Το Βάφτισμα της Πέτρας
Περπατώ μές το Πάρκο εχτές το ξημέρωμα πρίν να ξυπνήσει κανένας, θωρώ τ' αγάλματα, τες πέτρες τες ακατέργαστες τσιαροπίννοντας. Ήταν τα γενέθλια μου εχτές, τζιαι οδήγησεν με το κορμί να πάω σε μιά πέτρα ξαπλωμένη πάς το τσιακκίλι -μα ήταν πέτρα? μάλλον βράχος. Κίτρινος. Δίμετρος, παχουλλός. Όπως περνούσα δίπλα του είπεν μου "έλα δά ρέ Διάσπορε, να σου πώ έναν μυστικόν". Κοντεύκω του βράχου τζιαι κουππώννω την παλάμη να την περάσω αργά πάς το δέρμαν του το τραχύ. Πόσα εκατομμύρια χρόνια εμαζεύκετουν ο άμμος της θάλασσας τζιαι επιέζετουν να πετρώσει, αργά αργά περιμένοντας κάποιον να του δώσει φωνή άλλη άραγε? Εγεννήθηκε κοντά στην κοίτη του ποταμού, στες Κυβίδες της Λεμεσού, τζιαι ήταν η μοίρα του να τον ξεθάψουν τζιαι να μας τον φέρουν.
Έσιει μέρες που σκέφτουμαι πότε να αρκέψω μεγάλον άγαλμα. Έπιαννα κάθε πρωί πετρούες μικρές, εδούλευκα τες με τες λίμες για ώρες, να ξαναθυμηθεί το κορμί μου πώς κάμνουν σχήματα τζιαι πώς μιλούν τη γλώσσα της πέτρας οι ανθρώποι. Μα μέσα μου εν τες μεγάλες που επροετοίμαζα. Έν εξανάκαμα άγαλμα μεγάλο, τούτη ήταν δουλειά του Βασιλιά της Πέτρας ώς τωρά, τζι εγώ έν ετόλμουν να αρκέψω έτσι δύσκολο έργο.
Μα ήρτεν η ώρα του. Εμίλησεν μου η πέτρα μου, τζι εβάφτισα την Ανθούλα, για να μέν με τρομάζει. Έδωκα της γυρούς πολλούς, έκλεισα τα μμάθκια μου να τη χαϊδέψω, εγέμωσεν τη φούχτα μου χώματα τζιαι γδάρματα πολλά.
Τζι εξύπνησεν ο Μάστρος.
Είδεν με που μακριά, τζι άκουσα τον που εγέλασε. "Να φέρω δκυό εργαλεία δηλαδή?" Είπε λακωνικά. Τζι άνοιξε το εργαστήριο, έπιασε το μεγάλο κόκκινο κάγκο (τεράστιος χτυπητήρας -σάν τον κομπρεσόρο που σπάζουν δρόμους) τζι έδωσεν μου το στο σιέρι.
Την πέτρα, πρέπει πρώτα να την καθαρίσεις που την κρούστα της την εξωτερική. Έσιει μέσα άχρηστα, ξημαρισιές, εν νεροφαϊμένη. Κρατάς το κάγκο προς τα κάτω, τζιαι χτυπά της με θόρυβο πολυβόλου κάμνωντας γραμμές λεπτές, σιγά σιγά προς τα κάτω να σπάσει η καφκάλλα. Τζιαι πουμέσα βρίσκεις ολοκίτρινο φρέσκο έδαφος, επιφάνεια που έσιει χιλιάδες χρόνια να τη δεί ο ήλιος. Μετά, σχεδιάζεις με χοντρό μολύβι τα σχήματα, όπως τα φαντάζεσαι. Τζι αρχίζεις να κόφκεις, μιά γραμμή μερικά μιλίμετρα πάχος, πλάτους πέντε πόντους. Με υπομονή. Τζιαι το βάρος του κάγκου, η δόνηση του μές τη φούχτα σου τρώει το δέρμα, γεμίζει φουσκάλες. Οι μύς, ο καρπός του χεριού πονεί. Φλεγμονή. Πρίζουνται οι μύς ούλλοι, πιάννεσαι. Εν 15 κιλά, που τα κρατείς με ένα χέρι σφιχτά, τζι η σκανδάλη του κάγκου δύσκολα πιέζεται. "Πρέπει να χορεύκεις μαζί του ταγκό", λαλεί ο παπάς μου.
Άντεξα μές τον ήλιον 6 ώρες μόνο. Με διάλειμμα κάθε λίγα λεπτά. Να ξελαχανιάσω. Ο Μάστρος εσυνέχισε για ακόμα 6 ώρες μετά που εσταμάτησα εξουθενωμένος. -μα τούτος έσιει 15 χρόνια που χτίζει τους μύς τζιαι την αντοχή του. Καλά επήα για πρώτη φορά. Ώς του χρόνου θα αντέχω 12 ώρες.
Η πέτρα εστρογγύλεψε λίγο. Ακόμα τα σχήματα έν φαίνουνται καθόλου, μόνο λίγο το περίγραμμα κορμιού, μιά ιδέα. Υπάρχουν μές την πέτρα 4 τόνοι ακόμα. Τους δύο θα τους κόψω σίγουρα, μιλίμετρο μιλίμετρο. Τζιαι μετά, με τες λίμες θα του κάμω λεπτομέρειες.
Ακκάνει ο Μάστρος, πειράζει με. "Έ, έξι ώρες άντεξες, όι να φύεις τον αύγουστο τζιαι να το αφήκεις ατέλειωτο ά?"
Την νύχτα στο πάρτυ τον γενεθλίων μου έκατσε δίπλα μου τζι έπιασεν μου το χέρι μές την τεράστια του φούχτα. Δέν εμπορούσα να κλείσω τα δάκτυλα, εγίναν σάν λουκάνικα, τζιαι οι φουσκάλες εσπάσαν, οδυνηρές πολλά. Επίεσεν ελαφρά τους πρισμένους μύς, τζιαι είπεν μου "εννα πονείς πολλά για 2-3 μέρες αλλά μετά εννα είσαι εντάξει. Τζι ακούεις? Των γεναικών, ποττέ να μέν τους λαλείς ότι πονείς, έν θα σου φκεί σε καλό". Τζιαι μετά εκάμαμεν εϊβα τη ζιβανία.
Τζι έτσι αρχίζει ο δύσκολος δρόμος του πρίγκηπα της πέτρας. Να κληρονομήσει τον Βασιλιά, τζιαι να πιντώσει στο βασίλειο του βράχου τα δικά του ποι-ήματα.
Έσιει μέρες που σκέφτουμαι πότε να αρκέψω μεγάλον άγαλμα. Έπιαννα κάθε πρωί πετρούες μικρές, εδούλευκα τες με τες λίμες για ώρες, να ξαναθυμηθεί το κορμί μου πώς κάμνουν σχήματα τζιαι πώς μιλούν τη γλώσσα της πέτρας οι ανθρώποι. Μα μέσα μου εν τες μεγάλες που επροετοίμαζα. Έν εξανάκαμα άγαλμα μεγάλο, τούτη ήταν δουλειά του Βασιλιά της Πέτρας ώς τωρά, τζι εγώ έν ετόλμουν να αρκέψω έτσι δύσκολο έργο.
Μα ήρτεν η ώρα του. Εμίλησεν μου η πέτρα μου, τζι εβάφτισα την Ανθούλα, για να μέν με τρομάζει. Έδωκα της γυρούς πολλούς, έκλεισα τα μμάθκια μου να τη χαϊδέψω, εγέμωσεν τη φούχτα μου χώματα τζιαι γδάρματα πολλά.
Τζι εξύπνησεν ο Μάστρος.
Είδεν με που μακριά, τζι άκουσα τον που εγέλασε. "Να φέρω δκυό εργαλεία δηλαδή?" Είπε λακωνικά. Τζι άνοιξε το εργαστήριο, έπιασε το μεγάλο κόκκινο κάγκο (τεράστιος χτυπητήρας -σάν τον κομπρεσόρο που σπάζουν δρόμους) τζι έδωσεν μου το στο σιέρι.
Την πέτρα, πρέπει πρώτα να την καθαρίσεις που την κρούστα της την εξωτερική. Έσιει μέσα άχρηστα, ξημαρισιές, εν νεροφαϊμένη. Κρατάς το κάγκο προς τα κάτω, τζιαι χτυπά της με θόρυβο πολυβόλου κάμνωντας γραμμές λεπτές, σιγά σιγά προς τα κάτω να σπάσει η καφκάλλα. Τζιαι πουμέσα βρίσκεις ολοκίτρινο φρέσκο έδαφος, επιφάνεια που έσιει χιλιάδες χρόνια να τη δεί ο ήλιος. Μετά, σχεδιάζεις με χοντρό μολύβι τα σχήματα, όπως τα φαντάζεσαι. Τζι αρχίζεις να κόφκεις, μιά γραμμή μερικά μιλίμετρα πάχος, πλάτους πέντε πόντους. Με υπομονή. Τζιαι το βάρος του κάγκου, η δόνηση του μές τη φούχτα σου τρώει το δέρμα, γεμίζει φουσκάλες. Οι μύς, ο καρπός του χεριού πονεί. Φλεγμονή. Πρίζουνται οι μύς ούλλοι, πιάννεσαι. Εν 15 κιλά, που τα κρατείς με ένα χέρι σφιχτά, τζι η σκανδάλη του κάγκου δύσκολα πιέζεται. "Πρέπει να χορεύκεις μαζί του ταγκό", λαλεί ο παπάς μου.
Άντεξα μές τον ήλιον 6 ώρες μόνο. Με διάλειμμα κάθε λίγα λεπτά. Να ξελαχανιάσω. Ο Μάστρος εσυνέχισε για ακόμα 6 ώρες μετά που εσταμάτησα εξουθενωμένος. -μα τούτος έσιει 15 χρόνια που χτίζει τους μύς τζιαι την αντοχή του. Καλά επήα για πρώτη φορά. Ώς του χρόνου θα αντέχω 12 ώρες.
Η πέτρα εστρογγύλεψε λίγο. Ακόμα τα σχήματα έν φαίνουνται καθόλου, μόνο λίγο το περίγραμμα κορμιού, μιά ιδέα. Υπάρχουν μές την πέτρα 4 τόνοι ακόμα. Τους δύο θα τους κόψω σίγουρα, μιλίμετρο μιλίμετρο. Τζιαι μετά, με τες λίμες θα του κάμω λεπτομέρειες.
Ακκάνει ο Μάστρος, πειράζει με. "Έ, έξι ώρες άντεξες, όι να φύεις τον αύγουστο τζιαι να το αφήκεις ατέλειωτο ά?"
Την νύχτα στο πάρτυ τον γενεθλίων μου έκατσε δίπλα μου τζι έπιασεν μου το χέρι μές την τεράστια του φούχτα. Δέν εμπορούσα να κλείσω τα δάκτυλα, εγίναν σάν λουκάνικα, τζιαι οι φουσκάλες εσπάσαν, οδυνηρές πολλά. Επίεσεν ελαφρά τους πρισμένους μύς, τζιαι είπεν μου "εννα πονείς πολλά για 2-3 μέρες αλλά μετά εννα είσαι εντάξει. Τζι ακούεις? Των γεναικών, ποττέ να μέν τους λαλείς ότι πονείς, έν θα σου φκεί σε καλό". Τζιαι μετά εκάμαμεν εϊβα τη ζιβανία.
Τζι έτσι αρχίζει ο δύσκολος δρόμος του πρίγκηπα της πέτρας. Να κληρονομήσει τον Βασιλιά, τζιαι να πιντώσει στο βασίλειο του βράχου τα δικά του ποι-ήματα.
Σχόλια
Να ζήσεις ρε,
τζιαι να σαι γερός.
Στέλλω σου δώρο τρία ψηφιακά φυλαχτά.
1. Να πά να γοράσεις τες καλλύττερες ωτοασπίδες που έφκαλεν η αθρώπινη τεχνολογία τζιαι να μεν αφήνεις το κάγκο να σου βιάζει τα φκιά. Δεν εν αντριλλίκκι να σφοιρούν τα φκιά νου μουσικού.
2. Να κάτσεις να παρακολουθήσεις τον μάστρο πως βάλλει το κάγκο να χορεύκει τζιαι δεν πιάννει το βάρος το κόκκαλον του, οι μύς του, το δέρμα του. Εν ο νους σου που δουλεύκει το bruto εργαλείο. Να πα να γοράσεις το ratatoulle τζιαι να δεις πως η εξυπνάδα της νυφφήτσας χειρίζεται το άγαρμπό πλάσμα εργαλείο για φκάλει το αποτέλεσμα που εφαντάστην ο νους τζιαι επεθύμησεν η αίσθηση. Να κάτσεις να το δεις με τα μωρά σου, τζιαι να πιάσεις το touch της νυφφίτσας για να προστατέψεις το σώμα σου που τες δονήσεις. Θα το θέλεις για την Ανθούλλα.
3. Να πα να γοράσεις τζιαι μια μάσκα να σου προστατεύκει τα πνεμόνια. Κανεί τα αυτό που τα επιβαρύνει η γλύκα του τσιάρου.
άτε τζιαι εναν τέταρτο για bonus γιατί είσαι καλόν παιδίν :))
4. Να πα να γοράσεις ένα πουκάμισο μακρομάνικο λινό ή βαμβακερό άσπρο που αντανακλά το 98% της ηλιακής ενέργειας. Κανένα δέρμα δεν την θέλει. Ούτε το δικό σου.
Άτε, τζιαι πόψε θα πιώ ένα τσίπουρο στην υγειά σου, για να πιάουν τα φυλαχτά.
Πολύ καλές οι συμβουλές του Ασερα για τη δεύτερη ένεχω να πω τίποτε γιατί ενι σκαμπάζω που κάγκο τσιαι πως πρέπει να το ζυγίζεις καλά στο σιέρι σου.
propses epia sta egkenia mias ekthesis stin xwra, je ta logia su ekaman ta ergon texnis.
2. Diasporos, Διάσπορος
Σ' ευχαριστώ, και στα δικά σου :)
aceras
Εννα κρατώ τα φυλαχτά σου ρε, αλλιώς η Ανθούλλα θα με γονατίσει. Ευτυχώς έχουμεν καλές ωτασπίδες -εχτές έν τες έβαλα τζιαι εν πολλή η φασαρία μές τα φκιά μου. Οπότε, βάλλω τες σήμερα. Το χορό του κάγκου θέλω να τον μάθω, εν λεπτεπίλεπτος χορός, τζιαι δέν του φαίνεται που έξω. Εν καλά που λαλείς για τον ratatouille, τον μάστρο της κουζίνας, εν αγαπημένον μου εργο με τα κοπελλούθκια, τζιαι θα παραδειγματιστώ.
Το καλόν μου επρόβλεψα τζι έφερα που την αμερική ρούχα τζιαι καπέλο που εχουν προστασία που τον ήλιο να κόφκουν την ραδιενέργεια του.\
σταλαματιά
Ευχαριστώ, τζιαι να έρτεις να δείς την ανθούλλα όταν τελειώσει ά?
prawnkraka
Ώωωππας, θέλω να τη δώ. Είπεν μου το ένας παρέας. Πέρσυ ερώτησεν με αν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει τζιαι έκαμεν την έκθεση στην αθήνα ο καλλιτέχνης τούτος. Εφκάλαμεν νάμι χααχαχα.
http://www.cyprusevents.net/events/charalambos-vaso-sergiou-butterfly-effect-nicosia-2010/
prepi na tin episkefteis.
¨ηρτα πριν καμια δυο Κυριακές στο πάρκον του παπά σου, αλλά δεν σε εγύρεψα. Να τους πεις έναν μεγάλο μπράβο! Άξια η δουλειά του!