Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2009

Τέλος.

Εικόνα
Άτε.  Πάει τζιαι το 15μπτον draft....   Ενεουλιάστηκα το.  Έν έχω τίποτε άλλον μέσα μου.  Άδειασα εντελώς.   Ετέλειωσεν αλλο έναν κομμάτιν.  Χέστηκε το σύμπαν αν έγραψα αλλο έναν κομμάτιν. Ο καθρέφτης λαλεί οτι το αριστερόν μάτι  μμου εμπλέτισεν με φώς αγέρωχον αλλά ίλαρον όπως τους νομάδες της στέππας που τους σκάφκει τα μματόφυλλα τους ο άνεμος, το μέτωπον μου ε σάν τη θάλασσαν την αφηνιαζμένην.   Καλή η φαντασίωση, έστω τζι αν είμαι ένας διασπορούλλης δάσκαλος και πατέρας με σπιτούδιν, αυτοκινητούδιν και άλλα βολέματα.    Αλλά: Πονώ τη ράσιη μου, τη σιαγόναν μου, το στομάχιν μου, τα μμάθκια μου, βουϊζουν τα φτιά μου, νυστάζω, θέλω καρκάλισμα, θέλω ακράτητο σέχσ  να ξεδώσω, θέλω ποτά, φαγιά, χορούς, θέλω να με βουρήσουν μές σε κάμπους ξεραμμένους για να με δέρουν, θέλω να χαχανίσω με φίλους, θέλω να πάω στο δάσος για 10 ώρες, θέλω να κολυμπήσω στον ακάμα, θέλω να μιλήσουμε....... .   (Θέλε). Έκαμα το απόγευμα τσιάττ  στο σκάϊπ  με τη χορογράφον, θα της στείλω το κομμάτιν τζιαι τα ποι

Οι άλλες σούσες

Εικόνα
Άχ... Κοίταξε... Το Πράσινο Χέρι που ήρθε εξ ουρανού σάν εξαγνιστική βροχή Κοίταξε... Στα σιδερένια σου  χέρια ύμνος. Με κάθε θάνατο η ζωή που σου απομένει  θεριεύει. Και όταν αδειάζει το χωμάτινο δοχείο της έμπνευσης ο στρογγυλός μας και πύρινος φούρνος του μυαλού (είπε μιά ιέρεια σοφή κι αγαπημένη) στα άδεια του τοιχώματα βρίσκεις πετράδια, αν ψάξεις.

Άτιτλο.

Εικόνα
Απουσία ανακούφισης.

Μουσική ζεστή του Φούρνου

Εικόνα
Χάτε.  Ετέλειωσα το 14ον draft.  Αλλο έναν τζιαι κανεί....      Εδούλεψα πάνω του που η ώρα 7 το πρωί ώς τες εννιά πόψε, εσσιέξιξι   χωρίς διάλειμμαν (εχτός του βλόγκινγκ κάθε κάμποσην ώρα).    Εφκαλα μαλαζαβράγκαν του νού.  Εμείναν κάτι λεπτομερειούδες.  Ορίστε η πρώτη σελίδα για όσους καταλάβουν.  Βραστή, κρουστή  μουσική, με μάγουλα κατακόκκινα, στόμαν που ακόμα αγκομαχά.  Μούσα αλαφκιαζμένη που τον πύρινον έρωταν μας τον πολύμερον.  Επόφκαλα την/με. Δυστυχώς.. Άμα έρτω σε τούντο στάδιο του κομμαθκιού κατι ταράσσει τζαι σπάζει μέσα μου τζιαι κοντεύκει ο ψυχισμός μου όσον γίνεται πιό κολλητά με την λεγόμενη "Πελλάρα" γιατί σταματώ να διαχωρίζω το 'εξω' που το 'μέσα'  -αν σας έτυχεν, ξέρετε....     Ούλλα του κομμαθκιού τζιαι της ποίησης (θυμήθου διαβάτη το Ι, II, III , IV , V )  που έγραψα, τα ηφαίστια, οι σάρκες, οι εικόνες της αναγέννησης τζιαι του θανάτου, ο ήχος που έπλασα ο αρρωστημένος του κομμαθκιού, ούλλα βουρούν με πόψε να με τσιλλήσουν/ακκάσουν, τζι

Εισηγήσεις της πεθθεράς, σε δύο ώρες επίσκεψης...

Εισηγήσεις πεθθερικές: Α'.   Για τα μωρά: -Γιατί δέ φορούν τα μωρά παπούτσια σκληρά μές το σπίτιν?  Εννα ζαώσουν τα πόθκια τους τζιαι να θέλουν στυλλούθκια όπως τον Forrest Gump  (...) -Γιατί τους εκόψετε τα πιπερό τζιαι τες πιππίλλες έτσι νωρίς, εννεν καλά, εννα κάμουν ψυχολογικά, θέμις εν τζιαι  άβολα τα ποτηράκια σας, σιονώννεται εύκολα το γάλαν, γοράστε καλλύττερα σάν να τζιαι εν λλίο φτηνιάρικα?   -να σας δώσω ριάλλια αν θέλετε, να πιάσετε τζιαι αληθινά παπουτσούθκια, άχχου  επηρέασεσ σας η κρίση αλόπως?. -Γιατί τους φοράτε  υπνόσακκους fleece ολόσωμους αντί να τα σκεπάζετε με πατανιούδες άμα κοιμούνται?  Βλάφτει τους γιατί νιώθουν ότι εν περιορισμένα τζιαι δεμμένα...  Ά, αν θέλουν ψυχοθεραπείες μετά που είκοσι χρόνια να ξέρετε πόθθεν τους εκάμετε τα προβλήματα ντάξει?  Μέν πείτε έσ σας το είπα χά.. -Γιατί έσιετε ακόμα την βρωμόκατταν τζιαι δέν την εδώσετε σε καταφύγιο (!!!  18χρονών κάττα)  τωρά που εκάμετε μωρά, έφ φοάστε τα μικρόβια?  (η κάττα επετάχτηκεν πάνω της τζιαι ήπι

Σύντομον, της διαολοπεθθεράς..

Πάω δουλειά σε λίγο.  Με περιμένει ο Ντύλαν ο Αμπάλατος Χασίκλας να το διδάξω πιάνον.   Έν εκοιμήθηκα καλά εψές ομως γιατί έχουμεν επισκέπτες που τα έγκατα της γής τζιαι ούλλη νύχτα εσουξουλούσαμμε -ήρτεν η πεθθερούλλα μου η καλικαντζιάρα να δεί τα αγγόννια της (έισιεν που το δεκέβρην να τη δούμεν, ευτυχώς ).  Θα γράψω πόψε λεπτομέρειες... Με λλίγα λόγια:  Δέν έβριξεν που την ώραν που ήρτεν ώς την ώραν που έφυεν.  Ώς τζιαι για έναν πελάτην της δικηγόρον κοντόν τζιαι άλουτον, που έσιει πρόβλημαν με τον εθισμό στο πορνό τζιαι θωρεί πορνό συνέχεια πάς το τηλέφωνον του ακόμα τζιαι την ώραν της δουλειάς τζιαι παίζει ικι ικι κικι με τον εαυτόν του πουκάτω που το γραφείον - είπεν μας η καρτάνα.  Ετρώαμεν, έτσι κάμνει πάντα.  Αηδίασα τζιαι δέν επήεννεν κάτω το κοτόπουλλο.   Είπεν μας (με λεπτομέρειες για το σάϊζ και την αντοχήν του)  τζιαι για το διευθυντήν του ψυχιατρικού τμήματος που αππιδά τες νοσοκομούδες μές τα αρμάρκα τζιαι μετά έρκετε θεραπείαν τζιαι κλαίεται της..   Άααααα.   Έθελα ν&#

Απόβλητος Φωτο-γρίφος

Εικόνα
Κούνιες άμοιρες, άψυχες, κούνιες χωρίς σκοπό,  άπνοες, αρχέτυπα ακαμψίας απολιθωμένα στη βάση του Είναι, πόσα χρόνια ακόμα θα με βασανίζετε??   Η μιά, η αριστερή, μοιρολογά, επαραδόθηκε, τεντώνει αδύναμα τα σιδερένια χέρια να σφίξει στην αγκάλη της τη γή:   "I Give In..."  "Ι Give Up", λένε τα μάτια,  σκουριασμένα, διψασμένα.  Τα μάτια  κοιτούν  τον ουρανό και περιμένουν 'κάτι',  χωρίς ελπίδα ή βούληση δική τους.     Η άλλη, η δεξιά,  η ατίθαση  αυτή  θέλει να ζήσει, άχ αυτή η πεισματάρα, στραβώνει το σώμα, πασκίζει να ξεφύγει -άδικα, χωρίς ελπίδα, σιδεροδεμένη.   "Ι don't belong here..."  "Δέ μου αν-οίκει τίποτε, κανένας" To  'Π'   τις κρατά αλυσοδεμένες, βλοσυρό σάν τη λογική του πυθαγόρα που αντιπροσωπεύει. Αργοπεθαίνουν επιτέλους, τις βλέπεις? Με θέα το μπλέ.  Το άπιαστο μπλέ.    Κούνιες, στο μπλέ δέ θα μπορέσετε να κολυμπήσετε ποτέ σας. Κούνιες σήμερα σας εγκατέλειψα για λίγο, κρέμασα  τ' άσπρα μου ρούχα του νεόφαντου

Ουίσκια με το Γιαννήν το συνθέτη,

Χικ.   Είμαι (ακόμα) πίττα... Επέρασα πόψε ιμισχ για μιά στιγμή που το σπίτι του καρδιακού φίλου μου του Γιαννή του συνθέτη του αμερικάνου Βραχοκαβαλλάρη κάτω στη μεγαλούπολη, να του πάρω δώρο μιά μπουκάλα single malt βαρελίσιας δύναμης (δηλαδή με 55% αλκοόλ, το κέρατον του)  για να του ευχηθώ που αποφοίτησε το grad school επιτέλους.  Υπολόγιζα λάθος.  Έμεινα ούλλη νύχτα τζιαι τωρά είμαι λειώμα.   Μόλις με είδεν έβαλεν τες φωνές γιατί επεθύμισεν με έσιει να το δώ ένα μήνα.   Έπιασεν την μπουκάλαν απαλά αλλά σταθερά όπως πιάννεις τη ζάμπαν της αγάπης σου την ώραν που πάεις να τη φιλήσεις, τζιαι λαλεί μου "Φίλε, έσιει πολλύν καιρόν να μπορέσω να γοράσω καλόν ουίσκι, είσαι λεβέντης".   Έσφιξεν με στην αγκαλιά του, εγέλασεν, έκατσεν χαμέ τζιαι εσήκωσεν το στον αέραν να το μελετήσει κάτω που το κίτρινο φώς της λάμπας.  Εκτίμησεν το πολλά. Επέμενε να την ανοίξουμε τωρά αμέσως, να πιούμε παρέα.  Εξιττάππωσεν την.   Ήθελεν πολλά να μεθύσουμεν.   Ετράβησεν με περήφανος που το σιέρι να

Αινιγματικό.

Διαβάτη εαυτέ,  δώσε προσοχή. Θα ζήσεις αγάπη μου καλέ μου πραγματικά, ολοκληρωτικά, με πάθος, αληθινά, ζωές πολλές μαζί  αν μάθεις να μεγεθύνεις το χρόνο  έτσι μόνο θα ζήσεις το    Τώρα, τη στιγμή, το Είμαι. θα μεγαλώσεις το Χρόνο αν αφεθείς και πετάξεις δίπλα του σάν ίσος του, με την ίδια ταχύτητα. Αιωνιότητα θα σου φανεί η Στιγμή, ολόκληρη ζωή θα αισθανθείς να περνά και να μήν περνά. θα ζήσεις, ολοΖώντανος, αθάνατος  για όσο θελήσεις "...τη στιγμή που τρέμοντας τεντώνει το σώμα σάν τόξο μεσαιωνικό, σαν τη σφεντόνα του δαυίδ, το χιλιοστό του δευτερολέπτου πρίν  το κορμί  φτερνιστεί ή φτάσει σε οργασμική κορύφωση..." "....τη στιγμή ακριβώς που πεθαίνει η ηρεμία και γεννιέται ο θυμός ή το ανάποδο..." "...την στιγμή αμέσως πρίν  να ξεσπάσει η  φορτισμένη συγκίνηση σε θύελλα δακρύων..." "...τη στιγμή που η αλυσίδες της λογικής πέφτουν και γυμνώνεται η ψυχή..."  "....τη στιγμή  που αλλάζει το βλέμμα απο 'αγαπώ' σε 'δέ σ' αγαπώ&#

Κάλεσμα

..Η θεά Παρίσα που την Περσία... Με σκοτώννει η γλυκόπικρη σταράτη σου φωνή Παρίσα.. Μιλάς για χωράφια κατάξερα του Αυγούστου, σκονισμένα, που άφησες πίσω μιάν αυγή. Μιλάς για τη δική σου προσφυγιά.       Τραπέζια συγγενικά στη σκια συτζιών τεράστιων, εϊβα κρασί, τραγουδά ένας θείος καλοφωνάρης.  Τα ξέρω τούτα. Μιλάς μου στη γλώσσα μου. Μόνος μου άγρυπνος στην  ξενιτιά απόψε. Στην αγκαλιά σου άσε με να κρατηθώ για λίγο. Σου δίνω δώρο το παράπονο που μου εστάθηκε στο λαιμό σαν κλάμα που δέ βγαίνει. Θείε Λότφι, λεβέντη μου. Έλα τζιαι σύ.

Κύκλοι, σπάϊραλς, τρύπες του εσωτερικού σύμπαντος.

Πάω για second draft του κομματιού για πιάνο + χορευτές(τριες).  Πάει καλά, φτεροπετά πολλά ελεύθερα τζιαι γλυκά  ο ήχος του στη συνείδηση.  Εν κομμάτι με κόσμον υγρό, τυλίει σε σάν το φίδι/δράκο τζιαι βυθίζει σε με σταθερό, σίουρο σιέρι μές σε ακίνητες πράσινες λίμνες υδράργυρου τζιαι χλωρικού οξέως ανάμεσα σε λόφους στρογγυλούς σκοτεινούς τζιαι πεδιάδες στις οποίες στέκουν μιά γραμμήν χιλιάδες βουνίσιοι πολεμιστές καφεντυμένοι, με κουρούκλες τζιαι μασιέρκα.   (έτσι το 'είδα',   μέ ρωτάς γιατί, χάννει η παττίχα μου) Πάμε στο πρακτικό στάδιο του κομμαθκιού τωρά.  Κάμνω τες διορθώσεις, δημιουργώ τα transitions των θεμάτων (πιντώννω καλύτερα τες ενότητες)   τζιαι χρωματίζω το με σύμβολα μουσικά που εξηγούν του πιανίστα πώς να παίξει το κομμάτι ακριβώς όπως το θέλω άμπα τζιαι πάρει καμιάν πρωτοβουλία τζιαι χάσουμεν τον απόλυτον έλεγχο.  -Έτσι έν η μουσική τούτη, η δυτική.   Κόφκω τζιαι πιντώννω το Χρόνον, σάν να τζιαι εν πηλός με μάζαν που μπορείς να αισθανθείς, σάν να τζιαι η από

Παρασκευή στη χτερνία

Εφτά  πράματα που είδα τζιαι που έκαμα σήμμερα στη ΧΤΕρνία: 1.  Έναν καταχάλη στην άκριαν του χάϊγουεη πέντε λωρίδων, να παίζει σαξόφωνον ολομέθυστος τζιαι επαρπάταν κολυμπώντας πάς το κουγκρίν χωρίς να ανησυχά οτι εννα τον ιτσιλλήσουμεν.  Έπαιξα του πουρούν τζιαι έδωσα του 'μεαλιώναν πάνω' σάν έτρεχα 140χλμ. 2.   Έκλαψα για ένα ψωμί...    Σε μιάν πόλην που διδάσκω τες παρασκευές άκουσα έσιει φούρνον παραδοσιακόν κάποιου θεόπελλου που ακολουθά τες παλιές μεθόδους (ζύμωμα στο χέρι, προζύμι, βιολογικό αλεύρι λεσμένο με μυλόπετρες επι τόπου, νερόν του πηγαδιού, φούρνος των ξύλων).  Επήα να δώ τί γίνεται, έμπηκα μέσα τζιαι είσιεν περίπου πεντακόσια ψωμιά πάς σε στάντ τζιαι αεριζούνταν μετά που το φούρνισμα.  Έδωκεν μου μιά μυρωθκιά έναν πάτσον κυπριακόν μές τη μουτσούναν τζιαι εγονάτησα.    Έθελα να τα αγκαλιάσω ούλλα.  Τελικά εγόρασα μιάν ελιωτήν σχεδόν ένα πόδι μάκρος με ελιές πράσινες, σάφρον, αγκινάρες.  Έφαα την βραστή βραστή στο αυτοκίνητο.  Όπως εμάσουν κάτι με έπιασεν τζιαι

Ρυπαντική φαντασίωση....

Τον  τελευταίο μήνα, τις Πέμπτες που διδάσκω ένα δεκάωρο στην Πολίχνην των  zillioners, περνώ ξανά που μιάν γειτονιάν κατοικημένη απο γαουρκάθρωπους,  αθρωπογούρουνα, τζιαι άλλα χτηνά δίποδα, μιαν αππωμένη γειτονιά στην οποίαν είχα την ατυχία να διδάσκω (σε αρκετά που τα δεκατομυριόσπιθκια της)   πρίν 1-2 χρόνια.  Είχα βάλει τότε αγγελία στο στάρπακς πάς τη γωνιάν του στύλ"Δάσκαλος Πιάνου, έρκουμαι έσσω σας, ειδικός σε όλα τα στύλ και επίπεδα, τιμές λογικές  (ιμίσχ).  Επειδή έν πατά κανένας άλλος σε τούτην την απόμερη γειτονιά, έπιασα πολλούς πελάτες.  Εχάρηκα.  Εγνώρισα τους.  Εξιχάρηκα.  Αηδία αθρώποι.  Έν μου εξανάτυχεν έτσι πράμαν.  Για κάποιο λόγον, ούλλοι  οι γονείς των μαθητών μου σε τζιήνην τη γειτονιάν εσυμπεριφερούνταν μου αμέσως μόλις με εγνωρίσαν σάν να τζιαι είμαι Άθρωπος-Ποσκούπιδο, ήταν κακοπληρωτές, εθωρούσαν με αφ' υψηλού, κλπ κλπ.   (! περίεργο, λυπηρό, μιά γειτονιά ολόκληρη γεμάτη αχάπ(π)αρους ημι-άθρωπους, βόρτους, ζόππους, μούνευρους τζιαι μερικούς τζιερτζ

Καλά μου ντόνατς, τριπλόν λάττε, πού θα καταλήξει ο έρωτας μας?/

Εικόνα
Σήμμερα το απόγεμα εκαρτέρουν σε μιάν πόλην πευκόφυτη χωσμένη στο δάσος,  να τζυλίσει  η ώρα μεταξύ μαθητών (είχα δύο ακυρώσεις, yes!!!!)   τζιαι επάρκαρα σε ένα χωράφι καφέ κατάξερο τζιαι ολόπηλο στην άκριαν μιάς λίμνης μισοπαγωμένης που καρτερά να έρτουν τα χόρτα τζιαι τα φκιόρα να την έβρουν.  Ο κλεφτός ήλιος έβρασεν σε λλίον το αυτοκινητούδι μου, άνοιξα τα παράθυρα να απολαύσω τους +5 ολόκληρους βαθμούς, έφκαλα το σάκκο μμου, το τρικό, τα γάντια, το μάλλενο καππέλλο -έμεινα με τη φανελλούδαν γιατί έθελα ο φτωχός  να καταλάβω οτι είμαι ζωντανός, τζιαι έγυρα την πολυθρόναν να ξαπλώσω σάν τον κάττον που στροντζυλοτυλίεται γουργουρίζοντας παλαβωμένος γιατί καρκαλλιεί  τον ο ήλιος ο ανοιξιάτικος.  Για μιάν ώραν εδκιάβαζα/ακολούθουν παρτιτούρες ενω άκουα τη ανάλογη μουσικήν στο άϊππο μμου (οπτικοακουστική ηδονή διπλή)  έπιννα τον καφέ μμου, τζιαι έτρωα τα ντόνατς μου ευτυχισμένος.  Ευφορία.  Ήρταν πετούμενες μετά οι απαλές  συννεφκιές της άννοιξης τζιαι ετυλίξαν ωραία τον ουρανόν, εκρύωσ

Φκάλε την κουκκούλλαν πάτρωνε κλεφταρά

Εικόνα
Η ποιητική πόρτα του περιπτέρου της γειτονιάς μου.   "Please remove any kind of mask or hoodie" Πρίν να μπείς μεσα στο περίπτερον δηλαδή πρέπει να φκάλλεις το καππέλλο σου, τη σιάρπα σου, τζιαι τον καούκκον (άβολον πράμα τωρά το χειμώνα που εν παγωνιά)  Ιδεμή φωνάζει σου σάν τον πελλόν σε γλώσσαν με πολλά αγχωτικούς ήχους τζιαι φκάλλει το πέησπολ πάτ που κάτω που τον πάγκον -τζιήντο το ματσουτζιην το μακρύν, αναμώννει το να σου το γυρίσει, σιέζεις πάνω σου, "Απολογούμαι!!!" λαλείς, τζιαι φκάλλεις τες μάσκες.   Εν πελλός?  Γιατί δέ θέλει να καλύφκουμεν τη φάτσα μας???    Έ, γιατί άραγε?   Εκλέφκαν τον οι ρέπελοι οι μασκοφόροι κάθε 3-4 μέρες τον καημένον τον ινδό  που εγόρασεν το περίπτερο πέρκι δεί άσπρη μέραν η οικογένεια του.  Εμπαίννναν μέσα ντυμένοι νίντζια, ακόμα τζιαι με τη μάσκαν του Μπίλ Κλίντον ήρτεν ένας τζιαι επέμενεν 'δώσε μου τα ριάλλια ή σφάγγω σε πεζεβέγκη'  (gimme the money or I'll cut you, mofo").   Άλλοι έρκουνται  ντυμένοι που φυσι

Η Καλύβα

Εικόνα
Σημείωμα 'πολογιαστό'   στον αρχαίο μου εαυτό που άφησα:  Σώμα μου Α',  σ'αγαπώ κι άς ζείς  αλλού.  Στο συγχωρώ.   Κι αν σε κρατούν αυτοί που σε κρατούν, δέν με πειράζει πλέον.  Δική σου η ζωή. Σώμα Α', με την  έγνοια/συννεφιά/φόβο ανθρώπινο και όσα κουβαλάς  πετροσκαλισμένα στα μέλη,  σώμα πρωτόπλαστο μαύρο, μικρό, οδήγησες τόσες φορές  τυφλά  τη Στιγμή μου στα βαλτονέρια  που -τάχα- σου ήταν γραφτό:   Στο συγχωρώ. Σώμα  Α',   λυπάμαι. Ήρθε η στιγμή. Αντίο σου. Πολύ με πίκρανες. Τώρα Εσύ δεξιά, εγώ αριστερά. Κάνε τη δουλειά σου, άσε με να κάνω κι εγώ τη δική μου. Εγώ, μυστικά από εσένα, έφυγα απόψε. Θα ζώ μόνος μου,  εδώ σε μιά καλύβα στη μέση του δάσους που έχτιζα κρυφά τριάντα χρόνια. Φίλοι: Κοπιάστε όποτε θέλετε.  Όπως θέλετε ελάτε.  Για όποιο λόγο θέλετε.  Οι νόμοι της φύσης είναι άλλοι στην καλύβα μου, και όσα ξέρετε, όσα σας μάθαν, όλα τα 'πρέπει',   δέν έχουν δύναμη εδώ στο δάσος.   Στην καλύβα μου όλη μέρα τρώμε επιδόρπιο, κάνουμε γυμνισμό, και

To become empty. To allow absence.

Να το πέμπτο ποίημα της σειράς.    Τούτον εκόστισεν. V This bitter deadthing  I had swallowed     this Everything her shadowthing    it  left me tore itself away like her Abandonment and out of their  red cavities it took my arms and flew somewhere secret with her lover and with it out of my oyster took  my oyster teeth and i stood   tooth and arm-less it  took my mouth bones  and i was suddenly missing  ribs and jaw bones they flew in an arc like boomerangs behind them flew the teeth tongue  cheeks  eyeballs i saw them break the horizon like  carrion birds there were suddenly Things  absent from me like black  holes where planets angry as Saturn once sat it took with it the valleys and the limestone caves it pulled out the  lemon tree orchards  and olive groves  it dragged them burned them  streaking across the sky the way a space-shuttle burns  lavawood ashes hammered down it rained flesh for forty days and nights flooding the lung valleys spleen rocks and  island liver nations and

Μικρή εξώπορτα με φαγοπότι μαστορικό

Συνταγή για σουπιές καπνιστές στα κάρβουνα με λινγκουϊνι, σκορδάτες, όσο να πιείς τρείς πύρες: Πιάννεις σουπιές με το μελάνιν, μικρές κυπριακές, ολόφρεσκες. Δέν τες καθαρίζεις.  Φκάλλεις μόνον το κοκκαλούδιν τους τζιαι διάς το του παπαγάλου σου, ή χρησιμοποιάς το σάν letter opener, ή κολλάς 12 μαζί σέ σχήμα ηλιαχτίδας τζιαι κρεμμάζεις το πάς τον τοίχο σου αν είσαι λίγον πάτρωνος, ή φυτεύκεις τα πάς σε σανίδιν όρθια σάν τες σπόντες του φακκίρη. Άψε τα κάρβουνα.   Πιέ μιάν πύραν. Βάλε έναν μιτσήν να τους κάμνει αέραν τζιαι εσύ πήεννε στην κουζίναν. Τρίψε δύο κρομμύθκια, πέρασε τα που τρυπητόν να ρέξει μόνον το ζουμίν.  Αλατοπιπέρωσε το ζουμίν.  Χύσε το πάς τες σουπιές, σφίξε τους τζιαι ένα λεμόνιν, τζιαι μαρίναρε τες ώσπου να γινούν τα κάρβουνα, περίπου έναν εικοσάλεπτον. Στο μεταξύν, έχεις κόψει ένα μέτριο θάμνον λασμαρί  που τον κήπον (πρόσεχε να μέν εκατούρισεν πάνω κανένας σσhύλλος)   τζιαι έβαλες τον να φουσκώσει μέσσε σίκλαν που νερόν για μιάν ώραν.  Το λασμαρίν θα είναι το μέσον κ

To sublimate, to vaporize, to abandon

Νά απόψε που βγήκε το τέταρτο ποίημα της σειράς.   Επίντωσα 3 μικρά ποιήματα τζιαι έπλασα το όσον έθελεν.  Στο σύνολο θα είναι πέντε τελικά αλλά θα μεγαλώνουν ώσπου πάσην.   Το I, II, III, εν πιό κάτω..... Δέν ήθελε να βγεί αλλά έφαα καλαμάρι τηγανιτό σε ταβέρνα της Μικρής Ιταλίας, με κύριο πιάτο μαύρη πάστα μελανιού με σκόρδο + σουπιές, ελαιόλαδο, και ένα μπουκάλι pinot grigio.Κατάνυξη, ήταν να κλάψω επήρεν με στην Κύπρο για κάποιο λόγο. Εμίλησεν μου το καλαμάρι! Εϊβα, τζιαι απου καταλάβει..... IV (Scene:  A cloudless ceiling.    A table full of lost things recovered.  A chorus of mourning Furies.  On a hermaphrodite deathbed he breathes  out this long folded secret:    "twas never yours, my love, this dreadful  thing, this thing black was hers and only hers ") I know this  at last: I swallowed breathed drank    her   bitterthing. It was Hers Not mine     her  devil motherbird tumor was not mine        her   love  unconditionally sharp taloned    winged, beaked ten

U-turn, out turn.

Στον γρανιτένιο βράχο που ξάπλωσα το πρωί με μισόκλειστα τα μάτια ήρθε το δάσος, έκατσε δίπλα μου και μου ψιθύρισε στ' αυτί: "Διάσπορε, σπάζε συχνά την κρούστα του Εαυτού που σε κρατά φυλακισμένο, εν-αυγομένο, κι αγάπησε με.  Θα σωθείς." Άφησα το κορμί μου στο βράχο, πέταξα ψηλά πάνω απο τα σύννεφα, Είδα και Σώθηκα. -------------------------------------------------------------------------------- Άρχισε επιτέλους το χιόνι ν' αποτραβιέται, κι ο ήλιος -δειλά, υπομονετικά σάν καλός εραστής- ξεσκεπάζει το σώμα της γής και τραβάει το λευκό σεντόνι του πάγου έτοιμος να τρυγήσει ξανά τα κάλλη της.   Αναγέννηση.   Λειώνει ο πάγος, γεννά ρυάκια εφήμερα στο ξέφωτο, και τα πεσμένα φύλλα που σάν ύφασμα δερμάτινο ψαλιδισμένο είχανε ντύσει τους ώμους του δάσους το χειμώνα, ξυπνούν και συνεχίζουν την αποσύνθεση τους ανενόχλητα, χωρίς να βαρυγκομούν ή να πενθούν για την κατάντια τους τους -δέν  τα ενοχλεί  που η προσωρινή τους χειμωνιάτικη Επέκταση του Κύκλου της Ζωής τελείωσε ξαφνικά

To obsess, possess, fixate upon, to be surrounded by, to clutch.

....Σχεδόν ετέλειωσα σήμερα το πρώτον κομμάτιν για πιάνο + χορευτές που γράφω, με θέμαν τους διάφορους τρόπους που ο άθρωπος κουβαλά τα 'βάρη' του, τους σταυρούς του.  Το πρώτον μου  κομμάτιν έχει να κάμει με την εμμονήν .    Την πρωτόγονην εμμονήν που κουβαλούμεν μέσα μας, τρώει μας,  τραγανούμεν την τζιαι μείς συνέχειαν, την εμμονήν που είναι  ά-λογη, χωρίς γλώσσα, μουγγή, την εμμονήν που θωρούμεν κάθε φοράν τζιαι που διαφορετικές γωνιές χωρίς να καταλήγουμεν πούποτε, χωρίς να λύουμεν τα δεσμά της.   Επιμένουμεν να κουβαλούμεν τους ρότσους μας με εμμονήν, αγαπούμεν τους, έν θέλουμεν να τους αποχωριστούμεν, τζιαι σκεφτούμαστεν τους συνέχεια θωρούμεν τους που ούλλες τες πλευρές.  \ Για να εμπνευστώ, έγραφα ποίησην παράλληλα με τις νότες πάς τη δομήν του κομμαθκιού μου, έθελα να δώ αν φκέννει η έμπνευση πάς σε δύο μέσα ταυτόχρονα.   Νομίζω εκατάφερα το.   Ά, το πρώτον μου κομμάτιν είναι τριφασικό, άρα έγραψα τρία ποιήματα που βασικά εν  'θέμα και παραλλαγές' το ένα του ά

Δύο κονσέρτα σέρτικα.

Εψές τζιαι πόψε επήα σε δύο κονσέρτα πολλά διαφορετικά το έναν που το άλλον. Τί είδα εψές, τί έκαμα: Μουσική σε γκαλερούδα τόση δα.  Χαλαρά, οι μουσικοί ούλλο ψυχή.   Μαυροντυμένοι, χαμηλά τα φώτα. Κομμάτι για πιάνο με 8 παίχτες (εκρατούσαν πέννες της κιθάρας τζιαι επαίζαν τες χορδές, εχουφτωννούνταν,  κλπ).  Κομμάτι για βιολί μόνο για δεξί χέρι που έγραψε κάποιος που είχε σπασμένο αριστερό χέρι (πελλή ιδέα, ξέρετε πόσους ήχους μπορείς να φκάλεις μέ ένα χέρι στο βιολί???).   Κομμάτι για ηλεκτρονικά και ακκορτεόν με distortion πετάλλι (ακούεται το ακκορτεόν σάν ηλεκτρική κιθάρα που την εβίασεν η μελώτικα -το ήλιθιον όργανο το φυσητό πιανούδι που είχαμεν στο δημοτικό)  Είκοσι άτομα μόνον ακροατές, εροκκάραμεν με το δικόν μας nerdy και αλληλοαυνανιστικόν τρόπον που έχουν οι ιττελλέξιουα  όταν βρέθουνται μόνοι τους. Ήπιαμεν μπόλικα κρασιά φτηνά, πονοκεφαλίστικα.  Στους τοίχους η πελλότεχνη κάποιου που εζωγράφιζεν μόνον μμάθκια. Τί είδα πόψε: Επήα, καλοντυμένος, με ενα φίλο μου τσελλίστα στ

Μούσα, ήρθες πάλι..

Ήρτεν η μούσα το πρωί.... Έν ήταν high maintenance γκόμενα οπως εφαντάστηκα.  Ήταν μελαγχολική στάρ του γαλλικού κινηματογράφου σάν την Juliette Binoche που είμαι ερωτευμένος μαζίν της χρόνια.   Κατίshι μου.  Έν θα πάμεν καλά τούντην εφτομάν, νιώθω ήδη τη θλίψην που μου έφερεν η μούσα να με τυλίει σάν τον βραστόν άνεμον τζιαι τες χωματσιές του αούστου στον ακάμαν (δέ ξέρω γιατί μου έφκεικεν έτσι η εικόνα τούτη) --------------------------- Είπεν μου να γράψω για τους χορευτές εφτά κομμάτια, εφτά installations/tableaux που να δείχνουν έναν έναν τους τρόπους που κουβαλά ο άθρωπος 'βάρη' , τους 'ρότσους' μας  (πχ  μοιράζεται τα με άλλον, ή προσπαθεί να τα σηκωσει με κόπο, ή τραβά τα πίσω του τζιαι αγνοεί τα, ή πασάρει τα άλλου, ή καταβάλλουν τον, ή πετάσσει τα κλπ κλπ)    Να το πείς "Seven ways to carry burden", είπεν μου η μούσα τζιαι εγέλασεν γαργαριστά, τσαχπίνικα, θανατερά. Πάμε.

Σημείωμα στη μούσα της μουσικής ερωτικό.

Αγαπημένη μούσα γοργόνα φουρτούνα (που μ' εγκατέλειψες κυρτό, σε έκσταση σφιγμένο, γυμνό,  στην κάμαρη την άθλια του έρωτα και του θανάτου) Σ' αγαπώ... και σού ΄κλεψα το φουστάνι τ' ακριβό,  το γλυκοκίτρινο (απότομα  κομμένο και ραμμένο με τη μοντέρνα τεχνική  του ημίθεου βερσάτσε)  που είχες φυλάξει  στο βάθος της ντουλάπας για σπέσιαλ τελετές  το φόρεσα ξεκούμπωτο   και με το κοκκινάδι στραβοκρατημένο στο άτσαλο μου χέρι ζωγραφίζω χείλη λαχταριστά σε σχήμα καρδιάς γέφυρες στο μέτωπο με το μολύβι σου, σκιές φατάλ μπλέ σκούρες, μασκάρα τσουχτερή στα βλέφαρα και στις πατούσες άβολα  της Κέητ Σπέητ τα ασημένια ψηλοτάκουνα   -θέλησα βλέπεις να σου μοιάσω μούσα πολύτροπη μουσικολάγνα. Αν δέν επιστρέψεις (φρόνιμη και καθαρή και πρόθυμη) απόψε, θα βγώ στους δρόμους με σγουρή περούκα, το σκισμένο σου καφέ καλτσόν, και κόκκινα τριαντάφυλλα στα χέρια.

Τα γενέθλια στον ουρανοξύστη

Εψές, απρόοπτα, τελευταία στιγμήν, εσύναξεν μας άρον άρον που το Φατσοβιβλίον  μιά φίλη μου βιολίστρια που την Αρμενίαν, να ανεβούμεν παρέα στον τελευταίον όροφον του Ουρανοξύστη κάτω στη Μεγαλούπολην με τα μέλη της ορχήστρας της, για να φάμεν να πιούμεν τζιαι να γιορτάσουμεν τα γενέθλια του καλού φίλου Πεϋμάν, του οποίου εκάμαμεν έκπληξην.    Μα εχάρηκεν πολλά με την έκπληξην εγέλασεν καλά ο φίλτατος μαέστρος που μας είδεν ούλλους μαζεμένους καλοντυμένους για χάρην του.     Στον τελευταίον όροφον?   Ναι.  Ψηλά στον ουρανόν,  αλλά μ έσα στον ουρανοξύστην, όι έξω στην ταρράτσαν να μας παίρνει ο αέρας των 12 μποφόρ τζιαι η κρυάδα η αρκετά υπό του μηδέν τζιαι τα σκοτεινά.  Μέσα, στα βραστά μας, με τη μουσική τζάζ στη γωνιά (κάτι γέροι αρχιδάτοι, ντυμένοι '50ς.  Ακόμα θυμούμαι την έκφρασην του κκέλη με την τρομπέττα, έμοιαζεν του Μάϊλς Ντέηβις λλίον, τζιαι έκαμνεν το όργανο να έχει απανωτούς οργασμούς -με το συμπάθειο, δέν υπάρχει άλλη περιγραφή).   Στο  'καλόν'  εστιατόριον π