Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2010

Πολογιαστός

Εννα είμαι με τον κούρδον μου, παρέα στους κήπους.
Δέν μπορώ να ξαναγράψω μέχρι να ξαναέβρω την Αλήθεια. Μέχρι τότε, καλό καλοκαίρι.

Ο Θάνατος του Διόνυσου

Έφκηκεν νύχταν πουμέσα μου ο Διόνυσος, δρωμένος, τζι εξεχώρισεν που το κορμίν μου το τρωτό.   Τον εαυτόν μου τον ελεύθερον αφού τον πρόδωσα, εγκατέλειψεν με ο Βάκχος ο γελαστός, ο όμορφος μου ο Καζαντζιάκκης που όρια έν γνωρίζει. Ήρταν τα Όρια, τζιαι τα Πρέπει της ζωής να τον κρατήσουν σκλάβο.  Μα σκλάβος δέν αντέχει να έναι ο Καζαντζιάκκης ο Βάχκος, μόνον ελεύθερος μπορεί να ζήσει. Τζιαι έφυεν χωρίς σημείωμαν αποχαιρετισμού που το κορμίν, έπιασεν τα χωράφκια τα ξερά προς το σταυροβούνι μές το φώς της μάνας του της σεληνόφωτης. Τζιαμέ, πρίν δκυό χρόνια που εγεννήθηκεν μές το καμίνιν του βουνού, έμπηκεν πάλε μές το χώμαν. Τζιαι τωρά, τί θα κάμω χωρίς το Διόνυσο μου?

O Αγκαθήριος

Εικόνα
 Σάν τα φυτά τα άγρια της κύπρου που χωρίς νερό το καλοκαίρι επιβιώννουν, κατατρεγμένα που τα ζώα, φυτά που αναπτύξαν στην εξέλιξη τους αγκάθκια σουβλερά τζι απαγορευτικά, έτσι εν τζι ο Αγκαθήριος μου.  Όμορφος, πολεμιστής, μές την πανοπλίαν του σιδερόφραχτος. Αχ έζησα πολλές εκρήξεις ηφαιστείου φέτος.  Σκέψεις φλογερές, που αλλάζουν το Είναι ριζικά.   Κάθε έκρηξη έφερε στο εξωτερικό μου πράματα που τα έγκατα, λάβες που άμα εκρυάναν εδημιουργήσαν νησιά νεοφώτιστα μές τον ωκεανόν μου, άγρια νησιά με ατμούς τζιαι βράχους.  Ήρτεν στην επιφάνεια χρυσάφιν τζι ασήμιν, ρουμπίνια, σμαράγδια τζι αμέθυστος, πετρώματα πλούσια σε αγάπην τζι έμπνευση. Επεράσαν εκατομμύρια χρόνια ψυχικού χρόνου που τότε.  Οι βράχοι εδιαβρωθήκαν όπως ούλλοι οι βράχοι της γής.   Τζιαι πουκάτω τους εφανήκαν τα πολύτιμα πετρώματα τζιαι εγίναν χώμα να βλαστήσουν πάνω τους φυτά.   Εβλαστήσαν.   Εκαρτέρουν να βλαστήσουν φυτά ήσυχα, μονιασμένα με τα ζώα.   Μα ποττέ έν έρκεται τούτον που νομίζεις. Άλλα φυτά εβλαστήσ

O Πίκρατος

Εικόνα
Ετέλειωσεν εψές ο Πίκρατος, επιτέλους.   Τούντο σχήμα έχω το μές το νού μου που μιτσής.  Έπαιζα τον μές το μυαλό μου, εκατάτρεχεν με χρόνια.   Ε, έφκαλα τον πάς το μάρμαρον της Αναφωτίας να πνάσει. Ο Πίκρατος εν τζιήνος που πονεί χωρίς λόγο, που μελαγχολεί συνέχεια δίχα αιτία, που σκοτεινιάζει που μόνος του.  Είχα πάντα έναν Πίκρατον πολλά ευαίσθητον τζιαι τρομαχτικόν μέσα μου να με ακκάννει.  Έν έσιει στόμαν, ούτε αφτιά, ούτε μμάθκια, ούτε δεξί σιέρι.  Μόνο μούττη τζιαι συναισθήματα.    Κρατά μόνο τη μυρωθκιά των πραγμάτων τζιαι των αθρώπων, να θυμάται για να μαραζώννει μόνος του.   Το αριστερόν του σιέριν όμως πάντα θωρεί προς το φώς τζιαι τραβά το με πείσμαν πολλύν.  Εν οι μύς του τεντωμένοι ούλλοι, τζιαι χωρίς κάν να ξέρει γιατί, τραβά το φώς πίσω του τζιαι φέρνει το μαζίν του. Ά ρε Πίκρατε, πόσα μαζίν επεράσαμεν.   Έφκαλα σε έξω να σε δούν τζιοι άλλοι.

Εφήμερη τέχνη/αντίδραση.

Εικόνα
Ήρτεν τζιαι φέτος το πολυπόθητο σαββατοκυρίακο που πάμεν μόνοι μας στην πόλη χρυσοχούς στο ωραίο ξενοδοχείο με το σπά τους αγίους αναργύρους.  Μα αρέσκει μου πολλά.   Αφέθηκα στην περιποίηση με πολλή άνεση τούντη φορά, ώς τζιαι χαμάμ με τα πηλά εκάμαμεν.   Εχαλαρώσαμεν καλά με την Αγάπη, εχρειαζούμαστεν το, εμιλήσαμεν  -εν τζι η επέτειος του γάμου μας τούντες μέρες, είπαμεν τα δικά μας, ήβραμεν τα στα σημεία που εθέλαμεν να τα έβρουμεν, στα 'δύσκολα' που συζητούμεν.   Έκαμεν πολλύ καλό.  Η παρέα που επήαμεν μαζί τους ήταν πολλά σφιχτή τζιαι ξενέρωτη  (ενοχληθήκαν με την ελευθερία μου  -εγώ πειράζω κόσμον άμαν πάω κάπου..)   μα πάλε εμείς εκάμαμεν τα δικά μας. Τζιαι για δύο πολύτιμα πρωινά, πρίν ξυπνήσει η Αγάπη να της φέρω φραπέ στο κρεβάτι, κατά τες 6 εφορούσα τα ειδικά ρούχα της ερήμου που έφερα μαζί μου,  τζι έφκεννα τα βουνά δίπλα στο ξενοδοχείο που τον ποταμόν τον θειούχον ώς τη ράσιην του λόφου με τα αμπέλια τζιαι τες πορτοκαλιές.   Ανήφορο, περίπατος-μάχη με τη βαρύτη

Ένα σφυρί με δόντια

Εικόνα
Για να κάμεις καλή τεχνική, πρέπει να μάθεις τα εργαλεία ένα ένα. Τζιείνος που βουρά να μαζέψει 100 διαφορετικά τζιαι διά τους γυρό, έν μαθαίνει.  Έννεν με τα πολλά εργαλεία που φκέννει η τέχνη.  Ο γλύπτης μπορεί να φκάλει έργο ακόμα τζιαι με το μασιέρι της κουζίνας άμα λάχει. Εψές το λοιπόν έκατσα να κάμω αγαλματούι πάνω σ' ένα μάρμαρο.  Έβαλα του εαυτού μου εμπόδιο.  Να το κάμω με το "ματσίν",  ολόκληρο, χωρίς να χρησιμοποιήσω πιό λεπτόν εργαλείο ούτε λίμες ούτε ηλεκτρικό.   Το ματσίν μόνο, το ένα σφυρί το μεγάλο που έκαμεν ο σιδεράς μας ειδικά για το καθάρισμα των πέτρων που τα άχρηστα τους.  Εν σάν το σκεπάρνι το διπλό αλλά έσιει δόντια.  Εν για βαρετές δουλειές.  Για να φεύκει το νεροφαϊμένο της πέτρας πρίν να αρκέψεις δουλειά πάνω της. Τζι έπιασα το τζι ορκίστηκα να το μάθω.  Για να το μάθεις το ματσίν, πρέπει να μάθεις το χορόν του.  Άγρια, απαλά, προσεχτικά.  Εν σάν το σέξ τζιαι τούτο.  Τζιαι για να μάθεις το χορό τούτο, του ελέφαντα το χορό, είπεν  μου ο

Το Χάδι της Πέτρας

Έσιει η θάλασσα του Ζυγιού κάτι πέτρες ευκολοδούλευτες, ανάμεσα στες μαύρες του βασάλτη τζιαι τες άλλες τες σκληρές που σπάζουν τα εργαλεία αν δοκιμάσεις να τες σκαλίσεις, κάτι πέτρες γυψοπλασμένες που τον πρωτόγονο τον άμμο της έκρηξης του ηφαίστειου της κύπρου, που με επεριμέναν χορεύκοντας το χορό του κύμματος το ρυθμικό για χιλιάδες χρόνια, έτοιμες, σχηματισμένες.   Πιάννω τες στα σιέρκα μου τζιαι κλείω τα μμάθκια, χάννουμαι. Πόσα κουβαλά ένας νούς, πόσα παράπονα έσιει τζιαι προβληματισμούς που λόγια δέν έχουν, μόνο γεύση αψή, πικρή, ώρες ώρες ζαχαρένια, λεμονίσια, γεύση που σάν την παλίρροιαν πάει τζι έρκεται τζιαι μουρμουρά, πίσω που τη σκέψη, πίσω που τα λόγια του μυαλού. Τζιαι την ώρα που κλείω τα μμάθκια, με την πέτρα μές τη φούχτα μου, σιωπούν τα λόγια του νού, τζι ακούω το πήγαινε-έλα της παλίρροιας μου.   Τζιαι γελώ.   Όσο ακούω την παλίρροια της σκέψης, έν νιώθω το μουρμουρητό της πέτρας, έν μπορώ να ακούσω τούτα που θέλει να μου πεί. Σιγά γιγά σιωπώ την παλίρροια το

Σκόρπια, του αέρα, της γής τζιαι του νερού.

...στην παραλία την ανεμοδαρμένη του Ζυγιού, ξυπόλυτος, γυρεύκω πέτρες μαλακές του ηφαιστείου στρογγυλεμένες που να δουλεύκουνται με τη λίμα του γλύπτη, να κάμω κολιέ για γίγαντες τζιαι δράκους.  Να κόψω γράμματα πάνω, τα σύμβολα μου.  Π.   Ρ.   Α.  Χ.   Ι.   Ε.   λ.   Τ.  Λ.    Ούλλα που σημαίνουν κάτι για μένα, τα μυστικά μου παράξενα γράμματα. ...Θωρώ τον βράχο μου, την Ανθούλλα.  Έσιει μέρες να τη δουλέψω.   Μα εν πολλά δύσκολο να έβρω το χρόνο, με δκυό μωρά, να δουλέψω όσο θέλω.  Έστω τζιαι με τη βοήθεια της μάνας μου, αν δέν συμμετέχω 100% τριβιτζιάζεται η Αγάπη.  Τζιαι γεναίκα τριβιτζιασμένη=χάος. ...Τρών με οι σκέψεις για το Πάρκο.  Σκέψεις δύσκολες, πρακτικές, αποφάσεις.  "Τί θέλεις να κάμεις με τη ζωή σου"  -ερώτησεν με πλάσμαν που αγαπώ πολλά.  Τί εύκολη ερώτηση, κάμνεις την στα 20 σου τζιαι βουράς σαν τον πελλόν να κάμεις τζιήνα που εφαντάστηκες, χωρίς πολλή σκέψη ή ωριμότητα, χωρίς πίσω σου πράματα ή ευθύνη πολλή.  Προχτές, που έκλεισα τα 38 μου, η ερώτηση ε

Το Βάφτισμα της Πέτρας

Περπατώ μές το Πάρκο εχτές το ξημέρωμα πρίν να ξυπνήσει κανένας, θωρώ τ' αγάλματα,  τες πέτρες τες ακατέργαστες τσιαροπίννοντας.  Ήταν τα γενέθλια μου εχτές, τζιαι οδήγησεν με το κορμί να πάω σε μιά πέτρα ξαπλωμένη πάς το τσιακκίλι -μα ήταν πέτρα?  μάλλον βράχος.  Κίτρινος.  Δίμετρος, παχουλλός.  Όπως περνούσα δίπλα του είπεν μου  "έλα δά ρέ Διάσπορε, να σου πώ έναν μυστικόν".    Κοντεύκω του βράχου τζιαι κουππώννω  την παλάμη να την περάσω αργά πάς το δέρμαν του το τραχύ.  Πόσα εκατομμύρια χρόνια εμαζεύκετουν ο άμμος της θάλασσας τζιαι επιέζετουν να πετρώσει, αργά αργά περιμένοντας κάποιον να του δώσει φωνή άλλη άραγε?  Εγεννήθηκε κοντά στην κοίτη του ποταμού, στες Κυβίδες της Λεμεσού, τζιαι ήταν η μοίρα του να τον ξεθάψουν τζιαι να μας τον φέρουν. Έσιει μέρες που σκέφτουμαι πότε να αρκέψω μεγάλον άγαλμα.  Έπιαννα κάθε πρωί πετρούες μικρές, εδούλευκα τες με τες λίμες για ώρες, να ξαναθυμηθεί το κορμί μου πώς κάμνουν σχήματα τζιαι πώς μιλούν τη γλώσσα της πέτρας οι ανθρ

H Μεγάλη Σιωπή

Κάθουμαι, ξημέρωμα, μές τη μυρωδιά την απαλή της βασιλιτζιάς τζιαι οι πετεινοί κράζουν κάπου πίσω που το λόφο, οι κουκουβάγιες λέν καλημέρα-καληνύχτα.  Μές τη σιωπή.  Είμαι δαμέ δύο βδομάδες μές τη σιωπή, χωρίς ίντερνετ, ήμεηλ, επαφή.  Στον "έξω" κόσμο δύο φορές έφκηκα.  Μιά για να πάω στην εκκλησία να παντρέψω την αδελφή μου, τζιαι μιά χτές που επήα στο σιδερά για να αρχίσω να κατασκευάζω το τεράστιο μεταλλόφωνο όργανο που εσκαρφίστηκα για να βάλω στο Πάρκο.  Κάθουμαι μές το Πάρκο, κλαδεύκω με τον παπά μου, κάμνω αγαλματούθκια, αφήννω την ουσία μου πάνω στες πέτρες, κάμνω δουλειές, παρακαλώ το χώρο να με δεχτεί τζι εμένα αφέντη του.  Που ούλλους τους τόπους που έζησεν το κορμίν μου, μόνο δαμέ, μέσα που τούντες πύλες έν είμαι ξένος.  Δαμέ, έν είμαι πρόσφυγας, ούτε κυπραίος, ούτε ξενιτεμένος.  Κλείουν οι πύλες του Πάρκου τζιαι είμαι Ολόκληρος, πρίγκηπας μές το Κάστρο το ολόδικο μου.  Τη νύχτα, στη βεράντα λάμπει που ψηλά ο Άρης στον ουρανό, τζιαι η κορυφογραμμή η του Σταυροβου