Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2010

Κλειστόν...

Αφήννω γειά. Αν έχουμε ίντερνετ, θα τα πούμε σύντομα.

Πολογιαστός

Έφτασεν πάλε τζιήνη η ώρα που φτάνει κάθε χρόνο.  Η ώρα που κρέμμουμαι μεταξύ δύο εννοιών.  Της Πατρίδας,  τζιαι της Χώρας.   Η  Χώρα μου εν δακάτω.  Τζι η Πατρίδα μου, τζιηκάτω. Αρέσκει μου η τελευταία μέρα.  Μεινίσκω χωρίς Ταυτότητα, ούτε δουλειά με ορίζει, ούτε η ιδιότητα μου η καλλιτεχνική, είμαι ένα κορμί ιδρωμένο μές το λιοπύρι που απλά περιμένει μιά μεγάλη αλλαγή.  Εν πολύτιμα τούτα, τα "μεταξύ".    Ο πραγματικός εαυτός φαίνεται την ώρα που περιμένεις, όι την ώρα που πράττεις.  Καθαρίζει, γίνεσαι απλά ένα ζώο υπο αναμονή. Εγίναν οι δουλειές, είμαι τζιαι λλίο κρυολογημένος μα έκαμα διάφορα, εμίλησα με αγαπημένα πρόσωπα που με περιμένουν, με άλλα που θα δώ ύστερα.  Σάν την προσευχή. Μα ακόμα έν το είχα νιώσει.  Τί τζι αν έβαλα τα διαβατήρια μές το τσαντάκι.  Τί τζι αν άλλαξα δολλάρια σε ευρώ  (μα τί άσχημο χαρτονόμισμα έναι ολάν!!).  Καμία εντύπωση έν μου κάμνει, εγώ ζώ στην Αν-υπαρξία της ταυτότητας μου. Μα τωρά το απόγευμα, σάν έπιννα τσιγαράκι στη φουρνο-β
Υποτίθεται θα πάμε κύπρο το σάββατο.  Δέν το συνειδητοποιώ.  Επέρασα την ημέρα μου πολλά νωχελικά, με βήχα κρυολογήματος καλοκαιριάτικου που με καθήλωσε στο κρεβάτι.   Σε κάποια φάση έφκηκα στην αυλή λλίο τζι επρόσεξα ένα λύμπουρα να κουβαλά κάτι τζι αποφάσισα να τον ακολουθήσω για να δώ πού εννα πάει.  Έν επήε πούποτε.  Εβαρέθηκεν να τον παρακολουθώ τζι άφησεν το φαϊν του τζι εφάκκα γυρούς άσκοπα.  Τα μωρά τζοιμούνται, η γυναίκα μου αποτριχώννεται για να ετοιμαστεί για την κύπρο τζιαι καταριέται τες british airways που δέν θα μας αφήκουν να πάρουμε τα καροτσάκια στο αεροπλάνο τζι εννα βασανιστούμε πολλά μές το χήθροου που να κρούσει ίσιαλλα.

Η απουσία της εγρήγορσης

Ξαφνικά εκόπασε η θύελλα της χρονιάς. Απότομα εκόπηκε η ανάγκη να πασκίζω κάθε μέρα να εξηγώ στον κάθε μαθητή στη γλώσσα τη δική του τη μουσική. Απότομα τζιαι η ανάγκη για Σκέψη. Σιωπή. Ποτζιήνην την παράξενη. Όπως τη σιωπή της κουγκρομηχανής το δείλις που σχολάνουν οι μαστόροι. Ή τη σιωπή μεταξύ δύο ανθρώπων που μόλις εκάμαν έρωτα. Εν μιά σιωπή γλυτζιά, νυσταμένη. Μοιάζει φοβερά με απραξία.  Με παύση. Εκ πρώτης όψης η σιωπή εν πολλά πεζό είδος ύπαρξης. Επειδή εν μεγάλος ο εθισμός της υπερλειτουργίας του νού.  Εν σχεδόν ναρκωτικό.   Ναρκισισισμού ναρκωτικό  (άν και υγειέστατου τζι αληθινού ναρκισισισμού) Τζι η απουσία της εγρήγορσης εν γύμνια.  Αν-υπαρξία.   Σάν την ερημιά, η σιωπή εν κάμπος ασπροχώματος χωρίς γρασίδι ή δάση να κοσμούν τον χώρο της ύπαρξης.   Έμαθα να βρίσκω μές το μυαλό πράματα πολύχρωμα τζι έντονα, να ακολουθώ το νήμα της σκέψης ώς τα όρια του για να χαρτογραφήσω όσο γίνεται το εσωτερικό.  Εν πολλά μεθυστικό το άρωμα της ανακάλυψης, τζιαι ξέρουν το καλά

Η συναυλία των μαθητών

Εικόνα
Είχα επιφυλάξεις φέτος για τη συναυλία.  Κάθε χρόνο θωρώ αλλαγές τεράστιες στα κοπελλούθκια τζιαι τες οικογένειες.  Όι καλές αλλαγές.  Θωρώ που φορτώννουν τα καημένα με χίλια πράματα, σπόρτ, activities, εκάμαν τους μηχανές σιγά σιγά.  Θωρώ τους να έχουν τόοοοσο γεμάτες ζωές που αρκέψαν να μέν διούν πολλή σημασία στες συναυλίες, έχουν τόσες πολλές τζι άρχισε να χάννει την Ουσία.  Παλιά οι μαθητές εζωγραφίζαν μας καρτούδες, εδιούσαν μικρά δωράκια, υποκλινούνταν στο τέλος του κομμαθκιού, ευχαριστούσαν μας πολλά οι οικογένειες. Αλλάζουν τα πράματα σιγά σιγά.  Ο κόσμος γίνεται απόμακρος, το Λειτούργημα που τους διούμε γίνεται απλά μιά υπηρεσία που πληρώννουν.   Τούτο σε γενικές γραμμές.  Έν στέκει για ούλλους, ευτυχώς! Έπρεπε όμως να απομακρυνθώ συναισθηματικά λλίο που τον τρόπο που θωρώ τη συναυλία, έτσι ώστε να μπορέσω να πάρω τα καλά τζιαι να αγνοήσω τα κακά.   Τελικά ήταν σωστή επιλογή.  Αντί να μαραζώννω για τα πράματα που αλλάζουν, επήα χωρίς expectations καθόλου, τζι εχάρηκα πολ

Τελευταία μέρα.

Πάει ακόμα ένας χρόνος.. Τελειώνει σήμερα σε λίγες ώρες ο ανθρώπινος καθημερινός μου αγώνας για επιβίωση/εκπλήρωση, με τη συναυλία των μαθητών μου.  Το μεσημέρι θα μαζευτούν ούλλοι μές την αίθουσα με τις ψηλές άσπρες τζι επιβλητικές κολώνες να παίξουν ένας ένας τα κομμάθκια τους για να τους χαρούν οι γονείς τους.   Φέτος έν με γεμίζει ενθουσιασμό η υπόθεση για κάποιο λόγο.  Νομίζω εκουράστηκα λλίο. Σε λίγες μέρες θα γράφω για τα ασπροβούνια, τες ελιές τζιαι τα χωράφια της Κύπρου πάλε  (αν έχω ίντερνετ τούντη φορά  -παίζεται, εννα μείνουμε μόνιμα στο Πάρκο, δηλαδή μές τα χωράφκια).   Ελάτε, να τα πούμε.  Εννα είμαι τζιήνος ο ψηλός ο νάκκο γεμάτος ο ολοχώματος με το σφυρί τζιαι το κοπίδι που μάσιεται να πελεκήσει πλάσματα πάς σε μιάν πέτραν 2 μέτρα μές το λιοπύρι. Σιέρουμαι για το χρόνον που επέρασε. Έλυσα που τη δουλειά μα επήρα τζι έδωσα πολλά. Ήμουν  Παρών,  σχεδόν στην κάθε στιγμή. Εσκέφτηκα κάμποσο. Έφαα ζωή με το κουτάλι μου το ασημένιον τζιαι χρυσόν, έζησα. Έγραψα μου

Τα χέρια

Τα χέρια που χαϊδεύουν μάγουλα με τρυφερότητα με άγγιγμα σάν του φτερού της πεταλλούδας. Τα χέρια που σκληροδουλεύουν, χειρονομούν με πάθος, γράφουν, χτίζουν σπίθκια, αννοίουν πόρτες, κλείνουν κουθκιά, σαπουνίζουν το κορμί, οδηγούν αυτοκίνητα, σηκώνουν ποτήρκα με κρασί, ντύννουν, τρέφουν στόματα. Τα χέρια που τρυπώνουν σε ξένες τσέπες για να κλέψουν. Τα χέρια που μαχαιρώνουν στην καρδιά, που στο πρόσωπο χτυπούν συνάνθρωπο, άγρια. Τα χέρια που μπαίνουν για πρώτη φορά αθώα και τρεμάμενα σε εσώρουχο να ψηλαφίσουν την ήβη, την υγρασία. Τα χέρια που σηκώννουν βάρη ασήκωτα. Τα χέρια δέν καταλαβαίνουν Σωστό ή Λάθος.  Στρατιώτες υπάκουοι που ακολουθούν οδηγίες, τζι εσύ ο Μάστρος τους που τα κουμαντάρει. Τα χέρια σου έν έχουν κρίση δική τους.  Εν αθώα.  Τίποτε έν ζητούν.  Έν έχουν επιθυμία να τους κρούζει το δέρμα τους καμιά. Κάποτε ζεστά.  Κάποτε κρύα.  Εσύ αποφασίζεις. Τα χέρια, τα ίδια, προσεύχουνται σε όποιο θεό τους πείς να πλάσουν την εικόνα. Κάμνουν κύκλο με τα μπράτ

Φιλιά στα χείλη

Φιλιά στα χείλη τα υγρά τζιαι ξένα με τρόπο σάγλικο μισομεθυσμένο κρυφά μές στα δέντρα τζιαι πίσω που μπαράκι με τη φτηνομουσική να παίζει απόμακρη στην σκοτεινή την κάψα του καλοτζαιρκού. Φιλιά του πρωτοέρωτα κάτω που φώς κεριών μυρωδάτων, κατακίτρινο φώς τρεμάμενο τζιαι λλίο ντροπαλό μές τες σκιές μικρής κάμαρας πρίν οι φωνές της έκστασης σμίξουν στον Διάλογο τον ιερό που ξέρουν μόνο τα κορμιά. Φιλιά ρουτίνας μα γεμάτα οικειότητα, πρίν πάεις δουλειά το πρωί. Φιλιά της καληνύχτας, ζεστά. Φιλιά σε φίλον του ιδίου φίλου, σε στιγμήν μαγική όταν η Αγάπη φουσκώσει τες ψυσιές. Φιλιά στα χειλάκια των μωρών σου, όταν τους λές "πάει δουλειά ο παπάς αγάπη μου γλυκειά". Φιλιά πάς τον καθρέφτη, κρυφά, για να μάθεις πώς να σε αγαπάς καλλύττερα. Ούλλα έχουν ένα πράμα κοινό.  Γέρνουν δύο κορμιά το ένα προς το άλλο, αφήννουνται, πέφτουν προς το κενό ταυτόχρονα, τζι ο απέναντι τους θα τους κρατήσει.

Τα φίλτρα, τζι η αλήθκεια

Εν θαυμαστό όργανο ο εγκέφαλος. Αισθάνεται εμπειρίες που πολλά νωρίς, τζι ο ρόλος του εναι να σχηματίζει μονοπάτια ηλεκτρικά τζιαι δημιουργά τη δική του εικόνα της ψευδαίσθησης που την ονομάζουμεν Αλήθκειαν.  Την Αλήθκειαν μας.  Τζι έτσι φυλακίζει μας μέσα σε μιά σπηλιά δική μας.  Έναν τρόπο σκέψης τζι επεξήγησης του κόσμου.  Δογματικό.  -λαλείς ναν γι αυτό που ανακαλύψαμε τις θρησκείες?  Πόσο μας βολεύκει! Ότι δούμε, ότι ακούσουμε περνά που τα φίλτρα της ψευδής μας Αλήθκειας.  Εν θαύμα πώς δύο ανθρώποι μπορούν να επικοινωνήσουν στο τέλος της ημέρας.  Αφού ότι ακούσουμεν φιλτράρουμεν το αμέσως, νιώθει έτσι ασφάλειαν ο εγκέφαλος μας επειδή ταϊζουμεν τον τζιήνα που χρειάζεται για να διαιωνίζει την άνετη του ψευδαίσθηση. Τί θα εγίνετουν αν έσπαζεν η σπηλιά? Ποιόν εν το ρίσκο? Πώς κάμνεις νέα μονοπάθκια ηλεκτρικά μές τον εγκέφαλο?

Η ηρεμία

Ηρεμία. Η ηρεμία δέν είναι ακίνητη. Η ηρεμία δέν έρκεται με την απραγία. Η ηρεμία δέν είναι κόρη της εμμονής. Η ηρεμία δέν έρκεται με την πάλη της φουρτούνας. Μιάν ακκάννει, μιάν φιλά. Μιάν πετάσσεται, μιάν κάθεται. Κατακόκκινη, γαλαζοφορούσα. Κρούζει τα σωθικά, τζι αγκαλιάζει. Η ηρεμία εν η παρακολούθηση της φουρτούνας που απόσταση μαζί με τη συμμετοχή μές τα κύμματα. Πιέ το θαλασσινό νερό, μές τα ρουθούνια του έμπα. Τζιαι ταυτόχρονα δέ τον εαυτό που ψηλά, δέ τον να πνίεται τζιαι κολύμπα μές την Ηρεμία. Η ηρεμία δέν είναι ευτυχία. Η ηρεμία εν παντιστήρι τζιαι τούτη.

Καλοκαιρινή βροχή

Υγρασία πηχτή σάν το τζιέλλι, πράσινη, ζουμερή υγρασία τρέσιει πάς τα δεντρά τζιαι τα κουγκριά της αυλής μές τες χωρισιές να ποτίσει τα βρύα τζιαι τα αγριόχορτα που πίννουν νερόν πρώτη φορά χωρίς να ξέρουν πως η ζωή τους αύριο που θα κουρέψω το γρασίδι εννα τελειώσει. Υγρασία πικρή σάν λειωμένη ζάχαρη βαρυψημένη του καλοκαιριού πλένει τ' αυτοκίνητα τζιαι τα φύλλα με το ίδιο λερωμένο σαπούνι του καπνού που τον καναδάν που εμαύρισε τα νέφη τ' ουρανού δαμέ τζιαι μιά βδομάδα. Υγρασία.  Μυρίζει θάλασσα, κάβουρες, αστακούς, μπακαλιάρο, ήρτεν ο Ατλαντικός να μας χαιρετήσει σήμερα τζι ακούω τες φωνές με τη βαρετή προφορά του βορρά των ναυτικών που ψαρεύκουν μές τον κίνδυνο. Υγρασία.  Μυρίζει ακόμα θάλασσα καθαρή, χωρίς πετρέλαιο, μα για πόσο ακόμα?  Φοούμαι τον αέρα του νότου που θα έρτει αύριο.  Ενναν αέρας χογλαστός, που την Ορλεάνη κατεβατός, παλιά εμύριζε στρείδια τζιαι διασκέδαση, πρόσχαρους αθρώπους ιδρωμένους.  Μα αύριο θα μυρίζει η νωθκειά του μαύρο καταραμένο υγρό που πν

H μυρωδιά του καλοκαιριού

Εικόνα
Απλώννουμαι ολόκληρος, αυθόρμητα, με το φραπέ στο σιέρι τζιαι το τσιγαρούδι στο στόμα μου μισοκαπνισμένο, απλώννουμαι στο γρασίδι της μικρής μου της αυλής το πρωί τζι ο ήλιος χαιδεύκει μου τα γένεια μου απαλά με τα ζεστά του δάκτυλα.  Έτσι αυθόρμητα, τζι ας με θωρούν παράξενα οι χτίστες δίπλα που γεμώννουν ιδρωμένοι, δουλευταράδες την απουσία του κατεδαφισμένου σπιθκιού δίπλα με νέα ζωή τζιαι ξύλα μυρωδάτα φρεσκοκομμένα.   Στην πλάτη νιώθω κρυάδα.  Υγρασία καθώς το βάρος του κορμιού τσιλλά τες λεπιδούες του χόρτου τζιαι φκάλλουν το ζουμί που εμαζέψαν εψές για να πιούν.   Πουκάτω μου θάλασσα.  Πουπάνω μου ουρανός τζιαι ζέστη. Τζιαι ο δικός μου ιδρώτας εξατμίζεται να πάει να έβρει τα σύννεφα, μόρια του νερού μου, σταγόνες άσημες τζιαι χωρίς όνομα που χωρίς τη συνένεση μου ή τη συμμετοχή μου εννα συμβάλουν στον κύκλο της ζωής, να γίνουν συννεφάκι μικρό τζιαι να ποτίσουν πάλε τη γή. Αναπνέω, τζιαι μυρίζομαι το δικό μου ιδρώτα που έσιει οσμή της μουσικής, των σεντονιών, του σανταλόξυλ

Η αλληγορία με το παντιστήρι του Φωτός.

Εικόνα
Το πρώτο μυστικό που μαθαίνουν όσοι αφήνουν μέσα τους το φώς να φέξει, εν το παντιστήρι.  Όι  το παράνομο, ούτε το αμέτοχο δειλό ιδρωμένο παντιστήρι μές τα σκοτεινά σάν τον κλέφτη.  Όι το κρυφό  τζιαι αρρωστημένο που εν γεμάτο ζήλεια για την ομορφιά του άλλου.  Όι τζιήνο που κάμνεις ντροπιασμένος μές τους θάμνους στα σκοτεινά έξω που παράθυρα ολόφωτα γεμάτα ζωές καθημερινές.    Τζιήνο θα σε γεμώσει πίκρα, θα κιτρινήσεις που τον πόνο τζιαι την ανικανότητα να συμμετέχεις στη ζωή που ανθίζει μπροστά σου.  Μπορεί μάλιστα στο τέλος να σε συνεπάρει η πίκρα τζιαι να σπάσεις κανένα παράθυρο, τυφλωμένος σάν τον ταύρον που σύρνεται την άνοιξην τζιαι κουτουλλά πάς τη μάντραν καβλωμένος άμα θωρεί πίσω που το φράχτη που τον εμποδίζει τες κατσελλούες να σούζουν τα κωλούθκια τους μασουλώντας χόρτον ανέμελες τζιαι θέλει τες δικές του. Το παντιστήριν του φωτός έννεν έτσι. Να σε καλέσει η Όμορφη να κάτσεις πάς τον καναπέν, τζιαι να σου πεί "παρακολούθα με να απολαμβάννω τη ζωή μου, το κορμ

Το Διπλό παράθυρο

Εικόνα
Κάθεσαι μπροστά που το κλειστό παράθυρο. Μές το μισοσκόταδο. Θωρείς έξω, ο ουρανός εν μπλέ, η θάλασσα εν ήρεμη, έσιει κάτι συννεφούθκια που κρέμμουνται ήσυχα πάς τον καμβά του ουρανού. Λαλείς  "άς ανοίξω λλίο το παράθυρο να μπεί δροσιά του Μάη" Αννοίεις το λλίο, τζιαι καταλάβεις πως ήταν οπτασία, εν θεοσκότεινα έξω. Σιέζεσαι πάνω σου, βουράς να το κλείσεις, εν πολλά πιό καλά να ζείς με την οπτασία του μπλέ πόξω που το παράθυρο. "Να μέν το ξανανοίξω"  λαλείς, τζι εθελοτυφλείς.  Κάθεσαι στ' αβκά σου, εν καλή τζιαι η οπτασία, η υπόσχεση του ήλιου που θωρείς χωρίς να συμμετέχεις. Εν φοβερό το σκοτάδι που είδες έξω που το μισάνοιχτο παράθυρο.  Ποτέ ξανά. Μα ρε άθρωπε μου, έν τζιαι ξέρεις, άμα μισανοίξει το παράθυρο έντζιαι θωρείς έξω ολάν.  Έσιει καθρέφτην πίσω που το παράθυρο τζιαι η σκοτεινιά που θωρείς εν που το δωμάτιο σσου που καθρεφτίζεται πάνω του η μαύρη τζιαι γέριμη. Τζι αν το αννοίξεις διάπλατα τζιαι τ

Η απόλαυση της πραγματικότητας

Εικόνα
Φορτώννουν μας ιδέες  μες τούντον κόσμον το σημερινό  για την ευτυχία του πλασμάτου, φαντασιώσεις γεμάτες κορμιά τέλεια, γυμνασμένα, καθημερινό σέξ με μοντέλλα καλλίγραμμα, λεφτά πολλά, σπίθκια τεράστια, αυτοκίνητα φαλλικά, ακράτητον έρωτα που πάει για δεκαετίες με τρόπον που μας συφφέρει, επιτυχίαν στη δουλειάν, καθημερινήν ευεξία τζιαι χαμόγελο μόνιμο.  Λαλούν μας έχουν αξία μόνο τα υλικά πράματα.   Ήντα πελλοί που έναι.  Έντα ψέμματα μας ποτίζουν!. Στην πραγματικότητα, είμαστεν ούλλοι μας δκυό πασιήες μές σε μιάν μπανιέραν τεράστιαν που απολαμβάννουμεν τη ζωή φιλοσοφώντας τζιαι χουφτώννοντας τα τροφαντά μας μυλλαρωτά μέλη, πίννουμεν, καπνίζουμεν,    σ' ένα καθημερινό σπιτάκι ασήμαντο, με συναισθηματικό πάχος πολλύν, τζιαι άλλες ατέλειες,  τζιαι στ' αρτζίθκια μας ο κόσμος.