Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2012

Καλλύττερα πένθος.

Όσοι το επεράσαν, οι βετεράνοι του πόνου (φίλοι, ξαδέρφοι)  ελαλούσαν μου μές το θάλαμον τ' ογκολογικού το διπλανόν ψιθυριστά, καλόβολα να με προετοιμάσουν να πονήσω, "μέν καρτεράς πως εννα το ξεπεράσεις εύκολα, τζι ετοιμάστου  ποττέ έν ένωσες έτσι, εν έναν πράμα μαύρον ο χαμός, ανεξήγητον" Εδίνναν τα φρύθκια τους τζι εσκοτείνιαζεν το βλέμμαν, ούλλους το ίδιο.  Κόρες των μμαθκιών μαύρες τζιαι μεγάλες.  Υγρός καθρέφτης. τζι εθώρουν τους παράξενα. Πώς να έναι άραγες το μυστήριον που περιγράφουν?  Πονείς?  Έν μπορείς να σηκωστείς που το κρεβάτι σσου με όρεξην να ζήσεις?  Δουλεύκεις τζιαι σκέφτεσαι όσα μακάβρια είδαν τα μμάθκια σου?  Θωρείς τα υπάρχοντα του αγαπημένου σου προσώπου τζιαι κλαμουρίζεσαι συνέχεια? Άραγε ήνταλως ξεπερνάς έτσι συναίσθημαν?  Εν σάν τον χωρισμόν με την αγαπημένην που δέ γίνεται να ξαναδείς?  Εν έτσι μασιαιρκά? Φκαίννω του πόνου που την άλλην του την πόρταν τζιαι στέκουμαι, θωρώ πίσω μου. Ο πόνος του χαμού έν έναι έτσι όπως μου τον

Ήρτεν ο Θάνατος.

Αγρώνισα σε!  Ήρτες! Πόσον να μας πογυρίζεις?  Εν πόψε η σειρά μας, σίουρα! Θκιάζουμαι, λούννουμαι, ξιουρίζουμαι, χτενίζουμαι, τζιαι βουρητός σά φκαίννω της πόρτας μισοφορώ τη φορεσιάν την άσπρην που κάθη μέρα εσιέρωννα για χάρη σσου. Τζιαι φκαίννω πρώτος στα στενά σάν τον πελλόν να σούζω τα σιέρκα μου, φωνάζω σου με τ'όνομα σου πρώτα, με τα στεφάννια μου τα ξερά (πόσον να σε καρτερώ!!) να ξιφυλλούν χαμαί που κουβαλώ πομάσκαλα, βουρώ σε, πέρκι προφτάσω τούντη φοράν πρί μπείς του χωρκού, πρί σε μαντρίσει άλλος έσσω του. Φωνάζω σου τζιαι πιάννω σου το σιέρι. "Καλώς μας ήρτες Θάνατε, Μαράζι,"  Καλώς μας ήρτες" φωνάζω σου τζιαι ούλλοι αζουλεύκουν τζιαι γελώ, ξέρω σε Θάνατε καλά! Τούντη φοράν επρόλαβα σε. Άχχου πόσο σε εκαρτέρουν,  χρόνια να φανείς στο σταυροδρόμιν του χωρκού για λλόου μου, για λλόου της.   Ξέρω σε μάστρε, ξέρω σε καλά!  Είσαι εσού που θκιώγνεις την ανησυχίαν, τον πόνον, το βάσανον.  Είσαι εσού που φέρνεις την ειρήνην.

Το Σκούπισμα

Θκυό σκούπες κουμπημένες πάς το στύλλο δίπλα του φούρνου, η μιά κοντή με σιερένο σκουπόξυλο  σκουρκασμένον, τζι άλλη ψηλή, ξύλενη.  Την μιάν πιάννει την ο τζιύρης τζιαι την άλλην εγιώ.  Θκυό εμείναμεν μές το Πετραίον, θκυό τζιαι σαρίζουμεν κάθε πρωίν τες αυλάες, τα πλακόστρωτα τζιαι το χωράφιν με τ' αγάλματα.   Σά φκεί ο νήλιος κατα τες έξι αρκέφκουμεν, πρίν να φυσήσει ο λίβας τζιαι σηκώσει μας τα φύλλα. Έν μιλούμεν τζιαι πολλά. Πρώτα κάτω που την τερατσιάν τζιαι τες θκυό ελιές δίπλα της φουντάνας, συνάουνται τζιαμαί στην πόρταν του εργαστηρίου του ξερόφυλλα τζιαι χώματα.  Ύστερα πάμεν γυρόν που τους ογκόλιθους. Ώς το καντζιέλλιν.  Τρείς ώρες παίρνει το σάρισμαν. Αν κάθη μέρα πιάννεις τη σαρκάν τζιαι μές τον Κήπον σου σπαστρέφκεις, ποττέ σου έν θα νώσεις μοναχός.  Μαθαίνεις με την ταπεινήν τούτη δουλειάν τζιαι τη μιτσόττερην ασήμαντην γωνιάν του Κήπου σου.  Την κάθε ρότσαν που φκάλλει αμμούιν.  Τα δεντρά τζιαι τους κύκλους τους.  Τες φουλιές των λιμπούρων.  Τους τόπους που συ

Ένα

Εσπάσαν ούλλα.  Οι ελπίδες του κόσμου, η πίστη σ' έναν μέλλον καλλύττερον, τα ριάλλια μας, οι δουλειές μας, ούλλα εσπάσαν.  Πάει η κύπρος, πάν τζιαι τα όνειρα, ούλλα εμαυρίσαν. Έναι για κλάματα πλέον η κατάσταση, τζι όποτε μιλήσω τους γονιούς μου μαραζώννω τζι άλλον. Το αστείον έναι πως μέσα που τούτα ούλλα, είμαι σε φάσην της ζωής απίστευτην.  Σε στάδιον που έν έξερα πως ήταν δυνατόν να φτάσω.  Στο στάδιον που όσα ξέρω τζιαι όσα είμαι, γίνουνται Έναν, τζιαι όπως είμαι πουμέσα μου έτσι είμαι τζιαι πόξω μου.   Στη γλώσσαν του Άλλου Κόσμου λαλούν με μάστρον αλχημιστήν.  Στη γλώσσαν τούντου κόσμου λαλούν με καλλιτέγνην αποτυχεμμένον. Μέσα που την καταστροφήν, η ελπίδα η δική μου πολλυνίσκει. Για πόσον κόμα θα γράφω δαμέ έν ξέρω.  Εχάθηκεν ο ελεύθερος χρονος, εχάθηκεν τζι η όρεξη.

Άτιτλο

Εικόνα
Μιά νέα μου μουσική-γλυπτό, ηλεκτρόνικα με άσχημους θορύβους, τζιαι η μεταμόρφωση της μουσικής σε εικόναν. Θέλει γερά μεγάφωνα ή χέ φφοουνς.

Αυτοπροσωπογραφία Νο. 5

Εικόνα
Απουσιάζω.  Πιντώννω ενώσεις, τζι όσα έμαθα κάμνω τα Έναν. Τζι η μουσική, η τέχνη, τζι η σκέψη, η προσωπικότητα, θα γινούν Έναν. Εννα μιλώ τζιαι θα ακούεται τσιέλλον, ορχήστρα.  Θα γράφω, τζιαι θα φκέννει άγαλμαν. Δίχα να γινώ Έναν, η θλίψη εννα με καταβάλει.  Τζι έν δέχουμαι τίποτε να με καταβάλει. Ήρτεν μου, σάν το όνειρον εψές τζι εσχεδίαζα  τον ώς το πρωίν.. Ο εσωτερικός μου Μάστορας καθιστός σ' έναν θρόνον άϋλον.  Δείχνει μου ούλλες τες ενώσεις που έχουν τα μέλη μου μεταξύν τους.  Ένας Μάστορας Χάρτης.

Η θλίψη.

Εικόνα
Αυτοπροσωπογραφία  τους πέντε εαυτούς που μάχουνται...

Χασιμιός.

Εικόνα
Ε, εχάθηκα.  Ψήννω έναν έργον μεάλον για 100 ακκορτεόν τζι εξεζούμισεν με.  Επίσης βαστά με μεάλον τιπρέσσιο  τούντους μήνες εζάωσεν ο εγκέφαλος μου τζιαι δέν ισιώννει, έν εξανάδα.   Αποτέλεσμαν:   Έν έχω έμπνευσην να γράψω τζιαι να δώκω το παρών μου στη βλογόσφαιραν.  Συχχωράτε με φίλοι τζι αδερφοί. Πρί λλίες μέρες ήταν τα γενέθλια των μωρών.  Ο γιός μου εζήτησεν δώρον να του μάθω τον Ρόζ πάνθηραν.  Απολαύσετε το λεβεντούδιν μου που έσιει πολλύν ταλέντον στη μουσική,  -όι πως εν γιός μου αλλά εν λλία τα κοπελλούθκια που είδα ώς δάσκαλος να 'αρπάσσουν'  έτσι εύκολα τες νότες.  Εν  ΤΕΣΣΑΡΩΝ  χρονών σε παρακαλώ ο κότσιρος τζιαι παίζει ούλλη μέρα. Έν τον πιέζω καθόλου.  Δείχνω του, τζιαι μετά μάσιεται πορωμένος να φκάλει τα κομμάθκια.  Έσιει ρεπερτόριον 5 τραούθκια χαχαχα.  Κατίσχι του μιτσή εννα φκεί μαλαχτός αλόπως σάν τον παπάν του να βασανιέται μόνος του.