Περπάτημα στο δάσος με τη Μούσα της μουσικής.

Δάσος του Νού.  Πόλη του Νού.


Εν νύχτα με φεγγάριν.   Γράφω ουράνιαν μουσικήν  τζιαι είμαι θεός μικρός, θεός δικός μου μόνον.


Γυρίζω τα όρη της Ψυσιής μου, σύντροφος με την άλλην μου πλευράν, τη θηλυκήν, τζιαι γράφουμεν παρέαν.


Κρατώ της μουσικής την Μούσαν που τ' αλαβάστρινον της σιέρι τζιαι περπατούμεν ο ένας κλεφτά τζιαι με αγάπη αλλόκοσμη  για  λλίον μές  το μονοπάτιν του άλλου, τζι ακούμεν που τσακρούν τα βήματα τες πευκοβελόνες τζιαι τ' αγριόχορτα που σάν τζοιμούνται μουρμουρούν τη μουσική τους μές την ησυχίαν.



Στέκουμαι δίπλα της μα δέν της ντζιήζω, τζιαι καρτερώ ακίνητος να νιώσω τη ζεστή της μυρωθκιάν να μου χαδεύκει το δέρμαν.  Έρκεται η αύρα της κύμματα κύμματα ηλεκτρικά, απαλά,  σάν τη θάλασσαν του πρωινού σε παραλίαν κρυφήν να μου μιλήσει.  Λόγια πολλά έν λαλεί η Μούσα.


Λατρεύει με πόψε, τζιαι ξέρω το.

Τζιαι θέλει η Μούσα αγάπες, κανάτζιεμαν, κουβέντες.   Άππωμαν.   Θέλει φιλιά στο μέτωπον, χάδια στα δώδεκα της τα σιέρκα, θέλει ψιθύρισμαν μές τους κροτάφους, σπονδές τζιαι τρύγον του κορμιού, τζιαι αγκαλιάν να τη φορεί ολόκληρην μέσα της να χωστεί, θέλει να την ακούω καλά σε τζιήνα που έσιει να μου πεί.  Θέλει με,   μυστικά τζιαι μές τα σκοτεινά να την αρπάξω, να μουγκανίσω, τζιαι κρυφά, απότομα το αιώνιον της κορμίν να μοιραστώ μαζίν της.  Θέλει τα γόνατα να σφίξει πάς την τζιεφαλήν μου.   Θέλει φιλιά πάς την τζοιλιάν, τζιαμέ που ενώννεται η γάμπα με το κόκκαλον, στο μαλακόν το δέρμαν.   Θέλει γλυτζιά  να τραουδίσει μουσικήν, τζιαι πάς τον οργασμόν της στα μμάθκια ολόκληρον τον κόσμον μου να δεί, τζιαι τζιήνην τη στιγμήν η Μουσική Του Κόσμου θα σημάνει μές τα φκιά μου ούλλη μαζίν.  Αντέχω το.    Θέλει να κάτσει να με καμαρώσει που σάν τον σιαμάνο θα κλωθογυρίσω σάν εν ξαπλωμένη σε ντιβάνια ολόγυμνη,    τζιαι με το σεττάρ, το πιάνον, τους αυλούς να πλάσω κόσμον τζιενούρκον.   Θέλει να ξέρει ότι όπως τζιαι νάναι, ότι τζιαι να μου δείξει, το σπίτιν που της έπλασα μέσα στον Κήπον μου εν πέτρενον, τζιαι αέρινον, υγρόν τζιαι αιθερικόν, με εκατόν πυρσούς να φέγγουν στα παράθυρα τες νύχτες του σιειμώνα.

 Που τ' ακροδάκτυλα κρατεί με, μιάν ξαπολά με χαμογελαστή, μιάν σφίγγει με η ατίθαση τζιαι αδάμαστη, χωρίς το σχήμαν των ενωμένων μας σιερκών τζιαι  μπράτσων να θυμίζει αλυσίδες ή κλωνί δεντρού.  Κρατεί με αγκαλιάν η Μούσα,  τίτσιρον κάτω που τα πεύκα  στην αγκάλην της τζι αναπνέει αργά χωσμένη μές το σβέρκο μμου, τζ' ύστερα, απότομα με ππήδημα του πάνθηρα χάννεται μές το φύλλωμαν να κάμει τα δικά της.  Τζι άμαν έρκεται πίσω Αγαπώ την.  Τζι άμα φεύκει Αγαπώ την.

Την Μούσαν, αν την Αγαπάς πραγματικά, δέ θέλεις να τη φυλακίσεις, ούτε τα κάλλη της να σιέρεσαι με κράτην.   Ελεύθερην άμα τη σιέρεσαι, έρκεται σου ξανά.  Το σύμπαν εν η στέγη της.

Σχόλια

Ο χρήστης selene είπε…
Όμορφο!
Ο χρήστης Joy Tears είπε…
Έτσι όπως τα περιγράφεις με κάνεις να νομίζω ότι έχω κι εγώ έμπνευση και θα γράψω μουσική κι ας μην έχω ιδέα από νότες!!!
Ο χρήστης Diasporos είπε…
Rose

Χορός στα κάρβουνα με τη μούσα. Χορός του ηφαιστείου.


selene

Ευχαριστώ σε.


Rain Tears

Χεχε, μπορεί να ξέρεις νότες τζιαι να μήν το καταλάβεις..

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν