Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2009

Ετρίτωσεν το κακόν.

Το λοιπόν. Θα φέρω παπάν να μας κάμει αγιασμόν μές το σπίτι. Έφκηκεν η πίεση μου 5 βαθμούς που το άχχος μου τούντο σαββατοκυρίακο. Έν κανεί που με εγράψαν οι μπάτσοι τζιαι θα πληρώννω τη νύφη για δύο χρόνια, έν κανεί που ήρτεν η πεθθερά μου να "Δεί Τα Μωρά" τζιαι έεεεπρισεν μας τα με την αρνητικότητα τζιαι την επικριτική της δρακουνοπροσωπικότητα (άστα, έν έχω όρεξη για χιουμοριστική ανάρτηση με την Πεθθερά-Οξαποδώ), εψές σάν επήαιννα να κάμω λυτρωτικό μπάνιο να πλύννω που πάνω μου την κρούστα του δηλητηρίου που μου έφτυννεν η Οχέντρα ούλλη μέρα τζιαι να καθαρίσω το μπαρουτοκαπνισμένο μου σώμα, ακούω τον εξής θόρυβο που την τρύπαν του μπάνιου: "Γκλουυυυ, γκλ, γκλ, γκλουυυυ". Ντάξει έννεν τίποτε, λαλώ. Συνεχίζω το λουτρό μου με το ωραίο μου σαπούνι της λεβάντας τζιαι του γιασεμιού, το ωραίο μου ζεστό μπάνιο (εν 16 βαθμοί, ώχχχω μάνα μου) τζιαι αρχίζω να τραουδώ με την βαρύτονη μου φωνή μιάν άριαν που το Otello του Βέρντι που μου ήρτεν στο μυαλό. Ξαφνικά διά μο

Επιάσαν μας....

Είχε κίνηση στους δρόμους πόψε. Επιστρέφουμε που το σινεμά ζαλισμένοι, είδαμε το Inglourious Basterds του Ταραντίνο -αριστούργημα πολυδιάστατο- τζιαι είμαστε χαρούμενοι, αποχαυνωμένοι που το θέαμα τζιαι το πολλύ κράτς κρούτς το νευρικό με μία σίκλα μεγάλη πόπκορν ολοβούτηρη να βαρεί στο στομάχι, κοακόλες του λίτρου, σιοκολάτες δωδεκάιντζες κλπ -τα κλασικά αμερικάνικα εδέσματα του σινεμά. Έτυχεν να μέν έσιει άλλο κόσμο στην αίθουσα (η πόλη μας εν χωρκατέξ τζιαι τα intellectual movies έν τους κάθουνται) τζιαι είμαστεν μόνοι μας. Οπότε εκάμαμεν το σινεμά δικό μας. Γέλιον πολλύν. Πειράξιμον. Μέχρι τζιαι που έβαλα σιέριν της γυναίκας μου όπως εκάμναμεν στο γυμνάσιον άμαν επηαίνναμεν σε ραντεβού. Ετσιρίλλησεν. Χαχαχα. Έσιει καιρό να πάμε σινεμά δακάτω, αυτά έχει η ζωή με μωρά μικρά. Απολαύσαμεν το έργον πολλά τζιαι τωρά έχουμε χαμόγελο στα πρόσωπα στο αυτοκίνητο, η συζήτηση εν έντονη ούλλο θαυμασμό για την εξυπνάδα του Ταραντίνο που εκατάφερε να κάμει έργο που να διαβάζετα

Τρώγοντας το Ντούριαν #2. Επιμένω. (κάπως μυλλωμένον.._)

Εικόνα
του Μάρκ Σιαγκάλ Εξανάφαα το. Ήβρα το φρούτον της παράδεισου μου.. Έσιει αγκάθκια του σκαντζόχοιρου, εν μεγάλον σάν την παττίχαν, εν πολλά βαρετό, χτιτζιολοά υπέροχα.. --------------------- Τον Ιούνη είχα φάει το περίεργα βρωμερό με δελεαστικό ερωτικό τρόπο φρούτο που τη θαϋλάνδη το λεγόμενο Ντούριαν. Μου είχεν 'αρέσει', όπως αρέσκουν σε κάποιον μεζετζιή τα ωμά στρείδια ή το κεφαλάκιν του αρνιού, τα αμολόητα, και οι άλλοι παράξενοι μεζέδες που θέλουν 'εκπαίδευση' για να τους καταλάβεις. Ντάξει, αηδίασεν με κάπως ο ζώλος του τζιαι η υφή του μες το στόμαν γιατί έν μπορείς να αποφύγεις την αίσθηση που σου διά η μύτη σου όταν αννοίξεις το Ντούριαν: όλα τα κέντρα του εγκεφάλου σου φωνάζουν "παρέτααααα βρωμείιιι βρωμεί θειάφιν βρωμεί οχετόον βρωμεί ψόφκιο ψάρι" τζιαι έρκεται σου μιά αναγούλα εμετική εκ πρώτης οσμής. Άμα ομως κλείσεις τα κέντρα τα επιφανειακά τζιαι μυρίσεις σιγά σιγά, ψάχνοντας την ουσία του, ανακαλύπτεις οτι μυρίζει στο βάθος του πυθ

..στη Λίμνη Walden την ονειρεμένη. Εκδρομή. Αλληγορία..

Εικόνα
Με έπεισε η γυναίκα μου να πάμε κολύμπι στη Λίμνη τη Σμαραγδένια.  Τόσα χρόνια αμερική αρνούμαι με πείσμα να κολυμπήσω σε λίμνη  ('βρωμεί'  'εν σιόνι το νερό'  'έν θωρείς πού πατάς'   'εννα πνιείς!!'  'σάν την κύπρον έν έσιει'   κλπ  κολλήματα που είχα)      Σήμερα ενέδωσα γιατί πήρα όρκο να δοκιμάζω νέα πράγματα κάθε μέρα χωρίς να αφήννω τα όρια μου να με καθορίζουν. Ταξίδι το λοιπόν στη λίμνη Walden την ιστορική, εκεί που είχε την καλύβα του στο δάσος ο διάσημος Thoreau τον περασμένο αιώνα αν τον ξέρετε, φιλόσοφος, ερευνητής, ποιητής, συγγραφέας.   Πεντακάθαρη η λίμνη.   Το νερό είναι πόσιμο, βλέπεις τον πάτο σάν κολυμπάς με τες πέστροφες.     Μυρίζει πεύκο, αγριολούλουδα και αέρας φρέσκος.  Πόσο λάθος είχα!!   Μαλάκα διάσπορε άφησες το πείσμα σου να σου κόψει την απόλαυση.  Στη βόρεια ΧΤΕρνία το τέλος του αυγούστου είναι όνειρο.  25 βαθμοί, χωρίς υγρασία.  Τα σύννεφα πηγαινοέρχονται απο πάνω μας σάν νεράϊδες προστάτριες ή σάν παχουλλά αγγελάκι

Τελικά είμαι παλαβός.

Διά μου ο γερο Γκήνσπερκ  το σιέριν του.  Στέκει όσον ίσια μπορεί,  σάν το κλωνίν το σαπημένο που πολεμά άδικα τον αέραν, στέκει ο γέρος τζιαι η σκεμπέ του αιωρείται  μπροστά του.   Ασκομαχά. την ώραν που φκέννει τα σκαλιά.   Σάζει το πανταλόνιν του το κοτσινούδιν.   Τρέμει πολλά το σιέριν που το ππάρκινσονς τζιαι το κατακίτρινο γερασμένον του πρόσωπο το γεμάτο πανάδες εν πολλά σοβαρό με τραβηγμένα χαρακτηριστικά σήμερα.  Τα μικρά του μπλέ μάτια εν χωσμένα κάτω που σακκούλλες, μύλλες, σπασμένες φλεβίτσες, τζιαι κάμνουν τον να φαίνεται ετοιμοθάνατος, ξεθωριασμένος.  Ετών 88.  "Θα σάσω εγώ την αυλή σου μέν έσιεις έννοιαν Νταϊάσπορς"  Θωρεί με με όση δύναμη τζιαι καλοπροαίρετη διάθεση του έμεινε στο βλέμμα.  Έθελε να με καθησυχάσει.   "Ξέρω ότι είμαι φωνακλάς, τράουλλος, πατσιόγερος, ξέρω το.  Αλλά ο λόος μου εν έγραφον."     "Ναί, ξέρω το κύριε Γκήνσπερκ."   "Ξέρω το ότι εν δική μου η ευθύνη Νταϊάσπορς.  Φταίω εγώ  που έβαλα αυτόν τον ανίκανο να κάμει δ

Σούρουππο στη ΧΤΕρνία τζιαι βρέσιει

Νυχτώννει.  Μυρίζει γρασίδι τζιαι υγρασία, χώμα βρεγμένο που εποτίστηκε αδρά που την τροπική νεροποντή που επέρασε θυμωμένη πάνω που την πόλη μας σήμερα.  Αργά αργά φκέννουν οι γειτόνοι στες αυλούδες τους τζιαι ανάφτουν τες κυριακάτικες φουκούδες τους, κουβαλούν τα ράδια τους τζιαι τα πλαστικά τραπεζάκια, τες πύρες, τα χότ τόγκς τους, τα σατέϊ τα βιετναμέζικα που μουσκομυρίζουν ντζίντζερ τζιαι σκόρδο.  Άλλοι ψήννουν πριζόλες, άλλοι κοτόπουλλα με σάλτσαν μουστάρδας (σπάζει τα ρουθούνια)   Στη διαπασών πάλε η χίπ χόπ  που δίπλα στο διαμέρισμα του τύπου που νομίζω εν πάτρωνος (θωρώ πολλές περίεργα στολισμένες δύστυχες να μπαιννοφκέννουν).  Ακκάννει με η μουσική του σάν τους κούνουπους που βουζουνίζουν μές την καταστροφήν της αυλής μου.  Στο άλλο σπίτι παίζουν περίεργα βιετναμέζικα πόπ, με τες υψίφωνες τσιριλλιές της τραγουδίστριας να κάμνει συνδιασμούς με τες ξετιμασιές της χίπ χόπ του πελλοπάτρωνου.  Τί να σκέφτουνται οι γέροι άραγες? Μιξοκλαίω πουμέσα μου γιατί ανακάλυψα οτι οι κορμοί π

Ξύπνημα στην δεύτερη πατρίδα

Ξυπνάς το πρώτο σου πρωί ξανά στη  ΧΤΕρνία. Έσιει υγρασία.  Ξυπνάς η ώρα 4 επειδή έσιετε ούλλοι τζέτ-λαγκ  εν εφτά ώρες μπροστά ο οργανισμός σου.   Πονείς τη ράσιη σου που το ταξίδι.  Τρώει σε η κκελλέ σου γιατί έν επρόλαβες να κάμεις μπάνιο που την κούραση.  Πίννεις καφέ του φίλτρου αντί φραπέ. Έν φυσά αερούδι τζι εν πυρά ανυπόφορη, ούτε έαρκοντίσιον έσιεις, ούτε αεριστήρες πάς το στυλλούδιν. Αντί για σύκα τρώεις pancakes για πρόγευμα.   Τα μωρά ξυπνούν συχχισμένα, γυρεύκουν τον παππούν τζιαι τη γιαγιά  -άτε τωρά εξήγα μωρού 20 μηνών πού επήεν ο παππούς τους. Θωρείς έξω που το παράθυρον της κουζίνας.  Γυρεύκεις τη γνώριμη σου αυλούδα που την επεθύμισες.   Μεινίσκεις!! Αντί  του γρασιθκιού σου θωρείς λάκκους τζιαι αντρωσιές του Σιήρου τζιαι ξερόχορτα.   Αντί  του πέτρενου του πάτιο σου που έχτισες με τον Γιαννήν πέρσυ θωρείς καταστροφές τζιαι κυμματιστά  ταραγμένες   πέτρες αρκετές  σπασμένες.    Αντί  τεράστιες βαλανιδιές 30μετρες  στο σύνορο σου με το γέρον το γείτον, έσιει κορμούς κ

Μισεύω, και τα μάτια μου..

Αποσπάσματα  ατέλειωτα και σημειώσεις μεσοσυνειδητές  γραμμένες με στόμφο  (απο το ημερολόγιο πτήσης): ..το  κρεμεζί           κρυφό       της  δύσης άγγιξες  και στην  υγρή  της νύχτας και μαβιά σχισμή  φτεροπατάς. Δειλιάζεις             βάτη τ' ουρανού   μου  και στου ηφαιστίου τους βράχους  χλωμό  το μάγουλο σου ακουμπάς. Βούλιαξες στο σύννεφο  Τί περιμένεις έρμε; Μήπως  το θάνατο [σου]   αρνήθηκες        [ώ βράχε μου το πέπλο σου εσχίσθηκε!!]   μήπως [γυμνός και λυτρωμένος  του  μώβ που έσχισες  το πέπλο]  τη γέννηση αρνήθηκες Μήπως            εκεί  στον πρόποδα της Κάθαρσης  άφησες  [το έβδομο το πέπλο σου]  να πέσει και φοβήθηκες τον Άδη ποταμό να τον  διαβείς; στην κατακόκκινη ρωγμή  αυτή της σκοτάδης  την κοίμιση  της  ήλιου θα ξεδιπλώσεις αργά σάν  σάβανο κι οι κάτασπρες  φτερούγες σου  (τ' ακροδάχτυλα του Κήπου του Μυαλού) που θα  βουτήξεις   στα κρυφά της  ήλιου κάλλη  να τ' αγγίξεις  στης δύσης τα μεσάσκελα, ακούς; εκεί θα καψαλιστείς  εκεί που την εχάϊδεψες  κα

Τελευταίον στην πατρίδα: .....Αποχαιρετιστόν.

...πάλε βάλλω τον κούρδο μου να παίξει το 'αλί, αλί τζιαι τρισαλί'  του.  Πάλε φεύκω.  Φτάννω τζιαι φεύκω μαζί, μεγάλη η σύγχιση. Τζιαι ο κούρδος μου μέσα μου, χωρίς πατρίδα γυρεύκει να να φκάλει που τα σωθικά του τούτον που του λείπει.  Ακούτε τον ούλλον, σεβαστείτε με σε τούτην μου τη στιγμήν, ώ  διαβάτες, σάν με δκιεβάζετε ακούτε τον κούρδον της ψυχής μου που πονεί με το γλυκόν πόνον που μόνον όσοι ξέρουν να νιώθουν ώς τζιαι το χαμόν σάν επιθυμιτό συναίσθημαν τζιαι δέν το φοούνται μπορούν να δακρύσουν με έτσι μουσική. Φεύκω φεύκω.    Κρατώ μέσα μου στον κήπον του μυαλού... Τα  γιασεμιά. Την αγκαλιάν της υγρασίας η ώρα δύο το πρωί στη βεράντα. Το χρώμαν του καρπουζιού. Τη γεύσην της τηγανιτής πατάτας. Το χαμόγελον, ούλλον πίκραν τζιαι περηφάνειαν, του παπά μου την ώραν που μου έδειχνεν με το χέρι μές τον κάμπο πού ήταν ο λάκκος, το σπιτούδιν με τες έγιες, τη φοινιτζιάν του πάππου του, κοντά στην Παλλουρερή.  Κοντά στο Δροσίστη.  Κοντά στη δωξαμένη.  Κοντά στο Σκολείο, μές τες

Η μακροημέρα στα χωράφκια τζιαι οι τελευταίες ανταλλαγές με φίλους.

Εχάλασεν το καταραμένο Blogger τζιαι όι μόνον έν με άφηννεν να δώ κανέναν google blog,  εστέρησεν μου την ανάρτηση που θα έκαμνα για την επεισοδιακή μου μέρα.   Άρα αντί μεγάλης ανάρτησης με ξέχυλα αισθήματα και περιγραφές, θα τα γράψω μυστήρια/συνοπτικά τα συμβάντα. ...την αυγή επήα στο Χωριό  με τον παπά μου.  Ώς τες 11 εγυρίζαμεν μές το λάλλαρον. Εξαναείπεν μου τα κατατόπια/τοποθεσίες/σπίτια συγγενών/χωράφκια φίλων/παρατσούκλια/σινεμά/γήπεδο/σύλλογος/καφενές δεξιούς αριστερούς/ελιές κλπ κλπ,  για να τα απομνημονεύσω.   Σχεδόν.  Σχεδόν.    Άρχισεν το Χωριό να ζεί επιτέλους μές το νούν μου.  Εγώ θα το ασπρογιάσω όμως, θα σάσω τα πλιθθάρκα, θα ξαναφυτέψω αμπέλια τζιαι ρέντες.  Θα ξιστουππώσω τους λάκκους, θα φέρω ουρανοκατέβατους χωρκανούς.  Όπως κάμνει ο γεροποιητής θα κάμνω τζι εγώ.  Είμαι έτοιμος, οι εικόνες εφυτευτήκαν μές τον Κήπον του Νού μου. ....επήαμεν στο χωράφιν του πρόπαππου.  Εμείναν μόνο χαλάσματα.  Έδειξεν μου το κρησφύγετον των κοπελλιών.  Επατήσαμεν τα κάτσαρα.  'Ε

Αφιέρωμα στον αφανή ποιητάρη Μ. Ν., που σάν σήμμερα έχασε το σπίτι και το γιό του.

Εικόνα
Σκηνή πρώτη.  Inferno.   (χωράφιν ι στην μεσαρκάν, κοντά στο χωράφιν του παππού μου.  Είσιεν αμπέλια, ελιές, αθρώπους δαμέ.  Είσιεν κορμιά που εποκαματίζαν μές τον ήλιο για τη ζήσην τους.  Σά σήμμερα εκρούζαν τα οι πόμπες που εσύραν για να μας δκιώξουν με τα ρούχα που εφορούσαμεν.   Δαμέ σαν σήμμερα  τα τράχτα, τα αυτοκίνητα εφεύκαν άρον άρον γεμάτα με τους τελευταίους μάρτυρες της ιστορίας του αρχαίου μου χωρκού.  Εστάθηκα δαμέ τζι έκλεισα τα μμάθκια τζιαι άκουα τους τροχούς των Φόρντ που εγυρίζαν αργά, είδα τους χωρκανούς μου που εκουβαλούσαν τον δικόν τους επιτάφειον σε τούντον δρόμον που εθκιαβήκαν σάν χωρκανοί για τελευταία φορά. Μετά τα κυπαρίσσια εβαφτιστήκαν "ξένοι" τζιαι "πρόσφυγες" τζι εσκορπίσαν.  Κανένας έν εμίλαν χωρίς πικρόφοον μές τη φωνή.  Οι στρατιώτες εσχίζαν τες στολές να μέν τους πιάσει κανένας.  Οι μανάες εσφίγγαν βρέφη πάνω τους.  Οι μανάες εφεύκαν χωρίς το γιόν τους που επολέμαν άδικα για την προδωμένη γήν.   Οι μανάες τζιαι οι τζυρούες εφεύκα

Καταραμένο μοχίτο της φράουλας

"Πιέ μοχίτο να δείς."    Τί τα έθελα τα αππωμένα τα μοχίτο πόψε?   Ντάξει του λεμονιού κάπως επίννετουν αν και εμπένναν μές τα δόγκια μου τα φύλλα του δκυόσμη τζιαι μές το μάτιν μου το καλαμάκι (αυτομάτως ππέφτει το coolness factor -το οποίον φυσικά είναι αχρείαστον άμα είσαι παντρεμένος).  Εϊβα.  Μα τί ωραίον τόπον επήα με μουσικές (κάποιος φίλος)   που δέν ακούω συνήθως  -"άτε ρέ πελλέ άννοιξε, κάμε τζιαι κάτι αυθόρμητον ήρτεν η ώρα" λαλώ του εαυτού μου, τζι έφκηκα  να χορέψουμεν με την Αγάπη.   Εππήδησα τζιαι λλίον πάς σε τραπέζιν.   Εσούστηκα με βαρετόν τζιαι αστείον τρόπον για μερικά λεπτά εκστατικά.  Ώωωωωππ.  Μα έχω κορμίν?  Έν είμαι τελικά εγκέφαλος κινητός με μαλλιά γυρώ γυρώ τζιαι κάτι μέλη κρεάτινα κοκκαλοστερεωμένα να κρέμμουνται άχρηστα  πουκάτω του?   Έχω κορμίν, τζιαι θέλει να του ακούσω.  Θέλει να του ακούσω.   "Ζήσε καλέ μου"  λαλεί το Αδρωπούιν Του Νού  που εξύπνησεν τζι εποκνιάστηκεν μετά που πολυβδόμαδον ύπνον.   "Τζιαι να είσαι αυ

Ένας γάρος απολαμβάννει τα θειούχα σπά

Όταν βρεθείς με ενα "σειρά" σου κολλητό που το στρατό τζιαι συγκάτοικο στο κολλέγιο της μουσικής μετά,  όταν βρεθείς  με τες συμβίες παρέα τζιαι έτσι φίλο καρδιακό σε σπά πολυτελείας για να χαλαρώσεις οσον έν εχαλάρωσες τα προηγούμενα 3 χρόνια,       όταν κολυμπήσεις στα θειούχα νερά παρέα με το γέλιον κάτω που το ηλιόλουστο τεράστιο παράθυρο, τζιαι την ώρα που θα τυλιχτείς ττόρους κάτασπρους ενώ περιπαίζεις την σκεμπέν του άλλου στες σάουνες μεταξύ ανέκδοτων τζιαι πελλάρων θα αναπνέυσεις αφήννοντας τες δυσκολίες του χρόνου να εξατμιστούν με τον ιδρώτα σου τζιαι να ππέσουν μές το λάκκο,          όταν πιείς πολλά φραπέ κάτω που πετρόχτιστες βεράντες,          όταν περάσεις τόσον  όμορφα με τες συμβίες σε ψαροταβέρνες τζιαι παραλίες τα γεμάτα τσακριστόν ήχο του ταβλιού δειλινά κάτω που τους  ευκαλύπτους     όταν  ξαναβρείς  τη συνεχή διακριτική τρυφεράδα την τόσο δυσκολοέκφραστη καθημερινά αμαν έσιεις μικρά μωρά σάν να τζιαι η σχέση σας ξαφνικά εμύρισεν καινούργιο,       όταν π

Τέλος κεφαλαίου.

Ήρτα που τες θάλασσες τζιαι τες εκδρομές σήμερα τζιαι μετά που μιά βραδυάν εψές ολοφέγγαρη με νέους φίλους.  Εκάμαμεν Συμπόσιον τζιαι ήταν ούλλοι τους ξέχυλοι ανήσυχον τιγρίσιον πνεύμαν τζιαι ιδέες, εν κοπέλλια που φακκούν της Αλήθκειας ππουνιές τζιαι καταλλιούν την  (μετα μπύρας τζιαι μακαρονάδας ήταν η συζήτηση).  Μα εχάρηκα τους πάρα πολλά.  Σήμερα επήαμεν πρωταρά να δούμεν τους κρεμμούς του κάβο γκρέκο που τους επεθύμησα  (αγνόησα το έκτρωμα το τουριστικό όσο εμπορούσα). Ήρτα πόψε να διαβάσω τα μπλόγκς τζαιι τα ήμεηλ μου τζιαι ανακάλυψα οτι μιά μπλοκοφίλη που εκτιμώ πολλά τζιαι που εθεωρούσα καλή μου φίλη ξαφνικά αποφάσισεν οτι όσα γράφω δαμέ στο μπλόγκ εξυπηρετούν κάποιο σκοπό μπόσικο/προδωτικό/προβοκατορικό/κλπ κλπ κλπ που τελειώννουν σε -κό.   Γιατί?   Επειδή έγραψα  οτι εμοιράστηκα κάτι στιγμές με τους τούρκους που μένουν στο σπίτι μου, επειδή έθεσα θέμα προς συζήτηση με ερώτημα που ετσίγκλησε  (αυτό ήθελα!)   τζιαι επειδή βάλλω συνέχεια τες μουσικές μου στο μπλόγκ τζιαι γράφω

Κάτω που το βλέμμαν της συτζιάς τζιαι της ελιάς.

Εικόνα
Ήρτεν η ηχογράφηση της μουσικής μου σήμμερα, εχάρηκα την πολλά.  Άκουσα το κομμάτι καμπόσες φορές, εξανάνιωσα τη φόρτιση της συναυλίας.  Σήμμερα ήταν που τες μέρες που πάν ούλλα καλά τζιαι η ψυσιή εν παραπονιέται για τίποτε.  Εκτίμα το Διάσπορε.  Η ανάπαυλα εν δώρο. Έτην τζιαι τη μουσική μου για όσους έν είχαν την ευκαιρία να την ακούσουν... Semai/Diasþoros - Ππέφτει που τον χρυσαφί ουρανό το σούρουππο μέσα στον Κήπον τζιαι χρωματίζει μακρυά, στα σκέλλια του ορίζοντα  τα βουνά μπλέ βιολεττί  σχεδό διάφανο.  Ήταν ωραία η μέρα σήμμερα, ήρταν επίσκεψη κάτι πλάσματα που έσιει τζιαιρό που θέλω να πιούμεν καφέν τζιαι να μιλήσουμεν που κοντά, μα εχάρηκα το πολλά.  Έν εκάτσαν πολλά, τζιαι άμαν εφύαν έπιασα το ακκορτεόν μου, έκατσα κάτω που μιάν ελιάν τζιαι έκαμνα ακομπανιαμέντο στο τραγούδιν του ανέμου όπως τον αναπνέαν  τα πνευμόνια της ελιάς τζιαι εφυσοτραγουδούσαν το σάν να είσιεν βυζαντινές χορωδίες μές τα κλωννιά της.  Άμαν κάθουμαι κάτω που ελιά νιώθω Ολόκληρος, σταματώ να έχω ατέλειες τ