Μαρτυρώ εμέναν.

Σεπτέβρης του '93.


Εξύπνησα  με το παράθυρο το ανοιχτό να φέρνει τον μοναχικό τζιαι  κρυό αέραν του φθινοπώρου της Μεγαλούπολης που μυρίζει φύλλα ετοιμοθάνατα τζιαι πεζίνα, ανθρωπίλα.   Βάλλω τους φακούς μου τζιαι με το τσιάρο στο στόμα κάθουμαι κοντά στο παράθυρο να θωρώ έξω.  Τρώω πρόγευμα τζιαι φεύκω που το διαμέρισμα.  Περπατώ φορτωμένος τη δερμάτινη μου τσάντα γεμάτη βιβλία της μουσικής, τζιαι οι ουρανοξύστες καδρώννουν την πόλη μές την πρωινή ομίχλη σάν περπατώ τα βουλεβάρδα με τα κλασσικά τετραόροφα πολύπλοκα σκαλιστά του 1800 τζιαι με μυττερές στέγες σπίτια που κολλητά το ένα με το άλλο σχηματίζουν φαράγγι μές τον πετρόχτιστο ποταμό της παλιάς γειτονιάς που έχει τα κτίρια σάν όχθες ψηλές που τη μιάν τζιαι την άλλη, όχθες, κρεμμούς τούβλινους, γρανιτένιους, τζι ο χαλκός ο οξυδωμένος ο πράσινος αγκαλιάζει τους πυργίσκους τους ψηλά τζιαι τα παραπέττα των παραθύρων τους, γυαλλίζει σχεδόν μές τον ήλιο τον θαμπό του πρωινού.

Σήμερα αρκέφκει η σχολή.  Ο δεύτερος μου χρόνος.  Που παρολλίο να μέν αρχίσει ποτέ.

Έσιει ένα χρόνο να παίξω πιάνο, τα δύο μου μπράτσα ούτε ένα μήνα έν έσιει που τα έφκαλα που το προστατευτικό πλαστικό που μου κρατά τους καρπούς ίσιους εδώ τζι οχτώ μήνες για να μέν πονώ.   Πάει το πιάνο.  Τέλειωσε το πιάνο.

Σήμερα θα κάμω το πρώτο μου μάθημα με μιά δασκάλα άγνωστη μου που υποτίθεται ξέρει να βοηθά να θεραπεύκουνται τα σιέρκα σου άμα έσιεις πρόβλημα.  Εν συνθέτης άκουσα, πιανίστας σπουδαίος.

Ανεβαίνω τα σκαλιά του αρχαίου κτιρίου που εν γεμάτο μουσική -κλίμακες, κακοφωνία ήχων που 100 πλάσματα που μελετούν μές τα μικρά απομονωμένα τους κουβούκλια.  Ζηλεύκω τους, πονώ.

Χτυπώ την πόρτα του στούτιο της κυρίας Στέφανης δειλά, ανόρεχτα.  Τί να μου μάθει τούτη?  Τόσοι γιατροί έν βρίσκουν τί έχουν τα μπράτσα μου τζιαι δέ θέλουν να λειτουργήσουν, τούτη εννα με γιατρέψει?

Η κυρία Στέφανη κάθεται στο γραφείο της.  Το μικρό δωμάτιο εν γεμάτο βιβλία, αντικείμενα.  Ούτε που τα προσέχω.  Μυρίζει όμως λεβάντα τζιαι μιά όμορφη γυναικεία ευωδιά που μόλις με συνάντησε μου είπε  "καλώς όρισες".  Κοιτάζω την νέα μου Δασκάλα που κάθεται στο γραφείο προσηλωμένη σε μιά παρτιτούρα, γνέφει μου "ένα λεπτό" με το δείχτη τον δεξί, δάκτυλο λιγνό, βασιλικό, όλο χάρη.  Τα μάτια μου μελετούν τη Δασκάλα.  Πρέπει να εν πάς τα σαράντα.  Εν ψηλή, λεπτή, ντυμένη με ρούχα μποέμικα, ανέμελα, ριχτά της ινδίας χιλιοφορεμένα πάνω σε κορμί που μόνο αρχαίες θεές στην ιρλανδία έχουν.  Τα κόκκινα μαλλιά καδρώνουν το ψηλό της μέτωπο και το φεγγαροπρόσωπο της.  Εν χαμένη σ' ένα κόσμο που δέν καταλαβαίνω, τζι αγνοά με.  Να κάτσω άραγε?  Νιώθω παιδάκι, είμαι εντελώς αμήχανος μπροστά στην ενέργεια της.  Νιώθω ότι έχω εισβάλει σε μιά ιδιαίτερη στιγμή, ο διεστραμμένος μέσα μου νιώθει σάν να κάμνει μάτι σε γυναίκα που κάνει έρωτα μόνη της.  Διώχνω τη σκέψη.


Γυρίζει η Δασκάλα πάνω μου.

"Καλημέρα, είσαι ο Διάσπορος?"


"Καλημέρα, ναί, ήρθα για μάθημα."


"Να δώ τα χέρια σου ένα λεπτό σε πειράζει?"

Κάθομαι μπροστά της, διώ της τα χέρια.   Μελετά τα.  Πιέζει τους καρπούς, τα νεύρα, τες κλειδώσεις μου.  Έν λαλεί τίποτε.

"Έλα να παίξουμε λίγο στο πιάνο Διάσπορε.  Μπορείς να παίξεις ή πονείς?"


Διστάζω.

"Μπορώ λίγο, πονώ όμως ακόμα, τζιαι έν μπορώ να πιέσω καλά τα πλήκτρα."


"Για δείξε μου λίγο."

Κάθομαι στο πιάνο.  Που την ημέρα που εχαλάσαν τα χέρια μου, άμαν κάθουμαι στο πιάνο νιώθω σάν να είμαι γυμνός μπροστά που εραστή χωρίς να μπορώ να συμμετάσχω στον έρωτα που μου ζητά.  Μισώ το πιάνο.  Ζητώ του να με λυτρώσει, τζιαι δέ θέλει.  Μου έχει καταστρέψει τον έρωτα το πιάνο.  Μισώ τα χέρια που δέ λειτουργούν.

Κάθομαι στο πιάνο.
Οι ώμοι μου βαρετοί σάν βράχοι πάς την πλάτη, πονούν με.  Τα χέρια απλώννονται με φόβο στα πλήκτρα, παίζω την Gnossienne του Έρικ Σατί, χωρίς καθόλου συναίσθημα, τρεκλίζοντας, με τρέμουλο, αδυναμία πολλή.   Ακούω την να αναπνέει δίπλα μου ήσυχα.  Η μυρωδιά της της λεβάντας επιμένει να με τυλίγει, να μου ζητά να χαλαρώσω.  Έν μπορώ.  Ο πόνος έφερε το φόβο, τζιαι τα δάκτυλα εν ακόμα κλειδωμένα στη σπηλιά τους.

Σταματώ, τζιαι κόφκω με το ψαλίδι του θυμού το συναίσθημα μου.  Πάω αλλού.  Σε τόπο που δέ νιώθεις καθόλου.  Χάννομαι που το δωμάτιο.  Η Δασκάλα ξέρει το.  Θωρεί με.

"Nεαρέ, μή φοβάσαι.  Θα δουλέψουμε μαζί.  Να έχεις εμπιστοσύνη, θα γίνεις καλά."

Δέν είπε τίποτε άλλο.  Μ' άφησε να παίζω, να σκοτώννω το κομμάτι τζιαι τον εαυτό μου για ακόμα δέκα λεπτά.  Χωρίς να μιλά μου έπιαννε τα χέρια, διόρθωννε τη θέση τους, απάλυνε σιγά σιγά τον μύ που σάν το τρομαγμένο ζώο αρνιόταν να ξεκλειδώσει που το φόβο μήν ξαναρχίσει να πονεί.  Ένιωσα κάτι να αλλάζει.  Σάν τον ηλεκτρισμό.  Μικρό πράμα, σχεδόν δέν το πρόσεξα.


Όταν έφυγα, περπάτησα στο πάρκο, τζιαι η καρδία μου εχτύπαν σάν την πελλή που το άγχος του ρίσκου που επήρα να ξαναβάλω τα χέρια πάς σε πιάνο.


Επεράσαν βδομάδες.  Μήνες.  Επήαιννα πιάνο.  Έπαιζεν κάποτε η κυρία Στέφανη για να μου δείχνει τες τεχνικές, να διορθώσει το κακό που είχαν πάθει τα χέρια, έπαιζε Μπάρτοκ, Μπετόβεν, Χιναστέρα, τζι εχάννετουν σάν μές σε οργασμό που με εφόβηζε σχεδόν, οργασμό που δέν εκαταλάβαιννα καθόλου.

Τζι όταν ετέλειωσε η χρονιά τζι έφυα που κοντά της, είχα κάπως γιατρευτεί, όι αρκετά για να νιώσω πάλε πιανίστας -έτσι κι αλλιώς είχα ήδη διαλέξει να αλλάξω πορεία, να γινώ συνθέτης- αλλά η μυρωδιά της Δασκάλας κάτι άλλαξε μέσα μου.  Δέν έξερα τί ήταν αυτό.


Σεπτέβρης του '97.

Κάθουμαι μόνος μου στο γραφείο μου, γεμάτος με κάτι που δέν καταλαβαίνω.  Στα χέρια μου ένα σιντί καινούργιας μουσικής που κατα τύχη έπιασα προχτές να ακούσω.  Αρχίζει να παίζει η μουσική του Γιώργη Κούρτακ.  Τζιαι κάτι μεγάλο νιώθω στα σπλάχνα.  Έναν τεράστιο οργασμό να πλησιάζει σάν κύμμα, τσουνάμι της θάλασσας.  Γύρνω την τζιεφαλή μου πίσω, τζιαι χάννουμαι μές σ' έναν κόσμο του ήχου ερωτικό, όργιο του σύμπαντος.  Χάννουμαι εκεί, τζιαι δέν ξαναφκέννω έξω ο ίδιος.
Είδα στον κόσμο τζείνο μιά Δασκάλα ξεχασμένη, είδα πως τόσους μήνες που με εδίδασκε κάποτε εν χάδι που μου εδίαν, χάδι απαλό στη ψυσιή, τζι έμεινεν πάς το κορμίν μου με υπομονή μέχρι να έρτει η ώρα να τελειώσω.  Τζι ας πήρε τέσσερα χρόνια να έρτει ο οργασμός.    Τζιαι μετά, άφηκεν με να πάω στο καλό.

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Είδα ότι έβαλες label Φωτεινές Εμπειρίες τζαι πράγματι είναι μία φωτεινή εμπειρία
Ο χρήστης ρίτσα είπε…
διάσπορε είμαστε τα βιώματα μας; αυτά τα τυχαία;
είμαστε ο τρόπος που τα επεξεργαζόμαστε;
γιατί αυτόν ελέγχουμε;

πως παίρνονται οι δρόμοι και οι σταθμοί;

διάσπορε μοιράζεσαι άψευτα που λαλεί τζιαι η μάμμα μου
Ο χρήστης christina είπε…
Mou dineis elpida...
Ο χρήστης Diasporos είπε…
anonymous

Το μόνο που μας μένει εν οι φωτεινές εμπειρίες..



ρίτσα

Είπες το. Το μόνο που έχουμε εν η επεξεργασία. Τα βιώματα μας εν κοινά, εν ούλλα απλά, δύσκολο να τα προσέξουμε. Δύσκολο να τους δώσουμε σημασία τζιαι προσοχή. Τυφλώννει μας τόσο ο ποταμός της σκέψης την ώρα που ζούμε. Έν προσέχουμε πολλά. Τζιαι το μόνο που έχουμε εν την επεξεργασία. Νομίζω σιγά σιγά μαθαίννει το πλάσμα να επεξεργάζεται ακριβώς τη στιγμή που βιώννει, τότε γεννιέται το Φώς.



χριστίνα

Έχεις την ελπίδα, εγώ απλά την επιβεβαιώννω.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Mondestrucken/Φεγγαρομέθυστος

Ελάτε στες μουσικές

Στη συναυλίαν των μαθητών του Διάσπορου.