Κολυμπώντας.
Μα τί ωραία μέρα που ήταν σήμμερα. Ζεστή, πασιά μέρα. Εμαγείρεψα της οικογένειας γεμιστά πιπέρκα τζιαι ντομάτες που έφερεν της Μάνας Κουράγιο κάποιος "γνωστός μας που έσιη περβόλιν". Εσπαρταρούσαν ακόμα όταν τα έφκαλλα που την κόκκινην τσέντα, έναν μάλιστα επετάχτηκεν που την βούρναν χαμέ όπως το επλύννησκα τζιαι επροσπάθησεν να διαφύγει.
Τα κυπριακά πιπέρκα εν τα αγαπημένα μου , τζιαι μόνον τα πιπέρκα του μεξικού που τα λαλούν poblano κολλούν τους στη γεύση. Τα καλλύττερα κυπριακά είναι ελαφρώς πικρά και τραγανιστά, φτανόφυλλα, εν τζιαι λλίον πιττακωμένα ζαβά, μοιάζουν όπως την μύττην της μάγισσας του παραμυθκιού. Έπεισα την Μάνα Κουράγιο να της τα κάμω συνταγήν Σμυρνέϊκην. Αντί να τα γεμίσεις με κεϊμάδες, τηγανίζεις κύβους βαζάννια σε ελαιόλαδον, όσπου να κοκκινήσουν καλά, πετάσσεις μέσα τελευταία στιγμήν τριμμένον σκόρδον πολλύν,, τζιαι προσθετεις στο τέλος μόλις πρίν να κρούσει ο σκόρδος, κύμινο, πάπρικα καυτή, μοσχοκάρυδο, ένα κουτί αντζούγιες που έλλιωσες καλά (απίστευτο αλλά αληθινό), και αντινάσσεις καλά στον αέρα το περιεχόμενον του τηγανιού περίπου 2 πόδια, για να κάμεις show στους παρευρισκόμενους και να ανακατώσεις τα υλικά. Αμέσως μετά προσθέτεις ντομάτα ώριμην πολλά, τριμμένη, όση σηκώννει -έν ήσαστεν παλαβοί. Βραζωτηγανίζεις σε δυνατή πολλά φωτιά για να καραμελλώσει λλίγον η ντομάτα. Μόλις σου πεί "άου επόφκαλες με", ρίχνεις ρύζι (όσο θθέλεις, αν είσαι ππίντης πολλύν, αν είσαι χουαρτάς λλίγον). Στο μεταξύ, ετοίμασες τα πιπέρκα για γεμιστόν. Απλά πράματα. Κόφκεις τα πουπάνω, δηλαδή αφαιράς τους την πουλλούν τους -μέν την πετάξεις! Κάμνει για καλόν σκέπασμαν του γεμιστού. Ξησιηλάς το πιπέριν με τη γέμισην, τζιαι το ψήννεις σε καλά ζεστόν φούρνον αφού περιχύσεις νερόν με λεμόνιν πουπάνω να μεν γινούν καρβουνάκια που τη βράστη. Όταν κοντέψουν να ψηθούν, αφαιράς την τσουτσουνούδαν τζιαι τρίφεις κεφαλοτύριν πουπάνω του κάθε πιπερκού, σαν να τζιαι είσαι το συννεφάκιν που τα μίκυ-μάους που βρέσιη μόνον έναν τόπο. Έτοιμο. Τα συνοδεύεις με σύκα φρέσκα, οφτά στα κάρβουνα©.
Όταν έγυρεν ο ήλλιος τζιαι εχωνέψαμεν τα ("ε ββαρετά τα φαγιά σου! -πάλε ακούω τη φφωνούλλαν της γιαγιάς), είπαμεν ότι έφτασεν η ώρα να βουττήσουμεν τα Διασποράκια για πρώτη φορά στην θάλασσαν του ωραίου μας νησσιού. Έναν που τα μεγαλύτερα προτερήματα του Νησσιού μας είναι ότι κυλλιέται όπως το σιηρούδιν μές την αγκαλλιάν της Μεσογείου -η οποία μάλλον εγέρασεν και έχει ψηλήν αρτηριακήν πίεσην και πυρετό, γιαυτό είναι πάντα ζεστή στην αφή τζαι έ σσωννει να κάμνει μπόρες αληθινές τζιαι κύμματα.
Στη ΧΤΕρνίαν (είπαμεν, την Χώραν Της Ευκαιρίας) που ζώ την ιδυλλιακή ζωή μμου ούλλον το χρόνον, η θάλασσα είναι υπέροχη, απέραντη, τρομαχτική, άμμοι 300 μέτρα πλάτος ----αλλά μη φφαντάζζεστε κανένα Baywatch που σας πλασάρουμεν για την πλάκαν, μιλούμεν για Ατλαντικόν Ωκεανόν, γεμάτον ψάρκα που τρώνται, τζιαι ψάρκα που σε Τρών (καρχαρίες κλπ). Επίσης, το καλοκαίριν η θερμοκρασία του νερού στο Κάβο Μπακκαλλιάρο, όπως το λέμεν, είναι απάνθρωπα χαμηλή και παράλογη για τον άθρωπον, υπέροχη για τα στρείθκια και τες φώκιες. Το χχειμώναν καλά, δέν το συζητώ, κάμνεις πατινάζ άμα ξέρεις τζιαι θωρού σσε οι πολικές αρκούδες τζιαι συνογλείφουνται (είπαμεν!).
Θθυμούμαι όταν επήαμεν κάτι παρέες international στην αρχήν των σπουδών με συμμαθήτριες Γερμανίδες και Γαλλίδες, Σκανδιναβές, ούλλες ευαίσθητες μουσικίνες, καμμιά ντίβα - επήαμεν πρώτη φφορά να δοκιμάσουμεν την θάλασσαν της ΧΤΕρνίας, δίωρον ταξίδιν σε ερεθιστικά στενόν αυτοκίνητον, τζιαι ήμουν 20 χρονών σκάπουλλος, φρέσκος του στρατού, κορμαλλιάς με μαλλιά άφφρο-κυπριακά που εμεγαλώνναν ακράτητα, τζιαι έξι τρίσιες γένιν, με τα φλι φλό, τες βερμούδες. Όταν επάτησα την καυτήν άμμον το πρόσωπον μου αμέσως ετράβησεν ύφος ειρωνικόν τζιαι αγέρωχον όπως τους Αχαιούς που εφκήκαν την πρώτην μέραν στην αχτήν της Τροίας ---που μόνον Κυπραίος εικοσάχρονος μπορεί να φορέσει στο πρόσωπον και το τζιύλημαν για να δείξει των κορούδων ότι οι πατούσες του εν μαθημένες, σκληραγωγημένες και δέν κρούζει όπως τες μότες τους Σουηδέζους, τζιαι ότι εν ο Άρκοντας της Θάλασσας. Όπως εκάτσαμεν και απλώσαμεν τες πετσέττες μας, εβούρησα αμέσως πρώτος για να βουττήσω να δείξω το ννού μμου, να εξαφανιστώ πουκάς το νερόν για 2 λεπτά ώσπου να αχχωθούν πολλά οι κορούδες (ειδικά τζιήνη η βριχτή η ασχημούλλα αλλά ελκυστική που όταν την εθώρουν ίσιωννεν αμήχανα τα μαλλιά της) και να αρχίσουν να με γυρεύκουν σικκιρτησμένες άμπα τζιαι πνίηκα, να τσιριλλούν, τζιαι τότε να πεταχτώ στον αέραν που 200 μέτρα μέσα όπως τον ξιφίαν που κάμνει τζιήντο σκίρτημαν, να φωνάξω ΄Ωωωωωωωπππα, να με δούν να ξιππαστούν τζιαι να χαρούν ότι έν επνίηκα τζιαι ότι είμαι πάσh κολυμβητής μεσόγειος, με πούλλον έναν πόδιν μάκρος, να ζηλέψουν οι άντρες τζιαι να με ερωτεφτούν οι κοπέλλες.-Κλασσικές ηλίθιες Λαιστριγονικές σκέψεις κοπελλουθκιού άψητου. Εσκέφτου μουν το θρίαμβον μου όπως εβούρουν να μπω μές τον Ωκεανόν, τζιαι εχαμογέλουν. Εθώρουν το νερόν, βαθυπράσινον, τον αφρόν, τα τεραααααάστια κύμματα των πέντε ποδών, που εκοντεύκαμμου, τζιάλλον, τζιάλλον, ο θόρυβος άρκεψεν να με κουφανίσκει, εβούρουν, πιό κοντά, πιο κοντά. Άμμος βρεμένος. Αστακοί τζιαι καούροι ψοησμένοι παντού. Γλάροι, άλπατρος, εθωρούσαν με συνοφρυωμένοι. Αφρός παντού, σαννα τζιαι έσουσεν ο Ποσεώνας την πότσαν της μπύρας τζιαι πιτά μας την μες τα μούτρα γιατί του εκάβλωσεν να επιδειχτή στες πόρνες τες Νηιριίδες.
Άρκεψα τζιήντην στιγμήν ξαφνικά να καταλαββαίννω ότι τούτη η θάλασσα δέν ήταν όπως το Μακκένζη το μεσημέριν που φυσά, ούτε ήταν καν όπως τον Ακάμα που έσιη ταχάτες άγρια κύμματα! η θάλασσα τούτη ήταν όπως την αφηννιαζμένην. Δέν είχα chance. Αμέσως εσυνεδρίασα με τη ανωριμότηταν μου αλλά δε μμε άφηννεν να κάμω πίσω, εκούνταν με με το δαχτύλιν της τζιαι ελάλεν μου "shιστέυκεις". Έβαλα λοιπόν το σταυρόν μου τζιαι επετάχτηκα. Σαν ήμουν στον αέραν άρκεψα να κινούμαι σε αργήν κίνησην, τζιαι θωρώ κάτω τον Ωκεανόν να αννοίει το στόμαν του τζιαι να χαχχανίζει. Λαλεί "Ρέ παλαβόσσhυλλε Κυπραίε που ήρτες να μας παίξεις τον έξυπνον, θωρείς κανέναν άλλον να κολυμπά; Χά; Εν μαννοί τίποτε οι ΧΤΕρνιοι που δέν κολυμπούν είπασσου; Κατέβα κάτω τζιαι θα σε σάσω καλά, έλα πουλλάκιν μου στο Θείον...κάτσε πας τα γόνατα μου να σου δείξω εναν πράμαν μεγάλον". Τη στιγμήν που εβυθίστην το κορμί μμου μές το νερόν, επαναστάτησεν. Πρώτα εσηκώσαν φλάμπουρον τα αμολόητα μου να φύουν να κάμουν νέον κράτος. Επαγώσαν τόσον τζιαι εμιτσιάναν τόσον πολλά τζιαι απότομα, που εθιγήκαν όσον ποττέ τους, τζιαι ακάτσαμμου μιάν ακκαμμαθκιάν δυνάμενην τζιαι αρκέψαν να κλώννουνται άβολα και επίπονα, για να κοπούν. Ταυτόχρονα, το δέρμαν μου -που τόσα χρόννια είμασταν φίλοι- εχέστην πάνω του που το shock τζιαι επροσπάθησεν επανελειμμένα να αποσχισθεί τζιαι να πετήσει όπως την νυχτερίδαν να φύει. Ούλα τούτα σε μισό δευτερόλεπτον. Έν άντεξα παραπάνω με στο νερόν. Ήρτεμμου μετά μμμιά κραυγή πρωτόγονη μες το λαιμόν η οποία κράζει μου "φτύσε με τωρά αμέσως ππεζεβέγκη", τζιαι που αναγκάστηκα να ξανακαταπιώ (άσσιημη γεύση όπως της ρέχχας) γιατί αν την έφκαλλα έξω ήταν να ακουστώ όπως τη λότταν που την ππηδά ο κάπρος χωρίς lubricant, αντί το Ωωωωωπ που εσχεδίαζα τόσην ώραν. Τότε οι κορούδες θα εγελούσαν μαζί μμου αντί να με θαυμάζουν -εντελώς μή αποδεκτόν τέλος για έναν κυπραίον άντραν. Επετάχτηκα έξω σαν το χελιδονόψαρον το χεσμένον χωρίς να πώ λέξην. Καλά που έν επνίηκα.
Τα εσκέφτουμουν όλα φτά σήμμερα τζιαι εχαμογέλουν τάχατες σοφά, όπως έππεφτεν χρυσός ο ήλιος η ώρα εφτάμιση, στην μικρήν και ζεστήν παραλίαν του Κάστρου την οικογενειακήν, όπως εκάθουμουν εκεί που σπάζει ο φλοίσβος πας τον σκουρον άμμον με της μίνι πετρίτσες, κρατώντας την κόρην μου την 8 μμηνών, που τες μασχάλες. Επιτσιάριζεν μες το νερόν, τζιαι άννοιγεν τες μματάρες της τες πράσινες πλαθκειά τζιαι ερούφαν τη θάλασσαν ούλλην. Χαμόγελον αληθινόν. Ετραούδησα της τζιαι κάτι που αυτοσχεδίασα γλυκόν και μαραζωμένον για να της κάμει εντύπωσην συμβολικά η θάλασσα στο υποσυνείδητον, τζιαι άφηκα την να πιεί επίτηδες τζιαι λλίον νερόν αλμυρόν για να βαφτιστούν τα σσωθικά της με το μπλεπράσινον γαίμαν της Λαιστριγονίας. Ο γιός μου πας την μάμμαν του, στον κόσμον του ελάλεν ββαα, βα ββα ββαβα, τζιαι έσουζεν τα σιερούθκια του. Στην επιστροφήν, έφαα τζιαι παγωτόν Παπαφιλίππου που δίπλα στο εστιατόριον του Βαρωσιώτη όπως όταν ήμουν μικρός. "Κύριε, Κκεράζιν και Φράουλαν, παρακαλώ".
Στη ΧΤΕρνίαν, έν μπορείς να έσιης τούντην εμπειρίαν τζιαμέ στες κρυάδες που ζούμεν.
Κάτι επήεν στη θθέσην του πάλε. Ούτε φαντάσματα ήσιεν ούτε τίποτε δαμέ. Μόνον ωραίες ανώριμες αναμνήσεις τζιαι εμπειρίες νέες.
Σχόλια
Είσαι στες πυράες, όντως. Το νερόν τζιαμε που είμαι, το καλοτζέριν είναι 65-75F το πολλύν. Εν αντέχετε.
pou eimoun pio mitsia, epia na to peksw cool tzai pelli oti egw taxa roufw tin zwi me to koutalouin, tzai pou mas epiran se mia limni stin polwnia pou efainetoun tis tziolas oti itan polla kria, evouttisa mesa, tzai enomisa oti me epiase kardiaki prosvoli, syn tou oti kati parakseno kinotan katw apo ta podia mou..
Aresen tis Agapis i thalassa?
Η Αγάπη πελλανίσκει με τη θθάλασσαν της Κύπρου. Εβούραν μες τους άμμους όπως το μωρόν τζιαι γέλαν. Προχτές που επήαμεν χωρίς τα βρέφη, επαίζαμεν μες τα κυμματάκια, ήππιαμεν φραππέ παγωμένον στην αμμουδιά, είπαμεν τα. Άρκεψεν να φέρνει τα μίλλια της μάλιστα που την ημέραν που εβουττήσαμεν. (Άχ θάλασσα, μάνα όλων!). Αλλά επειδή κατάγεται που μιαν πολιτείαν δίπλα του Καναδά με θερμοκρασίαν το χειμώναν -20c, το μεγάλον της πάθος εν οι λίμνες οι κρύες που είπες. Φαίνεται της κάπως περίεργα βραστή η θάλασσα της Κύπρου. Όταν πάμεν διακοπές με την Όρκαν Την Όξινην (-πεθθερά-) πάμε σσε κάτι λίμνες στυλ Ελβετίας, με κουελλούδες, λειβάδια τζιαι σπιτούθκια που κορμούς. Πάντα βουττά η Αγάπη τζιαι κολυμπά μες το νερόν το σιόνιν τζι ούτε την κόφτει. Περιττόν να σου πώ ότι κάθουμαι στην παραλίαν τζιαι ούτε το πόδιν μου δεν βάλλω μέσα. (μμιαν φοράν να κάμεις μαλακίαν, μαθθαίννεις). Πειράζει με του στύλ "ττίναι ρε cyprus dude, φοβάται ττο νερρόν;
ekamna copy ta simeia pou me efiran gia na ta parathesw alla itan kambosa telika
Το google είναι σπαστικό, κάμνει το συνέχεια τζιαι χαλά μας την δημιουργία! Θα γράψω κάτι πόψε, δέ ξέρω ακόμα τι. Η ημέρα ήταν φυσιολογική, η εκδρομή μας βασισμένη στην πραγματικότητα της στιγμής, και δέν έχω ποιητικόν οίστρον ακόμα.
sike
thanks!!