Περπάτημα στο δάσος με το Φόβον.

Καρτερώ την μουσικήν να έρτει πάλε σιονωτή, το επόμενον κύμμαν του οργασμού της να με χώσει, να με πνίξει.   Καρτερώ τη σοφίαν της μουσικής να γεμώσει το νούν μου με την ουσίαν της.

Μόνος μου καρτερώ.   Συγχώρα με διαβάτη αν δέν με καταλάβεις.


Εν νύχτα του σιειμώνα μές  στο Δάσος του Νού.  Τα φύλλα εππέσαν, τα πουλιά εχωστήκαν.  Τα πεύκα κονταρομαχούν το έναν το άλλο με κλωνιά 'νεμοδαρμένα.

Νύχτα, τζιαι περπατώ διμμένος αλυσίδες δικές μου, φιμωμένος, παννίν στα μμάθκια μου, πίσσαν να κλείει τα φκιά μου, κλειωμένον  αντρισμόν, γλώσσαν διπλωμένην τρείς φορές μές το στόμαν, τζιαι κούτσα κούτσα σέρνουμαι αγκομαχώντας μέσ' τες λαξιές τζιαι τους σπασμένους τους κορμούς, τζι εχάθηκεν ο Βάκχος μου, εχάθηκεν η Μούσα μου, εχάθηκα τζι εγώ.  

Μέσα στο φούσκωμαν του Νού, μές την πελλάραν την πολλήν, μές τη γιορτήν, την έκστασην που μ' άφηκεν ο εαυτός ο χωματένος να γευτώ, εχάθηκεν ο ππούσουλας, τζιαι τα σημάθκια πάς το Χάρτην άφηκα τα πίσω.  Άφηκα πίσω τους Κήπους, το χωρκόν μου, άφηκα πίσω τες κοιλάδες που έξερα, εβούρησα τη Μούσαν τζιαι το Βάκχον που με 'πήραν Τζιή, ώς την Μεγάλην Πόρταν.    Ξαπόλυτος εβούρησα πουπίσω τους, γιατ' έχω εμπιστοσύνην της Πλάστης μου πως ξέρει πού με Παίρνει.   Γιατί ο άδρωπος που προσέχει πάντα πού πατά, ποττέ του δέν μαθαίνει.  Τζιαι τζιήνος που μετρά την κάθε του αναπνοήν, το κάθε χάδιν, την κάθε σκέψην, την κάθε πράξην, την κάθε απόφασην, το κάθε "νιώθω",   ποττέ του εν θα γευτεί ελευθερίαν.   Τζιαι σάν την ελευθερίαν έν έσιει, όποιαν τιμήν τζιαι να πιερώσεις, ταξιδευτή.



Στο δάσος χάννουμαι νύχταν αφέγγαρην τζι αστροτελειωμένην, νύχταν που έμεινα μόνος μου, τζιαι  οι Ορμή,  ο 'Ερωτας εμάρανεν, καφέ σάν φύλλωμαν του δρύ που ππέφτει το σιειμώναν.


Τζι ήρτεν ο Φόος να μου αρπάξει το σιερούιν.

Ο Φόος εν πλάσμαν άϋλον δίχα κορμίν δικόν του, που πιάννει όποιον σχήμαν θέλεις εσύ.  Σκιά ο δικός μου, ούλλον σιέρκα σφιχτά, που με κρατούν πισθάγγωνα τζιαι πνίουν  τ' οξυγόνον μές τους πνεύμονες.

Ο Φόος ο δικός μου έσιει σχήμαν.  Ούτε ρωτά σε αν θέλεις να σε έβρει.  Σάν τον καταχτητή, μπαίνει μές τα χωράφκια σου του Νού τα τζιαινούρκα που ήβρες μές την πελλάραν τζιαι την έκστασην σου, τζιαι πλώθει το αέρινον του σάν τη μούχλαν να σε τσιλλήσει.


Φοούμαι πόψε τη σκιάν μου.  Φοούμαι να γυρίζω τόπον που δέν με εσπείραν.

Φοούμαι επειδή η άνεση του Γνώριμου, του Δάσους που γεννήθηκα εν σάν την αγκαλιάν που δέ θέλω ν' αφήκω.  Φοούμαι επειδή αν σε τούτα τα νέα τα χωράφκια σπείρω το Σπόρον μου, οι δικαιολογίες μου εννα λείψουν.  Τα ψέμματα εννα λείψουν.  Φοούμαι γιατί αν βασιλέψω μές τον Κάμπον τούτον που ήρτα διμμένος τζιαι δίχα αισθήσεις να εμποδίζουν το ταξίδι, αν βασιλέψω εννα σημαίνει πως ήρτεν η Ώρα μου.  Τούτη η Ώρα που εποθούσα, η Ώρα που μου εψιθύρισεν το όνομαν της τζιαι έδειξεν μου το Μέλλον μου,  μιάν μέραν που ήμουν δκυόμιση χρονών, τότε που μου είδα γυρόν μου τζι είπα

"Είδα σε Ώρα μου που θα έρτεις μετά που τριανταπέντε χρόνια.   Είδα τί θα Γινώ στη μέσην της Ζωής μου.  Είδα τί πρέπει να φυλάξω σώον που τον κόσμον.  Είδα τον Μέλλον μου εαυτόν τον Χρυσαφίν, τον Ασημιόν, Τον Σμαραγδένον, τον Ρουμπινένον, τον Κεχριμπαρένον, τον Αμεθυστένον."


Λαλεί μου η Ώρα

"Να  χώσεις μέσα σου το πιό Αθώον σου για να σωθεί, τζι εννα σου το φυλάξω ατόφκιον μάλαμαν,   κανείς να μέν το βλάψει άθρωπος δικός γιά ξένος,  να φήκεις το κορμίν, τον νούν να τζιυλιστεί μές τα αθρώπινα τα βάσανα,  ώς που να γίνω ταίρι σου που εννα έρτει η στιγμή."

 Τζιαι τούτη η στιγμή, ήρτεν.

Ήρτεν η Ώρα να γινούμεν έναν.



Στέκουμαι ις το τέλος του γνώριμου του Δάσους, τζιαι οι αλυσίδες κρέμμουνται πουπάνω μου.  Τα φίμωτρα, οι μέγγενες.     Μπροστά μου -τζι ας μέν τες θωρώ-  εν κοιλάδες εύφορες, δικές μου.  Η Βασιλεία η δική μου.   Μπροστά μου είμαι στέκει το σύμπαν που μέλλει να γινώ, αυτόφωτος, τζιύρης μου, μάνα μου, εραστής μου, παιδίν μου.

Έρκεται πόψε ο Φόος.

Είμαι άραγες σου έτοιμος?

Είμαι δυνάμενος να αντέξω να πετάξω αλύσους, φίμωτρα, να Δώ που τα καλά.?

Ενόμιζα στα χρόνια τα πολλά πως ήταν να βρω λλίη σοφίαν, μα μόνο σύχχισην ήβρα.

Είμαι άξιος να στέκουμαι δαμέ?

Σώννω τούντην ευθύνην?

Σχόλια

Ο χρήστης Neraida είπε…
Αν ήβρες σύγχιση τότε είσαι σε πολλά σωστόν δρόμον.

Τούτα που περνάς μόνο να τα υποψιαστώ μπορώ αλλά νιώθω πολλά χαρούμενη για σένα!

Βλέπω σε ελεύθερον τζιαι φωτεινόν!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν