Το Καράβιν που ήρτεν
Προχτές αποχαιρέτησα επιτέλους την σεπτήν εικόναν της ανάμνησης της κοινής ζωής με τους γονείς μου τζιαι το συναισθηματικόν/λεκτικόν αποτύπωμαν του παρελθόντος που εζήσαμεν κάποτε μαζίν. Είπα "Αφήννω σας να πάτε στο καλόν" στα εκατομύρια μικρά γεγονότα που με εδιαμορφώσαν υπό την προστασίαν τους, τα κακά, τα καλά, όλα όσα επηρεάσαν το χχαραχτήραν μου που μωρόν τζιαι τα οποια ννιώθω χρόνια τώρα σαν χορδές που πάλλονται δυσαρμονικά σε ορχήστραν βιολλιών του μυαλού μου που συναισθάνεται την μουσικήν τους υπερβολικά. Έπιασα και εξίλωσα τη χορδήν, το νήμαν της μνήμης ούλλον κλωστήν μακρυάν που έφκεννεν που τα φτιά μου, ώσπου ελυτρώθηκα. Ετράβησα το ούλλον, έγινεν έναν κουβάριν τεράστιον, με το οποίον θα πλέξω έναν ωραίον ένδυμαν αρχοντικόν, να το φορώ όποτε θέλω εγώ. Νενικήκαμεν.
Μετά κυμβάλων και σουραυλιών, εχόρεψα τον κόρδαξ τον αρχαίον, και έτριψα το κορμίν μου ελαιόλαδον, έμπηξα στα κατσαρά μου μαλλιά ελλιόκλωνους πολλούς, τζιαι γυμνός επάτησα μόνος μες τη θάλασσαν την αυγήν. Τσουλλοπατώντας πας την ράχην του κυμμάτου 10 μίλλια, επήρεν με η Τύχη ως εκεί που δέν εφαίνετουν η αχτή άλλον. Σσιωπηλά επαρακολούθαν ο Ήλλιος, με το χαμηλόφωνον του χρωματιστόν τραγούδι να βάφφει το μικρόν μου σύμπαν. Επήα, επήα, έν εβούλλιαζα. Στην κατάλληλην τοποθεσίαν του πελάγους είπεν το κορμίν μου κανεί. Χαμηλώννω τότε σιγά μες το νερόν τζιαι εκολύμπησα σεμνά πάνω κάτω στα νερά τα βαθκειά, τζιαμέ που χάννεται ο ορίζοντας τζιαι λείφκει η γή τζιαι τρέσιη καραρράχτης η θάλασσα μες την άβυσσον με μεγάλον θόρυβον. Επερίμενα με δέος.
Σε καμμιάν ώραν εφφανιστήκαν που την άβυσσον τζείνοι που εκαρτέρουν, τζιαι εφκήκαν πάνω του καταρράχτη με αλαλαγμούς τζιαι μουσικές. Ούλλοι οι συνγκενείς, φίλοι μου και γνωστοί του παρελθόντος ήρταν μπροστά μου, τζιαι έσουσα τα σιέρκα μου όπως επερνούσαν στοιβασμένοι σαν τους λαθρομετανάστες σέναν πλοιάριον παλλιόν τζιαι ξημαρισμένον, που εμύριζεν πετρόλαον τζιαι ψάρκα σαπημένα. Επαίξαν οι σειρήνες του τσιριλλιχτά. Μουσικές, κλαρίνα, κατσαμπούνες, βόμβυκες. Εβρόντησεν το κύμμαν που τους ποδοκροτισμούς και τες φωνές τους. Εκατάλαβα ότι δέν θα εσταματούσαν να με πιάσουν.
"Ρέε," φωνάζω τους, "μα πού πάτε έτσι; Θέλω σας! Αγαπώ σας! Μέν μ' αφήννετε δαμέ."
Λαλούν μου με τη σσειράν ένας ένας "Φεύκουμεν τωρά καλέ μου, δέν μας ιχρειάζεσαι". "Γειά σου γιέ μου."
"Γειά σου φίλε καλέ." "Γειά σου αγαπημένε γλυκέ μου."
Οι γοννιοί μου στο τεμόνιν, οι φίλοι στα μηχανοστάσια, χίλλιοι άλλοι καλεσμένοι μυσταγωγούσαν μες στη μέθην της λύτρωσης τους στο κατάστρωμαν. Εκοιτάξαν με για τελευταίαν φοράν που το ύψος της κουπαστής -εγώ μια μύγα στο πέλαγος να πλέω- τζιαι επεράσαν σιγά σιγά που δίπλα μου για πάντα, προς τ' αριστερά.
Εθώρουν τα σιέρκα τα αννοιχτά σαν τα λουλλούδια, τα στόματα, άκουα τες γνώριμες φωνές, επιτέλους χαρούμενες και αλαφρομένες τζιαι με έπιασεν χαρά μεγάλη. Ντυμενοι όλοι γιορτινά. Εγέλουν τζιαι έκλαια, δέν ήθελα να φύουν. Δεύτε τελευταίον ασπασμόν. Εχαθήκαν μες το τρίγωνον κύμμαν που κάμνει το πλεούμενον όπως χάννεται στη ρράχην του ορίζοντα, χορεύκοντας ούλλοι συρτόν τζιαι καλαμαθκιανόν, άβολα τσιλλιμένοι στο κατάστρωμαν, όσπου τζιαι εγίναν κουκκίδα στην άκρην των μμαθκιών τζιαι των αφκιών. Με Φωνήν Μεγάλην κάμμνω τότε μιάν βουθκιάν τελειωτικήν τζιαι ετρύπησα το νερόν κάτω, ίσια με χίλλια πόδκια. Εφεύκαν τα ψάρκα μιλιούνια στο διάβα μμου που σεβασμόν. Άννοιεν η υγρή αγκάλη τζιαι εκαλοσόριζεν χαμογελαστά που ήρτα επιτέλους. Εστρογκυλοκάθησα στην κυμματιστήν και σοφήν άμμον του βυθού, μες την ησυχίαν, σταυροπόδιν. Μιά χορωδία χταποδκιών με εκύκλωσεν ειρηνικά ψέλλνοντας ήρεμους και βαθύφωνους ύμνους. "Καλοσώρισες Μάστρε" μου είπεν ο βυθός.
------------------------------------
Η ζωή μας έννεν δεμμένη πισθάνγκονα για πάντα με την ανάμνησην της ζωής με τους γοννιούς μας ή με τον χώρον που εμεγαλώσαμεν. Δέν πρέπει να ήμαστεν εθισμένοι στην γεύσην του έρωτα που αφήννει πάνω μας το κορμίν της σαγηνεύτρας μνήμης του χθές. Ο μόνος νυμφίος Κόσμος που μας ανήκει και που αξίζει να ερωτευτούμεν παράφορα (έστω και προσωρινά, -έναν χιλιοστον του δευτερολέπτου διαρκεί ο έρωτας τούτος, μετά φεύκει τζιαι πρέπει να τον ξανάβρεις) εν ο Κήπος του Μυαλού, που δέν έχει λέξεις, μόνον αισθήσεις. Τζιήνον, όπου τον κουβαλούμεν πάει, παίρνει μας, δέν μας κρίνει ποττέ του, δέν έχει τραύματα που του λερώννουν τη σκέψην του, ούτε φίλους, εχθρούς, αγάπην, υποχρεώσεις, νεύρα ή μίσος. Δέν μεταννοιώννει. Εν ένας Κήπος που εν μόνον Όμορφος, υπάρχει χωρίς καν ο Ίδιος να το ξέρει.
Ο δέσμιος της ηδονής της θύμησης, ενεργεί κρυμμένος μέσα σέναν χαραχτήρα διαμορφωμένον και πλασμένον από τη λεκτικήν μνήμην του περιβάλλοντος που εμεγάλωσεν και τις εικόνες που κουβαλά. Όταν την μνήμην αυτήν αποχαιρετίσεις, το Χθές γίνεται Χθές, το Τώρα συνεχίζει να γεννιέται φρέσκον και ελεύθερον συνέχεια. Καλήν μας τύχην.
Σχόλια
Καλή σσου νύχταν σταλαματιά.
Προσωπικά πιστεύω ότι το παρελθόν μας εν ένα κομμάτι του εαυτού μας, καλό ή κακό, υπάρχει. Και θέλουμε εν θέλουμε, εβοήθησε στο να διαμορφώσουμε μια ιδέα για τον κόσμο, μιαν άποψη, μια προσωπικότητα.
Παράδειγμα, χωρίς να ξέρω τα οικογενειακά σας, αν όντως ο παπάς σου είναι γλύπτης, θα είχε περισσότερη κατανόηση στο ότι ήθελες να γίνεις μουσικός (κάτι "καλλιτεχνικό") παρά την ιδέα που θα είχαν οι δικοί μου γονείς...
χιλιες ζωές μπορείς να ζησεις αν το θες, αν το αναζητησεις
αρχαιο πνευμα κουβαλας την εμπειρια αιωνων - των στοιχείων, των αριθμών, σχηματων και χρωματων
η αποκοπή δεν στέρησε τη μνημη που χωρίς μνημη αφηγείται
(χαίρομαι Διασπορε - ειλικρινα)
Όχι, δε θα τα ξεχάσεις όλα. Όλα θα ζουν μέσα σου, σαν κάτι νέο όμως, που σχίσθηκε απ΄το παλιό. Θα γίνουν κομμάτι σου από νέο υλικό, αντι απο παλιό. Απλά θα τους δημιουργήσεις νέα γλωσσα, να σου μιλούν χωρίς να σου μιλούν. Θα πιάσεις τη μνήμη σαν να ήταν υλικό, να την πλάσεις ποίημα ολόδικο σου.
Καλή Rose
Σ' ευχαριστώ. Γράψε μου.
περιμενω οσο χρειαστεί
Apla eipa na ksanaftiaksw blogg kai na perioristw ekeimesa.
Etsi mazepsa ta mpogalakia mou vathmologwntas se me arista sati dimokratia kai sto sevasmo. Alla de thelw na milw sovara kai proswpika mprosta stous episkeptes so.Kala perasame omws, e?
1,2,1,2...