Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2009

Φεγγαρομέθυστος 2

Σήμερα περιγράφω τη δύναμη που έσιει μέσα του ο άθρωπος που έσιει σκοπό στη ζωή του. Τη δύναμη που λειτουργά σοφά, ανεπηρέαστα, τζιαι το περιβάλλον έν την αλλάζει ότι τζιαι να συμβαίννει. Άκου που προχωρά ο χρόνος τζι έρκουνται πράματα διάφορα, μα η μελωδία της δύναμης παρουσιάζεται απαράλλαχτη τζιαι νικά όσα της απαντούν. Άκου πόσον ηρωική ξεπετάσσεται συνεχώς μέσα που τα συμβάντα τα καθημερινά ή τα ασυνήθιστα, ακόμα τζιαι που μές το πένθος ή τζιαι την απότομη αλλαγή. Τούτη η δύναμη κάθεται τυλιγμένη κάπου μέσα, τζι αμαν την αφήσεις να αντιναχτεί, έν σε κρατά τίποτε. Γυρέφκεις το σκοπό σου, το πάθος σου, αν το είσιες πάντα, καλώς. Αν ψάχνεις να το έβρεις τζιαι φακκάς ποτζιή ποδά χωρίς να βρίσκεις τούτον που νομίζεις έπρεπεν να έσιεις στη ζωή σου, έν σιουρκάζεσαι. Μήπως έννεν το σκοπό που έπρεπεν να γυρεύκεις? Μήπως εν πρώτα τούντη δύναμη που πρέπει να ανακαλύψεις? Έτην. Ρέει. It dominates the background. Τα σκοτεινά τζιαι συχχιστικά πουπίσω της μελωδίας εν σαν τες πέτρες στη

Mondestrucken/Φεγγαρομέθυστος

Έγραψα έναν κομματούδι για πιάνο σήμερα το ξημέρωμα γλυτζιύν, νάκκο σκοτεινόν, ασημένιον. Ήρτεν μου την ώρα που έκαμνα μπάνιο μεταξύ σαπουνίσματος τζιαι σιαμπού. Έτο σε rough form, με όι πολλά καλόν ήχο, Βασικά είχα ξυπνήσει δημιουργικά ερεθισμένος (οι άντρες συνθέτες έχουν μιάν ειδικήν πουλλού της δημιουργίας η οποία όπως την κανονική που το πρωί πιάννει την η όρεξη ξυπνά τζιαι θέλει να ενεργήσει ερωτικά) εξύπνησεν λοιπόν η πουλλού μου του πνεύματος τζι έθελεν να ερωτευτεί γλυκά μιά πλευρά μου παλιά που έχω αφήσει πίσω. Εμίλησα της πρώτα της πλευράς, ψιθυριστά. Εκοιμάτουν δίπλα μου, εχαϊδευκα την τζι ετύλια τα μαλλιά της γυρόν που το δάκτυλο μου το μικρόν γεμάτος έρωταν. Άκουα την που ανάπνεεν στον ύπνον της το βαθύν -χρόνια είχε μείνει άγρυπνη η φτωχή, άδικα άγρυπνη, είχε αγριέψει, τα μάτια της ήταν πάντα κατακόκκινα τζιαι σκοτεινιασμένα συνέχεια. Μάνα μου την πλευρούδαν μου την πρωτόγονη, τζιαι δέν την άκουεν κανένας τότε, έσιει το παράπονο. Έν έξερεν ποττέ της να ξ

Ο μουεζίνης, ο ρόζ πάνθηρας, ο σιωπηλός πιανίστας, ο γυμναστής, τζι ο Διάσπορος παρέαν.

Το ήσυχο παχουλλό κοπελλούδι με τα ίσια μαλλιά κάθεται στο keyboard στη μέση του σαλονιού, παίζει αμίλητο τον Ρόζ Πάνθηρα που του έδειξα, τζιαι το Thriller του μάϊκκολ J.,  -έθελεν η γιαγιά του να του το μάθω.  Κουτσουφλά συνεχώς, θωρεί με νάκκο φοητσιασμένα έστω τζι αν το χαμόγελον μου προσπαθεί να τον χαλαρώσει έσιει ένα χρόνο.  Μάλλον φωνάζουν του οι γονιοί του συνεχώς, έχουν τον αυστηρά, σίουρα εν χαμηλή η αυτοπεποίθηση του επειδή εν παχουλλούδιν τζιαι πειράζουν τον στο σχολείον οι γάροι οι μιτσιοί.  Πάντως ταλέντον έν έσιει τίποτε αλλά χαίρεται ο καημένος να παίζει.  Τζιαι θέλω να τον βοηθήσω.  Έν μ' αφήννει εύκολα όμως.   Σήμερα σκοτώνει τον ρόζ πάνθηρα, τριβιτζιάζουμαι αλλά έν το δείχνω καθόλου τζιαι παροτρύνω τον.   Ξάφνου, όπως κάθε βδομάδα, αρχίζει η δοκιμασία μου. Σαν κάμνουμε μάθημα στο βουβό του σαλόνι, το ρολόι τοίχου πουπάνω μας με τες αραβικές λέξεις αρχίζει να τραγουδά μόνον του στη διαπασών..   "Αλλλάαααααααααααχ,   άκπαρρρρρ.".   Όπως κάθε βδομά

Πνευματικοί καταναλωτές, τζι ο γκούρου ο ανεύθυνος.

Στην αμερική, ούλλους τους καλούς και σκέπτοντες ιντελλεκτιουαλς ή τους νεοχίππηδες που έχουν λεπτό συναισθηματικό εσωτερικό κόσμο ο οποίος συνήθως αριστερίζει (κρίμας για αριστεροί που έναι, μόνο στα χαρτιά -φορτωμένοι ενοχές για το φύλο τους, τη ράτσα τους, την πόλη τη χώρα τους κλπ κλπ παράλογα που σκέφτονται χωρίς δράση ή κοινωνική προσφορά, τέλλεια narcissists) ούλλους τούτους ενδιαφέρει τους η λεγόμενη 'πνευματική ανάπτυξη', η ψυχολογία, η ψυχοθεραπεία, τα βιβλία για την αλλαγή της ζωής, για την 'ευτυχία'  τζιαι ούλλα τα παρεμφερή.    Πιστεύκω τζιαι γώ στην αυτοθεραπείαν, τζιαι στη ψυχοθεραπεία  -άμαν το πλάσμαν ξέρει να μπαίνει βαθειά στον εαυτόν τζιαι θέλει να Μάθει.  Αλλά αρκετοί που τούτους κάμνουν το τέλλεια επιφανειακά, όχι βαθειά.   Ακολουθούν διάφορους γκουρού ή δασκάλους σάν τα αρνιά, τζι ότι τους πούν κάμνουν επειδή θέλουν μα πολλά πάρα πολλά να βρούν την ευτυχία.   Αλλά έν θέλουν να δουλέψουν καθόλου, τζιαι νομίζουν οτι μπορείς να μάθεις τον εαυτό σου χ

Ξημέρωμα στο πάρκινγκ του ντοναττάδικου

Εικόνα
....ανατολή ηλίου στο πάρκινγκ του Dunkin Donuts.  Πετά απο πάνω το περιστέρι, υπάρχει η περίπτωση να μου χέσει περιπαιχτικά πάνω στο αυτοκίνητο μου, άσπρο βρωμερό κομήτη στο παράθυρο ή στα μάτια.  Μου αρέσει αυτό το ρίσκο, και προσπαθώ να το φωτογραφίσω.  Δέν μου χέζει (σήμερα). Οι γερο κινέζοι παίζουν ντάμα.   "να σας φωτογραφίσω?"  Έν μιλούν αγγλικά, δέ θέλουν να φανεί το πρόσωπο, αυτό το καταλάβω εύκολα απο τις χειρονομείες τους (μα εκάβλιασες με?).  Μυρίζει καυσαέριο φρεσκοκαμμένο, ντόνατς της κανέλλας, καφέ με ζάχαρη, τσιγάρα  (οι κινέζοι πίννουν 555 σάν τους χτιστάδες του '70 στην κύπρο) . Ήλιε, εσύ που  είσαι τόσο σέξυ άντρας, ακόμα και όταν σκαρφαλώνεις πάνω στα βρωμοχτίρια που μου αρέσουν τόσο πολύ την αυγή πρίν γεμίσουν καημένους γραφειοδέσμιους γραβατάδες καταναλωτές καπιταλίστες οικογενειάρχες προαστειόπληχτους, ήλιε καβλιάρη, πώς γίνεται κάθε μέρα να θαυματουργείς πάνω μας, χωρίς να ζητάς τίποτε?   Τί διάολο Όν είσαι που δέ ζητά, μόνο δίνει, αλλά

Ιεροσγάμος.

Το νέο μου κομμάτι, για καμπάνες. Συνταγή: Πιάννεις την κόρη σου όππα, διάς της ένα ξύλο. Βουράς με ρυθμό μπροστά που τες σωλήνες. -------------------------------------------------------------- Σήμερα στο δάσος άφησα να φύγει κάτι που με εκρατούσε αιχμάλωτο 20 χρόνια. Δέν ήμουν μόνος μου. Έφερα τους δαμέ. Έδειξα τους το Σπίτι μου. Έδειξα τους την Καλύβα μου. Ευχαρίστησα τους. Εσυχχώρεσα τους. Έν εδείλιασα να πώ όσα είχα να πώ. Μετά, το απόγευμα, ένα άλλο σημαντικό πράμα εστέριωσε, εμπήκε στον τόπο του. Ξέρω απο σήμερα οτι πράγματι είμαι ελεύθερος, έννεν η φαντασία μου. Ήρτεν τζιαι ήβρεν με το αθάνατο νερό, η Πέτρα τους Φιλοσόφους που ελαλούσαν οι αρχαίοι. βρήκα τη Χώρα της ελευθερίας, τζιαμέ που ανήκω/ανΟΙκω. Εν θαυμάσια χώρα, με γάργαρα νερά, λειβάδια καταπράσινα, χορεύτριες αρχαίες που στέκονται αριστερά δεξιά μου συνέχεια, κανένας έν γερνά, τζι ούλλα που γίνονται έχουν τον τόπο τους τη σοφία τους. Ναι. Είμαι ο Εαυτός, μέσα κι Έξω το ίδιο. Coniunctio λαλούν το. Τζι

Το παραμύθιν του βατράχου, του γέρακα, τζιαι του κυκλώνα.

Φίλε Ακέρα, παραμυθά πάsh, να με συχχωρείς σήμερα, ήρτεν μου παραμυθούιν, μέν το κρίνεις σκλερά γιατί έν το εδούλεψα, εν γραμμένον σε είκοσι λεπτά, έτσι όπως μου έφκηκεν ολόκληρον.  Αφιερώννω σου το. ----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Μιά φοράν τζι έναν τζιαιρόν μές τη μέση μιάς καταιγίδας που εκατέβηκεν που τον ουρανό σάν το κοπάδιν λιονταρκών που ππέφτει πάς τες αντιλόπες, στη μέση των βίτσων του νερού τζιαι του πελλοαέρα, την ώρα που εγύριζεν η καταιγίδα θεριεμένη να εξελιχτεί σε κυκλώνα, τζιαμέ, πάς την ώραν τούντης αλλαγής μές το δάσος που το εκατασπάραζεν ο σίφφουνας εκάθετουν ένα βατραχούιν πράσινο σε βράχο πάς την όχθην του βάλτου του σπαρμένου με θάμνους κατακόκκινους του φθινοπώρου, τζιαι περιτριγυρισμένου που δέντρα πανύψηλα.  Εσίουνταν τα δέντρα τζι εφακκούσαν μεταξύ τους τα ξύλα, εσπάζαν, επετούσαν τα φύλλα ανεξέλεχτα, μα το βατραχούι δέν εφάκκαν πένναν.  Μιτσήν όπως ήταν τζιαι λοίο,

Night, overexposed. Day, underexposed.

Εικόνα
Όσα δέ βλέπουν τα μάτια μας τη νύχτα..... Τα φύλλα ακόμα είναι κίτρινα, και μές το σκοτάδι!! Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ανοιχτά, ορθάνοιχτα μάτια, ώρα πολλή. Τα φύλλα που βιώννουν ενα θάνατο φαίνονται καθαρά.   Όσα δέ βλέπουμε, τη μέρα. Όταν κοιτάξεις τον ήλιο κατάμματα, με μισόκλειστα τα βλέφαρα το φώς του είναι κάτασπρο. Σαν τη πηγή της ζωής. Διαλεξε.

Νύχτες άγρυπνες, ξημερώματα αγουροξυπνημένα

Βράζει ο νούς μου πόψε σάν τον χυμόν του σταφυλιού που εξίνησεν επίτηδες τζι εβάλαν τον στον αποσταχτήρα να κάμει αλκοόλ.  Ποιός θέλει να γίνει ολόκληρος αλκοόλ?   Μετά, αμα γίνει κάποιος αλκοόλ, ποιού το δίνεις να το πιεί? Τούντες μέρες ρέω, θάλασσα οινοπνεύματος το είναι, κι ανακατατάσσουμαι, στεριώννουν οι νέοι κανόνες και οι μή κανόνες, αλλάσσει η ύλη μου.    Μιάν πάνω μιάν κάτω.   Με απότομες κινήσεις πλοίου που ταξιδεύει. Ζαλισμένος μές την κίνηση μαθαίνεις να ζείς μες το νέο σου δέρμα.   Μεθυσμένος. Η ακινησία σίγουρα φέρνει σταθερότητα, και η ροή την κίνηση.   Γιατί να κυνηγάς τη σταθερότητα, τί έχεις να χάσεις πραγματικά αν αφήσεις τη ροή να σε βρεί? Το καινούργιο  συνουσιάζεται με παλιό, το σύν με το πλήν.  Για να βρούν τον κοινό παρονομαστή.  Κι αυτό φέρνει ζάλη, μέθη.   Και δέν μπορώ να κοιμηθώ.  Μεθώ που το κρασί μου.   Και ξυπνώ που τες 2 το πρωί μές την υπερδιέγερση του δικού μου βραστήρα. Αγρύπνια, η πηγή της έμπνευσης. Αγρύπνια, κόρη της μάθησης. Αγ

Η τέχνη του "Ακούω".

"'σπέραααα." "χαιρετώ σε, ξεκουράζεσαι?" "Ναι, τί μου γίνεσαι εσύ σήμερα?" "Έν είμαι καλά" "Γιατί?" "Δέ ξέρω, εξύπνησα έτσι.  Ζαβός.   " "Όχι."   (παύση)   "..ξέρεις.  Ξέρεις καλά." (παύση) "Ξέρω?.." (παύση) "Ναι." (παύση διπλή) (αναπνοή) "Ε, ναί.   Ξέρω τί έχω." "Σ' ακούω, αν θέλεις." (Ακολουθεί ποταμός αισθημάτων και ερωτημάτων υπαρξιακών και μή) ------------------------------------------------------------------------------------------------------------ Επανάληψη σκηνής, με την ενέργεια του "Σ' ακούω"  να πάλλεται ρευστή μεταξύ των γραμμών: "'σπέραααα." {ήξερα οτι θέλεις να μιλήσεις κάποιου που σ' ακούει, περίμενα το τηλεφώνημα σου, χαίρομαι που πήρες,  πάρα πολλά.  Είσαι έτοιμος?    ΑΚΟΥΩ  ΣΕ,  ΑΝΟΙΞΑ ΚΑΙ Σ'  ΑΚΟΥΩ. } "χαιρετώ σε, ξεκουράζεσαι?" {Χαμογελώ εσω

Κακοκκεφκιά

Ξυπνάς, τζι ούλλα εν καλά.  Έν σου λείπει τίποτε, είσαι γεμάτος, μέσα τζι έξω.  Εκκρεμότητες έν έσιει πολλές να σου τσιμπούν το νού με περιττές σκέψεις.  Τα οικονομικά έννεν τραγικά.  Ούλλα που πρέπει να δουλεύκουν μέσα σου δουλεύκουν σάν το ρολόϊν.  Σηκώννεσαι που το κρεβάτιν τζιαι νομίζεις οτι η διάθεση σου πρέπει να καθρεφτίζει όσα "πάνε καλά"  -δηλαδή πρέπει να κοιταχτείς στο γυαλί και να 'σαι χαμογελαστός, το δέρμα σου ναναι ροδαλό και τσιτωτό, τα μαλλιά σου τέλεια, να χαχανίζεις επειδή βρίσκεις τα μάτια σου αστεία.  Κλπ. Ε τότε, γιατί ενώ ούλλα πάν καλά, έσιει μέρες που ξυπνάς με ανεξήγητο angst, εσωτερική πίεση αδικαιολόγητη, βάρος, μουσική φανταστική στο μυαλό να παίζει marcia funebre για σένα? Γιατί? Τί ξέρει το μυαλό σου και δέν το μολογά? Πρέπει να τα ξέρουμεν όλα όσα σκέφτεται με τη γλώσσαν του την κρυφή, τη χωρίς λόγια? Εκείνη που μας αλλάζει τη διάθεση ανεξήγητα σάν τες παλίρροιες που φέρνει το φεγγάρι.. Το λοιπόν, εξύπνησα σήμερα ζαβός, σάν το

Χιονίζει τζιαι μαειρεύκω

Εν Οκτώβρης, μέσα του Οκτώβρη τζιαι ήδη χιονίζει σήμερα.  Έππεσεν η θερμοκρασία στο μηδέν τζιαι αρκέψαν οι νιφάδες χοντρές, βαμβακερές, καθόλου βιαστικές να κατεβαίνουν που τα σύννεφα σάν φτερούθκια πουλιού που μαδά τζιαι χάννει τα πούπουλλα τα μαλακά της κοιλιάς του την ώρα που το ξιππάζει ο αετός με απότομη ακκαμμαθκιά.  Κάτω που άλλες συνθήκες έν θα με έκοφτεν, μάλιστα θα έτρεχα να φορέσω τα περιβόητα μου 'ειδικά' ρούχα  (άχ, βίτσιο που απέχτησα)   στο δάσος για να κάτσω σε μιάν ήσυχη ράσιη γρανιτένια να γύρω την κεφαλή πίσω με κλειστά τα μάτια τζιαι χαμόγελο σάν πέφτει πάνω μου τσιμπηδερό το χιόνι.  Κάτι έτσι φάσεις θυμίζουν μου πως είμαι ζωντανός.  Αλλά εν δαμέ ο Πατέρας Διάσπορος με τη Μάνα Κουράγιο, επίσκεψη 10μερη.  Οπότε θέλουμε να κάμουμε πράματα όπως σούβλες τζιαι ταξιδάκια σε φάρμες να κόψουμε μήλα φρέσκα που εν εποχή τους, τζιαι δέν μπόρουμε.  Ντάξει, έν τζι έκαμε καμιά χιονοθύελλα τροφαντή που στρώννει χιόνι σωρό, εππέσαν μερικές χιλιάδες νιφάδες που ελύσαν μόλις

Άμα σου χύ**ει ο ασβός..

Ήμουν στο δάσος εχτές τζι  έφκαλλα πάλε φωτογραφίες  τζι εκατέβηκα ένα λοφούδι σε μιά λαξιάν που έτρεσιεν νερό για να δώ που κοντά ένα θάμνο πολλά ωραίο.  Ε,  επίσης ήμουν κατουρημένος πολλά τζιαι επροσπάθουν να έβρω έναν τοπούδι να ξαλαφρώσω Σάν εκάθουμουν δίπλα του θάμνου τζι έκαμνα όμορφες ρομαντικές σκέψεις χαϊδεύκωντας  τες ραβδώσεις των φύλλων με το βλέμμα τζιαι κατευθύνοντας  το υγρόν πύρ στο χώμα,  επρόσεξα ένα ζώο μικρό μαυρόασπρο κάπου τέσσερα μέτρα μακρυά, να έρκετε κουνιστό, λυγιστό, τζιαι να σιύφκει για να πιεί νερό με την ησυχία του με την ουρά την φουντωτή στον αέρα.  "Αμάαααν", σκέφτουμαι τζιαι κόφκεται μου η ροή,  "Επιάσαν μας". Ένα ζώο μαυρόασπρο με φουντωτή ουρά, το περιβόητο skunk, ασβός, -τζιήνος που το μίκυμάους "Ρόζ Πάνθηρας" που εθωρούσαμεν παλιά, τζιήνος που εβρώμεν, ο 'γάλλος' τάχα που εβούραν την καττούαν συνέχεια πουπίσω να τη γαμήσει τζι έν του εκάθετουν.   Φανταστου τωρά τη σκηνή:  Εγώ δίπλα που το θάμνο, με το καπελ

Macro-Micro, και τα φύλλα του φθινοπώρου

Εικόνα
Πέρσυ έτσι καιρό άρχισα μιά τεράστια διαδικασία, εφύτεψα ένα σπόρο μές τον εαυτό μου τζι επότισα τον, επεριποιήθηκα τον, εμεγάλωσεν, επέρασεν καταιγίδες, περονόσπορον, στάχτη, αέρηδες, ήρταν να τον φάν οι ποντιτζοί, έπιασεν ακρίδες, αλλά ένιωσεν  τζιαι ήλιον πολλύν τζιαι νερά δροσερά, ήρτεν τζιαι το φεγγάρι σε κάποια φάση να το ασημίσει με το φώς του.  Επίστεψα οτι ο σπόρος τούτος θα μεγαλώσει να κάμει καρπόν.  Επίστεψα το τζι επολέμουν να τη ζήσω ώς το τέλος της ολόκληρη.   Έ, έκαμεν κορμό, κλαδιά, φρούτα το δέντρο μου, τρώω τον καρπόν του τζι εν γλυτζιύς μέλιν.    Τρώω τον τωρά, τζι εμέθυσα, περπατώ μεθυσμένος.      Now what? Έ, φυσικά, πάμε σε άλλη διαδικασία νέα, φρεσκότατη, δυσκολότερη, για να μέν επαναπαυτεί ο οργανισμός τζιαι βολλίσει μές το θρίαμβον ή πιστέψει οτι ξαφνικά Ξέρει.  Έν ηξέρει τί-πο-τε.   Αμα αποφάσισεν μιά πλευρά σου είσαι πάντα μαθητής, ποττέ σου έν ξανακολλάς έννε??   Τζι αμαν αποφάσισεν η άλλη σου πλευρά να είσαι πάντα δάσκαλος, τότε εκάμεται αχτύπητο δίδυμο

Το Φαϊ, και η ελευθερία

Εικόνα
Φκέννουμεν έξω.  Σε σινεμά κουλτουριάρικο, γελούμεν καλά, μετά σε εστιατόριο χαμηλόφωτο, ακριβό κλπ κλπ, δήθεν με φαϊ καλό.   Σκατά πατημένα σε πιάτο.  (έχω περίεργα ψηλά στάνταρτ -το φαϊ πρέπει να μαειρεύκεται με σεβασμό, αλλιώς νεκατσιώ). Πίννω ρούμι.  Πίννω κρασί ροζέ  (που εν τζιαι της μόδας τάχα).    Έρκουνται τα appetizers.   Ανούσια, κρύες οι σαρδέλες στα κάρβουνα, όι της ώρας.   Τα παντζάρια με τη ρικόττα νερουλά.  Το preserved lemon πικρό.   Έρκεται το φαϊν.  Πρόχειρα, μηχανικά ψημένο.  Αφού καταλάβω.  Φταίω ολά?.  Πολέντα με μανιτάρια του δάσους, λουκάνικο ισπανικό.  Τα μανιτάρια ήταν εντελώς μικρά τζιαι βαρυψημένα, ξικάβλωτα.  Η πολέντα είσιεν ένα stick ολόκληρο  βούτυρο τζιαι μισό κιλό παρμεζιάνα, τόσο μυλλαρωτή που εμάσσεψεν η γλώσσα μου.  Μασουλώ, ποτιτσινόννω, τζιαι νιώθω την μαγειρική προσβολή στις αισθήσεις να μου χτυπά πάς τα τζιέρρατα .  Μα σοβαρομιλούν?  Εσερβίραν μου έτσι πράμα?  Μα έν δοκιμάζουν το φαϊν τους αμα μαειρεύκουν????  Loss of respect. Είπα μέν π
Και όταν ζήσεις την αλήθεια, στο χιλιοστό του δευτερολέπτου που κάνει τον κύκλο της ζωής της μαζί με την ελευθερία, χωρά ο κόσμος σου όλος. Ένα σύμπαν στο οποίο η Ζωή είναι έντονη, δέν έχει κακό ή καλό, δέν έχει ατέλειες. Σύμπαν με δικούς του νόμους. Αυτό το χιλιοστό, όταν το δείς με κίνηση τόσο αργή όσο να χρειαστεί για να αναγνωρίσει το μυαλό τις μικρές πτυχές και τα όρια του, θα απαθανατίσει ο Νούς τα σχήματα, τους πλανήτες, τους νόμους όλους, και μετά μπορεί να το μεταφράσει σε μεγέθυνση, σε χρόνο ανθρώπινο να μοιραστεί το συναίσθημα. Και για να το μεταφράσει κανείς, θέλει θυσίες. Όταν έρθει το Πνεύμα της Μουσικής να σε συνεπάρει, η στιγμή σ' αφήνει χωρίς κορμί και μυαλό, γίνεσαι ολόκληρος δοχείο να τρέξει μέσα το αθάνατο νερό, και το κορμί παύει να νιώθει πόνο. Όταν τελείωσε το κομμάτι, κατάλαβα πως τρέχει αίμα και στα δέκα μου δάκτυλα και μου σπάσαν τα νύχια μου όλα. Σχεδόν εξαρθρώθηκε ο ώμος, κι ο καρπός μου δέν λυγίζει απόψε. Δέν κρατήθηκα, καθόλου, τσουνάμι.

H τελευταία Αλήθεια.. VIII.

Έξι το πρωί και πάλι ξυπνώ στον ίδιο καναπέ με τον ίδιο ήλιο να μπουσουλά αργοκίνητος ανάμεσα στα βρύα του γρανιτότοιχου ανάμεσα στο χορτάρι που μεγαλώνει στον κήπο ο γέρο γείτονας ο Γκήνσμπεργκ ποτίζει τα παρτέρια του και με καλημερίζει χαμογελαστός χωρίς να τον ξενίζει το άγριο μου βλέμμα στη βεράντα δέν με φοβάται ούτε με κρίνει ούτε και διερωτάται τί διάολο μου συμβαίνει και γράφω πυρετωδώς στο κομπιούτερ με τσιγάρο στο στόμα και που με βλέπει απ' το δικό του κήπο σε τακτά διαλείμματα να ρουφώ  καφέ με θόρυβο, και να κάνω βηματισμούς ολο μεγαλοπρέπεια. Δέν τον ξενίζει καθόλου που βλέπει γύρω μου ένα Κήπο έξι πόδια διάμετρο να μ' ακολουθεί όπου πάω ολόφωτο γεμάτο δάση και πηγές αστείρευτες. Δέν βλέπει αυτά που φαίνουνται ο γέρο Γκήνσμπεργκ. Ένα νέο βλέπει, να ζεί τη ζωή του με όρεξη, κάθε πρωί στη βεράντα ένα νέο ιδιόρρυθμο που δέν ταιριάζει με αυτά που ξέρει ο ίδιος κι αυτό του προκαλεί το χαμόγελο. Τον κοιτάζω.  Εγώ τί βλέπω?   Έναν άλλον άνθρωπο να ζε

Truth is.. pt VII

Three twelve in the morning. I dreamt of  a long legged absolute stillness straddling me and woke up knowing that the truth has found me i hear a beautiful and haunting music settling it's gowns inside the piano. And through this journey together i am transformed.

Truth is.. pt VI

Εικόνα
Nine thirty. I sat cross legged in the pitch black room lit a small yellow beeswax candle breathing the carpet dust and the smoke  quietly while my veils and walls and my island's  rocks slipped into the water, and my desires peeled themselves off my skin and down into the water i sat, breathing until my body grew five times its size holding the green and red  rocks in my palms and I listened to the twelve piano preludes in their entirety of Galina Ustvolskaya's grand opus  - she was Dimitri's chosen student, a feminist, a gifted pianist, a  lover of great sensuality stubborn volatile vinegary, her dark eyes a sea of doubt oh how i love her every night though no one would approve of this happening while they are asleep in the next room -nor would they ever understand     for that matter she is my lover again tonight I hold her hands through these twelve preludes breathing their raw femininity in breathing in her musky perfume with my head do

Truth is.. pt V

Seven twenty six.   Darkness. I am laying in bed without clothes and with the overhead lights on legs and  arms outstretched hair wild, imperfect and beautiful like davinci's drawing of the Vitruvian Man outstretched and star shaped, an ancient symbol of the elements, that's me. Out into the hallway i can hear music. Out into the street, the night rolls quietly covering everything with its oily curtain. On this procrustian bed of mine I lay flat    in pure, white,  clean linens and the windows are open a little welcoming the cold october night's touch onto my shivering skin.   I am laying like a corpse having let go of Me and my selfhood floats gently mingling, mating with the air above close to the light bulb I am not anymore my selfhood nor my thoughts nor my desires nor my wishes nor my illusions nor my pain nor my love nor my anger nor my leaving nor my presence nor my gifts nor my fixations I am not anymore. i can see these eleme

Truth is.. pt IV

Six thirty five. there was an accident outside on the street this truck came out of nowhere and slammed its massive head onto an oncoming two seater Honda at 50 miles head on with a shockingly crunching sound not unlike bones breaking from jumping off of a tall building and one driver was severely wounded his head dangling unnaturally from his neck as his time stopped in its tracks and whatever he was doing on his way home was forgotten in an instant of adrenaline and fear, crashing violently, car collapsing all around him. He appeared asleep, cradled on the pillow of the air bag for a moment and then awoke screaming in vietnamese, his left eye closed. Broke both legs. Is that how you say 'mother' in vietnamese? There was some blood, i think the windshield broke and the shards showered him like diamond dust he may have lost an eye, i hear the paramedics say and the cop is directing traffic away while i am sitting on my knees at the window sill watchin

Truth is.. pt III

It is already 4:30 the day is practically dead and i am sitting  in a shallow six foot pool of vomit drawing circles in it with a stick in the middle of the kitchen drawing the entire world country by country island by island in this ocean of bile and half-digested food. There is no one here and I cannot wear these clothes anymore. No more excuses. This is my home, and i can sit naked in my own vomit if i want to. Look at me! Look at the skin on my forearms! It's really grotesque and has turned brown can't you see! stretched shredded dirty and fragile, an old cow leather shoe a dead leaf. A  thousand dead leaves, branches dangling from my arms filling my mouth with sweet brown death And my bones! Do you hear them? They are growing hastily, with loud cracks, spindly and sharp like evil mangrove roots coming out of knees, shoulders, bursting the carcass at the seams with the loudest of hisses. Am I still alive, my love? Is this the way the

Truth is.. II

I walked, pushing my legs forward uncontrollably at noon until i was lost i wanted to be very lost to feel what it is to be utterly lost and to own nothing i wanted to become one with and disappear into the bowels of this reddish  and grey clad  dirty disgusting desolate city i made my self sink under the surface of this swamp swimming in dirty water more than walking gliding sloshing in the mud puddles and the trash piles covering my head with a half-domed hood stepping into the cracked sidewalks and the dirty asphalt and into the crackhead quarter. I saw three whores. I saw a plot of purple basil. I saw an old woman wearing a chinese hat. I saw a three legged dog peeing. I saw a needle. I saw broken and burned out houses. I saw  a youth selling ice  to a strung out girl. I saw a tree turning colors. I saw the river hiding behind the elms. I saw an old man and his respirator tank, smoking, coughing uncontrollably. I saw a mother beating her daughter.

Truth is.

Saturday came crawling on its knees through the rain and it's 6 in the morning on the green clock i slept one-eyed like a  grey wolf sleeps, never dreaming crouched inside the sofa's  womanly folds and woke up confused with TV  ads thundering. there was a sudden jolt of a wake-up acid a bright yellow wake-up acid that stung my throat and clawed its way down much like  choking on fish bones or realizing that you are moments from crashing  on a dark highway's  tree lined divider. Saturday morning came crawling through the  neighbor's lilac bushes and i am bending over a gas stove looking blankly at the garden stirring the food and not screaming weathering this wet sleepy dawn in a kitchen not mine like an old captain. I am cooking saturdays breakfast of eggs and whitefish, but these are not my hands stirring. Not my knees pivoting. Not my head boiling. I have forgotten how to have hands or grey matter and the stove knows this. And the pan knows th

Φούρνος χωρίς ψητό.

Είμαι λιώμα. Τελικά η παρασκευή εν μεγάλη πολλά.  Παίζω τον μάγκαν τάχα αντέχω να διδάσκω 12 μαθητές πιντωμένους 45λεπτα τζιαι 60λεπτα μαθήματα που τες 8 το πρωί ώς τες 7 τη νύχτα, αλλά το κέρατο μου εν μεγάλη υπόθεση.  Έν υπολόγισα οτι ενναν ούλλοι προχωρημένοι τζιαι να μου ρουφούν την ενέργεια τόσο.  Θέλουν.  Θέλουν.   Εξύπνησα μές τη χαρά, είχαν μπεί στον κόσμο μου πράματα στη θέση τους τζι εβλαστήσαν κάμποι ολόκληροι, έθελα να εκάθουμουν μόνος μου να γράψω σήμερα, όι να βουρώ τον κάθε μαθητή να του διώ που τον κόσμο μου.  Εκάγρισα πολλά.   Κλεφτά, στα 5λεπτα διαλείμματα μεταξύ μαθημάτων κάθε περίοδο τζιαι στην μισή ώρα που έμεινα στο στούντιο  αντί να πάω να φάω, εκάθουμουν στο πιάνο τζι εδίουν του να άψει.   Μα ήμουν ολόκληρος μουσική σήμερα.   Εν περίεργο συναίσθημα.   Εν ακριβώς το ίδιο συναίσθημα που νιώθεις αμα πρωτοσμίξεις με κάποιαν τζιαι θέλεις να τη φάεις, έν αντέχεις, πετάσσεστε ο ένας πάνω στον άλλον μόλις πάτε σπίτι τζιαι σχίζουνται τα ρούχα που το πολλύν το πάθος

Εννιά φεγγάρια, μέρος 2.

Κομμάτι πρώτο. Γραμμένο σήμερα. Μου το τραγούδισε ψές το φεγγάρι. "Περιγραφή του ξένου βράχου που κατάπια κι έγινε τώρα δικός μου. Τον τριγυρίζω χορεύοντας, τον φιλώ, του κάνω έρωτα, με θυμώννει, τον αγαπώ, σκαρφαλώνω πάνω του, στέκομαι στην κορφή του, κατεβαίνω. Πάω να πάρω τα εργαλεία. Αρχίζει το σκάλισμα, καλέ μου."

Εννιά Φεγγάρια.

Εικόνα
my drunken she-moon rolled down and said to me after i took her naked pictures It isn't ok to sit chain smoking on a wet chair my love outside between the half-lit cloud shadows of the veranda cold after a mid october rainstorm late at night camera in hand clutched closed like an eyesocket in the middle of your palm like a peeping pervert waiting for me to undress or to do something private I'll later regret. -nothing good can come of this my love I'm a dangerous mistress. The black trees in the orchard caress incestuously under the moon's sweet alcohol light The wolves are pack-hunting rabbits somewhere in the forest's deep fog My moon-love comes inside and finds you naked sobbing in bed, my love I find you skinless and boneless and sobbing your giant butterfly rainforest tears that have flooded the bedroom with their raging rapids and rivers, a muddy, oxidized blood beige amazon streaming down your pretty face it works this time as always and I do