Ήρτεν ο Θάνατος.
Αγρώνισα σε! Ήρτες!
Πόσον να μας πογυρίζεις? Εν πόψε η σειρά μας, σίουρα!
Θκιάζουμαι, λούννουμαι, ξιουρίζουμαι, χτενίζουμαι, τζιαι βουρητός σά φκαίννω της πόρτας μισοφορώ τη φορεσιάν την άσπρην που κάθη μέρα εσιέρωννα για χάρη σσου.
Τζιαι φκαίννω πρώτος στα στενά σάν τον πελλόν να σούζω τα σιέρκα μου, φωνάζω σου με τ'όνομα σου πρώτα, με τα στεφάννια μου τα ξερά (πόσον να σε καρτερώ!!) να ξιφυλλούν χαμαί που κουβαλώ πομάσκαλα, βουρώ σε, πέρκι προφτάσω τούντη φοράν πρί μπείς του χωρκού, πρί σε μαντρίσει άλλος έσσω του.
Φωνάζω σου τζιαι πιάννω σου το σιέρι.
"Καλώς μας ήρτες Θάνατε, Μαράζι,"
Καλώς μας ήρτες"
φωνάζω σου τζιαι ούλλοι αζουλεύκουν
τζιαι γελώ, ξέρω σε Θάνατε καλά!
Τούντη φοράν επρόλαβα σε.
Άχχου πόσο σε εκαρτέρουν, χρόνια να φανείς στο σταυροδρόμιν του χωρκού για λλόου μου, για λλόου της.
Ξέρω σε μάστρε, ξέρω σε καλά! Είσαι εσού που θκιώγνεις την ανησυχίαν, τον πόνον, το βάσανον. Είσαι εσού που φέρνεις την ειρήνην.
Ρέξε της πόρτας μουσαφίρη μας τζιαι κάτσε λλίον να πνάσεις. Φκάρ' τζιαι τον σάκκον σου τζι έλα να πιείς καφέ στον νηλιακόν μου. Κάτσε ποδά, έφερα σου την καρέκλαν που σου εφύλαξα φρεσκοπογιατισμένην, άνετην τζιαι καθαρήν. Πιέ τζιαι νερόν. Θέλεις λοκούμι?Έχω σου ότι θέλεις. Λύτρωσ' μας.
..Κόπιασε. Τα φαγιά μυρίζεις τα που τα ψήννει ο φούρνος? Αρνίν, ενίωσα το μόνος μου. ..Κόπιασε. Αρνί ψημένο με την πικροδάβνην. Εν για σέναν που εστήθηκεν τραπέζιν, Χάρε.
Δέ την! Καρτερά σε η Μάνα μου κατάτζοιτη, εν νέα, έτοιμη. Δεκάξι γρόνια επολέμησεν, εν Άρης, βασιλιάς, πολέμαρχος, εν τρυπημένη λαβωμένη κατακομμένη ψατζιεμένη τζι ούλλα τα κακά εφυτευτήκαν μές το κορμίν της. Δέ την ήντα περήφανη έναι τζι ας έφκαλεν την πανοπλίαν.
Εκόπιασεν ο Χάροντας τζι έκατσε στο φαϊν.
...........
Στο "καλησπέρα" τζιαι το τριπλοφίλημαν, εμαύρισεν το σπίτιν.
Στο "καληνύχτα, ευκαριστώ για τα τραπέζια", πρίν κόμα κλείσει η ξώπορτα, η Μάνα έγυρεν τζι έπνασεν.
Τζιαι μές τα σιέρκα μου, έξω στην αυλήν, εβρέθηκεν φτζυάριν τζιαι κούσπος.
Τζι ούλλοι ακούσαν το, ήρταν ασπροντυμένοι να την ποσιερετήσουν.
Έκλαψα την τζι έπνασα.
Στο πρόσωπον της έριξα λάδιν τζιαι χώμαν.
Σάν την εσσιέπαζα ήρτεν το δειλινόν τζι επήρεν με τζι εμένα στης παραδείσου μου τη ξώπορταν.
Ήρτα. Είμαι η Ζωή εγιώ.
Τζι όποιος με καρτερά, Ήρτα.
..........
Έτσι εν ο θάνατος. Εν σάν τον Έρωταν, εν σάν τη γέννησην τζιαι τούτος.
Σχόλια
Κουράγιο...
Σε τέτοιες περιπτώσεις τα πολλά λόγια εν φτώshα! Τα συλλυπητήρια μου και υπομονή!
Ο θάνατος του γονιού όντως προκαλεί μεγάλο πόνο. Νοιώθεις ότι κάτι τέλειωσε, ότι ένα κεφάλαιο έκλεισε για πάντα από τη ζωή σου, χωρίς να ‘χουμε γράψει ακόμα τον επίλογο. Έτσι ένιωσα [κι εγώ] όταν πέθανε ο Πατέρας μου πριν μερικά χρόνια [ελαφρύ να ‘ναι το χώμα που τον σκεπάζει]… Αλλά όπως είπεν τζι’ η Μάνα [μακάρι αν εν καλά!] την μέρα της κηδείας: «Η πρώτη μέρα εν φωθκιά, η δεύτερη εν κάρβουνα τζι’ η τρίτη εν στακτός»…
Αργυρη.
Συλλυπητήρια.
Φκάλλει πολλήν δύναμην το κείμενον.
Δαμέ είμαστεν.
Δαμέ είσαι ♡
Яκουμής
Αναπαύτηκε...
Σε θαυμάζω αλλά και λυπάμαι μαζί σου.
Ζωή σε σάς.
Ξενούδης
Επειδή η σιωπή δεν ακούεται ψηφιακά τζιαι φαίνεται το ίδιον με την απουσίαν, θα έθελα να σου πω ότι στέκουμαι δίπλα σου σσιωπητός.
Επήρεν τέλος τζι εμέναν η σιωπή μου, τζιαι το "δέ γράφω". Ξαναέχω πράματα να πλάσω. Τί σου είναι, άθρωπε, ο πόνος της ψυσιής..
casino 대전광역 출장마사지 Archives 밀양 출장마사지 - Page 김천 출장안마 10 밀양 출장샵 of 군포 출장안마 8