O Πίκρατος
Ετέλειωσεν εψές ο Πίκρατος, επιτέλους.
Τούντο σχήμα έχω το μές το νού μου που μιτσής. Έπαιζα τον μές το μυαλό μου, εκατάτρεχεν με χρόνια. Ε, έφκαλα τον πάς το μάρμαρον της Αναφωτίας να πνάσει.
Ο Πίκρατος εν τζιήνος που πονεί χωρίς λόγο, που μελαγχολεί συνέχεια δίχα αιτία, που σκοτεινιάζει που μόνος του. Είχα πάντα έναν Πίκρατον πολλά ευαίσθητον τζιαι τρομαχτικόν μέσα μου να με ακκάννει. Έν έσιει στόμαν, ούτε αφτιά, ούτε μμάθκια, ούτε δεξί σιέρι. Μόνο μούττη τζιαι συναισθήματα. Κρατά μόνο τη μυρωθκιά των πραγμάτων τζιαι των αθρώπων, να θυμάται για να μαραζώννει μόνος του.
Το αριστερόν του σιέριν όμως πάντα θωρεί προς το φώς τζιαι τραβά το με πείσμαν πολλύν. Εν οι μύς του τεντωμένοι ούλλοι, τζιαι χωρίς κάν να ξέρει γιατί, τραβά το φώς πίσω του τζιαι φέρνει το μαζίν του.
Ά ρε Πίκρατε, πόσα μαζίν επεράσαμεν. Έφκαλα σε έξω να σε δούν τζιοι άλλοι.
Σχόλια
είσαι ωραιούης Πίκρατε!
δεν το έχω δεί πουθενά .Που βρίσκετε ?
http://georgekarageorgis.blogspot.com/2009/09/blog-post_04.html
Εν ωραίος έννε? Λεβέντης.
Ανώνυμε
Στο λατομείο, οι ρότσοι οι άσπροι, άμα τους τρίψεις μέσα εν μάρμαρο πολλά γυαλιστό. Έλα στο πάρκο να τους δείς. Είμαστε στο Μαζωτό, έξω που το χωρκό πάς το δρόμο του ζυγιού. Έσιει ταπέλλες.