Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2012

Ήρτεν ο Θάνατος.

Αγρώνισα σε!  Ήρτες! Πόσον να μας πογυρίζεις?  Εν πόψε η σειρά μας, σίουρα! Θκιάζουμαι, λούννουμαι, ξιουρίζουμαι, χτενίζουμαι, τζιαι βουρητός σά φκαίννω της πόρτας μισοφορώ τη φορεσιάν την άσπρην που κάθη μέρα εσιέρωννα για χάρη σσου. Τζιαι φκαίννω πρώτος στα στενά σάν τον πελλόν να σούζω τα σιέρκα μου, φωνάζω σου με τ'όνομα σου πρώτα, με τα στεφάννια μου τα ξερά (πόσον να σε καρτερώ!!) να ξιφυλλούν χαμαί που κουβαλώ πομάσκαλα, βουρώ σε, πέρκι προφτάσω τούντη φοράν πρί μπείς του χωρκού, πρί σε μαντρίσει άλλος έσσω του. Φωνάζω σου τζιαι πιάννω σου το σιέρι. "Καλώς μας ήρτες Θάνατε, Μαράζι,"  Καλώς μας ήρτες" φωνάζω σου τζιαι ούλλοι αζουλεύκουν τζιαι γελώ, ξέρω σε Θάνατε καλά! Τούντη φοράν επρόλαβα σε. Άχχου πόσο σε εκαρτέρουν,  χρόνια να φανείς στο σταυροδρόμιν του χωρκού για λλόου μου, για λλόου της.   Ξέρω σε μάστρε, ξέρω σε καλά!  Είσαι εσού που θκιώγνεις την ανησυχίαν, τον πόνον, το βάσανον.  Είσαι εσού που φέρνεις την ειρήνην.

Το Σκούπισμα

Θκυό σκούπες κουμπημένες πάς το στύλλο δίπλα του φούρνου, η μιά κοντή με σιερένο σκουπόξυλο  σκουρκασμένον, τζι άλλη ψηλή, ξύλενη.  Την μιάν πιάννει την ο τζιύρης τζιαι την άλλην εγιώ.  Θκυό εμείναμεν μές το Πετραίον, θκυό τζιαι σαρίζουμεν κάθε πρωίν τες αυλάες, τα πλακόστρωτα τζιαι το χωράφιν με τ' αγάλματα.   Σά φκεί ο νήλιος κατα τες έξι αρκέφκουμεν, πρίν να φυσήσει ο λίβας τζιαι σηκώσει μας τα φύλλα. Έν μιλούμεν τζιαι πολλά. Πρώτα κάτω που την τερατσιάν τζιαι τες θκυό ελιές δίπλα της φουντάνας, συνάουνται τζιαμαί στην πόρταν του εργαστηρίου του ξερόφυλλα τζιαι χώματα.  Ύστερα πάμεν γυρόν που τους ογκόλιθους. Ώς το καντζιέλλιν.  Τρείς ώρες παίρνει το σάρισμαν. Αν κάθη μέρα πιάννεις τη σαρκάν τζιαι μές τον Κήπον σου σπαστρέφκεις, ποττέ σου έν θα νώσεις μοναχός.  Μαθαίνεις με την ταπεινήν τούτη δουλειάν τζιαι τη μιτσόττερην ασήμαντην γωνιάν του Κήπου σου.  Την κάθε ρότσαν που φκάλλει αμμούιν.  Τα δεντρά τζιαι τους κύκλους τους.  Τες φουλιές των λιμπούρων.  Τους τόπους που συ