Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2010

Η ανεμοθύελλα

Ήρθε νωρίς η άνοιξη φέτος.  Λιώνουν τα χιόνια το φεβράρη, πρωτάκουστο. Μαζί ήρθαν και οι θύελλες της άνοιξης. 24 ώρες δέν είχαμε ηλεκτρισμό, και ο αέρας σάν τον κατακτητή ξεχύθηκε παρέα με τόνους νερού ανάμεσα στα σπίτια μας χτυπώντας τα δέντρα με τις γροθιές του.  Χάσαμε τρία δέντρα στη γειτονιά, και η αυλή έχει γεμίσει κλαδιά σπασμένα τεράστια.  Τα μεσάνυχτα χάσαμε τη μισή μας στέγη, πέταξε μιά στοιβάδα κεραμίδια προς τον ουρανό και μετά πέσανε νεκρά στην άσφαλτο.  Τί να κάνεις...   Νερά παντού, στα δωμάτια, στη σκάλα.  Πάει το ταβάνι. Ο γείτονας ο γέρος έπαθε καρδιακή.  Άλλου έπεσε το δέντρο πάνω στο αυτοκίνητο.  Μές το σπίτι του. Και μετά, όλοι στην αυλή να καθαρίσουν τα σπίτια τους.  Περιμένουμε την εταιρεία ηλεκτρισμού να διορθώσει το δίκτυο.  Το διορθώνει επιτέλους.

Η ασφάλεια υγείας στη χτερνία.

Έχω νεύρα. Ήρθε το νέο κοντράτο (ετήσιο) για την ανανέωση της οικογενειακής ασφάλειας υγείας. Αφού δέν έχω μάστρο να μου προσφέρει ασφάλεια, την αγοράζω μόνος μου -έτσι κάμνουν οι αυτοεργοδοτούμενοι στη ΧΤΕρνία.   Κάθε Φεβράρη χάννω ύπνο μέχρι να μας στείλουν το λογαριασμό, τα τελευταία 5 χρόνια που αγοράζω ασφάλεια αυξάνεται η τιμή ραγδαία, θα μας πατήσουν στο λαιμό τελικά.  Κάθε χρόνο το κόστος ανεβαίνει κατα 15-20%!!  Πού θα πάει το πράμα?   Σε δυο τρία χρόνια δέ θα μπορώ πλέον να την πληρώσω, εννα κάτσουμε πάνω. Έχει την τιμή της η ελευθερία, η ζωή έξω που το σύστημα του γραφειοκρατισμού, του καπιταλισμού.  Διάλεξα να ζώ τη ζωή μου ελεύθερα, με 3 μήνες διακοπές το χρόνο, με δικό μου πρόγραμμα και ωράριο.   Αλλά το σύστημα έρχεται μιά φορά το χρόνο να με τιμωρά που δέν είμαι ρομπότ.  Δέ θέλεις να παίζεις με τα άλλα παιδάκια κύριε?  Νά ένα πάτσο να φέρεις τα μίλλια σου. Αννοίγω με τρόμο το φάκελο. "Σας πληροφορούμε ότι λόγω αυξήσεων στην ιατρική περίθαλψη, έχουν αυξηθ

Γράμμα πρός τη μάνα του Δ.

Αγαπητή Λ, Σου γράφω για το γιό σου.  Έχω ιδιαίτερες ανησυχίες, τις οποίες σου έχω εκφράσει αλλά εσύ αγνοείς την πραγματικότητα, εθελοτυφλείς.  Ίσως αν τα έβλεπες γραμμένα, ωμά, να ξυπνούσες.  Δέ θα το δείς το γράμμα αυτό ποτέ.  Για μένα το γράφω.  Ο γιός σου κινδυνεύει.  Από τον εαυτό του.  Από τον πατέρα του. Εσένα.  Και δέν το καταλαβαίνεις. Ο γιός σου κινδυνεύει.  Έντεκα χρονών, και συμπεριφέρεται σάν πεντάχρονο.  Μόλις πάω να του μάθω κάτι καινούργιο, φουσκώννει ο θυμός μέσα του και χτυπά το κεφάλι του με γροθιές, κλωτσά το πιάνο, μουγγανίζει σάν ταύρος.  Φοβάται τα πράγματα που δέν γνωρίζει, θέλει να τα σκοτώσει.  Τον βλέπω.  Στα 15 του, τί θα κάνει άραγε?  Δέν το βλέπεις? Όλη μέρα ανάβεις λιβάνια, διαβάζεις ενέργειες, κοιτάζεις την απέραντη σου συλλογή απο ημιπολύτιμα κρύσταλλα και τα χαρτιά ταρώ σου, λές είσαι πνευματικό άτομο.  Διαβάζεις βιβλία για την ολοκλήρωση του ατόμου.  Για την ευτυχία.  Τόσο έχεις χαθεί στον ναρκισισισμό σου που δέ βλέπεις τον χαμό του παιδιού σο

Στρείδια και η τελευταία βόλτα.

Ο ήλιος έλαμπε χτές με την αισιοδοξία της άνοιξης και η πόλη με τα ψηλά κτίρια που λαμπυρίζουν έμοιαζε φρεσκοπλυμένη.  Περπάτησα για ώρες πολλές παρέα με τον αδελφό μου, λίγες ώρες, μέχρι να έρθει η καταραμένη στιγμή του αποχαιρετισμού.  Όταν βλέπεις κάποιον αγαπημένο σπάνια, τα λόγια μετρούν, διψάς να μοιραστείς ιδέες, ανησυχίες, ανακαλύψεις.  Κοιτάζεις κρυφά τον αγαπημένο να φωτογραφήσεις τις κινήσεις του, κρατάς τα χαμόγελα και τα αγγίγματα στον ώμο. Στο πάρκο τα παιδιά κάνανε παγοδρομίες και σταθήκαμε για λίγα λεπτά να τα κοιτάζουμε ακουμπημένοι στο κιγκλίδωμα της αρχαίας γέφυρας ανάμεσα στις ιτιές.  Το γρασίδι ακόμα είναι καφέ, πατημένο και αναμαλλιασμένο όπως ξεμυτά κάτω απο το βρώμικο χιόνι του φεβράρη. Και ο λιγοστός κόσμος της κυριακής περπατά νωχελικά, καλοκαίρι μας φαίνεται, 10 ολόκληροι βαθμοί, σωστός καύσωνας.  Ακόμα και οι άστεγοι που ξυπνούν σκεπασμένοι με εφημερίδες και άδεια κουτιά, νιώθουν μιά αίσθηση ελπίδας.  Τουλάχιστο δέ θα κινδυνεύουν απο κρυοπαγήματα.  Νωρίς

Συναυλία μουσικής του Ιράν.

Εικόνα
Πήγαμε με τον αδελφό μου και την Αγάπη στην ετήσια συναυλία των  Masters of Persian Music κάτω στη μεγαλούπολη.   Μετά απο πολλύ ούζο. Κάθε χρόνο έρχονται, γεμίζουν το τεράστιο θέατρο με τους αποδήμους (πρόσφυγες?) απο το Ιράν, περπατάς στο προχώλ του θεάτρου και νομίζεις ότι είσαι κάπου στη Λευκωσία.  Γνώριμες οι φάτσες, ο τόνος της φωνής, άντρες με δυνατές μύτες και ίλαρο ύφος, γυναίκες με μάτια ολόμαυρα. Κάθονται σταυροπόδι στο χαλί, πιάνουν στο χέρι τα όργανα και τα φιλούν, ντυμένοι με παραδοσιακές σχολές και η σεβάσμια τους πράξη φέρνει το κύμα της σιωπής απο την πρώτη σειρά θεατών ώς την τελευταία. Μιλά ο μαέστρος.  Ήρεμος, εξηντάρης.  Με τη γλυκειά του προφορά και χειρονομείες συγκρατημένες εξηγά για το νόημα της ποίησης που θα τραγουδήσουν.   Ποίηση του Χαφέζ, του Ρούμι, ποίηση για την αγάπη της στιγμής, την ομορφιά, και τον Πλάστη -αυτόν που μας αγαπά, πέρα απο τους θεούς που έπλασε η ανάγκη μας για δόγματα. Κάθεται ξανά. Η μουσική πάει σχεδόν τρείς ώρες με ένα μ

Το Τέλος της Ζωής

Εικόνα
Τους βλέπω μιά φορά το μήνα.  Γείτονες δίπλα, περνώ τη ζωή μου με τις σκιές τους να έρχονται και να φεύγουν μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας τους. Εδώ απο το 1925. Κλεισμένοι στο πατρικό τους σπίτι. Κορμιά άχρηστα, πολιορκημένα απο το διαβήτη, τη γεροντική ανία, την έλλειψη κοινωνικής επαφής. Κορμιά σαθρά που βαδίζουν ξεχασμένα στο μονοπάτι του τέλους. Με κοιτάζει ο γέρος παρακαλεστικά. "Θέλεις τσάϊ γιέ μου?  Κάτσε λίγο, αφού είσαι δάσκαλος να σου πώ για τον καιρό που είμασταν δασκάλοι κι εμείς στη Νέα Υόρκη, αφού έζησες πόλεμο θέλω να σου πώ και τον αδελφό μου τον αγνοούμενο που χάθηκε, πιλότος σε βομβαρδιστικό στον Ειρηνικό το '44.   Θέλεις κέηκ?" Μου τα προσφέρει με χέρια που τα έχει κυριεύσει η νόσος του πάρκινσον. Η κυρία Γκήνσπερκ δέν μιλά πιά.  Η γλώσσα έχει κλειδωθεί, το σάλιο έχει ξεραθεί.  Ούτε να φάει ξέρει πιά, και η κόρη της περνά το καθημερινό μαρτύριο του μπάνιου, του ντυσίματος, της αλλαγής σεντονιών και καθαρισμού του σώματος απο τα άχ

Σάν τα μωρά.

Εικόνα
Μετά από τη χιονοθύελλα, η ηρεμία. Μακάρι να μπορούσαμε σάν τα μικρά παιδιά να  παίζαμε ανάμεσα στα μικροσκοπικά πετράδια που ο ήλιος φωτίζει στο χιόνι Μακάρι να τραβούσαμε κι εμείς έλκηθρο με ενθουσιασμό. Αγνοώντας την πραγματικότητα για μιά στιγμή.

Μέρα Τέχνης με το Γιάννη τον Συνθέτη.

Μέρα Τέχνης στο σπίτι του Γιάννη του Συνθέτη.   Χωρίς εγωισμό, ανταγωνισμό, ούτε άμυνες. Η καρπερή επικοινωνία μεταξύ αντρών που μιλούν τη γλώσσα της μουσικής, της σιωπής, της αλλαγής. "Τί θέλεις να κάμουμε φίλε μου Γιάννη?" "Άς παίξουμε τα κρουστά τα καινούργια που έχω κατασκευάσει, να ηχογραφήσουμε ένα αυτοσχεδιασμό." "Καλά, θα παίξω πιάνο" Χωρίς λόγια, αυτοσχεδιάζουμε για μισή ώρα.  Κομμάτι με ησυχία πολλή μέσα του. Το ρούμι με ζεσταίνει, έξω η χιονοθύελλα στοιβάζει τα πούπουλα στο πεζοδρόμιο και τ' αυτοκίνητα. Τσιγάρο στο μπαλκόνι και παγωνιά.   "Νιώθω άβολα ρε φίλε", λέει ξαφνικά.  "Κάτι έπαθα.   Αντί να γράφω αυτά που μου μάθαν, όλο θέλω να σφυριλατώ τα σίδερα, να πλάθω κύμβαλα τεράστια και με δοξάρια, ξύλα να τα κτυπώ.  Σάν τις κραυγές φάλαινας μου φαίνουνται αυτά.  Δικαιούμε φίλε Διάσπορε να πάω ενάντια στον εαυτό τον παλιό?" "Δέ ξέρω, παλεύω το κι εγώ.  Βρήκα νέο τρόπο.  Δέ ξέρω αν

Του Αγίου Βαλεντίνου με τη δρακουνοπεθερά.

Στο σπίτι μου γιορτάσαμε την μέρα του αγίου βαλεντίνου με σοκολατάκια, καρδούλες κλπ.  'Οχι σε ρομαντικό δείπνο.  Οι σοκολάτες πικρές.  Οι καρδούλες μαύρες.  Α αστακός ψόφιος.  Τη γιορτάσαμε παρέα με την αγαπημένη μου πεθερούλα, εν τα γενέθλια της σήμερα (μακροζωία και ευημερία της εύχομαι).  Η τριήμερη της επίσκεψη επήε όπως συνήθως -δηλαδή πάντα λέω ΔΕ ΘΑ ΘΥΜΩΣΩ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ, βάλλω τον καλύτερο μου εαυτό μπροστά, τούτον που καταλαβαίνει τους πελλούς, τούτον που συγχωρά αήπια, τούτον που ακούει μαλακίες χωρίς να πτοείται.  Φαντάστου ένα τραπέζι γεμάτο συγγενείς (τους οποίους μισά) να μέν μιλά κανένας, αυτή να πετάσσει μαργαριτάρια, κακίες, να μέν της απαντά κανένας επειδή έν θέλει να την κλαμουρίσει.  Όπως το μωρό. Άντεξα μιάν ώρα μόνο.  Την ώρα που έσβηννε τα κεράκια εψές, πάνω στο κόψιμο του κέηκ, έππεσε συζήτηση για το κυπριακό  (έχει article in the New York Times πρίν καμιά βδομάδα, όλοι οι συγγενείς που μας ήρθαν είχαν ερωτήσεις, περιέργεια)   Συζητήσαμε τα γεγονότα με τους

Ανάμεσα μας.

Εικόνα
Ψές δέν είχα ύπνο (καφεϊνη+αδρεναλίνη+δημιουργία=υπερένταση), έπαιζα με το καινούργιο μου τηλέφωνο, κατέβασα προγράμματα, παιχνίδια, μαλακίες να περάσει η ώρα.  Πέτυχα και ένα ωραίο app του google που μου δείχνει την περιοχή μου. Το πρωί με τον καφέ μου δοκίμασα τα προγράμματα να δώ αν μου αρέσκουν, εδοκίμασα το στο τέλος το app του google.  Να δώ τη γειτονιά μου. Μα τί ωραία κόκκινα σημεία.  Τί να μας δείχνουν άραγε? Τα αξιοθέατα της πόλης? Τα θέατρα? Τα πάρκα? Παγωτατζιήδες? Όχι. Το σπίτι μου εν μές τη μέση όοολων εκείνων των κουκκίδων που σάν τον καταρράκτη μας περικυκλώνει.  Μιά μπλέ κουκκίδα που για να τη δείς θέλεις γυαλιά. Τί να είναι οι κόκκινες κουκκίδες? Είναι.... οι κατοικίες των δηλωμένων βιαστών και παιδεραστών της πόλης.  Εν υπόχρεοι όπου πάν να μείνουν να το δηλώνουν στες αρχές της πόλης και να μπαίνουν σε λίστα για να ξέρουν οι γείτονες με ποιούς έχουν να κάμουν. Δηλαδή εν άτομα που εβιάσαν μωρά, εκάμαν φυλακή χρόνια, επιστρέψαν στην κοινω

Μπροστά στην αυλή μου.

Εικόνα
Άχ καημένε νεαρέ.   Συλλαμβάννεσαι.   Η κλούβα έτοιμη μπροστά σου.  Οι απαίσιοι μπλέ φάροι σε τυφλώνουν. Καλά καλά δεκαέξι χρονών δέν είσαι.  Το παντελόνι που φορείς, εν μεγάλο σου, ππέφτει σου. (καλά, εν μόδα) Μα τί εγύρευκες μπροστά που τα σπίτια μας μές τα άγρια μεσάνυχτα σε κύριο δρόμο να κάμνεις ύποπτες κινήσεις με το αυτοκίνητο σου αφού εκουβάλας του κόοοσμου τα ναρκωτικά μές το καπώ σου, μεθυσμένος, χωρίς άδεια, χωρίς έγκυρες πινακίδες, πετητός 50 μίλλια την ώρα?  Έν έξερες ότι οι μπάτσοι θα σε σταματήσουν? Εννα σου αρέσει να κάτσεις φυλακή για 3-4 χρόνια τωρά?  Να σε γαμούν κάθε μέρα κάτι μαντράχαλοι, να είσαι αβοήθητος? Γιατί έν άκουες της μάνας σου να μείνεις στο σχολείο να αποφοιτήσεις? Γιατί έν έσιες πατέραν να σου κάτσει δκυό πάτσους? Γιατί σου εκλείσαμεν τες πόρτες εμείς οι 'έξυπνοι'  και 'μορφωμένοι'  για ένα μέλλον εχτός της καταραμένης σου ζωής μές την γερημία των κυβερνητικών οικισμών που ζείς που το μόνο πράμα που ξέρεις εν η βία, τζιαι

Προαστιόπληκτοι

Σήμερα ήταν το πρωτάθλημα αμερικάνικου φούτπολ.   Φακκά μου.  Δέν καταλαβαίνω γρύ, ούτε θέλω να καταλάβω.   Αδειάζουν οι δρόμοι, απο χτές έχουν προετοιμάσει το σκηνικό 100εκ. τηλεθεατές για να παρακολουθήσουν το εθνικό σπόρ παρέα με άγευστες μπύρες και χιλιάδες θερμίδες.  Εκαλέσαν μας σπίτι τους κάτι γνωστοί μας που τα προάστια που έχουν μωρά μικρά να 'γιορτάσουμε' παρέα. Φακκούν μου τα προάστια, κάθε μέρα που τα κυκλοφορώ σάν διδάσκω παρακολουθώ τα, σιγουρεύω μέσα μου πως δέ θα μπορούσα ποτέ μου να ζήσω ευτυχισμένος σε τέτοιο περιβάλλον.  Ζούν οι προαστιόπληχτοι μές σε μιά ουτοπία, μιά παραμυθούπολη χωρίς αίσθηση κοινότητας ή γειτονιάς, χωρίς ουσιαστικές σχέσεις με άλλους.  Ο καθένας κλεισμένος στο υπέροχα σχεδιασμένο σπίτι του, με τα 1.5 μωρά του, τα δύο αυτοκίνητα  (ένα SUV, ένα mini van τεράστιο για να κουβαλά τα 2,000 πράματα που φορτώννουν τα μωρά τους) το κομμένο απο κηπουρούς γρασίδι μιά θάλασσα σπατάλης νερού. Μεγαλώννουν μωρά που δέ γνωρίζουν τί θέλουν στη ζωή του

Σάββατο βράδυ στη ΧΤΕρνία

Σούρουπο. Οι πόρνες της γειτονιάς έρχονται νυσταμένες να πιάσουν δουλειά, φτιάχνουν το μέηκαπ τους με το μικρό τους δακτυλάκι, βλέπω τους πρώτους πελάτες να σταματούν έξω που το παράθυρο μου με πινακίδες άλλης Πολιτείας, χωρίς ντροπή καθόλου και να φεύγουν βιαστικοί με συνεπιβάτη το σκιάχτρο-γυναίκα, για δέκα λεπτά.  Πάλι πίσω η πόρνη, ανέκφραστη. Οι πρώτοι μεθύστακες τρεκλίζουν ξεχνώντας με κάθε τους βήμα τον πόνο τους και τους λόγους που ρουφήσαν 39 βότκες απανωτές απο μικρά μπουκαλάκια -τα οποία πετούν στην καχεκτική μου μπροστινή αυλή, η οποία έχει ήδη δεχτεί τα κακκά 4-5 κοπρόσκυλων ράτσας pitbull που οι εμπόροι της μεθαμφεταμίνης σέρνουν μαζί τους όπου πάν για προστασία. Σούρουπο συνηθισμένο στην πολύπλοκη μας πόλη.  Ουρλιάζουν τα περιπολικά κάθε δεκάλεπτο με βιαστικούς μπάτσους αγχωμένους καθ' οδόν στο χώρο ενός συνηθισμένου εγκλήματος.  Ποιός άραγε να δέρνει πάλι απόψε τη γκόμενα του?   Ποί  ος πυροβολά τους αντιπάλους?  Ποιός έχει πεθάνει μόνος στη μέση του χιονιού α

Παίζω σας πουρού να δώ τες φάτσες σας.

Ούλλη μέρα οδηγώ.  Σε αυτοκινητόδρομους των 5 λωρίδων, σε δρομάκια της υπαίθρου στενά και φιδίσια γεμάτα λακκούβες, σε γειτονιές, πόλεις.  Την ώρα που οδηγώ, σκέφτομαι, ακούω μουσική, τίποτε δραματικό, εν πάρα πολλά ωραίο πράμα ο ελεύθερος χρόνος μόνος με τον εαυτό με υπόκρουση τον βόμβο της μηχανής και συνέχεια action στύλ ηλεκτρονικού παιχνιδιού με αυτοκινητούθκια.   Ένα πράμα που σκέφτουμαι συνέχεια εν πόοοοσοι αθρώποι οδηγούν πάς τούντη γή.  Δέ ξέρω γιατί, πιάννει με λύπη αμα θωρώ τόσες χιλιάδες ζωές γύρο μου να προσπαθούν να πάν κάπου για να συνεχίσουν το ρυθμό τους, ζωές που ποτέ δέ θα αγγίξω ή να μάθω τίποτε για τούτους.  Πλάσματα σάν και 'μένα, με οικογένεια, άγχη, αγάπη στη ζωή τους.  Που με αγνοούν και τους αγνοώ.  Πικρό συναίσθημα. Έσιει ομως κάτι πλάσματα μές το δρόμο που τα θωρείς με έκπληξη ξαφνικά να περνούν που δίπλα σου, δέν πιστεύεις πως υπάρχουν τέθκοια άτομα και κυκλοφορούν νόμιμα.  Εν χόμπυ μου όποτε δώ αυτοκίνητο λλίο περίεργο, να το προσπερνώ, να κοιτάζω πί

Ο Διάσπορος νικά τους μπάτσους.

Τον αύγουστο μόλις ήρθαμε πίσω, έγραψα που με επιάσαν οι μπάτσοι   να περνώ με κόκκινο (άδικα, είχα αναγκαστεί να περάσω για να μέν κόψω τους απέναντι).  Πρόστιμο τσουχτερό, επίσης πόντοι στην άδεια και αύξηση της ασφάλειας του αυτοκινήτου που τα $1200 που πληρώννουμε το χρόνο στα $1800, για τα επόμενα 3-5 χρόνια.  Όι λαομόν.  Καλά, αν είχα λάθος θα εσιωπούσα, θα ερουφούσα τον πέο του κράτους σάν καλός πολίτης.  Δέν φταίω όμως που ο μπάτσος ενόμισεν οτι απλά επέρασα με κόκκινο (-εννοείται δέν εσήκωννε κουβέντα-).  Οπότε, ζήτω η αμερική, δακάτω δικαιούσαι αρνηθείς να πληρώσεις, τζιαι  να πάεις να πείς τα παράπονα σου του δικαστή σε ακρόαση.   Έτσι έκαμα.  Εννοείται επίσης οτι έν γίνεται να πάω κάπου τζιαι να μέν γίνει κάτι αξιομπλογκάριστο. Φτάνω στο επαρχιακό η ώρα 10, για το 'ραντεβού' μου στις 10:15.  Καλοντυμένος με μπλέ χρώματα (της ειρήνης μέσα-έξω, και της προστασίας που το κακό), ξύρισα τη γενειάδα που αφήννω εδώ και ένα μήνα  (έ, μόνο να λαλώ είμαι ασκητής??) μήπως φα

Σάν το Αγρίμι.

Η αυτοσυγκέντρωση του ανθρώπου εν σάν ένα μεγάλο χωνί.  Όσο συγκεντρώννεται, τόσο πλησιάζει την μικρή τρύπα η προσοχή του στο τέλος του χωνιού.  Στην είσοδο του χωνιού -που εν μεγάλη, φορούν πολλά πράματα, καθημερινά, κοινωνικά.  Στην έξοδο, που εν μικρούλα, συγκεντρώννουνται ούλλα, φορεί να περάσει μόνο η ουσία. Έχω την ικανότητα (-κατάρα?-)  να μπορώ να συγκεντρώννω την προσοχή μου με ακράτητο πάθος, σέ ένα αντικείμενο, για μήνες.  Τούτο κάμνω τωρά.  Έν έχω πολλές σκέψεις εχτός μουσικής.  Έγινα άγριος, πρωτόγονος.  Αγρίμι του δάσους που λειτουργεί με ένστικτο.  Μουρμουρά ο νούς, αναβλύζει ουσίες, λύει τεχνικά προβλήματα, μαθαίνει τα προγράμματα πυρετωδώς στο κομπιούτερ, τη νέα γλώσσα.  Αλλά κατάλαβα εχτές πως είμαι ένα ζώο άγριο, πάνθηρας με μάτια πράσινα που ακολουθούν τη λεία μές το δάσος ακατάπαυστα μέχρι να την αρπάξουν. Εκατάλαβα πως έσιει βδομάδες να μιλήσω πλασμάτου που τον περίγυρο μου στο τηλέφωνο, να μοιραστώ όσα νιώθω.  Ίσως επειδή εν τόσο έντονα τζιαι προσωπικά που δέ