Στη γή με τους λόφους.
Ταξιδεύει ο ολόκληρος εαυτός προς τες πύλες.
Φορτωμένος μάτια.
Αφήνει πίσω τα Π, τα πυθαγόρεια, της Λογικής.
Αφήνει τις αλυσίδες.
Την ομορφιά.
Την αλήθεια.
Αφήνει πίσω τον ολόκληρο εαυτό, διαμελίζεται και ταξιδεύει.
Οι τέσσερις εαυτοί, μοιρασμένοι που αφέθηκαν, στην όχθη του μπλέ μπροστά.
μα η πινακίδα λέει "danger, unguarded waters."
Ο ένας είναι Γέρος.
Ο άλλος γαλανομάτης, νέος.
Η άλλη, γυναίκα.
Ο άλλος είναι παιδί.
Οι τέσσερις εαυτοί κολυμπούν στα βαθειά.
Άλλος προς τα δεξιά, εκεί που χωρίζει το μπλέ και το πράσινο.
Άλλος έρχεται προς τα δώ, με αποφασιστικότητα.
Άλλος κοιτάζει αριστερά, αποφεύγει.
Ο άλλος, ο τελευταίος, κρύβεται.
Χελώνα. "Κρύφτου", είπε.
Κρύβομαι.
Κι ο φόβος του χαμού φωλιάζει, ιός, καρκίνος, στην καρδιά.
Μεγαλώννει σάν κόκκινος πανικός.
Φεύγω. Η ψυχή έχει φύγει. Δέ θα το αντέξω.
Μα εκεί που σάν τον Αίαντα θα έπεφτα στο σπαθί,
σάν απο μηχανής θεός, η ψυχή δείχνει ενα νέο σύνορο.
Νέο τρόπο ταξιδιού. "OPEN" λέει η ταμπέλα με το νέον.
Παρέα το μπλέ και το πράσινο, όχι παράλληλα πάντα, με ζίγκ ζάγκ
θα ανεβούν το βουνό.
Και στο νού μου έρχεται το γράμμα στον ουρανό, εκεί που το στερεό, το ξύλινο, συναντά το αέρινο, το άπιαστο.
Σήμερα, συνοδοιπόρε, είδα το φόβο κατάμματα, και χέρι μές το χέρι τον ενίκησα.
Σχόλια
Νικάς τους, ξανανικάς τους, τζιαι κάθε φορά γίνονται λιγότερο τρομαχτικοί.