Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2008

Τζι άλλον Δείπνον με την Οξαποδώ

Δυό φορές  το χρόνο πάμε για επίσκεψη στην πολιτεία που μένει η αξιαγάπητη μου πεθθερούλλα. Όμορφη πολιτεία, δασωμένη, ο παράδεισος του ορειβάτη, του σκιέρ, της snowboarder, της whitewater rafting fanatic.  Κάμνει υπερβολικήν κρυάδαν το χειμώναν.  Οι μόνιμοι κάτοικοι είναι κυρίως άτομα με υπεραριστερές πεποιθήσεις, πρώην χίππιδες, αρκετοί είναι άλουτοι μες σε σπίθκια χωρίς θέρμανση ή υδραυλικά "έτσι για το οικολογικόν πιστεύω", μεγαλώννουν "χόρτο", άλλοι εν διανοούμενοι, καθηγητές στο πανεπιστήμιο (οι πιό άλουτοι!) , άλλοι εν βουνίσιοι γενάες κατάπελλοι που κόφκουν ξύλα κάθε μέρα, ψαρεύκουν πέστροφες να τες κάμουν παστές, τζιαι τρυπούν τους σφένδαμους -τα δεντρά που φκάλλουν σιρόππιν  για τες τηγανίτες- βράζουν το, βάλλουν το σε ποτσούθκια τζιαι πουλούν το.  Άλλοι έχουν κατσελλούδες τζιαι Λάμα ή κουδέλλες, φκάλλουν γάλατα τζιαι τυρκά βιολογικά πολλά γευσάτα, παγωτόν υπέροχο, τζιαι κουρέφκουν τα Λάμα τζιαι κάμνουν μάλλενα τρικά.  Έσιη τζιαι λλιόττερον ακραία πλάσματα

Δείπνον με την Οξαποδώ

Σήμμερα έφθασεν νωρίς το απογευμαν με την καλικαντζαροσυνοδείαν της από τα τρίσβαθα της γής η αξιαγάπητη πεθθερά μου για ολλιγόωρην επίσκεψην.   Τρακόσια χιλλιόμετρα εταξίδεψεν για να μας δεί.  Στο διάβα της εσκοτείνιασεν ο ουρανός, τζιαι εκατεβήκαν να την έβρουν οι ιππότες της αποκαλύψεως πας σε αππάρους μαύρους λυσσιασμένους μπροστά που το σπιτούδιν μου, εσσιωπήσαν τα πουλιά, εχωστήκαν οι λυμπούροι, εππέσαν τα φύλλα των δεντρών.  Μόλις με είδεν μπροστά της στο κατώφλιν ασουλούππωτον και αχτένιστον να τη θθωρώ με τη μμούττη μμου ελαφρά σουφρωμένην (επίτηδες το έκαμα, ξέρω έν της αρέσκει!)  ετέντωσεν τον νούρον της, εξεπεταχτήκαν κίτρινες φλόγες που τα φτιά της τζιαι εκτόξευσεν μου έναν φαρματζιερόν βέλος με ταχύτηταν φωτός που το στόμαν της,  έναν μυττερόν όξινο χχαμόγελο που εκαρφώθην πας τη κκελλέ μμου τζιαι έκαμεν κρανίο μου να ποτιτσινώσει τζιαι να θέλει να φύει πανικόβλητον.   Τί να κάμω όμως;   Να μέν δουν τη γιαγιάν τους τα μωρά; (Περιττόν να πώ ότι η πεθθερά μου δέ μμε συμπαθε

Ο Κύριος Δίλημμας ο Λυγιστός Ιερέας

Αρχής του χρόνου το σικκήρτισμαν τζιαι οι ερωτήσεις της ζωής. Μαθητές τζιαινούρκοι  έρκουνται κοντά μας, μαθητές φεύκουν μας -τζιήνοι που έν πιάννουν τη μμουσική (ούστ   ττόππουζοι).    Σχεδιάζουμεν πυρετωδώς πας σε πολύπλοκους χάρτες τες μακρινές άβολες διαδρομές που ταξιδεύκω  καθημερινά για να διδάσκω πιάνον ροκώλους τζιαι μεγάλους στα σπίθκια τους έναν έναν τζιαι να αποφεύγω το rush hour.  Ο σκοπός είναι να τους βάλουμεν ούλλους της ιδιας πόλης την ίδιαν ημέραν αν γίνεται, να μπορώ να διδάσκω πολλούς  χωρίς να κρούζω υπερβολικήν πεζίναν.  (ήδη περίπου δύο τάνγκια την εφτομάδαν υπολόγισα δυστυχώς)    Η Αγάπη, ντυμένη την αστραφτερήν πανοπλίαν της, δηλώννει πανέτοιμη να ξαναδιδάξει, έστω τζιαι 2-3 μέρες την εφτομάν μετά που έναν ολόκληρο χρόνον αποχής  (αμήηηην  ψάλλει η πούγκα μου!) λόγω κρεβατώματος που την εγκυμοσύνη, πολλά οδυνηρής γέννας με καισσαρικήν, τζιαι της υπέροχης μεταγεννητικής καταστάσεως εχτάχτου ανάγκης, χάους, ξαγρύπνιας μόνιμης που τραβά το πλάσμαν όταν έχει νεογέν

Κύριε Άχχε, Γεωργέ...

Κάθε χρόνον τούτην την  εποχή, λλίον πρίν να ξεκινήσει ο χρόνος, μές την αστάθεια των εγραφών της σχολής τζιαι πρίν να αρκέψω να γράφω νέον κομμάτιν,  μές το Κενόν μεταξύ των Διακοπών τζιαι της Πάλης, γεμώννω Άχχος που τα νύσια ώς την τζιεφαλήν.  Το αδρωπούιν μές το ννούν μου παράγει το μες τους μύλους του σε ποσότητες πέραν των 10 λίτρων τη μμέρα, τζιαι πιτά μου το μες τες αρτηρίες μου μυρωδάτον, γοργόν, τσιμπιδερόν.  Έ.  Για να μου το στέλλει με τόσην όρεξην τζιαι αφθονίαν, κάτι ξέρει, εν ευλογία.  Αλώπος χρειάζουμαι το για να ταράξουν τα νερά.   Μετά που τόση χαλαρότητα τρίμηνην καλοκαιρινήν, χρωμοσκέψεις, σπορομάζεμαν εσσωτερικόν πολλύν,  η διάθεση μου τζιαι ο Κόσμος μου ο Έξω  εγίνειν όπως το χωράφιν το κατάξερον, γεμάτον γαουράγκαθθα τζιαι σιτάρκα θερισμένα.  Παραμελειμένον.   Άτε.  Έν τζιαιρός να οργωθεί τζιαι φέτος το χωράφι.  Το Άχχος μου εκατάλαβα (μετά που χρόνια σκέψης -παλλιά επαρεξήγουν τα κίνητρα του)    πως έννεν εχθρός μου.  Εν ο Ρεσπέρης που έρκεται τζιαι σάζει κάθε χ

Πίσω στη ΧΤΕρνία

Εφτάσαμεν.  Το ταξίδι αρκετά εύκολο, καλό.  The usual...  Τίποτε δεν με συγκινεί πλέον.   Όλα τα είδα.   Τούντην φοράν εχάσαν μας μόνον 3 βαλίτσες οι Κ.Α, (σήμμερα εφέραν τες), τζιαι επίσης  έβαλεν  μας ο βλάκας και απρόσεχτος  αντιπρόσωπος να κάτσουμεν πίσω τέλλεια στο αεροπλάνον (" τί να κάμω, έν έσιη αλλού κύριε"  -- παρόλον που επήαμεν 3 ώρες πρίν!), ίσια μες τους αποπάτους, τζιαι ερέσσαν δεκάδες επιβάτες να κατουρίσουν τζιαι μετά στο στραφήν μερικοί εθέλαν να χαδέψουν τα μωράκια μου (ίιιιουυυ) ή ακόμα να μας ρωτήσουν την 1000ειπωμένην εκνευριστική ερώτηση "ώωωωω,  μα ε δδίδυμα;;; αγόριν τζιαι κορίτσιν;;;"    --σαννα τζιαι άμαν έσιης δίδυμα είσαι τσίρκον με πιθήκους,  ή οικογένεια κοινής χρήσεως. Όπου πάμεν η ίδια ερώτηση, ο κόσμος έσιη περιέργειαν άμαν δεί δίδυμα, δέ ξέρω γιατί.  Καταντά λίγον πιεστικό.  Εχαμογέλουν τζιαι ελάλουν τους ότι εθελαν να ακούσουν.   Άτε, επεράσαμεν.   Παρολλίον όμως να μεν προλάβουμεν τζιαι το κκονέξιον που την  Ολλανδία γιατί άργησε

Πολογιαστός Κούρδικος. (Κλειστόν)

Άτε.  Πετούμεν.  Είμαι χάλλια.  Μόνον το επόμενο κομμάτι εκφράζει το μαράζιν μου.  Ένας παλλήκαρος θείος Κούρδος με το tanbur του, που νεκαλλιέται μες το σαλόνιν του.   Τούτη η μουσική εν Φωτισμένη.  Κάμε Μάστρε το χαττήριν του Διάσπορου τζιαι βοήθα τον να μάθει τόσον καλά τζιαι τζιήνος. Έν έχω δύναμην να πλάσω εικόνες πόψε, εστέρεψα.   

Κλειστόν λόγω επαναφοράς στη Χτερνίαν

Εικόνα
Το μπλόγκ θα επανέλθει την Τρίτην όταν μου περάσει το jet lag....... Με περιμένει το σπίτιν μου το μυττερόν με την καμινάδαν που με καρτερά κάτω που τον γκρίζο δροσερό ουρανό τζιαι το κλωνίν που κρέμμεται πας την κλωστήν του φυλακισμένου χαρταετού που επετούσαν οι ρωκόλοι οι βιετναμέζοι πίσω που την αυλήν μου..... Γειά χαρά.......

Αποχαιρετιστόν #4. Το Καράβιν φεύκει.

Κυριακή πρωί σαλπάρουμεν.    Σήμμερα ήρτεν η ώρα να φορτωθούν οι κασέλλες, οι σάκκοι, οι βαλίτσες, τα χωράφκια, οι ελλιές, οι λόφοι, τα χαμόγελα, οι αγαπημένοι μου,  οι μυρωδκιές, τα λόγια,  τ' αμπέλλια.  Ούλλα εφορτωθήκαν  στη σειρά,  ευλαβικά στοιβασμένα  σε ράφκια σαρακοφαϊμένα που το θαλασσόνερον.  Σπιλακωμένα πάνω τ'άλλου  θα καρτερούν το λιμάνιν του Νέου Κόσμου να πιάσουμεν, κρυμμένα μες τα βάθη του καραβκιού μου που ατίθασον τραβά τα σσhιννιά ανυπόμονα, δκιάζεται να σαλπάρει.   Σσιωπητή  ρεμβάζει η Γαλανή ,  έκατσεν στο τιμόνιν τζιαι καρτερά με πομονήν τζιαι σοφίαν, ντυμένη στ' άσπρα.   Κουφόβραση. Κατράς, αλμύρα, δρώμαν.  Τρίζουσην σαν αννοίουν αγιωμένες οι μπουκκαπόρτες.     Στην προκυμαία γυροφέρνω το κορμίν μου ανήσυχα, τζι ο Άγριος Ζώος  προετοιμάζει αχχωμένος την οικογένεια για το ταξίδιν το υπερΑτλαντικόν.  Ο   φίλτατος Κανένας που τα φορτώννει ούλλα με τόσην προσοχήν τζιαι λογικήν, βάλλει μέσα τελευταίες τες πολύτιμες μου εικόνες που εκουβάλαν τόσες μέρες μ

Αποχαιρετιστόν #3 Ο τρύγος έφτασεν

Πράσινο χτήμαν αμπελοφύτεφτον στη μέσην του πελάγου σου εστάθηκα ώρες. Τζιαι ώς τον μαύρον ουρανόν  τα σιέρκα μου ψηλά εποταβριστήκασην - σσhιννιά διμμένα  στο καράβιν του ξενιτεμού.    οι αμπελιές χορόν πολογιαστόν εκάμασην γυρόν μου με τον λυράρην να τρααννιά δκιαολεμένην λύραν κλαμένος, τίτσιρος αγκάλλιασα την ρίζαν τους ώσπ' ΄Αννοιξεν   στο βάθος των κυμμάτων  τα φτερά η αυκή τζιαι τα σταφύλια σου ποθκιάντραπος ετρύγησα τζιαι 'πήρα  τα  μιτά μου.

 Acknowledgement: Αποχαιρετιστόν #2 (ερωτικόν)

Εικόνα
(παττίχα, η πιό κόchινη που είδα ποττέ, αριστερά ο Πάτερ Διάσπορος ο Ττακκουριτής, ίσια μπροστά εγώ, απόλαυση.) Ευχαριστώ σας χέρια μου απαλά, μακρυά μου δάχτυλα εύκαμπτα του μουσικού.   Που εσφίξετε τες ηλλιοκαμμένες πέτρες τζι' εχαϊδέψετε τη σφριγηλή ζωντάννιαν του αφρού, που ετυλίξετε αλμυρές φυτζιο-κορδέλλες, ευχαριστώ σας που απαλά εφωλλιάσετε στα χέρια της Αγάπης μου την ώραν που αυθόρμητα μας ήβρεν η σσιωπή.  Ευχαριστώ σας που στιβαρά εσηκώσετε τόσες φορές τα μωράκια μου τζιαι στη γιαγιάν τους τα εδώσετε να τα χαρεί στο κύμμαν.  Ευχαριστώ σας που με τόσην ευλάβιαν εκαθαρίσετε μου ψάριν φρέσκον, σαρδέλλαν λεμονάτην, τζιαι εταϊσετε μου την.  Ευχαριστώ σας ώ χέρια, που με δεξιοτεχνίαν τζιαι όρεξην επαίξετε σεττάρ δκυό ώρες τζιαι ηρεμίσετε με.  Ευχαριστώ σας που στα χείλη μου, τσίπουρον αγιορείτικον εφέρετε, τζιαι εϊβαν εκάμετε του αδελφού μου του Φωτισμένου τζιαι Άξιου.  Ευχαριστώ σας που χτυπάτε τα πληκτρούδκια για να γράφω να καθαρίζει ο Κήπος μου. --------------- Ευχαριστώ σ

Αποχαιρετιστόν #1

Πας στο βουνόν, τζιαμέ που ο Πρώτος Βασιλιάς ήβρεν το Μέγα Σύμβολον που 'ματοτζιύλησεν τον κόσμον ούλον,  εξέβηκα με τ' αυτοκινητούϊν.  Εκατέβηκα.  Στο Πέτραινον Καστέλλιν,  που εχτίσασην οι καλοήροι δέν επάτησα.  Σε Βράχον ξιδόνταν μαυροτζιέφαλον εσκαρφάλλωσα,του Μάστρου γειά σου να του πω, αντί τον Άθρωπον να πάω προσκυνήσω.   Ασκομάχησα.  Τα ρούχα μου εσχιστήκασην πας τες παλλούρες.  Εμύρισεν μου ο σχίννος τζιαι η μερσινιά, τα σαπημένα σύκα της αρκοσυτζιάς, τζιαι η σπατζιά (πολλά ερωτική αλήθκεια η μυρωθκιά της).  Ως τζιαι το ττόζιν που εσηκώννετουν που τες παθκιές μου, ωραία μου εμύριζεν.  Τα σάνταλα μου  εβαφτιστήκαν χωματσιάν, πίσσες του πεύκου.  Ακκάσαν με οι πέτρες του βουνού, δέν με εθέλασην στη ράσιην τους να φκώ.  Στην μούττην, σ'εναν κούφωμαν ατόν εσκότωσα, έφα του το βλαντζιήν του.  Έκατσα ώρες μανιχός μου, στον λάλλαρον το στροντζιυλόν, άννοιξα τα ρουθούνια μου καλά, να πιούν να ξεδιψάσουν ρίζες, άννοιξασην τα μμάθκια τζιαι τα τρία, ούλα να τα ρουφήσουσην.  Κά

Εκόντεψεν η ώρα

Την κυριακή φεύκουμεν.  Πως επεράσαν σχεδόν έξι εφτομάδες, έν το πιστεύκω.  Θα αφιερώσω το χρόνον που μας έμεινεν στη χαλαρότηταν του σώματος μου, το φαούσιασμαν πτηνών τζιαι χοιρινών, την απορρόφησην εμπειριών των αισθήσεων, αντοχήν της πυράς, απόλαυσην της δροσιάς σε πισίνες τζιαι θάλασσες, μωράκια μωράκια μωράκια.    Έμαθα κάτι δαμαί που ήρτα;;;  Είμαι καλλίττερος   Δία  Σπόρος τωρά;  Ότι έθελα να βάλω στη θέσην του εμπείκεν;; Εζήτησα που τον νούν μου να αρπάξει πράματα έντονα, όμορφα, σκληρά που τον τόπον τούντην φοράν, έδωκεν μου τα ούλλα πόλικα, μακάρι ναν καλά το αδρωπούιν τζιημέσα στο ννούν που μεριμνά για μέναν.   Είδα τα ούλλα τα συμβάντα των διακοπών συμβολικά τζιαι ποιητικά, τες συνομιλίες, το σπίτι μου, τα αρχαία, τους δικούς.  Ξέρεις τι παει να πει να τρώεις με τέσσερις γεννιές γυρώ σσου βρε;  Τρέμουν οι τα τταβάννια που την ενέργεια.  Αλλά δεν το πολλοεχτιμάς αν δέν είσαι διασπορος.  Έκλεισα τα ούλλα μες το μυαλόν μου όι στο μπαούλον της ανάμνησης (είπαμεν, οι αναμνήσεις

Πουρέκκια Αππωμένα

Αφου εμίλησα για πουρέκκια, επιδόρπιον συμβολικόν, που τα αρχέτυπα της μεσογειακής φιλοξενίας, το κανήσσιην του Ξένιου Δία, είπα να χαλαρώσω τον τόνον της σκέψης μου (πόσον να σκέφτουμαι σοβαρά!;)  τζιαι να σας γράψω τη δδικήν μου συνταγήν πουρεκκιών.   Έμαθα να κάμνω, για να μεν πεθάνει τούτη η τέχνη.  Όπως είπα στο προηγούμενον ππόστ, εδοκίμασα του κόσμου τους συνδυασμούς, άλλοι εν υπέροχοι, άλλοι απαίσιοι, άλλοι εν πολλά ακραίοι.  Εν να σας γράψω τους πιό σπουδαίους μου, τζιαι τους ακραίους (δοκιμάζεις με δικό σσου ρίσκο).   Πρώτα πρώτα, όταν κάμνουμεν πουρέκκια πρέπει να μπούμεν στο σωστόν mindset.  Επιβάλλεται ένας αυτοσχέδιος χορός αντικρυστός με την βοηθό chef γυρών που το τραπέζιν υπό την υπόκρουσην τελετουργικής μουσικής (συμβουλη:  κλείσε τα παράθυρα αν είσαι εξωτερικόν να μεν σας πάρουν οι γειτόνοι για αιρετικούς), παρακαλεστική προσευχή στον θεόν της ζύμης, τζιαι συμβολική ρίξη αλευριού (μεν το παρακάμεις!)  στες τέσσερες γωννιές του σπιθκιού σου.  Το πεδίον είναι έτοιμον ό

Ο Αόρατος Παππούς

Σήμμερα το απόγευμαν, εκάμαμεν ωραίον κολύμπιν με τα μωράκια σε πισίναν (καθαρήν!). Μάνα μου τα, εκάμναν όπως τα πελλά, επιτσιαρίζαν, εγελούσαν, έμπαιννεν το νερόν μες τα μμάθκια τους τζιαι μισοκλείαν τα γιατί έκαφκεν τα η χλωρίνη, εποφυσούσαν σαν τα φαλαινάκια.  Τί θαύμαν είναι να είσαι μιτσής, ούλλος ο κόσμος ναν φρεσκοκομμένος, τζιαι να ζείς τη στιγμήν χωρίς να κουβαλάς τες πέτρες του εχτές, τζιαι να σε βουρούν τα στοισιά του αύριον.  Πράγματι ε σσοφά τα μωράκια μου.  Πίσω στο σπίτι, κουρασμένοι.   "Ποιός θέλει πουρέκκια με την αναρήν πας το σάτζιην;" λέει η Μάνα Κουράγιο. "Να πα να φέρω τηγ Γιαγιά-Ακκάννει  τζιαι τον Παππούν τον Εφευρέτην, να σας δούν τζιαι να με βοηθήσει η γιαγιά να κάμω πουρέκκια". Σε λλίγο εμύριζε το σπίτι  ζάχαρη ελαφροκρουζμένη και αναρή κανελλιάρα, που σαν τα ννιόπαντρα εσσιεπαστήκαν πουκάτω που τα σεντόννια της ζύμης τζιαι εψηννούνταν.  Ο πάτερ Διάσπορος έκαμνεν τον σατζιηέρην με μιάν ποδκιάν αστείαν ζωσμένην στην πληθωρικήν του μέσην, τζ

Οι τοίχοι ακόμα στέκουσιν πατέρα!

...στον πατέραν Διάσπορον, που με πήρεν πέρυσι με τον αδελφό μμου στο τουρκοκρατούμενο χωριό μου να μου δείξη τα χαλάσματα της μάντρας του προπάππου μου.  Όταν ο Πατέρας Διάσπορος ήταν μωρό, είχεν η οικογένεια του εκεί λλίγα ζώα ακόμα, ένα πέτρινο σπιτούι, λάκκον με νερό.  Εμεγάλωσεν με τον αδελφόν του εκεί ως τα 8 του-έντονες οι εμπειρίες που τον εφκιάξαν σαν άθρωπον όπως λαλεί.  Τες μάντρες εγκαταλείψαν τες ξαφνικά όταν εγίναν φασαρίες στην περιοχή και εσκοτωθήκαν δυό ελληνοκύπριοι απο κάτι ζώα τούρκους για χρηματικές διαφορές, τζιαι μετά επήαν κάτι λεβέντες δικοί μας τζιαι εκάμαν ενέδραν σε ένα λεωφορείο με τουρκοκύπριους (γυναικόπαιδα) λλίγο πιο κάτω που τες μάντρες τζιαι επαίξαν τους ούλλους σαν τα χτηνά.  Οπότε έφυεν ο προπαππος που τζιαμέ, εγεριμώσαν οι μάντρες.  Ο πατέρας Διάσπορος δέν επάτησεν τζιαμέ ως πέρυσι.  Επήρεν μας για να μοιραστεί την πιο ευγενικήν ανάμνηση της ζωής του, και να μας παραδώσει τη Σκυτάλη.  Εταράχτηκα πολλά, ήταν εξωπραγματική εμπειρία να τον θωρώ να μας

Τον Κήπον "Άννοιξα"

Έχει καιρόν που το κομμάτιν τούτο θθέλω να μοιραστώ. Στη συναυλία που το επαίξαν, καθόλου δέν εμίλησα. Τους άρεσεν πολύ, τους ειδήμονες. Μου εχειροκρότησαν με κρότον της αρεσκείας μου. Η καλύτερη μου φίλη-πάσh μουσικός έκλαιεν στο τέλος. Έννιωσα άβολα γιατί άρεσεν μου τζιαι τούτον. Την ιστορίαν του "Άννοιξα" όμως, δέν την είπα. Πελλόν θα με εφκάλλαν. Έτην τωρά: Μετά από πολύχρονην προσπάθειαν και πάσκισμαν αθώον για να ανθίσω στον Κήπον μου μόνιμα, με τον ιδιαίτερον τρόπον που μόνον άμαν ανθίσεις και ξεράνεις Κήπους πολλούς εχτιμάς, τούντον χρόνον επιτέλους ένας μίσχος μου μπροστάρης, μονάκριβος, έσπασε με τες γροθθιές του την πράσινην μας φυλακή, επετάχτην έξω να αγαπήσει την μέρα που κοντά. Κοντά του εχτοξευτήκαν χιλλιάδες άνθη μυρψδάτα, εγέμισεν πλέον ο Κήπος, και οι σκούντροι της Χαράς επεταχτήκαν έξω μες τα γκάθκια. Πέρυσι το καλοκαίρι, στη δύση της ζωής μου χωρίς τέκνα, έκατσα και ενήστεψα, εσφίχτηκα, και επόσφιξα τες εμπειρίες μου τούτες, ώσπου εμίκραναν στο

Οι χορδές και τα όργανα

Βρήκα τρόπο να κάνω embed ενα κομμάτι μου! Δε θα λαφαζαννέψω πολλά ακόμα, αλλά επειδή σεμνός δέν είμαι, δηλώννω οτι εν το καλλύτερον μου. Ακούτε το πρώτα προσεχτικά, τζιαι όποιος θέλει, να ρωτήσει σοφές ερωτήσεις τζιαι θα απαντήσω με έναν μεγάλον ππόστ αν μου αρέσουν οι ερωτήσεις :-) . Θα πω μόνον: Το κομμάτιν αποτελείται που εφτά αυτοτελή μουσικά ποιήματα μικρούλλικα, χωρίς περιττές πογιές, μόνον με την Ουσίαν. Σαν όλα μου τα έργα, περιγράφει έναν ταξίδιν μου. Εν γραμμένον για βιόλαν, βιολίν, βιολοτσιέλλον -τρίο εχχόρδων, οι οποίοι κάμνουν τζιαι κάποιες κινήσεις χορευτικές. Άτε, πολλά είπες. (Όποιος έχει αφτιά, ακούει -όπως είπεν κάποιος). Περιμένετε να εμφανιστούν στο και τα Εφτά στο πλευρό αυτού του ππόστ με τίτλον "Μουσική Διάσπορου"(είναι λλίγον αργόν το server που με κάμνει host τελικά)

Στο Λλόφον με τα αρχαία

Εκάθουμαστεν εχτές το χάραμαν ο ένας πάς τα γόνατα του άλλου τζιαι 'πίνναμεν καφέδες καϊμακκάτους εγώ με τους τρείς μου Εαυτούς, που είναι φίλοι μου καρδιακοί τα τελευταία 2 χρόννια. (έξερα τους που πρίν -έναν γειά το πολλύν- τον παραπάνω καιρόν εχωννούνταν τυλιμένοι φιόγκον μες σε υπόγειον κελλάριν του νού γιατί εφοούνταν με λλίον).  Που τον καιρόν που εφιλέψαμεν τζιαι ελύσαμεν τες διαφορές μας (εμεσολάβισεν η θκειά μου η Μοίρα η Πολλοπάητη), εσηκώσαμεν συνήθειον να προγευματίζουμεν όποτε μπορούμεν παρέαν με καφέδες και νερόν για να ξεκινά η μέρα θετικά, τζιαι να παίρνουμεν αποφάσεις παρέαν, με τα μμάθκια μόνον, δέν λαλεί κανένας περιττές κουβέντες να παρεξηγιούμαστεν.  Μάλιστα την ώραν που πίννουμεν, δέ φέρνουμεν το φλυντζανούδιν στα δικά μας χείλη μόνοι μας ποττέ.  Αντί να ρουφούμεν δηλαδή που το δικόν μας, ποτίζουμεν ο ένας τον άλλον προσεχτικά και με ευλάβειαν το αχνιστόν υγρόν, και σκουπίζουμεν απαλά με την μαντηλλιάν το περίσσευμαν που αφήννει το κύμμαν του καφέ πάνω στο μου

Το Καράβιν που ήρτεν

Προχτές αποχαιρέτησα  επιτέλους την σεπτήν εικόναν της ανάμνησης της κοινής ζωής με τους γονείς μου τζιαι το συναισθηματικόν/λεκτικόν αποτύπωμαν του παρελθόντος που εζήσαμεν κάποτε μαζίν. Είπα "Αφήννω σας να πάτε στο καλόν" στα εκατομύρια μικρά γεγονότα που με εδιαμορφώσαν υπό την προστασίαν τους, τα κακά, τα καλά, όλα όσα επηρεάσαν το χχαραχτήραν μου που μωρόν τζιαι τα οποια ννιώθω χρόνια τώρα σαν χορδές που πάλλονται δυσαρμονικά σε ορχήστραν βιολλιών του μυαλού μου που συναισθάνεται την μουσικήν τους υπερβολικά.  Έπιασα και εξίλωσα τη χορδήν, το νήμαν της μνήμης ούλλον κλωστήν μακρυάν που έφκεννεν που τα φτιά μου, ώσπου ελυτρώθηκα.  Ετράβησα το ούλλον, έγινεν έναν κουβάριν τεράστιον, με το οποίον θα πλέξω έναν ωραίον ένδυμαν αρχοντικόν, να το φορώ όποτε θέλω εγώ.  Νενικήκαμεν. Μετά κυμβάλων και σουραυλιών, εχόρεψα τον κόρδαξ τον αρχαίον, και έτριψα το κορμίν μου ελαιόλαδον, έμπηξα στα κατσαρά μου μαλλιά ελλιόκλωνους πολλούς, τζιαι γυμνός επάτησα μόνος μες τη θάλασσαν την αυ

Το Σπίτιν εν γεμάτον.

Μιά που τες μεγαλύτερες συναισθηματικές δυσκολίες που έσιη ο άθρωπος να αντιμετωπίσει ώς Όν που του εδόθειν η ευθύνη της Μερικής Γνώσεως, αλλά που ταυτόχρονα επλάστηκεν για να ζιή αχάπαρος μες σε μμιάν ρουτίναν χλιαρήν, είναι η ξαφνική και σποραδική συνειδητοποίηση του "Είμαι Ζωντανός" .  Δέ θα εξηγήσω φυσικά τί εννοώ, εν κουβέντα βαρετή, ---τζ' απ'όσιη νούν καταλάβει την τζιαι χωρίς εξήγησην.   Εμέναν πάντως, όποτε μου διά ττάππα πας τη κκελλέν τούτη η βέρκα της συνείδησης αντελοσσιάζουμαι, ξυπνώ, αννοίουν οι πόρτες μου διάπλατα, τζιαι αμέσως ξεκινά το αδρωπούιν που εν τυλιμένον κόμπον μες τον νούν μου να χορεύκει τζιαι να μου σπουρτά μή ευπρόσδεχτες αισθήσεις με πολλά έντονους χρωματισμούς, συναισθήματα κόντρα ενισχυμένα, τα οποία πιτηλλούν που την κκελλέν μου σαν τον πίδακαν, τζιαι μου προκαλούν  -στην αρχήν τουλάχιστον-  δυσφορίαν και άχχος.  Σταματά ο χρόνος να τζιυλά.  Η φράση "Είμαι Ζωντανός..."    αμέσως    πετά σε κανέναν κλωνίν του πεύκου τζιαι βρ

Κολυμπώντας.

Μα τί ωραία μέρα που ήταν σήμμερα.  Ζεστή, πασιά μέρα.  Εμαγείρεψα της οικογένειας γεμιστά πιπέρκα τζιαι ντομάτες που έφερεν της Μάνας Κουράγιο κάποιος "γνωστός μας που έσιη περβόλιν" .  Εσπαρταρούσαν ακόμα όταν τα έφκαλλα που την κόκκινην τσέντα, έναν μάλιστα επετάχτηκεν που την βούρναν χαμέ όπως το επλύννησκα τζιαι επροσπάθησεν να διαφύγει.   Τα κυπριακά πιπέρκα εν τα αγαπημένα μου , τζιαι μόνον τα πιπέρκα του μεξικού που τα λαλούν poblano κολλούν τους στη γεύση.  Τα καλλύττερα κυπριακά είναι ελαφρώς πικρά και τραγανιστά, φτανόφυλλα, εν τζιαι λλίον πιττακωμένα ζαβά, μοιάζουν όπως την μύττην της μάγισσας του παραμυθκιού.  Έπεισα την Μάνα Κουράγιο να της τα κάμω συνταγήν Σμυρνέϊκην.  Αντί να τα γεμίσεις με κεϊμάδες, τηγανίζεις κύβους βαζάννια σε ελαιόλαδον, όσπου να κοκκινήσουν καλά, πετάσσεις μέσα τελευταία στιγμήν τριμμένον σκόρδον πολλύν,, τζιαι προσθετεις στο τέλος μόλις πρίν να κρούσει ο σκόρδος, κύμινο, πάπρικα καυτή, μοσχοκάρυδο, ένα κουτί αντζούγιες που έλλιωσες καλ

Στο ψηλόν λόφον

Το πρωίν η ώρα έξι, εξύπνησεν το κορμίν μου άγουρον.  Στο άλλο δωμάτιο, μες τον ωραίον κλιματισμόν, εμουρμούραν ο γιός μου "μμα μμα μμα μμα μμα μαμ μμαμ μαμμμα" αντί να τζοιμάται. Επειδή ξέρω ότι ο μονόλογος γυρίζει πάντοτε σε γελόκλαμαν και τσιριλλιχτόν, επήα να τον ταΐσω πρίννα ξυπνήσει την αδελφούλλα ντου τζιαι χρειαστώ αλλόναν χέριν να τους ταΐζω (ήταν η σειρά μου σήμμερα το πρωί) -όποιος εδοκίμασεν να ταΐσει δκυό βρέφη ταυτόχρονα πιπερόν, ξέρει ίνταμπου εννοώ. Ευτυχώς το Διασπορούδιν έφαν τα πλευρά του, τζιαι έμεινεν ξανά βουνάριν μές το κρεβατούδιν του χωρίς άλλες περιπέτειες..  Που εσήμενεν ότι είχα ελεύθερον χρόνον ως τες 9 που ξυπνούν κανονικά να κάμω το κκέφιν μου μόνος μου. Έπιασα το Λαιστριγονικόν το αυτοκινητούδιν το μιτσήν το κοτσιηνούδιν, ποτούτα που συνηθίζουν οι ευρωπαίοι αυτήν την ιστορικήν περίοδον με τα φωτούθκια τα στροντζιυλά,τζιαι επήα έναν ταξιδάκιν να κουβεντιάσω με τον εαυτό μμου.  Οδήγουν άσκοπα όσπου τζιαι ενευρίασεν το αυτοκινητάκιν με την αναποφα