Η πεθυμιά.

Πόψε βαστά με το σεκλέτι. Η πεθυμιά.

Σκέφτουμαι την πεθυμιά. Πεθυμώ να πεθυμώ.

Σταματώ. Αφουγκράζομαι.

Μετά, Επιθυμώ.

Επιστρέφω.

Καταπιέζω την πεθυμιά πρίν γίνει επιθυμία.

Ξαναφουγκράζομαι.
Η καταπίεση εν σάν την κατάβαση στο βυθό, σπάζει τα τύμπανα, τις αρτηρίες, σπουρτούν τα υγρά, τσακίζουν τα κόκκαλα.

Αφήνω την να φύει την καταπίεση. Έρκεται η Επιθυμία.
Στην δύση της καταπίεσης, την ανατολή της Επιθυμίας, εκεί, ζώ μιά λεπτή γραμμή ελευθερίας που κρατά ένα χιλιοστό δευτερολέπτου. Αρκούμαι με τη γνώση του.


Γιατί εν στη φύση του ανθρώπου να καταπιέζει την πεθυμιά? Γιατί βάλλουμεν έτσι όρια?
Γιατί ο χρόνος στο μεταξύ της καταπίεσης τζιαι της Επιθυμίας να γεννά ελευθερία?

Αν μπορούσαμε να νιώσουμε το χιλιοστό σάν να ταν αιωνιότητα? Αν κάθε στιγμή μας αιωρούμαστε σ' εκείνο το μεταξύ, στο λίκνο της απόλυτης σιωπής, τότε τί?

Περπατώ χέρι στο χέρι. Κοινός ο προβληματισμός.


------------------------------------
Η πεθυμιά μου εν σάν το σπόρο που φυτεύκεται μές την καρδία μου που μόνος του, βλαστά, τζιαι κρυφά κρυφά μεγαλώννει, μπαίννει η φύτρα μές τον πνεύμονα, διαπερνά τον οισοφάγο, φκέννει που το λαιμό, τζιαι μιά μέρα δέν μπορώ να καταπιώ ή να αναπνεύσω καθόλου. Το δέντρο μεγαλώνει, κλείει το στόμα μου με τον κορμό του, τζιαι υψώννει το ανάστημα του προς το Έξω μου. Κάμνει φρούτα, τρώωτα, δηλητηριάζουμαι τζι αναστέννουμαι, τζι όποιος άλλος τα δεί τζιαι τα φάει αναστέννεται.

Βλάστα δέντρο. Βλάστα.

---------------------------------------
Πεθυμώ πόψε κήπους ανθισμένους με λεμονιές. Πεθυμώ τη ψαρίλα του μώλου. Πεθυμώ να φαίνουνται τ' άστρα μέσα απο ομίχλη μεσογειακή. Πεθυμώ να κάτσω στες χρυσοκίτρινες του πέτρες τες σκαλισμένες. Πεθυμώ δάση γνώριμα. Πεθυμώ τον έρωτα άγνωστου δάσους που σε συνεπαίρνει. Πεθυμώ να είμαι τζιαμέ, μές τες κρυάδες του βορρά, να φκέννω βουνά με παρέα. Πεθυμώ τον καπνό που φκάλλει το ψάρι αμα ξεροψήννεται. Πεθυμώ τα χώματα τ' άσπρα του Αυγούστου. Πεθυμώ με να κάθουμαι σταυροπόδι στα χαλάσματα του αρχαίου οικισμού. Πεθυμώ να πίννω καφέ μές τον ήλιο μιά ζεστή μέρα τζιαι να μέν έχουν τελειωμό οι κουβέντες.
Πεθυμώ να στέκουμαι μπροστά που μεσαιωνικό κτίριο μές τη βροχή, να κοιτάζω ψηλά, τζι η αστραπή, ποταμός ηλεκτρικός, να ππέσει αναπάντεχα, να τον δώ να διαπεράσει το αλεξικέραυνο στην κόκκινη στέγη, να μου κοντέψει, τζιαι η ενέργεια του να με αλλάξει για πάντα.









------------------------------------------------
Επιθυμώ στους κήπους με τις λεμονιές να είμαι ολόκληρος παρών, χωρίς κράτη, χωρίς σκέψεις, ούτε όρια.

Επιθυμώ στον μώλο να κάθουμαι μόνος αλλά να είμαι γεμάτος θάλασσα, φώτα, έρωτα, .

Επιθυμώ τες χρυσοκίτρινες πέτρες να χαϊδέψω μιά μιά, να μου μιλήσουν, να με συνεπάρει ο έρωτας του βράχου, να πιάσω και γώ τα εργαλεία, να βάλω τα γάντια, αμίλητος για μήνες να σκαλίζω. Επιθυμώ, Επιθυμώ.


Επιθυμώ να τρέξω ακράτητος μές το δάσος χωρίς να εμποδίζει το ατέλειο κορμί. Να κατεβώ τροχάδι το λόφο με τα βρύα, να κατρακυλήσω μές το βάλτο, να λερωθώ, να βραχώ, να σχιστούν τα ρούχα, να χτυπήσω πολλές φορές, να μαζέψω πέτρες, βαρετές, να τες κουβαλήσω μές στες τζέπες έξω του δάσους.


Επιθυμώ να πάω σε δάσος άγνωστο, μακρυά, να χαθώ μέσα του, να έχω εμπιστοσύνη στο ένστικτο που θα με καθοδηγήσει, στη σοφία του οργανισμού. Να δώ ποταμούς καθαρούς να βρυχούνται σε κρυφές κοιλάδες. Να κάμω παρέα με τον αετό μου σε πλαγιές που τες θωρεί ο ήλιος μόνο το απόγευμα. Να είμαι ολόκληρος, χωρίς αμφιβολίες. Να ξέρω την κατευθυνση.


Επιθυμώ στες κρυάδες του βορρά να χαθώ, στο γνώριμο δάσος. Μπροστά του να εν ένα βουνό χιονισμένο, άδεντρο που στέκεται σάν το φρουρό, καλεί με να το ανεβώ, μα εν ρίσκο η ορειβασία. Έν τολμώ μόνος μου. Όι μόνος μου. Εν επικίνδυνη η μοναξιά του βουνού. Με παρέα επιθυμώ την ανάβαση. Ο ένας να κρατεί στην πλάτη σακκίδιο γεμάτο προμήθειες. Ο άλλος να κρατεί το αντίσκηνο, τα εργαλεία, τα όπλα. Μαζί, το βουνό να κατακτήσουμε. Επιθυμώ το κορμί να έσιει τη φυσική κατάσταση να αντέξει τέθκοιαν ανάβαση. Μα πού είναι ο ορειβάτης?


Επιθυμώ μές τη μέση της ερημιάς να ψήννω σολωμούς, πέστροφες σε φωθκιά που πευκόξυλα, να μέν έσιει άλλους κοντά. Μιά φορά το χρόνο, έστω. Στη ραχοκοκκαλιά με τα χαλάσματα του βουνού.


Επιθυμώ να περπατήσω για είκοσι μέρες, να δέσω την κορδέλα μου στον ορίζοντα του νησιού.
Να κοιμούμαι όπου φτάσω σε αντίσκηνο, να τρώω ότι έβρω, να πίννω που τες βρύσες, να περπατήσω που τον πρωταρά ώς το Λατσί. Επιθυμώ το κορμί να μπορεί να το κάμει, να αφεθεί, να το αλλάξει τούτη η εμπειρία.


Επιθυμώ ο καφές τζιήνος, η κουβέντα, να πάρουν μιά βδομάδα να τελλειώσουν, να μιλώ, να μιλώ, τζι όσα υπάρχουν να τα πώ, να μέν μείνει τίποτε πουμέσα. Πάντα φεύγουμε, μεινίσκουν τόσα που δέ λαλούμε ποττέ, σκοτώννει με. Θέλω να κάτσω να πίννω καφέ, με σένα, τζι εσένα, τζιαι τον άλλον, τζιαι με εσέναν, που μιά βδομάδα τον καθένα. Μαραθώνιος του καφέ. Να δούμεν αν μετά που εννα λείψουν οι κουβέντες τζιαι κουντίσουμεν τες κουρτίνες αν θα φανεί πράγματι η Αλήθκεια για λλίο. Τζι άμα φανεί, εννα γελάσουμε? Ή εννα κλάψουμε? Επιθυμώ το.


Επιθυμώ να περπατήσω ξανά τζιήντην την πόλη, να δώ τα κτίρια να τα ξεπλέννει η βροχή, να με βαφτίσει το νερό της, ολόκληρο, να ππέφτουν οι κεραυνοί, να μέν περπατά κανένας, να γυαλίζει το πλακόστρωτο που τα φώτα της πόλης, ναν κρυάδα. Να δώ τον κεραυνό τον ίδιο πάλε, να με αλλάξει πάλε. Τί εμπειρία έναι να βρέθεσαι μπροστά στο θαύμα της φύσης! Λαλούν οι πιθανότητες να πέσει τόσον κοντά σου η αστραπή εν μηδαμινές. Δυό φορές, κοντά στο αδύνατον.
Επιθυμώ το.


Επιθυμώ.


Τζιαι το δεντρό μεγαλώννει, πνίει με.

Να φάω τα φρούτα μου?



------------------------------------------


Άμα επιθυμώ, ακούω το κομμάτι που αυτοσχεδίασα στο σετάρ, "Η Επιθυμία".

Ξαναμοιράζουμαι το.








--------------------------------


Θα πάω στους Κήπους.

Θα πάω στο μώλο.

Θα σκαλίσω 1000 πέτρες.

Θα τρέξω στο δάσος.

Θα δώ τους ποταμούς.

Θα πάω στο βορρά.

Θα με ξέρει ο ορειβάτης.

Θα ανεβούμε το βουνό.

Θα περπατήσω μόνος το νησί.

Θα πιώ καφέ, και θα αδειάσω το είναι.

Θα περπατήσω την πόλη με τις αστραπές.

Θα φάω που τον καρπό μου.

Θα προσφέρω τον καρπό μου.
------------------------------------





Είμαι ο κήπος.

Είμαι η θάλασσα, ο μώλος.

Είμαι οι πέτρες.

Είμαι το δάσος.

Είμαι ο ποταμός.

Είμαι ο βορράς.

Είμαι οι ορειβάτες.

Είμαι το βουνό.

Είμαι το νησί.

Είμαι το άδειασμα.

Είμαι η πόλη, η αστραπή.

Τρώω τον καρπό μου.

Φάε και σύ.

-------------------------------------






Κι όταν η Επιθυμία γίνει Είμαι, παίρνει σάρκα και οστά. Η κάθε αναπνοή κάμνει την πραγματικότητα.

Τζιαι η Αλήθκεια σου, έρκεται μόνη της να σε έβρει.










Σχόλια

Ο χρήστης Neraida είπε…
Εβλάστησεν ο σπόρος που εφύτεψες το καλοκαίρι :-)
Ο χρήστης ruth_less είπε…
Εξιshiλισες... ορμητικός ποταμός...το ρεύμα παρασέρνει τα πάντα μαζί του...σε ποιά θάλασσα θα ξεχυθείς;
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Ένιωσα λλία που τούτα που λαλείς εχτές..
Νιώθω άλλος άνθρωπος σήμερα..
Ο χρήστης Diasporos είπε…
rose

Ήρτεν πολλή έμπνευση.


Νεράϊδα

Εβλάστησε, κάμνει κορμό τωρά, ακούω τον που μεγαλώνει. Τσακρά, βρίσκει το σχήμα του.


ρουθλες

Ξεχύλησα. Πάω σε θάλασσες άγνωστες, με το ένστιχτο οδηγό.


becklash

Χα. Μόνον άνθρωπος που τα ένιωσε μπορεί να τα καταλάβει φίλε. Πώς σ' αλλάζει η διαδικασία ά?

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν