Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2009

Πιάνον, ή σιλικονέννια??

Λαλεί μου εχτές η μαθήτρια μου η ΧΨ., η οποία είναι άτομον που δέ ξέρει να κάμνει  edit οσα ρέσσουν που το νούν της τζιαι πετάσσει μαργαριτάρια συχνά, απάντησεν μου στη μέσην του κομμαθκιού που έπαιζεν (έναν που τα 'Τραούθκια Δίχα Λόγια'  του θεϊκού Μέντελσονν)  οταν της έκαμα το εξής κκόμεντ: Δ: "Ώχχου τζιαι να είσιες πιό καλόν πιάνον, ξέρεις πόσον ωραία θα ακούετουν η φράση που παίζεις?  Επιτέλους εμάθαμεν να παίζεις με συναίσθημαν, εμποδίζει σε το πιάνο σσου ομως εν τέλλεια ττενέκκα": ΧΨ: "Είπα του άντρα μου ποννα κλείσω τα 40 το σιειμώναν, έσιει εκλογήν μεταξύ δύο δώρων.  Το έναν εν πιάνον με ουράν, ακριβόν γιατί έσιει μιά ζωήν έχω παλιόπιανον.  Το άλλον εν στήθη σιλικονέννια γιατί έν είχα ποττέ μου μεάλα. Δ: (αποσβολωμένος)  "....."    (να της πώ εν μιά χαρά τα στήθη σου, έχω τα τσιεκκάρει κρυφά, συχχώρα με, εννεν μικρά ολάν, τζιαι γόρασε το πιάνον καλλύττερα εννα κάμεις investment, να το απολαμβάννουμεν ούλλοι μας τζιόλας,  (  -μα τί θέλει να της

Η όσφρηση αρχίζει το επόμενον ταξίδι.

 Την ώραν που εκάθουμουν στο αυτοκίνητον μου σήμμερα το μεσημέρι σ' ένα ππάρκινγκ πόξω που το ξέφωτο στο δάσος της πόλης που εδίδασκα τζιαι εμασουλούσα με μορφασμούς αηδιαστηκό ρυζόψωμο άζυμο σκλερό άγευστο έπιασεν με  να θυμούμαι  ιδιαίτερες μυρωδιές που την παιδικήν ηλικία για να μου περάσει.  Μάλλον εν επειδή ήρτεν η άννοιξη τζιαι επέστρεψεν η οσμή στο κορμί μμας.  (το χειμώνα στους -10  εν παγωμένη η μυττη σου τζιαι δέν μπορείς να μυρίσεις τίποτε σε εξωτερικό χώρο).  Μάλλον επειδή επεθύμισα να είμαι αθώος πάλε τζιαι δέ γίνεται να ξαναγίνω. Θυμούμαι ξαφνικά τη μυρωθκιάν που είσιεν το περιοδικόν του  μίκυ-μάους την ώραν  που το εμετροφύλλουν  με ανυπομονησία στο περίπτερον τζιαι ελάλεν ο παπάς μου "ατε, να θκιαλέξεις ποιό θέλεις να σου γοράσω".  Τζιαι τες πισσούδες του γλυκανίσσου που μου εγόραζεν με το μίκυ-μάους τζιαι την εθεμερίδαν, τζιήνες τες κυπριακές σε περιτύλιγμαν που είχαν πόξω μιάν non politically correct φάτσαν μαύρου με πασιά χείλη κόκκινα.   Τζιαι το παγωτ

Που το παράθυρον του Διάσπορου.

Εικόνα
Ήρτεν η άνοιξη στη πόλην μου.  Η ζέστη τζιαι ο ήλιος.  Εφύαν τα χιόνια τζιαι η παγωνιά.  Εξεμυτίσαν τα πολύχρωμα πουλλάκια, τα φκιόρα, τα φύλλα, η γειτοννιά ανθίζει γεμάτη ελπίδα, οι γέροι αννοίουν τα παράθυρα να μπεί αέρας φρέσκος (τζιαμέ που δέν ελπίζαν να ξαναμυρίσουν άννοιξην), οι βιετναμέζοι, οι έλληνες, οι ιταλοί, οι πορτογάλλοι, βραζιλιάνοι, φκαίννουν που τα σπίτια τους μουθκιασμένοι αμάθητοι, θυμούνται οτι υπάρχει ήλιος τζιαι έν πιστεύκουν οτι εθκιαλέξαν θεληματικά να ζήσουν σε έτσι παγωννιάν τωρά που τους έδωκεν η πυρά τζιαι θυμούνται τα γονίδια τους την σωστή θερμοκρασίαν λειτουργίας, τζιαι μαζίν τους ούλλους τούτους ξυπνούν σάν τους καραόλους τους τίτσιρους τζιαι οι μεθαμφεταμινομανείς της γειτονιάς, ξετρυπώννουν που τους στάβλους τους τζιαι τα καταγώγια που εξεχειμωνιάσαν, τολμούν να κυκλοφορήσουν αυτά τα απόβλητα της κοινωνίας που δέν έχουν τον ήλιον μοίραν -φταίει κυρίως η κκελλέ τους η ξερή- .    Τούτοι οι δύο που θωρείτε εστεκούνταν έξω που το σπίτιν το απέναντι του γέρ

Πάτερ, έν άντεξα, έκαμα αμαρτίες πόψε.

Εικόνα
Έκαμα πολλές αμαρτίες σήμερα.   Εσκέφτηκα για άλλες τόσες.  Παρολλίον έκλαψα για άλλες που δέ θα κάμω ποττέ.  Είπα τες ούλλες της φουκούς, έκρουσεν τες με τα αρωματικά ξύλα τζιαι ο καπνός τους επήρεν τες στον ουρανόν να τες ψιθυρίσει του διόνυσου να γελάσει.  Τζιήνος εγκρίνει τες αμαρτίες μου πάντα.  Ήπια πολλά ρούμια τζιαι τσίπουρο, έφαα υπερβολικά, εχαχχάνισα με πράματα άπρεπα τζιαι επιθυμίες πικάντικες. Ήρτεν το απόγεμα ο φίλος μου ο Γιαννής ο Συνθέτης να με δεί δηλαδής τζιαι εξωκύλαμεν.  Θερμοκρασία πάνω που 30 βαθμοί τζιαι ήλιος ολογέλαστος ανάμεσα στα νεοφώτιστα φυλλαράκια της οξυάς τζιαι της βαλανιδιάς.   Παράτζιαιρα καλοκαιρινός ο καιρός, θυμίζει στις φλέβες μου οτι εν κυπριακόν το γαίμαν που αγκαλιάζουν στα σπλάχνα τους.   Να γιορτάσουμεν έθελεν ο φίλτατος, τζιαι εκάλεσα τον να τον ταϊσω αρνίν μαστορικόν.   Ήβρεν επιτέλους δουλειάν λαλεί να ηλεκτροκολλά τες τεράστιες σωλήνες του αποχετευτικού κάτω  στα  υποθαλάσσια τούνελ της μεγαλούπολης προσωρινά ώσπου να έβρει μουσική δουλε

Παλιοσυναυλία

Έχω τεράστιον πονοκέφαλον.  Έν ήπια διπλόν εσπρέσσο το απόγευμα τζιαι πληρώννω τη νύφφην.  Καταραμένη δίαιτα.  Πόψε επήα σε κονσέρτον να γιορτάσουμε τα 70χρονα του διάσημου συνθέτη John Harbison στη μεγαλούπολη.  Ήταν να είναι τζιαι τζιήνος στο κονσέρτον. Έβαλα λοιπόν τα καλά μου, εκούρτισα 5 παρέες να πάμεν -επαίζαν κάτι φίλες μας στην ορχήστραν τζιαι είπαμεν να υποστηρίξουμεν την ομάδα.  Η μουσική του συνθέτη δέν μου άρεσκεν ποττέ αλλά είπα να του δώσω ακόμα μιάν ευκαιρίαν αφού εν διασημος κάτι θα ξέρει..  Είπα σας οτι έχω τεράστιο πονοκέφαλο? Η μουσική ήταν όντως πολλά περίεργη, με έντονο πρόβλημα ανικανοποίησης στη φόρμα.  Ετύλιεν σε δηλαδή με πέπλα όλο υποσχέσεις, εχαϊδευκεν σε με πειραχτικόν τρόπον, επετάσσετουν πάνω σου γεμάτη πάθος αλλά δέν εκορύφωννεν ποττέ της.  Για ανάμιση ώραν.  Πολλά ενοχλητικό τζιαι σπαστικό πράμα. Για ανάμιση ολόκληρη ώρα ένιωθα: -"άτε τέλλειωννε!  Πότε εννα βάλεις τες δυνατές συγχορδίες τζιαι να φτάσεις κάπου, ετσάκρισες το βλαγγίν μας" -"

Εβουρούσαν με οι κάουρες ολάν.

Εξύπνησα το πρωί κακόκκεφος.  Είχα εφιάλτες, επίσης ήθελεν η γυναίκα μου να δούμεν τζιήντην τζιαινούρκαν ταινίαν του Γούντι Άλλεν με τες κορούδες στην Ισπανίαν που κάμνουν παρτούζες με τον καλλιτέχνην τζιαι την πηνέλλοπην κρούζ, ούλλοι είδαν την άς τη δούμε τζιαι μείς αλλά είπεν μου προαιρετικά να μέν καρτερώ να έσιει τίποτε ύστερα που την ταινίαν δέν έσιει τσιάνς έν πολλά κουρασμένη ήδη, οπότε επιάσαν με τα αντρικά μου εγω-αγκρίσματα  τζιαι αρνήθηκα να δώ την ταινίαν -δέν έθελα με τίποτε να κουρτιστώ  με δκυό ώρες οφθαλμόλουτρου αισθησιακού τζιαι μετά να μέν μπορώ να εκφραστώ, σάν να τζιαι είμαι 18 χρονώ.  Άρα τελικά  είδαμεν τη σειράν  Deadliest Catch στο Discovery Channel με τους πελλοψαράες που πιάννουν τους βασιλοκαούρους μές τα κλουβκιά με τες εκατοντάδες (king crab, 3 πόθκια κάουρας)   στην θάλασσαν μπέρινγκ της αλάσκας αγριωποί  άλουτοι τζιαι άγρυπνοι μές τες καταιγίδες τζιαι την παγωνιάν, να σούζεται το πλοίον τους σάν το καρυότσουφλον τζιαι τζιήνοι να τσιαρίζουν αμέριμνοι, να

Αντίο καλέ μου.

Έφυες πάλε. Σου αφιερώννω ...απο το CD "Χωρίς εσένα"  που μας αρέσκει πολλά τζαι τους δύο. Ανάμνηση που φέρνει: Ταξιδεύουμε παρέα στα βουνά που την Τόχνη ώς τον Κύκκο.  Παίζουν οι Πέρσες τα ωραία τους μαραζωμένα αλλά γλυκά κομμάθκια.  Δέ μιλάς πολλά, ποτέ σου δέ μιλάς πολλά.  Μιλά η ενέργεια σου που εκπέμπει καλοσύνη, ομορκιάν, αρχαία σοφίαν, μοναξιάν, εξυπνάδαν, σκέψη, πλάθεις συνέχεια ταξίμια μες το νούν -ακούω τα, σούζεις το σιέρι σσου αθέλητα-, εκπέμπεις χαλαρότητα.  Κάμνει με να νιώθω οτι Ανοίκω.  Σπάνια στιγμή να ανοίκω ξέρεις.  Ναι.  Ξέρεις. Μελετούμε την αρχιτεκτονική των σπιτιών.  Αρέσκει σου, εν δουλειά σου να τα προσέχεις τούτα.  Πέτρες άσπρες, πέτρες κόκκινες, μαστορικά βαλμένες.   Χαλαμάντουρα.  Κοτζιακαρούες γραφικές με κλατσόν καφέ, ζαβά πόθκια.  Τρώμεν σε καφενεν, αυκά τηανιτά τζιαι πίννουμεν σκέττους.  Λαλείς μου τα δικά σου, λλία αλλά καλά.  Επαρέτησα να σου διώ συμβουλές δαμέ τζιαι χρόνια, δέ χρειάζεσαι τες συμβουλές μου.  Εν εγώ που τες χρειάζουμαι.  Πειρά

Πάσχα στη Χτερνία

Εικόνα
Εχάθηκα.  Είμαι διακοπές μιά βδομάδα (εκλείσαν τα χτερνιοσχολεία για τες διακοπές τ' απρίλη τες λεγόμενες άρα είμαι άνεργος, πάν ούλλοι οι προαστιόπληχτοι στην καραϊβική για να ξεπεράσουν ταχα το σιειμώναν πετάσσωντας ριάλλια στον ήλιον σε ριζόρτς πολυτελείας τζιαι μεινίσκω χωρίς μαθητές βασικά, ζήτω η καταναγκαστική αργία!!). Αφού κάθουμαι που κάθουμαι, τζιαι το πάσχα έτυχεν να εν την ίδια βδομάδα εκατάφερεν τζιαι ήρτεν ο αδερφός μου να μας δεί.  Έπιασεν το αεροπλάνον εντελώς αυθόρμητα ο πελλός να μας επισκεφτεί για τρείς μέρες επειδή του είπα επεθύμησα τον.  Έσιει που τα προχτές τρώμεν τα πλευρά μας τζιαι πίννουμεν ρούμια, πύρες, κρασιά, μαειρεύκω συνέχεια φαγιά που ξέρω του αρέσκουν όπως ολόφρεσκα ντόπια μύδια στρείδια γαρίδες αστακούς σε σάλτσα πουττανέσκα με μακαρόνια -το οποίον πιάτον πετυχχαίννω πολλά, τζιαι άμα θέλετε θα γράψω τη συνταγήν ύστερα που δέ θα έχω χάνγκοβερ. Το πάσκα δε  επήαμεν στον φίλον μου τον ελληνοαμερικάνον πεζινάρην  να φάμεν οβελία (έσιει μανία να κάμνε

Έρως πατημένος στο πεζοδρόμιο.

Εικόνα
Ανώνυμε βάνδαλε του πεζοδρομίου βιαστικέ στην πόλη μου τί ήθελες να πείς με τα κάπως απρόσεχτα πιτημένα τζιαι τετριμμένα σου σλόγκαν που επογιάτισες χαμαί? Γιατί τα έγραψες τούτα τα δύσκολα τζιαι έκατσα τζιαι εθώρουν τα ξανά τζιαι ξανά απορημένος? Ή είσαι πολλά μιτσής τζιαι δέν κόφκει ο νούς σου ή είσαι μίνιμαλιστ γκούρου πεζοδρομιακός. Είσαι άσχετος, ή πάνσοφος? Εν μπορώ να ησυχάσω.  Να κάτσω να καρτερώ στο καλτερίμιν πέρκι φανείς να σε ρωτήσω τί εννοούσες, ώ   found object σοφέ του δρόμου?   Εθωρούσαν με οι περαστικοί περίεργα έτσι που εκοντοστάθηκα.  Επιάαν με τα κυπριακά μου με την αντροπήν τζιαι έφυα. Έγραψες -μαλλον-  πρώτα το LOVE  ,   LiberE .  χωρίς το rty   -το Ε μάλιστα κεφαλαίον, σάν λανθασμένη και αταίριαστη κραυγήν απόγνωσης.  (as in:   "libereeeeee MΕεεεεε" ? free me from Love? Or, "love, free me")   -Αγάπη, ελευθέρωσε με  ή Ελευθέρωσε με απο την Αγάπη?  Αλλά μετα άλλαξες γνώμη τζιαι επρόσθεσες LIBERErty ανορθόγραφα.  Έβαλες τζιαι underline  σάν το

Μάθημα στο Δάσος.

Εικόνα
Έθελα να σκεφτώ σήμμερα.   Ήταν ωραία μέρα, 15 βαθμοί επιτέλους.   Εφόρησα τα αδιάβροχα μου τζιαι επήα να τσαλαβουττήσω λλίον στο δάσος τζιαι τον βάλτον.  Πρίν να σκεφτείς, πρέπει να καθαρίσεις τελετουργικά.  Να κατεδαφίσεις την κρούστα που εμποδίζει το μυαλό να Δεί.  Αν δέν υποβάλεις το κορμί σε δυσκολίες εχτός της καθημερινότητας, δέ ξυπνά ποττέ του το Αδρωπούιν του Μυαλού για να σκεφτείς αληθινά. Επήα επίτηδες σε τόπον που εμπορούσα να βολλήσω μές τα πηλά ή να ππέσω μές τους νερόλακκους να σπάσω κανέναν πόιν.   Ή να με ακκάσει ο κάστορας (λέμε) ή  καμιά κουφή.   Ναί.  Εξύπνησα αμέσως.   Εφάτchισεν η καρδία. Ήμουν Τζιαμαί.  Μόνον Τζιαμαί. Άννοιξεν το μμάτιν το Άλλον. Μετά: Επρόσεξα οτι τα χόρτα του βάλτου (βλ. πρώτη φωτό)  είχαν κορμιά ζαωμένα στο σχήμαν του βαρετού σώματος του σιειμώνα.  Ελύγισεν τα τζιαι εσχημάτισεν τα το βάρος του σιονιού.  Δέ μονοπάθκια στριφτά όπως τες κουφάδες ανάμεσα τους!   Έμεινεν τους το σχήμαν του σιειμώνα!  Εκολλήσαν τζιαμέ, ο σιειμώνας έφυεν αλλά τα χόρτ

Ο Διάσπορος παίζει το Ιερά Εξέταση.

Εννα γράψω κάμποσα πεδικλωμένα σήμμερα.  Συγχώρα με ώ διαβάτη με πρόβλημαν προσοχής και συγκέντρωσης. Την τετάρτη, πρίν να πάμεν στης πεθθεράς  επήα σε μιάν πολλά πελλή gig (δουλειά)  στο Σύνδεσμο Πιανοδιδασκάλων της Κοιλάδας, οι οποίοι με επλερώσαν δελεαστικά αδρά για να τους κάμω τον Εξεταστήν σε διαγωνισμόν/εξετάσεις πιάνου για  τους καλλύττερους μαθητές τους με τρόπον επίσημο, τζιαι να τους δώσω γραπτά τζιαι προφορικά feedback για να δούν "πού στέκουν σά μουσικοί".   Πάνω χαρά μου.  Κάτι έτσι πράματα αρέσκουν μου πολλά, αρέσκει μου να τονώννω τα ηθικά ψυχών που ακόμα έν τα ετσαλαπάτησεν η ζωή.  Αρέσκει μου να εμπνέω.  Περνά μου.  (Ήνταλως έπιασα τη δουλειάν:  Η πρόεδρος του συνδέσμου εν πολλά στενή  μου φίλη τζιαι επειδή ξέρει οτι εχτός που σοβαρός τύπος τζιαι αρκετά καλός μουσικός, είμαι τζιαι κόζιν  τζιαι δέ θα με φοηθούν υπερβολικά οι μαθητές έβαλεν μέσον στην επιτροπήν τζιαι επέμενεν να μου δώσουν τη δουλειάν -έπιασεν με μετά τζιαι είπεν μου το, έν της το εζήτησα εγώ,

Σύντομον, της επιστροφής

Σήκου, είσαι καλά.  Σήμμερα η θρησκεία των συμπατριωτών σου γιορτάζει την αναγέννηση.   Καλά.  Άς ανεβούμε στο άσπρο σγουρό κύμα της αναγέννησης, να μας πάρει εκεί που θέλει. -------------------- Εσκέφτουμουν την ώρα που οδηγούσα (πολλή ώρα) on the long winding road back,  με τη βαρύτητα να με τραβά κάτω  στον κατήφορο των βουνών πρός την πεδιάδαν όπως επήεννεν ελεύθερον το αυτοκίνητον τζιαι εχαριεντίζετουν μόνον του, τζιαι τα μωράκια,  η αγάπη απολαμβάνναν σιωπηλοί τη θέαν -ξεραϊλλα τζιαι γρανίτες,  σάν την κύπρον πάς τα βουνά της λεμεσού τον άουστον, ακόμα να βλαστήσουν τα πράσινα!   Η κούραση μου ετύλιξεν  με λατρευτά σάν το πέπλο το νυφφικόν του ιερού γάμου που ετέλεσα με τον εαυτόν μου δαμαί τζιαι ένα μήνα.  Ένιωσα ξαφνικά περήφανος για το στάδιον που έφτασα πάς τη γήν.   Είμαι επιτέλους άθρωπος.   Γράφω τζιαι εννοώ τα, ζώ τα τούτα που γράφω.  They have an asteroidal impact on me.   Ξέρεις διαβάτη πόσον εκαρτέρουν τούντην μέραν να έρτει, να γράφω μουσικήν τζιαι να ξέρω πόθθεν προέ

Μόνο με χιούμορ περνά σου το παράπονο.

Εικόνα
Επήαμεν κάτω στην πόλη της πεθθεράς περίπατο. Άφηκα "τες κοπέλλες τζιαι τα κοπελλούθκια" να πάν να δούν τα καταστηματούθκια (έσιει ωραίο shopping, ωραία arts + crafts, κεριά, χιπποκαταστήματα, ρούχα μοδάτα για εξηντάρες κλπ)  γιατί έν άντεχα άλλον έπιασεν με κλειστοφοβία, αγοραφοβία, γλωσσοφοβία, σιγανοπερπατοφοβία, τσιριλλιχτοφωνηφοβία) -τζιαι έκοψα καντούνια.  Επήρεν μου 10 λεπτά να φέρω τα μίλλια μου.  Έστειλεν μου text η Αγάπη μου {i get it, take ur time, i feel th same}    οπότε έν ένιωσα ενοχές που έφυα.  Έφκαλα φωτογραφίες, εχαμογέλασα σε κόσμον που έν έξερα, τζιαι έφαα παγωτόν κρυφά έν άντεξα γιατί η περιοχή φημίζεται για το υπέροχον παγωτό τζιαι γάλα.  Στο δρόμο   όπως εκατάπιννα τη βανίλλια μμου , ένας χίππης λεβέντης που ήταν τρρρρομερά high,  έπαιζεν ντίτζεριτου (αυστραλέζικο πνευστό που ακούεται σάν πόρτος κώλου του ελέφαντα + αυλός μαζί ,  σκέττη κωμωδία παρολλίον να πνιώ)  Έδωκα του τα ψιλά μου.   Μισήν ώραν περπάτημα, yessss!   Εν ωραία η πόλη έσιει πολλά πελλ

Στης πεθθεράς το παράθυρο σαν κάθομαι

Εικόνα
Φίλοι, πόψε πεθυμώ σας πολλά γιατί η πεθθερά μου θυμίζει μου ότι είμαι ξένος δαμέ........
Εικόνα
Με είδε σήμερα το χάραμα που περπατούσα σαν χαμένος η Ιέρεια του Δέντρου στο     Δάσος Χωρίς Φύλλα και με λυπήθηκε.  Θέλησε να μου φανερώσει την αλήθεια.   Κατέβηκε σκαλί σκαλί την ουράνια της ασημένια σκάλα πατώντας στον φελλό της αρχαίας  ιτιάς με χάρη και προσοχή, άφησε την πνοή της να τυλίξει το δάσος σάν ομίχλη ανοιξιάτικη μυρωδάτη κι έλυσε τα μαύρα της μαλλιά με τίναγμα του σβέρκου ατίθασο.   Με κοίταξε αμίλητη.   Άφησε  το χέρι της να ακουμπήσει απαλά τον ώμο μου, σκούπισε τον ιδρώτα μου με λινό λευκό μαντήλι, χαμογέλασε, χάϊδεψε   με κατανόηση  τον άγριο καλπασμό της  καρδιάς μου ("έλα τώρα, ησύχασε καλέ μου, ένα μήνα παιδεύεις τη ψυχούλα σου" -είπαν τα ακροδάκτυλα).     Τα λόγια που (γεύση είχανε σφιχτοκαρπού ελιάς αγίνωτου, πικρού, στυφού) κυλήσαν απ' τα χείλη της: ....Δέν είσαι πιά ο Έρωτας....  ....Δέν είσαι πιά ο Διόνυσος....  ....άστους να κοιμηθούνε τώρα.... Μετά μου είπε μιά λέξη για να ψάξω,    "Qi" ...πρόσεξε το Qi .... ...γιατί εσένα καλέ μου

Φύγαν απότομα, χωρίς προειδοποίηση.

Το κομμάτι ετέλλειωσε Διάσπορε.  Έπαιξες στα χαρτιά την Συνείδηση σου.  Θέλησες να μιλήσεις με το άπιαστο.   Βυθίστηκες  σε δάση επικίνδυνα.   Μάζεψες υλικό.  Ήρθαν οι μούσες.  Έγραψες αυτό που έμελλε να γράψεις.           Και τώρα θα πληρώσεις καλέ μου. Σκηνή Α': Σήμερα. Μέρα βροχερή και γκριζοπράσινη στο ξέφωτο.    Τα σύννεφα επιδεικνύουν τις σφιγμένες τους γροθιές.  Ένας μεθυσμένος Διάσπορος, ντυμένος μισός παγώνι μισός φίδι ουροβορό κλωθογυρίζει στα βαλτόνερα και τρεκλίζει αγριεμένος αψηφώντας τα μαστίγια τ' ουρανού στο αγαπημένο του μονοπάτι σ' ένα χωράφι έρημο προανοιξιάτικο εκεί στο λόφο με τα πεθαμένα χόρτα, τα ψηλόλιγνα σκούρα συνοφρυωμένα χόρτα του χειμώνα, αυτά τα λείψανα απολιθώματα του Πρίν.  Με κάθε του βήμα λυγίζουν αγκομαχώντας τα στάχυα, καμπυλώνουν μπροστά του σάν αργά και κουρασμένα τόξα.   Στο πλάϊ του οι δυό Μούσες γυμνές κι αλυσοδεμένες.   Κλαίνε.  Ο Διάσπορος, με βλέμμα λύκου κτητικό, αντρίκιο βλέμμα πλέον σαν μάσκα γκροτέσκα  του     Εγώ.ΑγρΖ.Καν.Γαλ

Καρπός.

Έχω τεράστιο hangover.  Το μεσημέρι είδα τον φίλο-δάσκαλο μου (ο οποίος γράφει μουσικήν ούλλη μέρα ασταμάτητα, έσιει ιδέες ποταμόν, έγραψεν στη ζωή του 700 κλασσικά κομμάθκια, εν σάν τον μότσαρτ, αλλά εν σεμνός τζιαι απλός, ωραίος άντρας ψηλός με γαλανά μμάθκια τζιαι πρόσωπο τετράγωνο, κεφάλι ξυρισμένο, κορμίν του πιλάτες τζιαι του γιόγκα)  εκάτσαμεν τζιαι εκάμαμεν meditation χαμέ παρέα στο μικρόν του διαμέρισμα, τζιαι ετράτταρεν μου η γυναίκα του ρεβύθκια κκάρι, εφάαμεν τα (ήταν πολλά καφτερά, αρέσαν μου)  είπαμεν τα τζιαι μετά εθκιάβασεν το κομμάτιν μου μες το νούν του χωρίς πιάνο  (genius inner ear)  (εκαρτέρουν τον μές τη νευρική σσιωπήν δέκα λεπτά όπως το άκουεν για πρώτη φορά  σάν να τζιαι δκιέβαζε βιβλίο, έσουζεν τα σιέρκα του, τη κκελλέν του, έσφιγγεν τα χείλη του, το μέτωπον του) Στο τέλος έκλεισεν την παρτιτούραν μου (ττάπππ!)  ανάπνευσεν βαθειά τζιαι εν εμίλησεν για ένα λεπτό.  Μετά εγέλασεν τζιαι στο πρόσωπον του εγεννήθην ο ήλιος.  "Κκιά ορκάσ σου ρέ διάσπορε"  λ

Το πρόσωπον της αμερικανοκρίσης

Μιά στιγμήν που έν ήταν δαμέ η δκιαόλα ο πεθθερά μου, έπιασεν με που την αγκώναν τζιαι λαλεί μου ο εβδομηντάρης πατρυός της γεναίκας μου ο γέροευρωπαίος που συνήθως εν μιλά τίποτε,  με βλέμμα σκοτεινόν, ξίσιειλο θυμόν, στόμαν κυρτωμένον, προχτές πρίν να φύουν με την εξαποδώ πεθθερά: "Μιά ζωήν εδούλευκα σάν το γαούριν τζύρην ήδη έν είχα, μιτσής ανυπόλητος που ήμουν όταν εσκοτώσαν τη μάναν μου στον πόλεμον οι γερμανοί μετά εκουτσοπέτουν  σάν το άφτερον πουλλίν  μωρόν παιδίν αμίλητον που θείο σε θείο μές τες γαλλίες για δέκα χρόνια τζι έμαθα να σάζω ράδια, τηλεοράσεις έμαθα γαλλικά έν τους αγάπησα τους φράγκους τζιαι πέψαμμε οι θείοι αμερική να δώ χαϊρι επήα τζι έμαθα ανγκλικά τες νύχτες τζιαι κοππιούτερ γιατί έθελα να ζήσω έκαμνα μικροτchίπς για σαράντα χρόνια ενίωσα κοπελλούθκια έχτισα σπίτιν εσπούδασα τους ούλλους έζησα πάντα ομως  με το φόον ποττέ μου έν ησύχασα, εφύλαα μέν τζιαι γινεί τίποτε έχασα τη γεναίκαμ μου ο γέριμος που τον καρκίνον μα έθελα να ζήσω τζι εξαναπαντρέφτηκα π