Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2010

Ο Αστακός της Γνώσης.

Ο  Αστακός της Γνώσης εν σαν το Δέντρο της Γνώσης, μόνο που αντί να κοσμεί τα δάση με την ομορφιάν του, σέρνεται στα βάθη του ωκεανού, τρώει τα απόβλητα των ψαριών, μυρίζει βάλτο τζιαι πικρή αλμύρα, τζιαι άμα λάχει ακκάννει σε αν τον απειλήσεις. Έφαα πρώτη φορά αστακό πρίν περίπου 18 χρόνια, όταν ήρτα φοιτητής στη ΧΤΕρνία.  Η περιοχή μας εν γνωστή για τον πάμφθηνο, σπαρταριστό, τροφαντό αστακό ανα το παγκόσμιο.  Λαλούν εν ο πιό γλυτζιύς τζιαι τρυφερός που ούλλους τους αστακούς του κόσμου (εχτός τζιήνου της βόρειας γαλλίας που εν ακόμα πιό τρυφερός  -μα τζιήνος ΕΝ γοράζεται, τζι εν μιτσής σάν την πουλλούν τους γάλλους όπως λέν οι στατιστικές).  Τζι αλήθκεια να λέγεται, ενεκάτσιασα πολλά.  Όι τόσο τη γεύση.  Ντάξει, τζιαι τη γεύση.  Κάτι έν μου έκατσε.  Πικρίζει λλίο, μυρίζει βόρβορα, θανατίλα ψαρίσιμη, λάκκους του νερού.   Παραπάνω εν η διαδικασία καθαρίσματος που με επείραξεν στο στομάχι. Για να φάεις αστακόν πρέπει  να τσακρίσεις  με καρυοθραύστη τζιαι τσιμπίδες το σκελετόν ενό

Μαρτυρώ τη Δάδα.

Εικόνα
                                 Ο  Βενιαμίν, στο τελευταίο του μάθημα  εχτές.                   Τελευταίο μάθημα.  Δίωρο μάθημα.  Δέν είναι μάθημα.  Είναι αποχαιρετισμός.  Ακούω μόνο. "Παίξε Βενιαμίν την Appasionata του Μπετόβεν, ολόκληρη." Την ώρα που παίζει εγώ χάννουμαι στον κόσμο τον Άλλο.   Βλέπω την Ιδέα του Βενιαμίν.  Βλέπω εμένα, το Δάσκαλο δίπλα του, είμαστε πιασμένοι, ομάδα, δίδυμα, στη μήτρα μου είναι ακόμα, αγέννητος.    Βλέπω στον Άλλο Κόσμο να γεννώ τον Βενιαμίν, να κόβω τον ομφάλιο λώρο, βλέπω τον να μεγαλώννει, να τραβά το δρόμο του.   Η δουλειά μου εδώ έχει τελειώσει. Κόβω τις αλυσίδες. Ο Βενιαμίν δέν είναι μαθητής μου.  Είναι άνθρωπος. Πρίν κόψω το λώρο, αφήννω του μέσα στη ψυχή ένα δώρο. Του αφήννω τη Φωτιά. "Βενιαμίν, ο δάσκαλος μου ο Ιταλός σπούδασε μ' έναν άλλο δάσκαλο, κι αυτός με άλλο, κι αυτός με άλλο, πίσω στους αιώνες της μουσικής.  Γραμμή συνθετών, αντρών.  Και τώρα, η σειρά σου." "Βενιαμίν, πρόσεχε τη Φω

Μαρτυρώ εμέναν.

Σεπτέβρης του '93. Εξύπνησα  με το παράθυρο το ανοιχτό να φέρνει τον μοναχικό τζιαι  κρυό αέραν του φθινοπώρου της Μεγαλούπολης που μυρίζει φύλλα ετοιμοθάνατα τζιαι πεζίνα, ανθρωπίλα.   Βάλλω τους φακούς μου τζιαι με το τσιάρο στο στόμα κάθουμαι κοντά στο παράθυρο να θωρώ έξω.  Τρώω πρόγευμα τζιαι φεύκω που το διαμέρισμα.  Περπατώ φορτωμένος τη δερμάτινη μου τσάντα γεμάτη βιβλία της μουσικής, τζιαι οι ουρανοξύστες καδρώννουν την πόλη μές την πρωινή ομίχλη σάν περπατώ τα βουλεβάρδα με τα κλασσικά τετραόροφα πολύπλοκα σκαλιστά του 1800 τζιαι με μυττερές στέγες σπίτια που κολλητά το ένα με το άλλο σχηματίζουν φαράγγι μές τον πετρόχτιστο ποταμό της παλιάς γειτονιάς που έχει τα κτίρια σάν όχθες ψηλές που τη μιάν τζιαι την άλλη, όχθες, κρεμμούς τούβλινους, γρανιτένιους, τζι ο χαλκός ο οξυδωμένος ο πράσινος αγκαλιάζει τους πυργίσκους τους ψηλά τζιαι τα παραπέττα των παραθύρων τους, γυαλλίζει σχεδόν μές τον ήλιο τον θαμπό του πρωινού. Σήμερα αρκέφκει η σχολή.  Ο δεύτερος μου χρόνος.  

Μαρτυρώ

Στην Αίγυπτο, το '83. Ο βεδουίνος κρατεί τα ρέτινα του αλόγου μου τζιαι του αλόγου του παπά μου, είμαι δέν είμαι 11 χρονών.  Περπατά νωχελικά το άλογο μές τη χρυσή την άμμο, ήρεμα, τζι ο βεδουίνος μιλά μας με σπαστά αγγλικά, να εξηγήσει τα θαυμάσια που θωρούμε μπροστά μας.  Μπροστά στη Σφίγγα εκοντοστάθηκε, τζιαι οι λαιμοί ετεντωθήκαν για να μπορέσουν τα μμάθκια να συλλάβουν την έκταση της πέτρας τζιαι τη δύναμη που αναβλύζει που μές την ξαπλωμένη λιονταροθεά.   Δίπλα εν οι τρείς οι πυραμίδες.  Περπατά το άλογο πίσω που το μάστρον του τον μαυροντυμένον, τζι εγώ έχω τυλίξει την τζιεφαλή με ένα αραχνούφαντο κάλυμμα να μέν με τρώει ο ήλιος.  Είμαι αρχαίος. Ξεπεζεύκουμεν τζιαι τα άλογα φεύκουν μαζί με τον οδηγό τους που έχει καλοπληρωθεί τζιαι μας ευχαριστά που τα είκοσι του νύσια.  Εννα έχουν να φάν τα μωρά του πόψε. Έν μου μιλά καθόλου ο παπάς μου, έννεν πλάσμαν που χρησιμοποιά τη γλώσσαν συχνά για να εκφραστεί.  Αφήννει με μόνον μου να δούν τα μμάθκια μου τζιήνα που θέλουν, χω

Προσεχτικά στην κατάβαση που το ηφαίστειο..

Βουίζει ο μύλος του παππού, με βόμβον εκκωφαντικόν  σάν τον σφήκαν ο τεράστιος ο μύλος του καλού μου του παππούλλη, τζιαι τα αλεύρια φτεροπετούν ολοφώτιστα τζιαι ππέφτουν  μές την ηλιαχτίδαν την μεσημεριανήν που μπαίννει δειλά ακάλεστη που το σκονισμένο πράσινο παράθυρο της προσφυγιάς.  Η σίστρα -κόσκινο μηχανικό-  ψηλή τζιαι μονοκόμματη έσιει στην αγκαλιά της τη μητρική φρεσκοαλεσμένο τζιαι σπασμένο σε κομμάθκια μικρά σιτάρι, τζιαι ξεχωρίζει μόνη της τ' άσιερα του που το σπόρον, τζιαι που το σπόρον το φλοιόν.  Αλλού ο φλοιός, αλλού τα άσιερα  (εννα τα φάν οι κότες). Δίπλα κάθουνται οι θείοι, η μάνα μου, η στετέ μου, κάθουνται παρέαν στο ξιπέτρισμαν του σιταρκού, γυρόν που μιάν άλλη μηχανήν που εφεύρεν ο πολυμήχανος μου παππούς, που κάμνει το σιτάριν το φρεσκοτρυγημένον να περνά λλίο λλίον αππιδώντας πάνω κάτω πάς σε μιάν πλατφόρμαν κινητήν μπροστά που σκαμνιά ψηλά.  Τζιαι  κάθουνται οι συγγενείς προσηλωμένοι, δοσμένοι στον χοροπηδηχτόν καρπόν τζιαι μόλις δούν πετρούαν ή αγκαθθού

Η Καθαριότητα

Εικόνα
Με κόπον   οι κοπέλλες πάς τη ράσιην τους κουβαλούν κούζες ολόμαυρες με νερόν γεμάτες που τον ποταμόν τ' ορεινού τους του χωρκού Κουβαλούν  τες σσιωπηλά η κάθε μιά τζιαι τη δικήν της Εν ασήκωτον το βάρος, τζι οι κούζες  εύθραυστες, το νερόν ευκολοσιώνοστον τζιαι τόση προσοχή χρειάζεται που οι κοπέλλες στη δουλειά τους  έν γελούν, έν ακούουν τα πουλιά που κελαηδούν, έν μυρίζουνται τα φκιόρα, έν θυμούνται τα κοπελλούθκια τους. Δουλεύκουν παρέαν οι κοπέλλες, άλλες εν μιτσιές, σφιχτοβύζες, άλλες γερόντισσες με τη σοφίαν στα πρόσωπα σάν τες ρυτίδες τους βαθκειάν. Τζιαι πλώννουνται τζιή τζιαι δά του ποταμού,  σ' έναν χωράφιν, μαζίν να πλύννουν τ' άπλυτα τους. Μές σε καζάνιν χάλκενο, βράζουν το νερόν τζιαι πλυννίσκουν τα ρούχα ούλλα, τα σεντόνια, τα εσσώρουχα.  Τα άσπρα τους.   Εννιά γεναίτζιες συνεργάζουνται αρμονικά. Η Συγυρισμένη διπλώννει. Η κοτζιάκαρες  καθοδηγούν τζιαι δέρνουν τα ρούχα να καθαρίσουν.. Η Ήρεμη τζι υπομονετική κρεμμάζει τα. Η Άφοη που τη ξημαρισ

Η Απουσία

Εικόνα
Γελώ.  Τί σου είναι ο νούς, αλήθκεια.  Ο νούς εν το ομορφόττερο πράμα στο σύμπαν ούλλο, πιό όμορφο τζιαι που τον μεγαλύτερο γαλαξία ή τη μικρότερη κλωστούδα που πλάθει την ύλη.    Ο νούς εν το μεγαλύτερο κόσμημα που έπλασε ο/η  Θεός για να καμαρώννει την δημιουργία. Εν τζιαι το τρομαχτικότερο δημιούργημα.   Το ευτύχημα έναι πως έχουμε επιλογή πόσον να ταξιδέψουμε μέσα του.   Αν θέλουμε, το όχημα μας εν απλό, βενζινοκίνητο, πέρνει μας καμμιά εκατοστή χιλιόμετρα ταξίδι, τζιαι ώς τζιαμέ εν καλά.   Λειτουργούμε μιά χαρά.  Ικανοποιούμε τα εγωιστικά μας ένστιχτα καλά,  πετυχαίννουμε στόχους. Αν θέλουμε έχουμε τζι αεροπλάνο, να πάμε σε νέες χώρες μέσα μας ταξίδι, χιλιάδες χιλιόμετρα μακρια -εν τζιαμέ που ανακαλύφκουμεν κρυφά ταλέντα, νέες σκέψεις, έτσι δεχούμαστε άλλους αθρώπους, νιώθουμε συμπόνοια, προσφέρουμε. Αν θέλουμε έχουμε διαστημόπλοιο, πάμε βαθκειά, εκατομμύρια χιλιόμετρα.  Βρίσκουμε ικανότητα να δούμε πως ούλλα εν Ίσα, ούλλα το ίδιο, ούλλα πηγάζουν που μιά Ιδέα.  

Coniunctis Viribus. Το Χάος της Αρκής.

Εικόνα
Αρκέφκω να γράφω σήμμερα κατα περιόδους αναρτήσεις που περιγράφουν τη γλώσσα των συμβόλων, τζιαι το χάρτη του "Ήνταλως το Πλάσμαν Μπόρει να Μεταμορφώσει τη Συνειδητότηταν του". Έν εννοώ πως άμαν ακολουθήσει κάποιος τούντον 'τρόπον'  εννα το καταφέρει. Έσιει σημμασίαν η αρχιτεκτονική του τρόπου, ο σκελετός του, όι το νόημαν ή τα σύμβολα καθ' αυτό.    Θέλω επίσης να έχω ένα ντοκουμέντο για την δίχρονη πορεία που ήβρα τον τρόπο τούτο που με εμεταμόρφωσεν, μήπως όταν τελειώσει τζιαι ξεχάσω την (τούτος εν ο σκοπός) ξεχάσω τζιαι το μονοπάτιν.   Πάμεν. Τούτη εν η αυτοβιογραφία μου. Εδκιάλεξα ναν ο χάρτης μέσα που την τέχνη.  Έσιει καλλιτέχνες που εν τόσο ενωμένοι με τα Θεία, που φκάλλουν πίνακες μυστικιστικούς, που για τα μμάθκια τα ανεξάσκητα εν απλοί πίνακες, μα χωσμένα μέσα τους εν σύμβολα που βρίσκεις τζιαι πάς σε φιλοσοφίες τζιαι πάς σε κείμενα, τζιαι πάς σε έργα τέχνης πολλά.  Έσιει καλλιτέχνες που εξέραν το Μυστικόν της Αλλαγής, μα δέν επέτρεπεν τότε η κοιν

Παίξε κούρδε, παίξε τζι άλλο

"Παίξε κούρδε. Παίξε τζι άλλο. Έχω να σε ρωτήσω κούρδε: Ήντα μπου έσιεις ρε κούρδε, τζι εν τόσο μεγάλο τζιαι πνίει ολόκληρον η έκσταση η απατηλή της μουσικής? Τί σου εκάμαν στο χωρκό σσου που γεννήθηκες? Ήρταν οι τούρτζοι να πειράξουν την αρφή σσου? Ήρταν οι δράτζιοι να σου πνίξουν τη ζωήν? Ήντα μπου είδαν τα μμάθκια σου τα δασοφρυωμένα τα γεμάτα μαύρο μέλιν τζιαι κλαίουν? Άννοιξε θκιάπλατα το στόμαν ρε να μπεί η δροσιά μέσα του βουνού τζιαι μέν ησσιωπήσεις ώς που να φκεί τούτον που έσιεις να μας πείς ρε. Μίλα τζι ακούμεν, είδες που εσυναχτήκαμεν γυρόν σου να μας πείς παραμύθιν? Εσού ξέρεις να τραουδάς τα πράματα που νώθουμεν εμείς μα έν τολμούμεν να τα πούμεν. τραούδα που τζιαμέ που φκέννει λούρα λούραν το κακόν που είδαν τα μμάθκια τα μελιά" -Να σ' απαντήσω αέρφιν μου κυπραίε. Έν έχω τίποτε. Εν τα στοισιά που κλαίω, τζιαι τους νεκρούς. Εν ούλλοι πάραδίπλα πουκάσ' τα κυπαρίσσια τζιαι τες μαρμαρένες πλάτζιες. Κλαίω τζιήνους

Πέρα που τα σύμβολα

Ξέρω καμιά φορά γίνουμαι ακατανόητος.  Εν εμέναν που μιλώ κυρίως.  Γίνουμαι φορτικός, πομπώδης.   Ακαταλαβίστικος.  Πράματα που έπρεπεν να μένουν μές τη σκέψη μου φκάλλω τα έξω τζιαι γράφω τα να τα θκιεβάζετε.  Εν ανάγκη τούτη που έχω αθρώπινη για σημασίαν τζι επιβεβαίωσην. Εχτές επέρασα την πιό δύσκολη μέρα ολόκληρης μου της ζωής, μέρα επικίνδυνη, μέρα που έφτασα ώς τον κρεμμόν, να πελλάνω τζιαι καλά.  Έφερα με ώς τζιαμέ που το επόμενον βήμα θα ήταν η πλήρης καταστροφή.  Τζιαι έφκηκα που την άλλην.  Έπαιξα με τη φωθκιάν, επήρα τη σκέψην μου ώς το παραλήρημαν τζιαι την πελλάραν.  Κανονικά.  Επίστευκα έχω τον έλεγχον να κάμω έτσι ταξίδιν, ετοιμάζω το, χρόνια,  που ο σκοπός του ήταν να με ξιτσιλλήσω που κάτι πράματα που με επονήσαν πολλά που ήμουν μιτσής, πράματα που μου εκάμαν δίχα να φταίω τίποτε.  Τζι αντί να το τριολίζω το θέμαν με τη σκέψην όπως έκαμνα ώς τωρά, εβίωσα τα εσωτερικά μου σάν να τζι ήταν αληθινά, τωρασινά.  Σάν να ήμουν άλλον πλάσμαν.  Έν μου εξαναέτυχεν έτσι πράμαν,

Αυτοαγκάλη

Σιώπα.  Η αγκαλιά εν αθόρυβη. Η αγκαλιά έν ρωτά. Η αγκαλιά θέλει σε ακριβώς όπως είσαι τούτη την ώρα μα παρέα σου σφίγγει το χτές σου. Σιωπώ.

Η θηλυκή Ενέργεια του σύμπαντος

Ξαναπιάννω το σεττάρ στα σιέρκα πόψε μόλις πάω σπίτι.  Που το κρούσε-κρούσε τες ποκαλάμες, τα κλωννιά, τα δεντρά του εαυτού έμεινα να είμαι Άγνωστος μου.   Εν αλήθκεια επικίνδυνον να κοντεύκεις του ηφαιστείου τζιαι να κάμνεις καμίνιν δίπλα του.  Κραθκιούμαι πόψε, αλλά όι πολλά καλά.   Δυστυχώς, η μέρα μου τζιυλά, εν τζιαι μεγάλη, πρέπει να φέρνω τον εαυτόν στην πραγματικότητα κάθε στιγμή, για να καταφέρνω να διδάξω με τον τρόπο που ξέρω.  Εγίνηκεν, σχεδόν ετέλειωσεν η μέρα χωρίς (σχεδόν) να νευριάσω κανέναν πλάσμαν δικόν ή ξένον.  Αλλά το κορμίν μου εν τέλλεια πανικοβλημένον, σάν το ταυρίν που φεύκει πρώτη φοράν που τη μάναν του να βουρήσει μές την πεδιάδαν με τους θκειούες του τζιαι σιέρεται αλλά δέ ξέρει πού να πάει. Ξαναπιάννω το σεττάρ πόψε.  Τζιαι το κομπιούτερ. Επήα σ' έναν μαθητήν μου ινδόν.  Το κοπελλούιν έσιει καμπόσα προβλήματα νόησης αλλά έσιει πολλύν ταλέντον.  Ανάδειξα τον σε μικρό χρονικό διάστημα, τζιαι η μάνα του πίννει νερό στ' όνομαν μου.  Εν τζιαι τζιήνη

Σπονδή

Σάν τον Κωστή, φτάννω τζι εγώ στο δικό μου βάλτο να έβρω το φίδιν μου.. -------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Στέκω, εγώ,  ο Άσπιλος Συνθέτης μές τους καπνούς, τζιαμέ που φκέννει η λάβα πιτητή.  Τα σιέρκα μου εν γδαρμένα που την δύσκολη ανάβαση, τα ρούχα ξημαρισμένα κατασχισμένα, το πρόσωπο έσιει γραμμές φρεσκοχαραγμένες τζιαι μουζωμένες που το δρώμαν.  Στέκω, Άσπιλος Συνθέτης δίχα κρίση, σφίγγουμαι να μέν με κρίνω,  να μέν κρίνω το ηφαίστειον,  μές τους καπνούς στο στόμα του το πύρινον. Θωρώ το χάος πουκάτω. Μές τη φωθκιά ούλλα εν Ένα, ξέρεις.  Οι βασάλτες, οι σχιστόλιθοι, οι πουρόπετρες, ο γρανίτης, ο ατμός του υπόγειου νερού, η στάχτη, το σίδερο, ο χαλκός, ούλλα ελύσαν τζι έν θωρείς ποιόν εναι ποιόν.  Σάν το καμίνι το βιβλικό αλλάζει το ηφαίστειο τη φύση τους, τζιαι κάμνει την υγρήν.  Η μεταμόρφωση εν που αυξάνει τη θερμοκρασία.  Κολλούν τα μόρια του γρανίτη με τζιήνα του νερού, με τ

Ηφαίστειον.

Γράμμα προς το κορμί μου, γραμμένο την ώραν της Φωθκιάς: Περπατώ πόψε στην κόψη του ηφαιστείου μου  μές το θειάφι, τους γκριζοκαπνούς, πατώ ξυπόλυτος πάς τες πετρούες τες σουβλερές.  Πόσο ξένη φαίνεται  η γή τζιαμέ που έν βλαστά χορτάρι, τζιαμέ που ούτε ζωύφια πετούν, ούτε πουλιά.  Ξεγελά σε.  Λαλείς  "μα εν τζιαι τούτη η γή δική μου?"    -Επάτησα πολλές φορές δαμέ.  Εν κυκλικό το μονοπάτι, περνά που δάση εύφορα, που Κήπους, που σπαρτά, πάει τζιαι που την έρημο, τη θάλασσα, τόπους που σε γεμώννουν χαρά, που σε κάμνουν να νιώθεις καλά, που σε φορτώννουν Ωραίο για σένα.  Άς γελάσω.   Έτω, στο τέλος ο χάρτης σου πάντα καταλήγει πάντα δαμέ στο ηφαίστειον.  Έτσι έναι.  Κάθε φορά που το περνώ, κάτι μαθαίνω.  Θωρώ τα έγκατα της γής μου που κοντά, τζιαι κάθε φορά καταλαβαίνω τα καλλύττερα.    Εν τζιαι το ηφαίστειον ζωή ρέ.   Τί σημαίνει εν κατάξερον, επικίνδυνον, βρωμεί, κρούζει, εν μαύρον.  Τί σημαίνει τούτον?  Επειδή το συγκρίνεις δηλαδή με τους κάμπους σου τους ωραίους?  Ποιό

Η φωθκιά του σεττάρ να φκάλλει το φόον

Φκάλε τα ρούχα σου. Χόρεψε μές τα κάρβουνα μου να δείς το Φόον σου κατάμματα.