Η φλέβα.

Εψές ετζοιμήθηκα πολλά λλίο.  Σχεδόν καθόλου.  Φτάννοντας που τη δουλειά μετά που μέρα 12ωρου διδασκαλίας ανακάλυψα ότι τελικά το πρώτο φκέρωμα της ψυσιής που έκαμα προχτές ήταν μόνο το πρελούδιο, τζι ότι τελικά όι μόνον έν εφκέρωσα την πρώτη φορά, το μόνο που εσιώνοσα ήταν την κρούστα την πασιά που επετάχτηκεν τζι εγέμωσεν τον τόπο καπνούς τζιαι φωθκιάν.  Η λάβα ήταν πουκάτω, τζι όπως φαίνεται έδωκα πάς τη φλέβαν που τελειωμό δέν έχει.  Είδα τον ποταμό μου εψές, που κρυφός, κατακόκκινος ρέει κάτω που την επιφάνεια, τζιαι ήβρεν την τρύπαν του ηφαιστείου να φκεί έξω.

Έπιασα το σεττάρ μου, τζι ηχογραφούσα για ώρες, έκαμα το κορμίν μου δέκα παίχτες, να στρώννουν μουσική πουπάνω που μουσική, στρώματα πολλά.  Τζιαι φκέννει έναν κομμάτιν ποτζιήνο το άγριο το χορευτικό που μόνον οι πολεμιστές του καυκάσου τζιαι οι κρητικοί καταλάβουν τον τρόπον να το χαρούν τζιαι να το χορέψουν.  Εν χορός του κορμιού που ξαπολλιέται τζιαι βλαστά δέκα άλλα σιέρκα, πόδκια, δέκα τζιεφαλές.  Τζιαι ούλλα μαζίν τα μέλη τα νέα σέρνουν το χορό της ζωής πιασμένοι παρέαν πρίν τη μάχη.


Χρόνια τωρά γεμώννω τη στάμνα μου, φκερώννω την, τζιαι παμό δέ θωρώ, ούτε ανακούφιση καθόλου.  Πάντα μεινίσκει μιά ανικανοποίηση που εν ανεξήγητη.  Τζιαι σάν τον εξερευνητή έψαχνα να έβρω τον τόπο μέσα μου που άμα ανοίξω τρύπα τζιαμέ εννα έβρω τον Ποταμό τον Μέγα, που η φλέβα του θα σιονώννει μουσική χωρίς να φκερώννει.


 Τζι εψές ήβρα τον.


Λαλεί ο ποταμός της λάβας  "Ρέ, αγαπώ σε.  Γυρεύκω σε έσιει που τα πέντε σου.  Αγαπώ σε ρέ.  Έλα το υλικό μου, να εκραγείς όσο θέλεις, έν θα λείψω καθόλου."


Τζι είπα του τζι εγώ   "Ποταμέ μου ακριβέ μου, που σε γυρεύκω χρόνια όπως το ορφανόν που γυρεύκει τη μάναν του, Αγαπώ σε."



Τζιαι τί εν τούτος ο Ποταμός της λάβας?



Εν η γλώσσα η κοινή που έχουν ούλλα όσα είσαι, ο σκελετός του είναι σου, τζιαμέ που εξισώννουνται τα αισθήματα με τη σκέψη, τη μνήμη, τις ελπίδες, τον πόνο, τη χαρά σου, τα καλά σου, τα κακά σου.  Τζιαμέ που έν τα διαχωρίζεις πλέον, τζιαμέ που μιλούν με την ίδια γλώσσα, τζιαμέ που καταφέρνουν να χτίσουν τον πύργο της Βαβέλ χωρίς να μαλλώσουν με τη θεό τους.


Τζιαι τούτη η γλώσσα η παν-κόρμια του ποταμού εν τόσο όμορφη που εκλογή δέν σου αφήννει παρά να Αγαπήσεις.



Σήμερα έφτασα ώς τον ορίζοντα.  Επήα πιό τζιεί, να δώ αν με πιάσει η πελλάρα ή όι.  Τζιαι τελικά, έν με έπιασεν.  Σώος, έφκηκα που το πηγάδιν της λάβας μου να πάω δουλειάν, να ταϊσω μωρά, να είμαι σύζυγος.


Πάμε πολεμιστές μου να χορέψουμε.

Σχόλια

Ο χρήστης Neraida είπε…
Απόλαυσε αυτό που Ζεις!
Ο χρήστης Neraida είπε…
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν