Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2011

Δύσκολος ο συνδιασμός..

Μάχουμαι να συμβιβάσω την ειρήνην που νώθω πουμέσα μου με την πραχτική ζωή την καθημερινή. Έχω ένα όνειρο πολλά μεγάλο.. Ιδεαλιστικό. Πιστεύκω πως εν δυνατό να φέρει ο άθρωπος αρμονία στη ζωήν του.  Ναν ο ίδιος πουμέσα τζιαι πόξω σε κάθε του στιγμή τζιαι να λειτουργεί οδηγημένος που το κέντρον του τζι όι που τη λογικήν τζιαι τα συναισθήματα μόνο. Πιστεύκω γίνεται να έσιει η ζωή εποχές, σιειμώνες, άνοιξην τζιαι καλοτζιαίρι, κάθε εποχή να έσιει τα φρούτα της τζιαι τη δουλειάν της, τζι άθρωπος ναν ο γεωργός, να σπέρνει να θερίζει ανάλογα. Εδοκίμασα φέτος την αρμονίαν τούτη.  Το φθινόπωρο ήταν η Εποχή της Πέτρας.  Έσπειρα εικόνες τρισδιάστατες, υλικόν της γής, προσπάθειαν του κορμιού. Τζι ο σιειμώνας ήταν η εποχή της Άυλης Μουσικής, που εφραίνει τες χορδές της καρδίας. Τζι η άνοιξη εν η εποχή της καινούργιας σκέψης που εβλάστησεν που τη σποράν της Πέτρας τζιαι της Μουσικής. Τζιαι τα χωράφκια μου εν τα σιέρκα μου τζιαι ο κόσμος ο πουμέσα. Φυτεύκω, βλαστούν, θερίζω, πεθαν

Η κληρονομιά της μάνας Λεμονιάς.

Εικόνα
Το καλοτζιαίριν, σάν ήμουν κύπρον, μές την πίκραν που εκουβαλούσα μιάν νύχταν μετά που έφκηκεν η απόφαση πως έν θα έρτουμεν πίσω κύπρον,  έκατσα με τη μάνα μου τζι εκουβεντιάζαμεν για τα πνευματικά.  Τζιήνη στη γλώσσαν της τζι εγώ στη δική μου.  Ζιβανία, μεζές, φεγγάρι του Ιούλη.    Είπα της για το μεγάλον μου ταξίδιν, τζι είπεν μου για το δικόν της.  Εκαταλήξαμεν να μιλούμεν για τα σύμβολα μές την τέχνην, τζι εζήτησα της μιά χάρην άμαν τζι είπαμεν για τες εικόνες που συμβολίζουν τα διάφορα στάδια της ανάπτυξης του αθρώπου.  Εζήτησα της κληρονομιάν έναν πίνακαν που να απεικονίζει το Ταξίδιν, όπως το θωρεί τζιήνη.  Έθελα την να με περιγράψει σάν άθρωπον, με τες πογιές της.   Άν τζι εν θρήσκα με έναν αθώον τρόπον, εδέχτηκεν τα παγανιστικά μου σύμβολα όταν της τα εξήγησα με γλώσσαν που καταλάβει.   Πρίν της πώ καληνύχτα εκάμαμεν παρέαν ένα μικρό σχέδιο με όμορφα πράματα που επέρασα μές τη ψυσιή μου αποτυπωμένα με μολύβι τζιαι σύμβολα αρχαία. Έν της εξαναείπα τίποτε.  Άφηκα την να δουλέψ

Προς την Ολοκλήρωση.

Επήρα τη μάνα μου αεροδρόμιο πρί λλίες ώρες. Ήταν η πιό καλή επίσκεψη που θυμούμαι τα τελευταία χρόνια.  Ετσιάττησεν να έρτει η Μάνα τες μέρες που έγραφα μουσικήν της ψυσιής τζιαι ετζιύλουν σάν το νερόν, του ποταμού, ανοιχτός, έτοιμος να κλείσω τους κύκλους της σχέσης Γιός-Μάνα. Πόσον αλλάζει τον έτοιμον άθρωπον η ανίατη ασθένεια, κάμνει τον σοφόν τζιαι γαλήνιον.  Σοφή η μάνα Λεμονιά.  Θωρεί πέραν της ζωής, της σχέσης, θωρεί τον Άθρωπον αντί το γιόν.   Ήρτεν να με συναντήσει στα ίδια χωράφκια που σπέρνω τζι εγώ, τζιαι έτσι Εξισωθήκαμεν.   Θαυμάζω την πολλά για τον πνευματικόν της κόσμον που απόχτησεν μόνο με εμπειρίαν τζιαι βάσανο, δίχα γνώσην των βιβλίων γιά των δασκάλων, τζι έν έσιει πλούτη να συγκριθούν με τούντον κήπον που ποτίζει για δέκα χρόνια τωρά η Λεμονιά. Τζι έτσι, δίχα προσπάθειαν εβρέθηκεν ο κήπος μου με τον δικόν της τζι είπαν τα. Εδέχτηκα την αγκαλιάν της δίχα να ζητώ, άθρωπος προς άθρωπον, συνταξιδιώτης προς συνταξιδιώτην, δικός τζιαι μουσαφίρης, γιός τζιαι ξένο

'Ανοιξη

Άνοιξη,  τζι ούλλα που εν καμωμένα που ύλη ξαναγεννιούνται φρεκοπλυμμένα μές την τελευταίαν παγωνιάν του Μάρτη τζιαι ξυπνούν, ποσσιεπάζουν έξω που τον προσωρινόν τάφον του σιονιού για να συνεχίσουν τον κύκλον της ζωής. Μουσκομυρίζει δεντροχυμούς το δάσος σάν το παρπατάς, τζι αν προσέχεις καλά την ώραν που τραππιδάς τζιαι φκέννεις πάς τους βράχους νώθεις μές τες φούχτες σου τα φουσκωμένα βυζιά της μάνας σου της γής γεμάτα γάλαν της Άνοιξης.  Όποιος το πιεί το γάλαν της, ξαναγεννιέται. Εξιάσαμεν άραγε εμείς οι αθρώποι την τέγνην της  ανα-γέννησης? Άμαν κοντέψει ο Απρίλλης, νώθουμεν μές τα κόκκαλα μας την ανάγκην να ποτίσουμεν το εσσωτερικό μμας με τη βροσιήν της Μάνας τζιαι να φυτέψουμεν στον κήπον της ψυσιής σπόρους τζιουνούρκους ποννά φέρουν πλούσια εσοδείαν το καλοτζιαίρι? Πότε εξιάσαμεν να ακολουθούμεν με το κορμί μμας τον κύκλον της φύσης?  Πότε εξιάσαμεν πως άμαν έρκεται η ώρα της άνοιξης σημαίνει ήρτεν η ώρα να χορέψουμεν το χορόν της αλλαγής? Αλλάσσει η φύση, τζι αν θ

Νύχτα γέλιου

Αφού ετέλειωσα το κύριο μέρος των κομμαθκιών τζι έφυεν πουπάνω μου η Έκφραση, τζι ήπια που την κούζαν της αγάπης καλά καλά τζι εφκέρωσα την, τζι εγέμωσα την πάλε με το δικόν μου το νερόν, ήρτεν τζι η ώρα του γέλιου. Το γέλιον πάντα συνοδεύκει την Έκφρασην, ξανακάμνει τον πλάστην άδρωπον. Οπότε έπιασα την Αγάπην τζι επήαμεν να δούμεν stand-up comedy, μιάν κατάπελλην κωμικόν, τη Lisa Lampanelli που εμφανίζεται συχνά στο Comedy Central.  Ήρτεν στην πόλην μας τζι εγέμωσεν το θέατρον χωρκανούς. Σάν εκάθουμουν στο θέατρον εκατάλαβα πως ποττέ μου έν εξαναπήα σε θέατρον για να διασκεδάσω.  Συνήθως εν για να εμπλουτίσω το πνεύμαν ή για να ακούσω μουσικές.  Εφάνηκεν μου παράξενον ναν το θέατρο μή-ελιτιστές, χωρκανούς, απλούς αθρώπους, μοτορτζιήες, υδραυλικούς, χτίστες.  Ένιωσα νάκκον ούφο τζι εμαράζωσα που την τύφλαν μου.  Να μέν έχω ξαναδεί τον "κόσμον"  που κοντά, τζι η μόνη μου επαφή με τα δημόσια ώς τωρά ναν ελιτιστική.  Έκαμεν μου καλό.  Έκατσα δίπλα που πλάσματα με μαλλιά &

Αμανές. Άνοιξε Μάνα Λεμονιά.

Εικόνα
Αμανές,  Άνοιξε Μάνα Λεμονιά (φωνήν καλήν έν μου έδωκεν ο πλάστης, μα όσα έν λαλεί η καλοφωνή, λαλεί τα η ψυσιή.) άνοιξε μάνα Λεμονιά   άνοιξε την αγκάλη σου στο φύλλωμαν σσου   το πικρόν τζιαι γνώριμο μμου να χαθώ . Άθθισε μάνα Λεμονιά μου άθθισε μές τον κήπον μου   τζι αν ώς το δείλις μαραθθείς εννα κραώ στη φούχτα μμου κόμα τη μυρωθκιάν σου, μόνος μου άμαν παρπατώ στα σκοτεινά της νύχτας της ψυσιής τους λεμ'αθθούς σσου να φιλώ πάλε να χάννουμαι, εραστής, στα αγκάλια  τα γλυτζιά σου . Να αφεθείς, ψυσιή μου... Δίνουμαι στην Γυναίκα.  Δίνουμαι στην ομορκιάν της, τζιαι κλαίω που όσον τζι αν ποθώ, έν ιμπορώ δική μου να την κρατήσω.  Ξαπολώ την ομορκιάν, λυτρώννουμαι, τζιαι ζώ την μαζί.   Δίνουμαι στον Έρωταν, τζιαι Ξαπολώ τον.  Δικός μου έννενε να τον κρατήσω.  Μόνον τη μυρωθκιάν του. Ο  οργασμός μου εν τζιαι Τάφος.  Η χαρά, εν λύπη.  Το μοιρολόϊ, θρίαμβος.  Η απελευθέρωση εν πόνος. Τζιαι το κλειδίν της παραδείσου αννοίει, κλειώννει, με τον ί

Η Γυναίκα

Τί είναι τζιείνον το μυστήριον που έχουν οι γεναίτζιες, που τόσον μας τραβά? Οι μανάες μας πρώτα, μετά οι έρωτες μας. Τί εκπέμπουν που εν τόσο ποθητό για τη ψυσιήν του άντρα, τόσο γλυκό? Ήντα υπόσχεση διά η αγκαλιά τους τζιαι το χάδιν τους? Τζιαι πόσην αντίστασην βάλλουμεν για να μέν χαθούμεν μές τες αγκαλιές τζιαι να δείξουμεν αδυναμίαν? Εδώθηκες πραγματικά ποττέ σου σε Γυναίκαν? Πραγματικά.  Όι το κορμί σσου μόνον.  Όι με την Ανάγκην. Εχάρηκες ποττέ σου μιά Γυναίκαν μόνον τζιαι μόνον για το μυστήριον που εκπέμπει τζιαι τη γλυκάδαν της? Τζιαι τί σημαίνει 'εχάρηκες'? Ποιόν εγωισμόν κουβαλούμεν άμαν έρτουμεν αντιμέτωποι με τη γλυκάδαν που μας εμποδίζει να αφεθούμεν?  Τί απειλά η γλυκάδα τούτη?

Η κλειωννιά του ορίζοντα

Εικόνα
Στον ορίζονταν άμα σταθείς, έσιει μιάν πόρταν.  Αν είσαι άντρας εσού που στέκεσαι μπροστά της, φαίνεται σου η πόρτα να έσιει κλειδωνιάν.  Αν είσαι γεναίκα, φαίνεται σου να έσιει σιέριν.  Είμαι άντρας, τζι έτσι φαίνεται μου πως η πόρτα του ορίζοντα έσιει κλειδωνιάν.  Η κλειδωνιά τούτη έσιει σχήμαν αδοίου, τζιαι συμβολίζει τη Γονιμότητα, τη Γυναίκα σε παγκόσμια κλίμακα. Πόσην ανάγκην έχουμεν τις γυναίκες αλήθκεια.. Που μιτσιοί κρεμμούμαστεν πάνω στην ανάγκην μας τζιαι τον πόθον μας για τη θηλυκήν ενέργεια τούτη, τζιαι ποττέ μας έν θωρούμε που τα καλά τί σημαίνει Γυναίκα.  Έτσι εν η φύση, τζιαι το μόνο που έχουμε να κάμουμε εν να την αναγνωρίσουμε τζιαι να μιλήσουμε για τούτη.  Έτσι αννοίει η κλειδωννιά. Στον ορίζοντα άμα σταθείς τζιαι δείς την πόρτα, νιώσε ταπεινά πόσην ανάγκην έσιεις τη Γυναίκα, κατάλαβε την, τζιαι μίλα αληθινά για τούτην την ανάγκην.  Μίλα με πόθον, πάθος μεγάλο.  Μέν βάλεις τον εγωισμό μπροστά, μόνο την αλήθκεια σου.  Απομυθοποιώντας τον ίδιο τον εαυτό, αννο

Το μυστικόν τ' ορίζοντα

Αφού το δαχτυλάκιν εν σφαμένον τζι η μουσική καρτερά στους άλλους κόσμους να έρτω να την ξαναέβρω, ήρτεν η ώρα για λλίες σκέψεις τζιαι πορίσματα. Έξι εφτομάδες γράφω μουσικήν καπάλι, τζι έννεν μουσική φυσιολογική της διασκέδασης, ούτε των επιφανειακών συναισθημάτων που κουβαλά το πλάσμαν.  Εν μουσική αρχαία, ύμνος του θεού, της ψυσιής τζιαι του μεγάλου έρωτα για όσα φαίνουνται γυρόν μας τζιαι για όσα έν φαίνουνται. Επήα ταξίδι στα βαθκειά, εντύθηκα με τσιούππες άσπρες, άφηκα τα γένια να μεγαλώσουν, εσσιώπησα το νούν μου για να μάθει να Ακούει, αγάπησα το ξένον, έκλαψα για το Μή Δικό μου, είπα "λάθος η Φύση ποττέ της έν κάμνει",  τζι εταξίδεψα ώς το σύνορον. Στο σύνορον που επήα ταξίδιν ήβρα πλάσματα ξένα μου που μου εφανήκαν δικά.  Τζιαι είπαν μου για μουσικήν δικήν τους, ήχους αλλόθρησκους τζι αλλόκοσμους.  Αγάπησα την, τζιαι με τούτην την Αγάπην εγέμωσα.   Τζι άμαν εγέμωσα Αγάπην, η Αγάπη εγέμωσεν με με τη μουσική που μου εδωρίσαν για να  περιγράψω τον πόνον τζιαι τη

Πτού που την αρκήν..

Έγραψα πρί λλίον τζιαιρόν ένα πόστ που ελάλεν περίπου "κάθε φορά που πλάθω κάτι σημαντικό, κάτι σπάζει αμέσως κατα τύχην για να μου χαλάσει τη χαράν μου"  τζι ότι έν γίνεται κουμπάρε να εν σύμπτωση.  Πόσες φορές να με μουνουχίσει το ίδιον μου το κορμίν τέλλεια πάς τη χαράν μου. Επαναλαμβάνω το πόστ πόψε.  Εξαναγίνηκεν το κακόν. Εμάχουμουν το μεσημέρι να ετοιμαστώ να πάω να γράψω το τελευταίον κομμάτιν της σειράς, τον Οργασμόν της Ψυσιής δηλαδή, τζι είπα 'ας πάω να μαειρέψω κάτι να φάν τα μωρά, να μέν είμαι τέλλεια άχρηστος πατέρας σήμερα'.  Σάν έκαμνα τηάνισην να μαειρέψω σπανακόρυζον, έπιασα να ανοίξω την κονσέρβα της τομάτας τζιαι δέν την άννοιεν το ανοιχτήριν καλά, τζι εγώ ο βλάξ που πετώ σε άλλους ουρανούς τζι ο νούς μου εν λλίος, άρπαξα έναν πηρούνιν με νεύρα να το μπαρρώσω μές τα σιείλη της κονσέρβας να την ανοίξω με τη βία πρίν κρούσουν τα κρομμύθκια μου.  Κάμνει μιάν απότομην κίνησην η κονσέρβα, τζιαι σε κλάσματα του δευτερολέπτου έκοψα το καλόν μου το δαχ

Το Όμορφον

Βαστά με τ' αγκάστριν της δημιουργίας, τζιαι η γέννα έν λαλεί να τελειώσει.  Ο έρωτας έν λαλεί να κοπάσει.   Ηρεμώ λλίον, τζι ύστερα πάλε διώ μέσα να ξαναερωτευτώ που την αρκήν, ενώννεται το σπέρμαν με το ωάριον του θεού, πλάθω μέσα μου ζωήν τζιαι γεννώ την.  Κύκλος χωρίς τελειωμόν. Βαστά με αγκάστριν μεγάλον του θεού, τζιαι αγάπη πολλή. Τζι όσον παραπάνω κακό θωρώ γυρόν μου μές τον κόσμον, τζι όσα βάσανα έσιει η φύσης μας πας τούντη γήν, παραπάνω θέλω να φέρνω στη ζωήν Όμορφα πράματα. Τζι όσην κατζίαν θωρώ, τόσον παραπάνω νιώθω την υποχρέωσην να γεννώ.  Δέτε γυρό σσας, δέτε το μπλόγκ του ασέρα σήμμερα με το βίτεο που δείχνει την κατζίαν του κόσμου τζιαι την αχαπαροσύνη να καταλάβετε, εν για τούντην υποχρέωσην που μιλώ.  Έν θα νικήσουν τζιήνοι που κουβαλούν το κακόν.  Εννα νικήσουμεν εμείς, που γεννούμεν το Όμορφον.  Φτάννει να νώσουμεν την υποχρέωσην τζιαι να έβρουμεν το σμαράγδιν μας, τον τρόπον που μας έδωκεν η φύση του καθενού ιδιαίτερον τρόπον για να δημιουργά ομορκιάν.

Ο Χορός του Έρωτα

Εικόνα
Τζιαι μετά που το κομμάτιν της αναπνοής, έρκεται ο Χορός του Έρωτα.  Εχόρεψα τον εψές που τις δέκα, εδώθηκα του Έρωτα ώς τωρά, ξύπνιος ακόμα δεκατέσσερις ώρες μετά την αρκήν του, εξουθενωμένος.  Τζι έγραψα το μονονυχτού. Έγραψα πόψε, σήμμερα, για τον οργασμόν της ψυσιής, της ψυσιής που ξέρει να κραθκιέται άμαν κάμνει έρωταν, της ψυσιής που σάν δημιουργεί ξέρει να κραθκιέται τζιαι να πολλυνίσκει την έκσταση  της λλίη λλίη, ξέρει πώς να τραβήσει πίσω, να μέν τελειώσει, να καρτερά, τζιαι στο τέλος με την έκρηξην της πλυμανίσκει το σύμπαν με το σπέρμα της δημιουργίας. Πόψε είμαι ο Άντρας που ονειρεύκουμαι να γινώ.  Με ψυσιήν που βιώννει το πάθος τζιαι τον Έρωταν ώς τα βάθη του κορμιού.   Μπολιάζω σε πλάση μου με το σπέρμαν μου τζιαι τον οργασμόν μου. Τζι έτσι αννοίουν οι Πύλες της Παραδείσου.  Τούτον εν το Κλειδίν.

Εκπνοή..

Εικόνα
Στα βαθκειά νερά, κουβεντιάζω με το κύμμα, τζιαι θκιεβάζω τες ιστορίες.. Πόψε, εμίλησα με τον Γουλιέλμο, που ήταν συνθέτης το 14ο αιώνα, Φλαμανδός τζιαι Παριζιάνος μαζίν.  Έγραφεν για την αγάπην του θεού, με γλώσσαν της μουσικής λαμπερήν τζιαι ήσυχην. Πόψε που εμίλουν με τον Γουλιέλμον, άφηκεν μου μιά μελωδία γραμμένη στο βραχούιν του,  τζι είπεν μου με χαμόγελο να τη δοκιμάσω στα σετάρ να την ιξαναζωντανέψω.   Ακούεις λαλεί εν το αντίδοτο για το προηγούμενο μου κομμάτι που ήταν γεμάτο φωθκιά τζιαι λαύρα τζι εκατάκρουσεν με που τον έρωτα. Ο έρωτας ο κατακόκκινος, ο χορός του διόνυσου που με όργια κλιμακώννεται θέλει μετά ύπνον τζιαι αγκαλιές, γαλάζια θάλασσαν να τον χαϊδέψει στα μαλλιά να ηρεμήσει τζιαι να κατεβεί που το ζενίθ του.  Τζιαι με το χάδιν, να κρατήσει τη φωθκιάν ζωντανή, τα κάρβουνα ζωντανά κόμα, μα να μέν έσιει φλόγες τζιαι καπνούς. Είπαμεν τα καλά με το Γουλιέλμον, εφίλησα τον, είπα του θα τον ιμνημονέψω με το κομμάτι μμου, εχαμογέλασεν πλαθκειά τζι εξαναχάθηκεν.  

Για τους κόσμους της έμπνευσης.

Η ζωή η καθημερινή εν μιά ξέβαθη θάλασσα, όμορφη μέν, γεμάτη πετρούες πολύχρωμες, λογιών ψαρούθκια τζιαι χαρές, μα πάλε ξέβαθη.  Πατά το πλάσμαν τον άμμον τον κυμματιστόν μές τον αφρόν, τζιαι βουττά ώς το γόνατον του, μαθαίνει να κυβερνά το κορμίν μές την ασφάλειαν που προσφέρουν τα ξέβαθα, τζι έτσι εν η ρουτίνα της ζωής.  Προσιτή, υπο έλεγχον, μαθαίνεται εύκολα τζιαι καθόλου έν σπρώχνει τον άθρωπον να μεγαλώσει το πνεύμαν του ή να δυσκολέψει το κορμίν του για να μάθει τες ίδιες του τες δυνάμεις.  Έσιει το η φύση μας να γυρεύκουμεν τα ξέβαθα.  Έτσι, αποφεύγουμεν τον περιττόν κίνδυνον να βρεθούμε σε νερά που έν ιξέρουμεν να κουμαντάρουμεν.  Μαθαίνει η φύση μας τη σιγουριά, την επανάληψη, εν τρόπος επιβίωσης τζι αποφυγής του άγχους, του κινδύνου.   Έσιει πολλούς που ζιούν μές τα ξέβαθα, τζι έτσι το συναίσθημαν της κοινότητας δυναμώννει τζιαι κάμνει τη ρουτίναν ναν αποδεχτή, ναν εντάξει, αφού τόσοι τζιαι τόσοι παίζουν παρέαν μας στον αφρόν με τες πετρούες τζιαι τα κοχύλλια. Συνωστισμός

Διονυσιακός Χορός

Εικόνα
Ετέλειωσεν το κομμάτιν μου. Γιορτάζω πόψε τζιαι προσφέρω το. Το άλας μου εν άλας σας τζιαι το ψουμίν μου εν ψουμίν σας. Μάστορα μου, δάσκαλε μου σοφοδέχτη τζιαι ίλαρε μυσταγωγέ της έκστασης μακάρι ρόδα να βλαστήσουν ι στον τάφο σου. Εμύνησες μου δάσκαλε τζι εφέραν με οι ανέμοι Δάσκαλε έπλασα ποίημαν μουσικόν για την Αγάπην  Μιλώ με τη φωνήν τους Ούλλους πόψε δάσκαλε, ήρτα να φέρω ποίημαν ήρτα να φέρω μύνημαν που τους Αδρώπους ποίημαν μουσικόν  για τους Αδρώπους τζιαι τη λεβεντιά τζιαι για το πείσμαν πό' χουν να πασκίζουν ξέρουν τον πόνον ξέρουν τον πόλεμον ξέρουν το κκέφιν μιλώ για τζιείνους για τον  πόθον, για το θάνατον ούλλα που ζιούν πουμέσα τους σσιωπηλά οι αδρώποι τζιαι τούτον εν  το δώρο μμου το  μουσικόν που έφερα. ήρτα στο παραθύρι σσου με δίχα το τρωτόν κορμίν με δίχα εμέναν τζι είμαι η πέννα τζιαι το σάζι μου  πο' ν ξίσιηλον αγάπην μάστρε μου τζι είμαι τα κύμματα  η θάλασσα ο άμμος τζι ο άνεμος  είμαι βουνόν μιλώ με τη φωνήν τους Ού

Το άβατον του κόσμου

Γράφω για την αγάπην με τες ώρες κάθη μέρα, τζι εν η ψυσιή μου σ' έκστασην σάν παρπατά το άβατον του κόσμου τ' άλλου. Θωρώ πουμέσα μου τζι  έφεξεν Φώς. Εν μέθη τούτη η αγάπη.  Ζαλίζει, κρούζει σε. Εν του Θεού το πιό γλυτζιύν τζιαι θκιαλεχτόν κρασίν η αγάπη, μιά κούζα ξήσιηλη πο'ν  λείφκει ποττές. Ποτόν αθάνατον. Οι διψασμένοι θέλουν την να τους δροσίσει μα έν την θωρούν. Ούτε τζιαι τζιείνοι που ποθούν, γιά που ζητούν παρακαλεστικά έν ιμπορούν να την κρατήσουν. Για να την νώσεις την αγάπην τούτην πρέπει να σσιωπήσεις να μέν θέλεις Τίποτε να μέν ζητάς, Εν αντροπιάρα τούτη η αγάπη, τζιαι χώννεται τους απαιτητικούς. Αν της κοντέψεις φεύκει. Αν πλάσμαν άλλον ποθήσεις γιά θελήσεις να καταχτήσεις έν σου φανερώννεται. Σσιώπα!  Χόρεψε με το ρυθμό της πλάσης τζιαι καρτέρα. Ποννα κλάψεις, ποννα ποιήσεις κάτι όμορφον με το κορμίν τζιαι να το δείς, να κλάψεις για το όμορφον, ποννα πονήσεις για τον άθρωπον, ποννα ντζιήσεις της πέτρας τζιαι να δείς πως εν αρφή σου,

Δεύτερον μέρος.

Εικόνα
Έκατσα εχτές, τζι έμεινα μόνος μου μές τα σκοτεινά, εφόρησα τα ρούχα του δερβίσιη, τζι ετέλλειωσα το δεύτερον μέρος. Εν ο χορός του Άντρα τούτος.  Όι του άντρα του απειλητικού, τζιήνου που εν δυνάμενος μα τζιαι μαλαχτός μαζίν.  Που εν συγκρατημένος μα ξέρει πότε εν ώρα να δείξει αντριλλίκκι. Χορεύκει ο Άντρας το χορόν της Φωθκιάς.  Στο σιέριν του βαστά κότσιηνο μαντήλι. Ο Άντρας ετοιμάζεται να πάει ταξίδιν, τζιαι θ' αφήκει πίσω το κορμίν του το τρωτό, μές τη φωθκιά να κρούσει.  Η φωθκιά εννα ελευθερώσει το πνεύμαν του για να πετήσει να έβρει τα άλλα.  Σιέρεται που πεθανίσκει τζι ας εν πικρός χορός.

Στη συναυλία

Εψές επήαμε στη μεγαλούπολη να δούμεν τη συναυλία της χορογράφου με το κομμάτι μου τζιαι άλλα work in progress.  Όι ρέ την πελλή δουλειά σπουδαία που έφκαλε!  Πρώτα πρώτα άρεσεν μου ο τρόπος που επαρουσίασε τη συναυλία.  Αφού ήταν informal η βραδυά, παρουσίαση βασικά κομμαθκιών που δουλεύκει πάνω τους με τες χορεύτριες της, ήταν πολλά interactive τζιαι φιλική η ατμόσφαιρα.  Εμίλησεν μας πρώτα για τες διάφορες τεχνικές του χορού τζιαι τους τρόπους που δουλεύκει το σώμαν για να χορέψει, τζι εδείξαν παραδείγματα του κόσμου σάν επίνναμεν κρασιά τζι ετρώαμεν.  Τζι ύστερα εμίλησεν μας για τον τρόπο που ακούει τη μουσική τζιαι μεταφράζει την σε κίνηση.  Ο συνθέτης ακούει ήχους, τζιήνη ακούει τον ήχο τζιαι θωρεί τον ο εγκέφαλος της να αλλάσσει σε κίνηση.  Θκιάολε τί σου είναι ο νούς του αθρώπου ά? Έκαμε σπουδαία δουλειά πάντως με το κομμάτι μμου.  Εν ένα κομμάτι σκοτεινό, που μιλά για το Φόβο τζιαι την προσπάθεια ξεφύγει ο άθρωπος που το Φόβο.   Κλειστοφοβικό κομμάτι, άγριο ώρες ώρες, πονεμέ

Πίσω στη δουλειάν

Τζιαι τωρά που ετέλειωσεν η εισαγωγή, το κάλεσμαν, το μικροσύμπαν που έπλασα τζι εγέννησα αθρώπους μές τη φαντασίαν, τωρά που επλαστήκαν οι Παίχτες των Οργάνων,  θα χτίσουμεν μαζίν την έκσταση. Τωρά, θα χτίσουμεν μαζίν  την  έκσταση τζιαι την Αγάπην του θεού, της φύσης. Θωρώ τους πρωτόπλαστους μου που κάθουνται σε φωτισμένες πλιθθοκάμαρες πάς τες καρέκλες τες τόνενες τζιαι κουρτίζουν τα όργανα ούλλη μέρα. Εμένα ξέρουν μόνο, είμαι ο κόσμος τους τζιαι η γή τους, τζι η Μάνα τους.  Προσεύχουνται, πίννουν τζιαι τρών, τζι εμένα ξέρουν μόνο.  Τζιαι καρτερώ τους να κατανοήσουν πως εγώ έν υπάρχω όπως με νομίζουν.  Τότε μόνον εννα αρκέψει η Μουσική. Άμα θυμώννω, λαλούν βρέσιει μές τον κόσμον τους. Άμαν ιγλυκανίσκω, νομίζουν έρκεται χαρά. Τζι ότι φανταστούν πως λαλώ εν αμαρτία, εν αμαρτία. Τζι ότι τους πώ με σύμβολα πως εν καλόν, εν καλόν. Στον κόσμον μου που έπλασα, πρωτόπλαστοι μου,  αμαρτία δέν υπάρχει, ούτε κακόν. Τζι ο άθρωπος που έπλασα στον κήπον μου εν αντρόγυνος, μισός β

Πάει το πρώτον το κομμάτιν μ' εκατό σεττάρ σεκλέττιν.

Εικόνα
Ετέλειωσεν το πρώτον κομμάτιν πόψε.  Όι ρέ, εγέννησα το με την όρεξη μμου. Μιάν εφτομάδαν στη σπηλιάν, έφκηκεν που την άλλην. Εν προσευχούλλα στον θεόν ήλιον τζιαι το φεγγάριν τη θεά,  που μας διούν ζωήν τζιαι κρατούν μας ισοζυγισμένους. Πρώτα υμνούν τους τα σιερούθκια μου με τα περσικά σεττάρ, τα σάζ (μιτσήν cura, μεσαίον baglama, μεάλον divan)  τζι ύστερα υμνώ με την φωνάρα μμου την κυπριακήν τζιαι χορωδιακήν. "Αφέντη μου Γρουσόμαλλε Φέξε  να Δώ. Νύφφη μου Μάνα τ' Ασημιού Φέξε να Δώ." Μετά που τούτον το κομμάτιν  (άμαν εσυναχτήκαν οι πιστοί δηλαδή τζι επροσευχηθήκαν) θα έρτει το επόμενον, ο χορός της έκστασης τον οποίον θα γράψω την άλλην εβδομάδαν.

Ήντα χαρά!

Ήντα ωραία να 'σαι για λλίο θεός τες νύχτες τζιαι να γράφεις μουσικήν..  Τζιαι πρίν τον πλάσεις τον δικό σσου κόσμον να τον ονειρεύκεσαι με ανοιχτά τα μμάθκια τζιαι να τον παρπατάς που θάλασσα σσε θάλασσαν.   Πρίν τον φορήσουν άλλοι, πρί δδώκεις βούληση στα χώματα τζιαι στες φρεσκοπογιατισμένες πόλεις, πρίν κατοικήσει πλάσμαν μέσα του.  Σάν το παιχνίιν του κοππιούτερ εν τζιαι τούτη η τέγνη.  Μαν δικό σσου. Τζιαι μόλις ακουστούν δειλές δειλές πατημασιές αθρώπων πό' ρκουνται στα χωράφκια τους να σπείρουν, χάννεσαι 'σου, κουλλουρεμμένος  μές τες τρύπες της αυκής τζιαι καρτεράς να δείς αν τους αρέσκει ο κόσμος που τους έπλασες. Ήντα ωραία.  Να' σαι θεός.  Να ξαπολάς τον κόσμο σσου να κάμει ότι θέλει..