Nacht, Maestro
(τα μπράτσα του εξεράναν τζιαι δέ σηκώννουνται πάνω, πόνοι αφόρητοι που το πολλύ conducting της ορχήστρας, τζιαι ο καημένος εν τζιαι διπλωμένος στα δύο, κατσούνιν, η μέση του εν κατεστραμμένη τζιαι θέλει κορσέ για να σηκωστεί. 87 χρονών, 1.87 ύψος, κυρτός, τεράστιος, μοιάζει πολλά του Μάρλον Μπράντο, κκέλης ασπρομάλλης τζιαι φεγγαρωπρόσωπος, με γελαστά μάτια ούλλον ψυσιήν, ντυμένος πάντα με κοστούμιν τζιαι καππέλλον του '50 ξημαρισμένον, τζιαι παστούνιν που ελιάν που του έφερα που την Κύπρον το 1996 τζιαι κόμα αντέχει τον.)
( Ο Δάσκαλος κατοικεί σε μιάν πολλά όμορφην πόλην δαμέ κοντά, σε έναν τεράστιον βικτωριανό σπίτι αρχαίο, δίπλα που την Βιβλιοθήκην. Το σπίτιν του εν λλίγον της διάλυσης, με μυττερούς πυργίσκους, τεράστιαν σοφίτα γεμάτην ότι φανταστείς, ζιεί μεσα στην αγαλλίασην με την Αγάπην του που ήταν κάποτε μπαλαρίνα τζιαι πολλά όμορφη σαν την Γκρέτα Γκάρμπο, πεταχτούλλα, λλίγον αππωμένη αλλά με μεγάλη καρδιάν, έν κάθεται έναν τόπο, τζιαι αγαπά τον που τα δεκάξι της, πριν εξήντα χρόνια. Έχω πολλά να πώ έν με κανεί ένα ππόστ. Το σπίτιν εν γεμάτον πράματα. Αρέσκουν τους τα πράματα. Εν επετάξαν τίποτε, που το 1955. Εν φαντάζεσται πόσα βιβλία, περιοδικά, ποτά, πίνακες, βαζούθκια, τραπεζάκια, περίεργα μαξιλαράκια, χαρτιά, εφημερίδες παλιές, συλλογές γραμματοσήμων, μουσικά βιβλία, κλπ κλπ έχουν. Ειδικά η σοφίτα του Δασκάλου, το Άντρον της Μουσικής το Ολόσκονον, εν γεμάτον κάσιες με παρτιτούρες τζιαι σπάνια ποτά, βιβλία ώς το ταβάνιν πας σε αυτοσχέδιες βιβλιοθηκες. Σε μιάν άλλην γωνιάν έσιει τηλεορασούδαν με βίτεο για να θωρεί ταινίες σέξυ τζιαι να πίννει τα ποτά του την νύχταν, τζιαι έναν τεράστιο τραπέζι ξύλινο με χοντρά πόδκια, γεμάτον πατητόν χαρτολόϊν, ψαλλίθκια, μολύβκια, τζιαι ρίγες σε όλα τα μεγέθη, τζιαι επίσης κόλλες της μουσικής άλλες τζιενούρκες τζιαι άλλες τζιτρινισμένες. Μπουκάλες παντού. Γωνιά άλλη με τα τάγκια του κρασιού της Μαδέϊρας που έφκαλεν ο ίδιος το 1973 τζιαι κόμα έσιει τζιαι διά μας κάθε φοράν που τον θωρούμεν. (Έν απαίσια, ξινισμένη αλλά διά την τόσον απλώσιερα στο ποτηρούδιν το πράσινον, που δέν μπορείς να πείς όι στο χαμόγελον του) Περιοδικά πλέϊμποη που το '60 ώς το '08 πάς το ράφιν που ίσια που στέκει, εσέλλωσεν που το βάρος. Λάμπες στη γωνιά σχήματος φαλλού. Τασάκια σχήματος βυζιού. Ξημαρισμένα ανέκδοτα πάς σε πόστερ στον τοίχον, πίνακες αφηρημένης τέχνης, άχρηστα ξεχασμένα που είχαν κάποτε αξίαν. Σκόνη. Ζωή πολλή. Ολόκληρη αρχαιολογική ανασκαφή γεμάτη με τη ψυσιήν ενός αθρώπου τεράστιου. )
Επερίμενα τον το λοιπόν σήμμερα να έρτει. Φτάννει, άρκησεν. Έν εμπορούσεν να φκεί που το αυτοκίνητον του, επάσκιζεν για πέντε λεπτά. Δέν τον εβοήθησα. Όι γιατί είμαι γάρος, γιατί έ θθέλει βοήθειαν ποττέ του, κάμνει τον να νιώθει άσχημα. Άχρηστος δέ θέλει να φανεί. Εν αγέρωχος άθρωπος πολλά.
Θωρώ τον να πασκίζει τζιαι επόνησα. Εγέρασεν, τζιαι η ζωή φεύκει που πάνω του κορμιού του βουρητή. Εταράχτηκα. Κάμνουμεν ττόκκαν. Το καταπονημένον πρόσωπον, τζιαι ο νούς που καταλάβει ότι ήρτεν το τέλος τζιαι εζώσαν το μαύρα φίθκια είδεν με όπως ήταν καθιστός με το έναν πόδιν έξω του αυτοκινήτου, με έντονο βλέμμαν γεμάτον αγάπην τζιαι κούρασην μαζί.
"Διάσπορε, how da fug are ya" μου λέει ενώ πατσίζει τη φούχτα μμου τζιαι σφίγγει την περνώντας μου το μύνημαν ότι με επεθύμισεν πολλά.
Τα πρώτα δέκα λεπτά η κούραση του τζιαι τα πολλά χάπια που πίνει ήταν κυρίαρχοι στη φάτσαν του. Αλλά σιγά σιγά, με την κουβένταν μας, αννοίξαν οι κρουνοί του νού του τζιαι έλαμψεν ολόκληρος, εξέχασεν το κορμίν τζιαι νέος πάλε (μέσα του Νέος Παντοτινός) εμίλησεν μου σάν να τζιαι έν εχωρίσαμεν ποττέ μας. Τόση ομορφκιά έφκηκεν που το πρόσωπον του.
Είπαμεν για τη μουσικήν πολλά. Εθθυμήθηκεν που ήταν μαθητής το '37 τζιαι τα Σάββατα επήεννεν στο σπίτιν του θείου του που είσιε γραμμόφωνον τζιαι δίσκους, τζιαι άκουεν ούλλες τες συφφωνίες του Schumann ή του Beethoven ή του Mahler τζιαι του Bruckner σε μιάν ημέραν, εγύριζεν του, τζιαι μετά έβρισκεν τη φιλενάδαν του πίσω που την αποβάθραν τζιαι απολαμβάνναν τον έρωταν τους φορτισμένος που τη μουσικήν. Φώς έφκεννεν που το πρόσωπον του.
Είπαμεν για τον Θάνατον πολλά. Η υγεία του έννεν καλή τίποτε. Ο Δάσκαλος που έζησεν τη ζωήν έντονα, όσο λλίοι στη γή, θα φύει. Ως πρίν πέντε χρόνια, έκαμνεν για πενήντα χρόνια κάθε νύχτα πάρτυ με κόσμον στο υπόγειον του που εν μπάρ χτισμένον το '60, με χιλιάδες ρούμια να κρεμμουνται, χρώματα παντού, περίεργα έπιπλα τζιαι επιγραφές με ξημαρισμένα υπονοούμενα, στα speakers τα παλιά έπαιζεν μουσική ουράνια του Mahler τζιαι ούλλων των αθανάτων πάντα. Πόσες φιλίες πολλές εχτιστήκαν πας τες καρέκλες του μπάρ με άλλους μουσικούς, μαθητές τζιαι συναδέλφους τζιαι ζωγράφους, χορευτές; Με ούλλους ετρύγησεν τη ζωήν την Έντονην. Επαίξαν του τζιαι την μουσικήν του σε ούλλον τον κόσμο. Εταξίδεψεν παντού. Χειροκροτήματα. Ακμή. Λουλούδια τζιαι όμορφες μουσικές πολλές. Έζησεν αγάπες σε ούλλα τα χρώματα. Άρεσκεν του πολλά να έσιει φιλενάδες όπου επήεννεν να παίξει μουσικήν. Σε κάθε λιμάνιν τζιαι μιά. Έρωτες πολλούς. Άμαν τους περιγράφει γεμώννουν τα μμάθκια του. ("η μελαχρινή που έσμιξεν παθιασμένα μαζί μμου στα αποχωρητήρια του θεάτρου το '78, τζιαι εφίλησεν με τζιαι δέν την εξαναείδα, η άλλη αγαπημένη με τα όμορφα στήθη, η βιολιστής η υπέροχη που με αγάπαν τα σάββατα όταν επήεννα στη Συμφωνική μετά που την επαρακουλούθουν να εκστασιάζεται στη σκηνήν τζιαι μετά επηένναμεν σε ξενοδοχείον να πιούμεν σιαμπάνιες τζιαι να αγαπηθούμεν υπο την υπόκρουση του Schumann, --είπεν για πολλές ο Δάσκαλος, τζιαι δέ τελειώννουν οι ιστορίες του) Τωρά ξέρει ότι ούλλα τούτα ετελλιώσαν. Η μουσική του ήρτεν σε παρακμήν, δεν την παίζει κανένας. Θα πεθάνει σύντομα, ξέρει το. Αλλά ο νούς του εν όπως του τριανταπεντάρη. Περιγράφει τα τζιαι η ενέργεια του ακόμα γεμώννει τον με το άπιαστο. Χειρότερα έτσι!
Λαλώ του: Είσαι τόσον νέος Δάσκαλέ στο νούν, έθθα πεθάνεις ποττέ σου, θα δείς"
Λαλεί μου "Έν έχω παράπονον, έζησα τον έρωταν της ζωής κάθε μέρα, τζιαι έχω φίλους τζιαι γέρους τζιαι νέους, τζιαι αναμνήσεις της ομορκιάς, πολλές". Τζιαι εγέλασεν γαργαριστόν γέλιον, γεμάτον την βαρύτηταν των τόσων χρόνων που έζησεν τόσον έντονα. Εσήκωσεν όσον εμπορούσεν το σιέριν του, με γκριμάτσαν, εδιεύθυνεν προς στιγμής φανταστικήν ορχήστραν, έσουσεν τη κκελλέν του αργά, τζιαι είπεν τραγουδιστά "Πώς να γεράσω άμα ζιεί μέσα μου τούτη ούλλη η μουσική; Έν γερνώ να σπάσεις." Τζιαι έσουσεν τη γροθιάν του προς τον ουρανόν.
Άθρωπος ολοζώντανος. Ένιωσα ξαφνικά εγώ να είμαι ο γέρος.
Σιωπή.
Εφάαμεν του κόσμου τα πράματα μετά. Έφκαλεν τα πατέ της πάπιας, έφκαλεν τα σαλάμια τζιαι τα ξιδάτα. Ελιές δέκα λογιών. Τυρκά που οχτώ χώρες. Ρούμι μαύρο. Φαγιά που μας ετυλίξαν. Πόσες φορές εκάμαμεν οι δκυό μας τούντην τελετήν. Θωρώ τες ούλλες, της πολύπλοκης σχέσης μας. Ετσουγκρίσαμεν τα ποτήρκα. Είπα του τα δικά μου. Ενέωσεν κατα πενήντα χρόνια.
Στο τέλος, πρίν να φύω, έθελεν να μου δείξει έναν πίνακαν που του επογιάτισεν ένας φίλος του το '49. Expressionist πορτραίτο του Μπετόβεν, με μάτια έντονα. Εζωγράφισεν τον τζιαι έδωκεν του τον. Μετά έγινεν διάσημος ο ζωγράφος, αλλά έν εξαναμίλησεν του δασκάλου γιατί έκοψεν τον με τη γυναίκαν του (χι χι χι) τζιαι εθύμωσεν. Ο πίνακας ήταν στο σαλόνιν, δέν τον εθθυμούμουν να τον ξαναείδα. Τέλος πάντων, εστάθηκα τζιαι εθώρουν τον Μπετόβεν σε έντονο μαυρόασπρο καμβά ούλλον γραμμές βίαιες τζιαι θανατερές. ο Δάσκαλος εκάθετουν στην άκριαν του καναπέ με το παστούνιν γιατί έν σώννει, εθωρούσαμεν τζιαι οι δύο χωρίς να μιλούμεν. Λαλεί "εν ο αγαπημένος μου πίνακας. Δέ τον... " Λαλώ του "Δάσκαλε, ο φίλος σου ο υπέροχος επέτυχεν τα μμάθκια του Μπετόβεν να μεννεν μόνον νευριασμένα όπως τον κάμνουν άλλοι, έσιει τζιαι πόνον μέσα τζιαι αγάπην η θωρκά του, τζιαι θωρεί μας σαν να θέλει να τον αγκαλιάσουμεν"
Γυρίζει ο Δάσκαλος τζιαι βάλλει το σιέριν του στον ώμον μου. Χαμογελά. Θωρεί με παράξενα τζιαι εγεμώσαν τα μμάθκια του. Λαλεί μου, "Χρόνια τον έχω τζιαμέ τον πίνακαν Διάσπορε. Επρόσεξες τον επιτέλους. Εκατάλαβες."
Τζιαι είδεν με έντονα στα μμάθκια, σαν να έξερεν τζιαι τζοίνος το μυστικόν που κουβαλώ μέσα μου, τζιαι σαν να έξερεν ότι Ξέρω τζιαι γώ.
Gute Nacht, Maestro
Σχόλια
όποτε τον θυμούμαστεν κλαίμεν τζαι γελούμε ταυτόχρονα γιατί ήταν τέλεια κοπέλλιν! έτσι εννα θυμάστε τζαι σεις τον Δάσκαλο φαντάζομαι
υπάρχουν γραμμές of essence tranferance το ξερεις σαν μουσικός καλά..
φαινεται ότι οπως για μενα ειναι αυτονόητη η γραμμή γυναικων που φέρνει μηνυματα απο τν αρχαιοτητα μεχρι σημερα
κάπως έτσι απο "πατερα" στον "γιο" μεταγγίζονται "αρσενικα" πραγματα και ο ΜΠετόβεν τα εξέφρασε και τα αφησε ως αχναρια στο χιονι για να ξαναπερπατηθουν..
αν και μονο μέσα απο την αντανακλαση τους πάνω σου και στην ιστορια τα ψυχανεμίζομαι, ξερω πως καπως έτσι είναι και με τη γραμμή των γυναικων (λιγο διαφορετικό το συμπαν τους αλλα παρόμοια η διαδικασία)
χάρηκα
δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χάρηκα διαβαζοντας σε
Τυχεροί γιατί σας δώθηκε αυτός ο Χρόνος.
Το αντίο και το καληνύχτα, δηλώνουν ένα τέλος που πονεί πάντα.
Συναντηθήκατε όμως μέσα στο Πνεύμα της Μουσικής που σας ένωσε... κι αυτό μένει αιώνια ζωντανό Διάσπορε.
σας αγαπώ πολλά.
να σαι καλά :-)
σε έχω γράψει στη ψυχή μου
:)
και γω εσεναν
σταλαματια
μερικα πραματα λογια δεν εχουν. εφτασεν ισως ο καιρος, αν και άβολα θα νιωσει ο Δασκαλος, να ακούσει ποσον τον αγαπώ. Νομιζω χρειάζεται το.