Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Νοέμβριος, 2009

Έλα Χειμώνα.

Αύριο Δεκέμβριος. Φέτος τα σύννεφα θα έχουν χρώμα γκριζομπλέ και θα κυλούν αργά στον ποταμό τ'ουρανού προς τη θάλασσα. Φέτος τα γυμνά δέντρα θα ναι σημάδι αναγέννησης. Το χιόνι πέπλο προστασίας. Το κρύο αντίβαρο στην εσωτερική αύρα του φούρνου. Τα μονοπάτια με το στρώμα πάγου πρόκληση στην πυξίδα. Το κλείσιμο στο σπίτι ευκαιρία για εσωτερική αναδίπλωση, οργάνωση. Φέτος  τα μουντά χρώματα στον ποταμό δέ διώχνουν το πράσινο. Στον χειμώνα δέν ανήκω. Μέσα μου θα περπατώ στις πέτρες απόμερης παραλίας κάπου κοντά στο Ζύγι εκεί που η θάλασσα διώχνει τη σκέψη.

Εξεύρεση νταντάς.

Εμείς στη ΧΤΕρνία δέν έχουμε συγγενείς κοντά μας να μας προσέχουν τα μωρά για να δουλεύκουμε.  Καλά.   Έχουμε συγγενείς.  Όι ομως κοντά.  (350χλμ δέν είναι κοντά).  Αλλά μιλούμε για τη Πεθερά Όφη την Οξαποδώ που παρά να μας τα προσέχει  (προσφέρεται να μετακομήσει στην πόλη μας είπε)  προτιμώ να μου τα μεγαλώννουν οι λύκοι στο δάσος ή να τα αφήνω μόνα τους.  Ε, επειδή δέν έχουμε άλλη επιλογή, έχουμε 2-3 μέρες κοπέλλα που έρχεται στο σπίτι μερικές ώρες για να μπορεί η Αγάπη να δουλεύει ή να πάει στα πεντικιούρ/ψώνια της να νιώσει γυναίκα αντί νοσοκόμα/τροφός/καθαρίστρια/μάστρος/Σολομώντας/Ιώβ και άλλα μυθικά πρόσωπα. Δυστυχώς όποιαν κοπέλλαν εφέραμεν έν μας έκατσεν ώς τωρά.  Χωρίς να έχουμεν ιδιαίτερες ιδιοτροπίες.  Τα μωρά εν φρόνιμα, χαλαρά μωρά, καθόλου απαιτητικά.  Έχουν πρόγραμμα κανονικό αλλα όχι απόλυτο.  Εν γελαστά, μεγαλωμένα με αγάπη πολλή και σημασία μαζί με όρια.  Είμαι περήφανος, εν το μεγαλύτερο μας επίτευγμα οτι έχουμε σωστά μωρά.  Και ποιός δέ θα ήθελε να είναι μέρος τ

Η μεθυσμένη γιατρός.

Είμαι διακοπές για πέντε μέρες λόγω του  Thanksgiving. Εψές είχα πολλά παράξενη νύχτα.  Είπα να φκώ έξω με κάτι γνωστούς ντόπιους που γνώρισα στο κκαφέ που πάω  -με καλέσαν όπως το έφερε η κουβέντα χτές το πρωί να πάμε στα καταγώγεια να ακούσουμε μουσική live, μιάν λεγόμενη jugband  που θα έπαιζεν bluegrass.  Σ' ενα μπάρ θεοσκότεινο, ξημαρισμένο γεμάτο χώρκατους γενάες που επίνναν φτηνές μπύρες σε πλαστικά ποτήρια.   Ανέβηκα τη σκάλα στο 100χρονο πατάρι που εμύριζε μούχλες, και έκατσα σ' ένα στούλ τρεμάμενο στο μπάρ της σερβιτόρας με τα μεγάλα σιλικονάτα βυζιά της ξανθής, παράγγειλα ρούμι.   Ένας βρωμερός αξύριστος δίπλα μου φώναζε χυδαία πράματα σε κάτι κοπέλλες χαμηλού νοητικού επιπέδου που χαχανίζαν με τα σχόλια του για τους κώλους τους, κι εγώ έπιασα να παρατηρώ τον κόσμο σ' αυτό το άβολο και ξένο για μένα περιβάλλον.  Αρέσκει μου να νιώθω άβολα, μόνο έτσι μαθαίνεις.    Ανθρωπολογία.   Ήμουν σάν τη μούγια μές το γάλα πάντως χαχαχα. Οι μουσικοί, βλοσυροί,  εκουρδίζα

Gesamtkunstwerk.

Μερικές σκέψεις σκόρπιες, περίεργες που Είδα απόψε.. Τυχερός είναι ο άθρωπος που έχει στο λειβάδι της φύσης του ποταμάκια πολλά, άλλα να κυλούν παράλληλα, άλλα να ενώννουνται να κολυμπούν παρέα, και άλλα να χύνουν το νερό τους σε λεκάνες ανάμεσα σε βουνά.  Τυχερός όποιου η φύση διαχωρίζει τα μέρη της ζωής του σε στεγανά σάν του υποβρυχίου δωμάτια, η δουλειά ζεί στη μιά μεριά, τα χόμπυ στην άλλη, η οικογένεια αλλού, κι όλα μαζί προχωρούν χωρίς να πολυεπηρεάζουν την εικόνα που έχει για τον εαυτό.  Πρέπει να είναι μεγάλη ικανοποίηση να μήν έχεις την ανάγκη να συγκεντρώσεις τον εαυτό σου, όλες του τες πτυχές σε μιά γραμμή που να ενώννει όσα Είσαι κι όσα Κάνεις. Αν οι ποταμοί σου που διασχίζουν τις κοιλάδες του Κήπου έχουν καημό να βρεθούν μεταξύ τους, να σμίξουν τα νερά τους και για χιλιάδες χρόνια της ύπαρξης σου αυτός ο σκοπός τους αναταράσσει, τους φουρτουνιάζει γιατί ο έρωτας που τους ανακινεί είναι ανεκπλήρωτος χωρίς τη συντροφιά τους διπλανούς ποταμούς, αν γεννήθηκες μ' αυ

Βουτιά στο άγνωστο.

Αρχίζει μουσικό ταξίδι καινούργιο. Εδανείστηκα μερικές χιλιάδες δολλαριάκια, κάμνω home studio ηλεκτρονικής μουσικής. Ήρταν τα πρώτα software εχτές, περιμένω σιγά σιγά τα μηχανήματα να φτάσουν, το στρινιάρικο μικρόφωνο που κοστίζει όσο μιά τηλεόραση HD χαχαχα, οι απέραντες βιβλιοθήκες ήχων, τα virtual sound modeling synthesizers που θα χρησιμοποιήσω για να κάνω γλυπτική ήχου. Θα ενώσω την 'ακουστική'  μουσική που γράφω, με την ηλεκτρονική.   Θα μπορώ να με ηχογραφώ να παίζω πιάνο πχ, μετά να βλέπω το soundwave στο κομπιούτερ, να το κόβω/ράβω να το αλλάζω όπως θέλω σάν να τζι είναι πηλός.   Εν πολύπλοκα τα προγράμματα, σάν να είσαι γραφίστας που κάμνεις 3D animation, θέλουν αποθέματα μνήμης κλπ.  Μόνο οι βιβλιοθήκες θα είναι 1.5  terabytes μάσσιαλλα. And it's really overwhelming. Έν ξέρω ΤΙ  κάμνω.   Αλλά ακολουθώ το ένστιχτο μου, που μου λαλεί οτι για να ενώσω ούλλα όσα μου περνούν, την κλασσική, τη γλυπτική, την παραδοσιακή, την ποίηση,  πρέπει να έβρω ένα μέσ

Πατέρας.

Έμεινες σχεδόν όλη νύχτα ξύπνιος. Κρατάς το χεράκι της κόρης για να νιώθει ασφάλεια οταν ο βήχας και η μύξα δέν την αφήνει να αναπνεύσει καλά,  και οταν κοιμηθεί πάς δίπλα, κρατάς αγκαλιά το κορμάκι του γιού που τρέμει με πυρετό. Δέ θέλουν γάλα, ούτε νερό, ούτε φάρμακο να πιούν.  Μα η ενέργεια σου η δυνατή και ήσυχη που τους λέει οτι είναι όλα καλά και οτι είσαι εκεί τα πείθει να ενυδατωθούν, να κάνουν κουράγιο όταν το πικρόγλυκο φάρμακο τους γεμίσει το στόμα εχθρούς και το μυαλό σκέψεις ανασφάλειας. Καθαρίζεις τον εμετό απο το παντελόνι, κάνεις μπάνιο.  Σε λίγο ξανά εμετός.   Αυτή τη φορά στην αγκαλιά σου.  Και ούτε σε πειράζει καθόλου.  Ξανακαθαρίζεσαι.  Το δίωρο κλάμα ούτε που σ' ενοχλεί πραγματικά την ώρα που το αντέχεις μές τα φτιά σου, κι ας φουσκώννουν τα συναισθήματα κρυφά σου, ας χάννεις κρυφά την υπομονή  - μα έρχεται κι άλλη, κυμματιστή, σοφή να σ' αγκαλιάσει.  Βούδδας.  Ξέχασες να φάεις, να ξυριστείς, να σκεφτείς τες νευρωτικές σου σκέψεις, καθάρισες απο τα υπ

Ελεγία: Ο Πατριάρχης της γειτονιάς.

Ο κύριος Χένρυ, ο περήφανος με την τραγιάσκα γέροντας, τρείς πιθαμές αντράκι όλο ξύδι και σηκωμένα ειρωνικά φρύδια, ο ετοιμόλογος που πάντα στεκόταν όρθιος μπροστά στις καταιγίδες της ζωής, ο κύριος Χένρυ που αψηφούσε το κρύο φτυαρίζοντας χιόνια στα ενενήντα τέσσερα του χρόνια χωρίς να ζητά βοήθεια ποτέ  ("ανήμπορος είμαι και θέλεις να με βοηθήσεις" -μου είχε πεί τότε που τον είχα πλησιάσει με το φτυάρι μου χαμογελαστός ένα κρύο πρωινό του γενάρη μετά απο την χιονοθύελλα που μας σκέπασε)   ο  κύριος χένρυ που είχε παραξενιές πολλές, μάζευε παλιοπράματα στο σπίτι του εφημερίδες, σπασμένα μηχανήματα, κούκλες, ποδηλατάκια, βάζα γυάλινα, τραπεζάκια, βιβλία  -ώς το ταβάνι γεμάτο το σπίτι σκουπίδια άλλων ανθρώπων που τα μάζευε με μανία στα παλιατσίδικα κάθε σάββατο που πήγαινε να αγοράσει και να πουλήσει-   τόσα μάζεψε που το σπίτι ξεχύλισε και δέν μπορούσε πλέον να μείνει εκεί και ζούσε δίπλα στης κόρης του,   ο κύριος Χένρυ ο γαλανομάτης ηλιοκαμένος γέρος που περπατούσε με καμάρι

H γιατρός με το πιάνο.

"Να παίξουμε χριστουγεννιάτικα σήμερα?", το βλέμμα της λίγο σκοτεινό, ούτε γειά δέν μου είπε ακόμα, περιμένω στην τεράστια πόρτα και σκουπίζω τα πόδια στο χαλάκι.  Τα σκυλιά μυρίζουν τα παπούτσια μου, κουνούν την ουρά. "Γειά σου Δρ. Σ, βιάζεσαι σήμερα να αρχίσεις το πιάνο βλέπω!" Δέ γελά.  Οι ώμοι της γονατίζουν ανεπαίσθητα προς στιγμή και το βλέπω.   Τη ξέρω χρόνια, είναι άνθρωπος έντονος πολύ, αρχίατρος στο emergency room του μεγαλύτερου νοσοκομείου της πόλης της.  Μεγάλα γαλανά μάτια αλλά σφιγμένα, κρύβουν κόσμους που δέν μοιράζεται με άλλους, και τα κοντά της μαλλιά είναι χτενισμένα με χέρι γυναίκας που έχει ως προτεραιότητα τους άλλους όχι την εαυτό της. "Χριστουγεννιάτικα να μου βρείς σήμερα Διάσπορε, αλλά όχι τα μοντέρνα, τα παλιά του Χάντελ και τα γερμανικά, έχουν βάθος περισσότερο." Απορώ.  Πρώτη φορά μου ζητά η Δρ. Σ   κάτι.  Συνήθως αφήνεται να την οδηγήσω, τα μαθήματα μας είναι γι αυτήν ευκαιρία να μήν έχει βαριές ευθύνες ή να λέει σε ά

Ταφή του Υπάρχω και το Lapis philosophorum.

Πρελούδιο. Στο πάρκινγκ του στάρπακς το πολυσύχναστο δαμέ στο σπίτιν κοντά τους ινδούς μαθητές απλώννουνται πουπάνω καμπόσα υψηλής τάσης σύρματα της ηλεκτρικής τα οποία  κρέμμουνται πλαδαρά σάν διασχίζουν  τον ουρανό κοντά στον ορίζοντα της δύσης του ήλιου τζιαι παίζουν με τα τόξα των καυσαερίων που αφήννουν πίσω τους τα αεροπλάνα στα 35 χιλιάδες πόδια.  Τί σημαίνει η εικόνα αυτή?  Τίποτε.  Απλά εν τζιαμέ. Πάν αυτοκίνητα τζι έρκουνται κάθε πέντε λεπτά, όσο χρειάζεται ο καφές να βράσει μυρωδάτος.  Μετά που τη δουλειά, κατα τες τέσσερις όταν σχολάννει η εργατιά των γύρο γραφείων η ταλαιπωρημένη του μικρομεσαίου μισθού τζιαι περπατά με τες βαλίτσες των λάπτοπ σάν τον λύμπουρα  φορτωμένο σιτάριν, παιρνούν που το στάρπακς για τον Τρίτο Καφέ, τζιήνον που θα τους βοηθήσει να αντέξουν τες ιδιοτροπίες του/της συντρόφου της, την πελλάραν των κοπελλουθκιών, τους λοαρκασμούς που χρωστούν τζιαι που πρέπει να πλερώσουν πόψε, το μάτς που πρέπει να μείνουν όξυπνοι να δούν ώς τες 11.  Εν
Σιωπώ. Θα λείψω όσο χρειαστεί. Στο επανιδείν.

Götterdämmerung

Εικόνα
Αννοίω το αδιάβροχον αργά να νιώσω τη βροσιή μα έννεν δροσερή κρούζουν οι σταγόνες της σάν το ασίτ τζιαι λειώννει μου το δέρμαν ούλλον. Παρπατώ γυρόν του βάλτου τζι είμαι μόνον κόκκαλα καρτερώ την έκσταση να έρτει πάλε μα μόνον το κενόν του ουρανού φαίνεται ψηλά πάνω που τα ζαβοκλωννιά τζι ο βάλτος εχώστηκεν κάτω που τα ξερόχορτα ρωτώ τον να μου πεί δκυό λόγια γλυτζιά μα έν μου λαλεί τίποτε, ώς τζι οι κάστορες αποφεύγουν με. "Έν είμαστεν δαμέ για να μας ξαπολάς τα σκουπίθκια σου.  Φύε." Βουρώ αγκρισμένος  πάς τον όχτον. Λείφκει ο αέρας των πνευμόνων, προδώννει η καρδία. Τζιαι μές τον πανικόν φκαίννω τρείς βράχους που εχλιάζαν τζιαι παρολλίον να σκοτωθώ. Έν με θέλουν δαμέ. "Τζιαι ποιός σου είπεν είμαστεν σύμβολα σου ρε κκεραττά?  Ανήκουμεν σου τίποτε?? Λάμνε έσσω σου τζιαι γυρεύκουν σε, εχάθηκες." Τα δέντρα εν τίτσιρα.  Εππέσαν τα φύλλα, έχασα τα φέτος. Ενεκρώσαν πάλε. Τζιαι μετανώννω το. Εθωρούσαν με τα δέντρα αδιάφορα. "Ποττέ σου δ

Ο βουδιστής δάσκαλος.

Εικόνα
Βαστά με λλίον η κούραση, έν έχω κάβλες μετά που το δεκάωρον που εδίδαξα σήμερα να πλάθω όμορφες εικόνες, τζαι θα τα πώ απλα. Λλία λεπτά πρίν να φύω για δουλειά το πρωί είδα τυχαία έξω που το παράθυρο τζι είδα τους βουδιστές που περνούν συχνά πυκνά που δαμέ να πλησιάζουν που απόσταση.  Έτρεξα να τους φωτογραφίσω όπως κάμνω κάθε φορά.   Με είδε ο Δάσκαλος, κάθε φορά με βλέπει.  Αντρέπουμαι, αλλά πάλε φκάλλω τους φωτογραφία.   Σήμερα είχαν καινούργιο πρόσωπο μαζί τους. Μπροστά ο Δάσκαλος, ήρεμος, γεμάτος Άδειο.  Φορεί ζεστά ρούχα κάτω που το μανδύα, σκούφο.  Κάμνει ψοφόκρυο.  Πίσω του ο Μαθητής, συντετριμμένος, θωρείς τη δουλειά που κάμνει ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.  Φαίνεται υποβάλλουν τον σε κακουχίες για να μάθει πώς αποβάλλεις το κορμί, κρυώννει, έχασεν βάρος, κουβαλά βαρύ δοχείο όπου πάει, διαλογίζεται συνέχεια, ασταμάτητα.  Τί να γυρεύει το παλληκάρι?  Απαρνήθηκε τα εγκόσμια για να βρεί την Ελευθερία μέσα που την ταπείνωση. Πάλε επεράσαν που δαμέ τζι είδα τους.  Καμιά φ

Ο μάστρε χτίστης του ΑνΟΙκω.

Τραπέζι μακρόστενο, άσπρο ξεβαμμένο τόπους τόπους.  Λιτό.  Όλο γωνιές άχαρες για όλους, μα εμένα με τραβάς.  Πολλά.   Είσαι λίγο χαμηλό και βολεύεις το γράψιμο.  Εσύ θα μπείς μπροστά απο το παράθυρο, να βλέπω έξω την ώρα που γράφω.   Σε κληρονόμησε η γυναίκα μου που τη γιαγιά της.   Κάτσε μπροστά μου να γράφω πάνω σου, ξέρεις τί σοβαρό ρόλο παίζεις.  Έβγα που το υπόγειο που σαπίζεις μές την υγρασία τόσα χρόνια, να σου πλύνω το κορμί να μυρίσεις όμορφα.  Έλα. Τραπέζι θηλυκό, θα σε βάλω δίπλα, σε σχήμα Γ που το άλλο.  Εσύ είσαι ψηλή, με πόδια τορνευτά, τα τακούνια σου λείπουν!  Σε βρήκα στην πόλη με το ψαρολίμανο πρίν 4 χρόνια, μιά μέρα που είχα πάει μαραζωμένος  (έκπληξη!)  για να έβρω θάλασσα.   Καθόσουν στη βιτρίνα του παλιατζίδικου και όπως περνούσα σε είδα και σε αγόρασα χωρίς δεύτερη σκέψη.  Για να σε χωρέσει το αυτοκίνητο, μετά που σε κουβάλησα ένα χιλιόμετρο στην πλάτη, ξεβίδωσα τα πόδια σου με το swiss army knife που είχα μαζί μου.  Κάτσε τωρά δίπλα μου, είμαι έτοιμος, έβγα πο

Οι δύο μάνες της Σοφουλλίτσας.

Η  Σοφουλίτσα που είναι εννιά χρονών κάθεται στο πιάνο και τα μαλλάκια της τα κατάμαυρα λάμπουν καλοχτενισμένα κάτω απο το φως της τεράστιας λάμπας που κρέμμεται απο πάνω μας διώχνοντας το σκοτάδι του Νιόβρη.  Χαμογελά μου με αθωότητα, περηφάνεια.  Ψηλώννει λίγο τους ώμους της να καθήσει καλύτερα, μα δέν φτάνουν τα πόδια στο πάτωμα καλά.  Της φέρνω σκαμνάκι.  Αγγίζει τα πλήχτρα με σιγουριά, και με κοιτάζει πλάγια περιμένωντας να της δώσω εναρκτήριο νεύμα της κεφαλής.  Ψηλώννω το αριστερό μου φρύδι και αρχίζει.   Νότες αργές αλλά σίγουρες.  Γελώ μέσα μου, έχει διαβάσει πάρα πολλά, όπως της είπα.  Τελειώνει το κομμάτι, άψογα παιγμένο, και με ρωτά ερωτήσεις. "Εδώ στη δεύτερη σελίδα έπαιξα το φόρτε καλά?" "Ναι Σοφούλα, να αναπνέεις αμέσως πρίν, θα είναι ακόμα πιό καλά" "Οκ." Ξαναδοκιμάζει.  Σφίγγει τα χείλη για να συγκεντρωθεί. "Έτσι?" "Ναι!.    Άλλες ερωτήσεις έχεις?" "Έχω.   Εδώ δυσκολεύτηκα με το ρυθμό.   Μου πήρε 3

Αντί στο δάσος οι απαντήσεις, εν μπροστά στη μύτη μου.

Εικόνα
Εντύθηκα με τα ρούχα του δάσους, ήταν ωραία μέρα, ζεστή χαλαρή.  Το αυτοκίνητον αρνήθηκε να με πάρει στο δάσος, οδήγησεν  τζι επάρκαρεν πεισματάρικα στη μέση της πόλης.  Επαρπάτουν για πολλές ώρες τζι έφκαλλα φωτογραφίες ούλλα τα ενδιαφέροντα πράματα που εθώρουν.  Έφτασα ώς τη διπλανή πόλη, τζιαι μετά πίσω.  Εφκάλαν νερό τα πόδια μου, τζι έν ανάπνεα που τα καυσαέρια στο τέλος. Επήα πρώτα για καφέ/ντόνατ(ς)  (γκλούππ, δύο) για να πάρω δυνάμεις,   τζι έμπηκεν τούτος ο τύπος μές το parking lot.  Εξηνταπεντάρης τζιαι βάλε, με παλιόν αυτοκίνητον ούλλον αδρωπιάν.   Εκατέβηκεν τζι επέρασεν που δίπλα μου την ώρα που εμασούλουν το ντόνατ που το χαρτούιν του ακουμπημένος πάς το ττογιότα μές το ηλιούιν.  Ray-ban aviators.   Επαρπάταν με τζιύλημαν άνετον καλοεξασκημένον, εμύριζεν κολώνιες του 1985, ντυμένος τζιήν στενά τζιαι φανελλούαν Led Zeppelin, με το μουσούδιν του τζιαι τα τζιελλωμένα του μαλλιά τα σέξικα.  Αλυσιδούες, ρολόιν χρυσό.   Άσπρες δερμάτινες πολυθρόνες.  Γαμά τζιαι ρέσσει, σί

Πείραμα με τον 'αντρισμό'. ...για να μήν είναι θεωρίες μόνο.

Μέρα φθινοπωρινή, μέρα λαμπερή, κατακόκκινη με τα νεκρά φύλλα να στολίζουν την άσφαλτο και τον κήπο στη μικρή αυλή.  Οι γειτόνοι μαζεύουν με πλατύδοντες χτενιές τα πεθαμένα και πεσμένα φύλλα που έχουν κιόλας καφετίσει βρεγμένα όπως κοιμούνται αιώνια στο γρασίδι και τα πετούν σε ανακυκλώσιμες τεράστιες όρθιες χαρτοσακούλες αγορασμένες απο πέρσυ, μουλιασμένες και ζαρωμένες σε κάθε αυλή.   "Καλημέρα κύριε Γκήνσμπερκ.  Πασκίζεις πρωί ξημέρωμα?"   "Τί να κάμω?  Κάθε χρόνο τα ίδια, να δούμε αν θα είναι το τελευταίον μου μάζεμα φέτος, χαχαχαχα".   Μακάβριο χιούμορ γέρου.  Ιδρώννει και κρέμμεται η κοιλιά του έξω πλαδαρή, μα όχι της καλοπέρασης, της κλεισούρας των γειρατιών. Ξύπνησα στις πέντε με ρίγος.   Τρέχει ο νούς.  Ψές έκαμα καυγά τρικούβερτο με μιά πελάτισσα πρίχτισσα.   Προετοιμάζω το γιό της να πάει στο κονσερβατόριο.  Ταλέντο ο μιτσής.   Κάααθε βδομάδα θέλει να της λαλώ ακριβώς τί μαθαίνουμε, πού βαδίζουμε, πότε είναι το γραπτό,  αν εχω ξαναπροετοιμάσει άλλον (&

Κοτζιάκαρη, ερωτεύτηκα σε.

Σκηνή στο μαζικής αλλαγής λαδιού καράζ την απρόσωπη αλυσίδα που λαλούν Jiffy Lube.  ("Λάδκιασμα στο Άψε Σβήσε".)   Κόσμος μπαίννει με τ' αυτοκίνητα στο ψηλοτάβανο χώρο που μοιάζει με νοσοκομείο.  Κρέμμουνται φιδίσια μακρυά λάστιχα που το ταβάνι που πάλλουνται με υγρά σάν τους ορρούς.  Λάδι της μηχανής, των στόπερ, του τιμονιού, των ταχυτήτων.   Οι μηχανικοί με στολές μπλέ σάν τους νοσοκόμους, αξύριστοι, κατάμαυροι τζιαι άλουτοι.  Κακοπληρωμένοι μετανάστες.   Περιμένεις την σειρά σου.  Παρκάρεις το αυτοκίνητο σου πάνω που το λάκκο, δίπλα που άλλα αυτοκίνητα με βιαστικούς που θέλουν να αλλάξουν το λάδι πρίν τη δουλειά.  Έξω βγήκε ο ήλιος πάνω απο τα κτίρια την αυγή.  Μυρίζει εξώστ τζιαι καφές για τους πελάτες ("please take a complimentary cup of coffee").   Μόλις παρκάρεις πετάσσουνται πάνω σου τρείς μηχανικοί, βάλλουν τες πληροφορίες σου στο κομπιούτερ με επαγγελματικό ύφος τζιαι θωρούν την ιστορία του αυτοκινήτου. Έρκεται στο παράθυρο μου ο μάστρος, ζητά μου ν

Ιδανικός κυπραίος άντρας. 3

Ο ιδανικός άντρας ο κυπραίος, έν φοάται τον εαυτόν του.  Εν βράχος αμα εν ώρα να στηριχτεί κάποιος πάνω του σε στιγμές δύσκολες της ζωής, πένθος, προβλήματα στο σπίτι, άγχη.  Αλλά έννεν βράχος ποτζιήνους που πνίει τα δικά του συναισθήματα για να δείξει δυνατός επειδή 'έτσι πρέπει'.  Στηρίζει, αλλά ταυτόχρονα μπόρει να μιλήσει για το φόβο που του επροκάλεσεν η κατάσταση, εκφράζει τη λύπη τζιαι την ανασφάλεια.  Την ώρα που στηρίζει έν ξεχνά τον εαυτό του.  Λαλεί "στηρίχτου πάνω μου"  (στην Χ, στον Φ, κλπ)  αλλά λαλεί  "εν ξέρω αν είμαι τόσο δυνατός, έχω τζι εγώ μή σιγουριά, φοούμαι, είμαι ευάλωτος, μα εννα προσπαθήσω όσο μπόρω να στηρίξω.  Στηρίζω επειδή μπόρω, όι επειδή εν ο ρόλος μου, όι επειδή αν δέν στηρίξω εννα ππέσεις, εννα έρτει η σειρά σου τζι εσένα -τζιαι τούτον ελευθερώννει με να υπερβώ το φόβο μου".   Ο άντρας ο ιδανικός αναγνωρίζει οτι έννεν υπερανθρωπος που χώννει τα αισθήματα για να δώσει σε άλλους την εικόνα του προστάτη χωρίς ανάγκες.  Εν κτητι

Ιδανικός κυπραίος άντρας. 2

Θα κάμνω μιά λίστα μικρή κάθε μέρα για λλίγες μέρες  με χαρακτηριστικά που θα έθελα να έχουμεν εμείς οι άντρες οι κυπραίοι, my self included.  Some of them are controversial  (disclaimer:  the views expressed in these thoughts don't necessarily reflect opinions of the author or the affiliated blog -που λαλούν τζιαι οι δικηγόροι)   Απλά ψάχνω κάποια όρια, μερικά λλίον ασυνήθιστα που ίσως ξενίσουν.  Μερικά έχω τα, άλλα είδα πάς σε φίλους μου ωραίους, άλλα εκρυφάκουσα τα που  αγνώστους σε δημόσιους χώρους οταν πάω μόνος μου να κάμω 'ανθρωπολογία' για να κατανοήσω τη φύση του άντρα, άλλα είπαν μου τα φίλες μου που γυρεύκουν 'εναν καλόν άντρα' τζιαι συνεχώς απογοητεύκουνται'.   Άλλα φαντάζουμαι τα.  Κάμνω ενα κράμα, να δώ τις σκέψεις του αναγνώστη..    Ίσως εν ουτοπικά όσα σκέφτουμαι, τζιαι λλίον μονόπλευρα, αλλά έν είμαι φιλόσοφος, είμαι απλά ενας άνθρωπος αισθήματα γεμάτος τζιαι πλευρές που έρκουνται μεταξύ τους σε σύγκρουση επειδή άλλην μου εδείξαν άλλην μου εμπή

Άντρες Κυπραίοι. Μάνα μου μας τους καημένους. No1

Εισαγωγικό. Είμαι άντρας κυπραίος που για χρόνια είχα αισθήματα τζιαι δέν το ήξερα.  Όπως πολλοί (οι περισσότεροι...) άντρες κυπραίοι.  Καλά, έν είμαι πλέον έτσι.  Τωρά είμαι άντρας κυπραίος μεταλλαγμένος, version 9.0, all the bugs and viruses have been (mostly) taken out τζιαι τα windows μου δουλεύκουν τέλεια εώς θεϊκά πλέον, εξεπέρασα τα κουσούρια τζιαι τις συναισθηματικές αναπηρίες που μου άφησεν το μεγάλωμαν μου σε μικροχώρον που στους άντρες έν επιτρέπεται να έχουν συναισθηματική διέξοδο ή να εκφράζονται καθόλου τζιαι καταλήγουν ούλλα τους τα συναισθήματα που νιώθουν πουμέσα τους να μεταφράζουνται σε νεύρα ή πάθος για τη μάππα.   Τωρά που τα εξεπέρασα τζιαι θωρώ καθαρά τζιαι μπορώ να μιλώ ελεύθερα για όσα έχω μέσα μου, λυπούμαι.  Λυπούμαι μας που μας ελαλούσαν που μωρά με λόγια τζιαι έργα οτι ΕΝνεν καλά να  έχουμε συναισθήματα, μόνον οι πούττοι κλαίν, μόνον οι μότες λαλούν οτι εν πληγωμένοι, πρέπει να είμαστεν μάγκες, βιλλάες, σκληροί, ποθητοί, όμορφοι, γεναικάες, άκαρδοι, να μ

Επιάσαν μας οι σιοίροι

Προβλέπεται δύσκολη εβδομάδα, με τα αντισηπτικά χαρτομάντηλα να μου ξερανίσκουν τα σιέρκα κάθε ώρα, τζιαι να αχχώννουμαι συνέχεια αν θα κολλήσω ή όι.  Την παρασκευή ακύρωσα 7 μαθήματα διότι στην ιδιωτική σχολή που διδάσκω εχτύπησεν ο ιός τον χοίρων τζι αρρωστήσαν καμμιά 50ρια άτομα.  Τζιαι σήμερα μαθαίννω οτι έχω δυό μαθητές (που θα εθώρουν το απόγευμα στα σπίτια τους)  βαριά άρρωστους στο νοσοκομείο.  Το κακόν έναι οτι αμα αρκέψει ο ιός να μπαίννει στα σχολεία πανικοβάλλουνται ούλλοι (τζιαι λλίο με το δίκιο τους α?)  κλείουν, τζιαι θα χάσουμε πολλά ιδιαίτερα μαθήματα τον επόμενο μήνα.  Εμένα στ' αρχίδια μου αν κολλήσω, έχω πολλά δυνατό οργανισμό που πολεμά τα διάφορα μικρόβια που μου φτύννουν/αψιουρίζουνται/βέχχουν καθημερινά οι μαθητές -έχω ανοσία, έν παθαίννω κρυολόγημα ποττέ μου.  Αλλά έν θέλω να αρρωστήσουν τα μωρά μου, εν επικίνδυνο.  Άρα με την παραμικρή υποψία αρρώστιας στα σπίθκια που πάω εννα ακυρώννω, τζιαι σικκιμέ. Νευριάζω που έχουν ούλλοι τα πιάνα τους ξημαρισμένα.

Οχτώ φεγγάρια

Εικόνα
Άμα σταθώ ώρες πολλές μές τη ψύχρα της νύχτας, καπνίσω πολλά τσιγάρα, σκεφτώ για μουσικές, δέρω το νού τζιαι ξεζουμίσω τον (με μαζοχισμό, όπως μου είπεν ένα πλάσμα που του ακούω)  πρώτα νιώθω πόσον όμορφον εν το φεγγάρι με τρόπο κτητικό:  βλαστούν μέσα μου ούλλες οι αναμνήσεις που έχω για το φεγγάρι.  Τούτον ονομάζεται 'ρομαντικόν' τζιαι πηγάζει που την Ιδέα που έχω για το φεγγάρι σύμφωνα με την ανάμνηση που έχω "τί σημαίνει φεγγάρι".    Άρα έννεν το φεγγάρι πραγματικά που θωρώ, εν μιάν εικόνα που μου ξυπνά αισθήματα τζι ιδέες που το παρελθόν.  Καθρεφτίζεται δηλαδή το φεγγάρι που κουβαλώ μέσα μου.    Τζιαι το αληθινό το φεγγάρι, που κρέμμεται μόνον του τζειπάνω χωρίς να ενοχλά κανέναν, χωρίς να ζητά που μάς να έχουμεν αναμνήσεις ωραίες να κολλούμεν πάς το αδιάφορο του πρόσωπο.   Έν το Θωρώ.   Εν τον εαυτό μου που θωρώ, επειδή είμαι άθρωπος τζιαι αν δέ θωρώ τον εαυτό μου πάνω στο Έξω, νιώθω ανασφάλειαν. Δηλαδή, άμ