Ο Αστακός της Γνώσης.

Ο  Αστακός της Γνώσης εν σαν το Δέντρο της Γνώσης, μόνο που αντί να κοσμεί τα δάση με την ομορφιάν του, σέρνεται στα βάθη του ωκεανού, τρώει τα απόβλητα των ψαριών, μυρίζει βάλτο τζιαι πικρή αλμύρα, τζιαι άμα λάχει ακκάννει σε αν τον απειλήσεις.


Έφαα πρώτη φορά αστακό πρίν περίπου 18 χρόνια, όταν ήρτα φοιτητής στη ΧΤΕρνία.  Η περιοχή μας εν γνωστή για τον πάμφθηνο, σπαρταριστό, τροφαντό αστακό ανα το παγκόσμιο.  Λαλούν εν ο πιό γλυτζιύς τζιαι τρυφερός που ούλλους τους αστακούς του κόσμου (εχτός τζιήνου της βόρειας γαλλίας που εν ακόμα πιό τρυφερός  -μα τζιήνος ΕΝ γοράζεται, τζι εν μιτσής σάν την πουλλούν τους γάλλους όπως λέν οι στατιστικές).  Τζι αλήθκεια να λέγεται, ενεκάτσιασα πολλά.  Όι τόσο τη γεύση.  Ντάξει, τζιαι τη γεύση.  Κάτι έν μου έκατσε.  Πικρίζει λλίο, μυρίζει βόρβορα, θανατίλα ψαρίσιμη, λάκκους του νερού.  

Παραπάνω εν η διαδικασία καθαρίσματος που με επείραξεν στο στομάχι.

Για να φάεις αστακόν πρέπει  να τσακρίσεις  με καρυοθραύστη τζιαι τσιμπίδες το σκελετόν ενός αφύσικου ζώου που εν τέλει εν μιά τεράστια κατσαρίδα που μάλιστα ακκάννει σε τζι άμα σπουρτίσει πιτιλλούν τα ζουμιά  (ακριβώς σάν της κατσαρίδας)  τζιαι κάμνει θόρυβον όπως τα κόκκαλα που σπάζεις.  Είσαι κοντά στο δολοφόνο άμα καθαρίζεις αστακό.

Ά, τζι εξέχασα.  Για να τον ψήσεις,  κάμνεις του βασανιστήρια όπως τους ανακριτές που βουττούν τους κρατούμενους μές το νερόν για να μολοήσουν.  Σε τούντην περίπτωσην, μές το κοχλαστόν.  Πρώτα βάλλεις τον μές το ψηγείον να μαστουρώσει, να κρυώσει, μόνος του να σου ζητήσει μπάνιον.  Πιάννεις τον ύπουλα τζιαι ξαπολάς τες δαγκάνες του που τα λαστιχούθκια, έν αντιδρά.  Νομίζει ήρτες να τον σώσεις.  Τζιαι με μεγάλο σαδισμό βουττάς τον μέσα, ζωντανόν εννοείται.  Στην αρχήν αρέσκει του, νομίζει εμπήκεν μές σε σάουνα, καρτερά να έρτει η  αστακίνα που του υποσχέθηκες για να του κάμει μασάζ τζιαι να του πιάσει νάκκον τον πούλλον του για να τον χαλαρώσει.  Μα σιγά σιγά το νερόν διαπερνά την πανοπλίαν του τζιαι ξάφνου καταλάβει ότι έν θα έρτει καμμιά αστακίνα να τον τρίψει, τζιαι μάλιστα κάποιος έβαλεν τη θερμοκρασία του σάουνα πολλά ψηλά.  Αρκέφκει να παραπονιέται.  Φακκά κουτρουμπέλλες μές τη χύτρα τζιαι τσιριλλά με μιάν σιωπηλή κραυγή σάν του ντζίντζικα πέρκι τον ακούσει η μάνα του να έρτει να τον σώσει.   Ο μάγειρας τσιλλά το στούππωμαν καλά να μέν το πετάξει ο αστακός τζιαι να ξεφύγει θυμωμένος να βουρά στο πάτωμαν της κουζίνας για να τον ακκάσει για εκδίκηση.  Σε λίγο όλα τελειώννουν, χάννει τη μάχη της ζωής, τζιαι διπλώννει το νούρον του μές τα σκέλια του σε μιά απεγνωσμένη προσπάθεια να προστατέψει τους 'απογόνους'.   Τότε ξέρει ο μάγειρας πως εν έτοιμος, κατακόκκινος πλέον, ζουμερός.  Παίρνει οχτώ λεπτά η διαδικασία.


Τζιαι μετά, μές το πιάτο με λεμόνι τζιαι κουππούα λειωμένο βούτηρο, ο μάγειρας κάθεται να τον διαμελίσει με όργανα τρομαχτικά στα σιέρκα του, για να φάει τη σάρκα.


"Να μου λείπει".  Είπα την πρώτη φορά.  


Μα έτσι πεισματάρης που είμαι, εξαναδοκίμασα.  Ξανά, τζιαι ξανά.



Ποιά εν η ουσία δαμέ?  Έτσι ρωτώ πάντα άμαν έν μου αρέσκει κάτι, άμαν με ξενίζει.


Τί  δέν βλέπω δαμέ που με εμποδίζει να απολαύσω τούντο πολυτελέστατον για άλλους έδεσμαν?


Τζιαι είπα να το δώ διαφορετικά, να ρωτήσω άλλους, να δοκιμάζω.  Επήρεν μου 18 χρόνια.


Επιτέλους, άλλαξα τον τρόπο που θωρώ τον αστακό.


Πρίν τον μαγειρέψω, μιλώ του.  Εξηγώ του ότι είμαι Κυνηγός, τζι ότι ατύχησεν, εννα πεθάνει. Διώ του χρόνον να πεί τες αστακοπροσευχές του, διώ του τελευταίο γεύμα.  Μετά κάθουμαι μπροστά του τζι απολογούμαι που εννα τον φάω.  Απολογούμαι στους γονιούς του, στα κοπελλούθκια του, στες ερωμένες του.  Τζιαι εξηγώ του πως έτσι έναι η φύση, τζιαι όπως ατύχησε τούτος τωρά, μιάν μέρα θα ατυχήσω τζι εγώ με παρόμοιο τρόπο, να γίνω τροφή για τα σκουλούτζια, τζι έτσι ο κύκλος της ζωής θα συνεχιστεί.   Μετά, αντί να τον βουττήσω μές το νερόν για να βασανιστεί, πιάννω το μαχαίρι τζιαι μπήω του το μές τον εγκέφαλο να πεθάνει ακαριαία.   Ακούω τη ζωή που φεύκει τζιαι πονώ.  Ψήννω τον.  Διαμελίζω τον τελετουργικά να ελευθερώσω τη σάρκα του που ήταν φυλακισμένη τόσα χρόνια.

Βάλλω το γλυκόπικρο κρέας του στο στόμα τζιαι κλείω τα μμάθκια μου.  Θωρώ μπροστά μου ούλλα τα ζώα που έφαεν τούτος τζιαι εκάμαν τη γεύση της σάρκας να έσιει την ταυτότητα τους χαραγμένη μέσα της.  Το νερόν το αλμυρόν.  Τα φύτζια που έφαεν.  Τα σαλιγκάρια που έφαεν.  Τζιαι η γεύση αντί νεκατσιαστική γίνεται μέλιν.  Τρώω τη ζωήν πολλών τζιαι γίνεται μέρος της δικής μου σάρκας.

Μιάν ημέραν ποννα με φάν τα σκουλούτζια, ίσως έναν έξυπνο σκουλούτζι να γευτεί τον αστακόν που έφαα κάποτε τζιαι να συγκινηθεί τζιαι τούτον.





Μόνον άμα συγκεντρώσεις την Ουσίαν καταλαβαίνεις.



Τζιαι τούτος εν ο Αστακός της Γνώσης..

Σχόλια

Ο χρήστης Joy Tears είπε…
Εγώ πάντως αστακό εν θα ξαναφάω ποττέ μετά που τούτο το κείμενο!!!

(Αστειεύκω)
Ο χρήστης Κασσάνδρα είπε…
Την ίδια τελετουργική διαδικασία του καθαρίσματος ακολουθεί ο καθένας μας για να φτάσει στη Γνώση.

Διαμελίζεις το δέντρο. Φύλλο-φύλλο. Πάντα προσπαθείς να μην σου ξεφύγει τίποτα. Να “πιτσικλιαστείς” με τη σοφία που θα σου προσφέρει.

Την διαμελίζεις για να ελευθερώσεις τη “σάρκα”, που είναι φυλακισμένη μέσα στις ρίζες και φτάνει ως την άκρη του κάθε φύλλου.

Και όταν φτάσεις στην κορυφή του Δέντρου, και Γευτείς την γλυκόπικρη της γεύση τότε αντιλαμβάνεσαι ότι τελικά η Γνώση είναι προιόν πολλών. Όπως και ο αστακός είναι προιόν τόσων οργανισμών, και η Γνώση είναι προιόν αμέτρητων οντότητων δια μέσου των αιώνων.

Η γλυκόπικρη γεύση όμως, παραμένει. Και για τα δυο.
Ο χρήστης κι αγνάντευε... είπε…
Τα έχω σκεφτεί ξανά τούτα ούλλα που γράφεις, όταν μια θεια είχε σερβίρει αστακό και μου εξήγησε ακριβώς πώς τον ψήνεις. Έφαγα με το ζόρι - μου τον καθάρισαν, εννοείται! Απορία: γιατί πρέπει να τον ψήνεις ζωντανό, τον καημένο;
Ο χρήστης stalamatia είπε…
Eγιω πάλε Διάσπορε μου ενε φάα ποττέ μου αστακόν τζιαι πάντα εθεώρουν ότι εν μια πολλά μιάλη τσιριπίλλα.
Τι είπες; όσα δεν φτάνει αλεπού;
Φιλούθκια.Να μου σιερετήσεις τη Διασποροοικογέια.
Ο χρήστης Diasporos είπε…
Rain Tears

Αμα φάεις, εννα σου έρτουν οι εικόνες μου τζι εννα νεουλιαστείς χαχαα.



κασσάνδρα

Εν τόσο όμορφη η εξήγηση σου (εν εξήγηση ή εν συνέχεια του κειμένου μου?) που θα την θεωρούσα footnote για όσους θέλουν να καταλάβουν την αλληγορία.



σταλαματία

φιλιά τζιαι στη δική σου οικογένεια.
Εν τσιριπίλλα κόρη, έν αξίζει να το δοκιμάσεις (ειδικά στην ευρωπη που έν γοράζεται ο αστακός -δακάτω τρώεις τον με 10 ευρώ τον ένα!)


κι αγνάντευε

Κοίτα, αγοράζεις αστακό ζωντανό. Ταράσσει, κλωτσά. Το πιό εύκολο έναι να τον ρίξεις στο νερό όπως τον φκάλλεις που το ψυγείο. Για να τον σκοτώσεις πρέπει να τον κρατείς ακίνητο τζιαι να του μπήξεις το μαχαίρι (το οποίο εν δύσκολο, έσιει πολλά σκληρο κέλυφος) οπότε οι περισσότεροι έν τον σκοτώννουν πρώτα. Μα εν ο σωστός τρόπος. Συναίσθημα πρωτόγονο. Νιώθεις ότι εν ζώο που τρώς, τζι ότι είσαι κυνηγός, μέρος της φύσης. Εν δειλία να τον βάλλεις μές το νερόν ζωντανό.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν