Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2010

Ξαπολώ σε, Στάμνα του Πάππου.

Εικόνα
Εκάθετουν ήσυχα κάτω που τα χαλάσματα, δίπλα που το ξεραλακάτι σάν τον γέρον που εφίλεψεν με το θάνατον, εκάθετουν ανάποδα τζιαι εκαρτέραν το σιέριν της βαττούς βουττημένο μμές το λιοπύριν της Μεσαρκάς, ξιασμένον που τους αθρώπους, σκελετωμένον, στοισιόν χρήσιμου αντζιού σπασμένου που είσιεν κλείσει τον κύκλον της ζωής του  τζι εκαρτέραν τον άνεμον, τον νήλιον τζιαι τα κάτσαρα να του κοκκαλίσουν το κορμίν του τέλλεια.    Τζι ήρτα εγώ παρπατητός που το χωματόδρομον της Παλλουρερής.  Με τον Τζιύρη.  Τον Αρφό.   Να προσκυνήσουμεν το χωράφιν του προπάππου, εγκατελειμμένον που τες φασαρίες του '58 όταν ανατινάξαν το λεοφορείον με τα τουρκούθκια τζιαι τες φελλακούτες κάτι άναντροι δίπλα μεταξύ του χωρκού μας τζιαι του τουρκοχωρκού.   Ήρταμεν, παρπατητοί τζι οι τρείς μας, θκυό μέρες μετά που έμαθεν ο Τζιύρης ότι η καρδία του εν χαλασμένη τζι εννα πεθάνει πρίν της ώρας του.  Ήρταμεν φορτωμένοι τζι ανοιχτοί για να μας δώσει κάτι ο Τζιύρης, να μας πεί επιτέλους κάτι, ότιδήποτε συναισθ

Η χιονοθυελλούδα

Έτο έκαμεν blizzard, δηλαδή τυφώνα χιονοθυελλικό.  20-30 εκ.  Σιγά το πράμα.  Ακυρωθήκαν λλίες πτήσεις για 3-4 ώρες, τζιαι μετά εκαθαρίσαμεν τα.  Όι σάν τους λονδρέζους που επανικοβληθήκαν για τρείς νιφάδες. Μετά το τρίωρο καθάρισμα το πρωί, ήπια ένα τσιάι περιποιημένο τζι απόλαυσα το έργο μου τσιαρίζοντας (5 τζιαι πόψε για το Κόψιμο).  Τελικά εν ωραίο πράμα το χιόνι, αφράτο, μυρωδάτο. Εντύσαμεν τα μωρά με τα κατάλληλα ρούχα, εφκήκαμε στην αυλή, τζιαι δώστου παιχνίδι. Εννοείται έκαμα χιονάθρωπο για πρώτη φορά μαζί τους, τζι ο γιός μου που εν ατρόμητος έκαμνεν κολύμπι μές τους χιονόλοφους.  Ώς κυπραίος, του άμμου τζιαι της παραλίας, ετριβιτζιάστηκα λλίο που εθώρουν τα μωρά να τσαλαβουττούν μές το σιόνι αλλά εσσιώπησα αφού η βουνήσια μου Αγάπη έν έδειχνε να αχχώννεται. Τζιαι μετά βούρ στο υπόγειο να σκαλίσω πέτραν.

Γιορτές με τες Ισχνές Αγελάδες,

Άχ, σήμμερα επήα στο Whole Foods Supermarket που τόσον αγαπώ, έχουν μόνο βιολογικά προϊόντα τζιαι είδη πολυτελείας γαστριμαργικά που μου αρέσκουν πάρα πολλά άν και δέν τα σώννει πλέον η πούγκα. Εστάθηκα μές τη μέση του πανέμορφου τζιαι συγυρισμένου σούπερμαρκετ ζι εθθυμήθικα τον παλιό τζιαιρό που δέν είχαμε κοπελλούθκια, όταν εδουλεύκαμε τζι οι δύο fulltime  (D.I.N.Ks  που λαλούν οι αμερικάνοι  -"Double Income, No Kids") τζι έκαμνα τρικούβερτο γλέντι χριστουγεννιάτικο για τους φίλους μας με 8 courses, έν μου εκόλλαν κανένας σιέφ.  Ρέ σούππες γαλλικές εμαείρευκα, ρέ σολωμούς τζι αστακούς, στρείδια μείδια πιχλιμπίδια, μπόν φιλέ καπνιστόν, ρέ τυρκά που βοσκό μερακλή πάς τα βουνά της Ισπανίας, ρέ κρασιά περιποιημένα μελετημένα τζι ακριβά, ρέ αρμανιάκ καλόν.  Έγραφα τζιαι μενού, έκαμνα τους τζι εχύναν πάνω τους που την ηδονή της κοιλίας. Περασμένα ξεχασμένα.  Με η πούγκα σώννει, με όρεξην έχω, με ώραν να μαειρεύκω 4 μέρες για να κάμω πάρτυ. Θα την περάσουμεν όμορφα τζι απλά

Τελευταία μέρα δουλειάς

Ώχχω μάνα μου, ήρταν τζιαι φέτος οι διακοπές.  Εσηκώστηκα το πρωί ξέροντας πως εν η τελευταία μέρα, τζι ήπια καφέν στη βεράντα με απόλαυση.  Έδωκεν πάνω μου η κούραση τζι αγκάλιασεν με σφιχτά.   Έν με κανεί η δουλειά, η οικογένεια, η μουσική, επίντωσα τζιαι τες πέτρες φέτος τζι έν με κανούν οι ώρες ποττέ.  Ώρες ώρες σκέφτουμαι  "τί θα γινεί ρε πελλέ αν κάτσεις έναν τόπον?"   Άραγε ήνταλως έναι αν απλά πάεις στη δουλίτσα σου τζιαι στρέφεσαι σπίτι για να κάτσεις στα βραστά σου δίχα άλλην ευθύνην ή πάθος?   Έν θα μάθω ποττέ. Νομίζω αν κάτσω έναν τόπον εννα με προλάβουν τα κακά αθρωπούθκια που με βουρούν πουπίσω.  Εν τρία:   Ο Τεμπέλης.  Ο  Μαραζωμένος.  Τζι ο Αποτυχημένος. Εννα με κάμουν ένα βούκκο τζιαι μετά άστα. Έχουν τζι άλλοι τούντα αθρωπούθκια, λαλώ του εαυτού μου για να νιώθει καλά. Εσείς, έσιετε τα ρε?

Η πρώτη απογοήτευση της ζωής

Μέρες καρτερούμε τον Τατά να έρτει που την Κύπρο. Να φέρει δώρα για τα γενέθλια, να μας αγκαλιάσει. Τζι είπαμε των μωρών εκατό φορές ότι έρχεται. Αγαπούν τον. Ο θρυλικός Τατάς που εν ο ήρωας σε ούλλες τις μυθολογικές  ιστορίες που μου ζητούν να τους διηγηθώ για τα παιδικά μας χρόνια με τον Τατά, τον μικρό μου αδελφό. Ο Τατάς μας ο ήρεμος, που γελούν τα μουστάτζια του άμα θωρεί τα μωρά, έμεινε να κοιμάται στο πάτωμα του Χήθροου, δέν θα έβρει πτήση. πώς να το εξηγήσω των μωρών? "Ο τατάς εν μπορεί να έρτει., εκόλλησε το αεροπλάνο του στο χιόνι"  Κοιτάζουν με απορημένα τα ματάκια. Πώς να το χωρέσει ο νούς τους, τριών χρονών είναι. Εξηγώ το ξανά. Θωρώ την απογοήτευση τζιαι σχίζεται η ψυσιή μου. Τζι έρκουνται σιονωτά τα λόγια, οι ερωτήσεις. Προσπαθούν να βρούν μια λύση. "Να πάμε με το αυτοκίνητο να τον πιάσουμε"  Έν γίνεται κούκλα μου.  Έν κολυμπά΄το αυτοκίνητο. "Να τον φέρει ένας μεγάλος αετός. " Έν τον σώννει ο αετός. "Να στείλουμε τους υπερήρωες να τον σ

Τζιαι πώς γυαλλίζεις τη Σερπεντίνη?

Είμαι πολλά ενθουσιασμένος. Κάμνω μιά μικρή σειρά μίνι-αγαλματούθκια, σάν τους στύλλους, σάν τα σπιτούθκια.  Έτσι για να παίξω με τα υλικά.  Έπιασα μάρμαρον ιταλικό που τη θρυλική Καρράρα, έπιασα μπλέ αλάβαστρον της ερήμου, τζι έναν κομμάτιν σερπεντίνη καταπράσινη.  Ούλλα καλά τζι άγια, εγυαλλίσαν.  Εχτός που τη σερπεντίνη η οποία εν πέτρα σκλερή, ιδιότροπη.  2 ώρες γυαλλόχαρτο τζιαι κόμα έν εφάνηκε γυαλλάδα.  Τζιαι μιλούμε για 5 πόντους κομματούδι.  Τόσο σκλερή έναι, τζιαι γεμάτη σίλικα η οποία αν δέν προσέχεις καρφώννεται μές τους πνεύμονες σου τζιαι πεθανίσκεις.  Οπότε είμαι με τες μάσκες, τζιαι γυαλλίζω την βουττημένη μές το νερό για να μέν σηκώννει σκόνη. Άμαν επαναλαμβάννεις την ίδια κίνηση για ώρες, χωρίς αποτέλεσμα, ξέροντας όμως πως στο τέλος εννα γινεί καθρέφτης η πέτρα σου, μαθθαίννεις την Υπομονή, αρκέφκεις να αποχτάς συναίσθηση των μυών σου τζιαι της κίνησης.  Μαθθαίννεις να αναπνέεις με το ρυθμό του γυαλλόχαρτου, τζι ούλλες οι έννοιες σου, η παράνοιες, τρίφκουνται σάν

Δούρειε Ίππε, ήρτεν η ώρα.

Παλεύκω με τη φύση μου τόσα χρόνια.  Εν κλειωμένη μές σε εφτά τεισιά πέτρενα ολόασπρα τζιαι αμύνεται, αρνιέται να ανοίξει ολόκληρη.  Ρέ Αχιλλέες έστειλα να πολεμήσουν, ρέ Αίαντες, κανένας έν εκατάφερεν να πορθήσει τούντο κάστρον.  Ούλλον άππωμαν εγώ έκαμνα μάχες αμερικάνικου τύπου  -έστειλα ασκέρι, χιλιάδες άντρες με πολιορκητικές μηχανές, τερπουσόνια να την πάρουν, shock and awe που ελάλεν ο Ντόναλτ Ράμσφελτ.  Τίποτε.   Παλεύκω με τη φύση μου, νικώ, κερδίζω μάχες μα τον πόλεμον χάννω τον, η Πόλη αντιστέκεται.  Έστειλα σπιούνους να μάθουν τα μυστικά των πύλεων.  Τίποτε.  Άπραγοι τζι οι σπιούνοι.   Έστειλα αμπασατόρους να γλυκάνουν τους πολιορκημένους, να τους υποσχεθούν ψουμίν τζιαι πλούτη.  Τίποτε. Η φύση του πλασμάτου εν κάστρον απόρθητον, τζι όσον το μουντάρεις τόσο σφιχτοκλειώννει. Μα επιτέλους, τον αύγουστον ήρτεν η Σιωπή. Εκόπασεν η μάχη, τζιαι τα σπαθκιά αγιώσαν που την υγρασίαν της κύπρου. Τζι άμαν εσιώπησεν ο πόλεμος, ήρτεν ο Πολυμήχανος μου να με συμβουλέψει. "

Ο δάσκαλος της Σουνάντας, τζι η Σιωπή, τζι η Τεμπελιά.

"Κάτσε Διάσπορε να σε κεράσω Τσιά με πιπέρι καφτερό, αφού εν το τελευταίο μάθημα του γιού μου πρίν τες διακοπές κάτσε να μιλήσουμε λλίο τζι έχω ιστορία να σου πώ", λαλεί η φίλη μου η Σουνάντα τζιαι προσφέρει μου ζεματιστό τζιαι υπέροχα αρωματικό φλυντζάνι με κρέμα, βότανα τζιαι τσάϊ ινδικό.  Εν ντυμένη με φανταχτερά μεταξωτά, πόψε έσιει συναυλία χορού τζι εν έτοιμη. Πάει πολλά καλά ο γιός της.  Θαύμα κανονικό.  Παρά τες αναπηρίες που του εφόρτωσεν τον εγκέφαλο η φύση, έσιει τη μουσικήν άφθονη μέσα του, δυνατά γονίδια.  7 χρονών τζι έμαθα του ούλλες τες κλίμακες, τες συγχορδίες, ρουφά τα σάν τον πελλόν ούλλα, με τεράστιο ενθουσιασμό.  Τζι η μάνα του ξέρει το.  Παίζει τζιαι μότσαρτ λλίον ο μιτσής, λάμπει το προσωπάκι του, τα καφέ του μμάθκια εν γεμάτα αγάπη,  τζι ας μέν μιλά, τζι ας μέν είπεν ποττέ του "σ' αγαπώ" κανενού.  Μακάρι να' ταν ούλλοι μου οι μαθητές έτσι.  Έσιει 2-3 βδομάδες προσπαθώ να του δείξω ήνταλως να παίζει με χάρη.  Εν δύσκολο για ένα μωρό,

Μυστήριος θάνατος

Πρίν καμιά-δυό βδομάδες, σάν εθωρούσαν τα πλάσματα τηλεόραση τη νύχτα κουρρωμένοι μές στο ζεστό τους σπιτάκι σε μιά γειτονιά κοντινής μου πόλης όπως όλες τες άλλες των προαστείων,  ακούουν έξω ένα "γδδδδδδδούπππππ" τεράστιο.  Έν εβάλαν τζιαι πολλά υπόψη, πίσω στην τηλεόραση. Ξυπνούν την επομένη να πάν στες δουλείες τους τζιαι τί να δούν: Ένα σώμα κατακρεουργημένο κομμάθκια.  Τζι επανικοβληθήκαν.   Ποιός serial killer έκαμεν άραγε τούντο κακό?  Εσυναχτήκαν, εκάμαν επιτροπές, εξαναανακαλύψαν πως έχουν γειτόνους τζιαι πως εν καλά να γνωρίζουνται μεταξύ τους, ήβραν αλληλεγγύη, εκάμαν περίπολα, εσυνάξαν τα κοπελλούθκια τους, εχτιμήσαν "Την Αξία Της Ζωής"  κλπ κλπ.  Τζι ύστερα, μετά που κανένα διήμερο, άμαν τους επέρασε λλίο, αγχωθήκαν, εγίναν καχύποπτοι.  Εικασίες σωρό.  Κάποιος που δαμέ έναι.  Έτσι σκέφτεται η φύση του αθρώπου.  Το σιόκ φέρνει μας να μονιάσουμε, τζιαι μόλις συνηθίσουμε το νέο στάτους κβό αρκέφκει η διχόνοια, έτσι σκουλήκια είμαστε που σερνουμε τα κο

Δέ μας χέζεις ρέ αμερική

Προσπαθώ να συγκρατώ τα νεύρα μου για το κακόν που μας εκάμαν οι τράπεζες τζι η λυσσιάρα του κόσμου, παίζω πελλόν, μα πιάννει με ώρες ώρες ο πέλλαρος χωρίς να έχω νόμιμη διέξοδο. Μάχουμαι τούντες μέρες να κάμω refinance το δάνειο πέρκι ππέσει λλίον το μηνιάτικο τζιαι δούμεν κανένα δολλάριο παραπάνω μές την πούγκα μας.  Πάω στην τράπεζα, κάμνω 2-3 διαδικασίες μεταξύ των οποίων εν τζιαι ένα evaluation της αξίας του σπιθκιού μου.  Ανακαλύπτω πως έππεσεν η αξία του κατα 40%  (!!)  τζιαι πως 8 χρόνια που διώ χιλιάδες δολλάρια φρόνιμος τζιαι προκομμένος  τζι είχα ρίξει το δάνειο καμπόσο κάτω  (τζιαι ποττέ μου έν ετράβησα λεφτά που την αξία του, ούτε εγόρασα κανέναν παλάτι, έτω μιά τρυπούα 3 υπνοδωματίων σε καταχάλικη περιοχή έτσι για να λαλούμεν πως έχουμε σπίτι). Τζι ανακαλύπτω πως οι $60,000 που επλήρωσα ήδη, επήαν ΤΟΥ ΚΩΛΟΥ, τζιαι πως ο τραπεζίτης παίζει μου τον ωραίον λέγοντας "μα πώς να σε κάμουμεν refinance αφού η αξία του σπιθκιού σου εν πιό λλίη που το δάνειον που χρωστάς, ε

Να σε λυπηθώ?

Στέκουμαι άβολα στην ουρά τζιαι καρτερώ τον βλοσυρό ταμεία της WALMART να με εξυπηρετήσει   (το μεγαλοκατάστημα που φκάλλει κέρδος που τους φτωχούς κάθε χρόνο μεγαλύτερο που τον προϋπολογισμό μικρού κράτους της μεσογείου βλ: κύπρος)   αν και αποφεύγω να πηαίννω   -δυστυχώς κάτι εχρειάστηκα παράωρα τζι έν είχα επιλογή ώς καταναλωτής αμερικάνος του "εδώ και τώρα Θέλω Θέλω να γοράσω τούτον που μου ήρτεν να γοράσω για το εργαστήρι τζιαι θέλω το φτηνά". Στέκουμαι στην ουρά της WALMART σάν το ψάρι έξω που το νερό στην κακόφημη περιοχή της πόλης μου ανάμεσα στους φτωχούς τζιαι κατατρεγμένους πασιήες με τα όξινα μούτρα, τζιαι  πασχίζει το φιλελεύθερο μου μυαλό να μέν κρίνει.  Προσπαθώ να μέν νιώσω αηδία για τη δυσωδία που αναδύει ο μπροστινός πελάτης που εν ντυμένος σάν τον άστεγο, να μέν κατακρίνω τες 15χρονες μανάες με τα 3 κοπελλούθκια που ξοδεύκουν τα λεφτά του κράτους πάς σε πελλάρες τζιαι πιχλιμπίθκια που γοράζουν για να νιώθουν ωραίες τζιαι μοιραίες ενώ τα κοπελλούθκια τους

Στο εργαστήρι με τον Διάσπορο-Ιππότη της σκόνης.

Εικόνα
Όι ρέ, μαστορκές που έκαμα σήμμερα που ήμουν γριππωμένος τζι ετάκκωσα τη δουλειά.   Εν απίστευτο πόσα πράματα μαθαίννει ο άθρωπος άμαν αποφασίσει να σπρώξει τους ορίζοντες του τσάς νάκκο, αμέσως έρκουνται σιονωτά τα επόμενα δώρα της φύσης.  Ά, τζι εν ακόμα πιό απίστευτο πόσοι  περνούμεν τη ζωή μας ολόκληρη χωρίς να τους σπρώχνουμε συχνά τζιαι με 'ρίσκο'.  Εν τόσον άνετο να είσαι ο εαυτός σου που κάθετι καινούργιο φαίνεται 'ξένο'.  Τωρά που έχω του κόσμου τα εργαλεία επλάτυνεν ο κόσμος μου.  Τζι άρκεψα να σκέφτουμαι "ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΟΤΑΝ ΕΝΩΣΩ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ".    Εκατασκεύασα λοιπόν σήμερα  -ώς νεόφυτος πελεκάνος που είμαι-  το πάσh ξύλινο κουτί-προσθήκη με μερτισιέδες για στον πάγκο μου για να συγκρατά τζιαι να περιορίζει   τη σκόνη τζιαι τα χαλίτζια άμαν κόφκω πέτρα με το πριόνι (όσο γίνεται, μιλούμε για ΤΟ  ττόζι δαμέ) τζιαι να την απορροφά η ειδική ηλεκτρική σκούπα που κρεμμάζω μές την κρεμμάλλα στ' αριστερά. 'Επιασα ρίγες, μοιρογνωμόνια

Η επίθεση του γιγάνταιου αρουραίου

Εικόνα
Εψές κατα τα μεσάνυχτα έφκηκα έξω στη βεράντα για το τελευταίο πικροτσιάρο πρίν απλώσω την κορμάρα μου στο κρεβάτι για ύπνο τζι όπως εβάδιζα πάνω κάτω με την ελπίδα να ζεσταθώ λλίο τυλιμένος 3 παλτά τζιαι μάλλενα καππέλλα/γάντια (στα οποία βάλλω φωθκιά κάθε φορά) τζι ερέμβαζα όσο χαλαρά μπορούσα μές τους καπνούς τζιαι τες βρισιές.   Ξάφνου ακούω ένα θόρυβο τύπου "κρίτς κρίτς κρίτς". Ο ήχος "κρίτς κρίτς κρίτς" εν πολλά χαρακτηριστικά αλλόκοσμος όταν έρκεται που τα σκοτεινά πάς τη βεράντα του πλασμάτου.  Ή εν ζόμπι χωσμένο μές τα ξύλα του πατώματος που ξύνει τα νύσια του να τα κονίσει πρίν σε βάλει βούκκο, ή εν ποντικούδι, ή τερμίτης τεραστίων διαστάσεων, ή κάττος αδέσποτος, ή μήκακο ζώο μή κατοικίδιο του δάσους που εξέκοψεν μές την πόλη αφού το εξεγέλασεν το GPS του τζιαι μάσιεται να κάμει φωλιάν για να ππέσει σε χειμέρια νάρκη κάτω που τη βεράντα. Αφού απέκλεισα τες πρώτες πιθανότητες  (τα ζόμπι, οι ποντιτζοί, οι κάττοι τζι οι τερμίτες ψοφούν που την κρυάδα)

Η βίδα, το τραύμα, τζι η θεραπεία του υπογείου.

Η σχέση μου με τες βίδες έν ήταν ποττέ καλή.  Αποφεύγω τες. Είμαι μουσικός, νάκκον μαλαχτός, άθρωπος τάχα του πνεύματος.  (Ξεγελά το παρουσιαστικό μου τζι ο όγκος μου που δυστυχώς με κάμνουν να μοιάζω με σπαρτιάτη πολεμιστή αρχαίο)    Είμαι  λεπτός άθρωπος πουμέσα μου.    Τα γράσα νεκατσιώ τα.  Τα εργαλεία φέρνουν μου αλλεργία με σπυρούθκια. Μόλις πιάσω στα σιέρκα μου οτιδήποτε χρειάζεται συναρμολόγηση λούννει με κρυός ιδρώτας, τρέμω, τριβιτζιάζουμαι, γίνουμαι νευρικόπελλος, ξιτιμάζω τους πάντες τζιαι τα πάντα, πετάσσω πράματα, τζι ύστερα καμιά φορά λούννουμαι του κλαμάτου.  Παράλογο?  Ναί.  Έ, μα έχω παιδικό τραύμα δώρον του πατέρα Διάσπορου ο οποίος εν πλάσμα που δισπυρκά με το παραμικρό  (ας πούμε αν πάει να αλλάξει μιά λάμπα τζιαι δέν βιδώννει καλά μές το φωτιστικό, φκέννει η πίεση του τζιαι βάλλει τες φωνές, σφίγει την τζιαι τελικά σπάζει ή το φωτιστικό ή η λάμπα)    (δεύτερο παράδειγμα: αν χαλάσει ότιδηποτε μές το σπίτι, όσο μικρό τζι αν έναι  -ακόμα τζιαι να ξεβιθωθεί λλίο ένα α
Εικόνα
Κάθεται ο Διάσπορος στο τραπέζιν με τους αγκώνες κουμπημένους, μανιχός του μές την παράγκαν του.  Εκάλεσεν πολλούς να φάν να πιούν, μα σάν εφκήκαν το βουνόν τζιαι ήρταν ώς την πόρταν του ήβραν την κλειωμένην τζι απορήσαν εποσσιεπάσαν μέσα του φεντζίτη για να δούν αν έσιει πλούτη, αν έσιει φαγιά αχνιστά, ποτά, φωνές τζιαι τραουθκιές (όσα τους υποσχέθηκεν)   μα πίσω που τα χνώτα τους που εζοφφώνναν  το γυαλλίν της πόρτας εφαίνετουν μόνο μαυροκάπνιστος πολλά στενός διάδρομος, μιά σόπα παχουλλή των ξύλων, τζιερκά, θκυό-τρείς καρέκλες, τζιαι μιά νοσσιά κλαμένη, σκοτεινή, στα βάθη του διαδρόμου κουμπημένη. "Διάσπορε είσαι μέσα"?

Ανησυχώ.

Παρ' όλο που είμαι καλά τζιαι φκάλλω παραγωγή μουσικής τζιαι πέτρας κάμποση δίχα να υποφέρει πολλά η οικογένεια μου ή η δουλειά μου (την οποία έκοψα κάμποσο φέτος -μα τί ωραία να δουλεύκει το πλάσμαν 4 μέρες αντί 6, έγινα άλλος άθρωπος), αχχώννει με ιδιαίτερα το γεγονός ότι απομονώθηκα εντελώς που τα άλλα πλάσματα.  Κάν να γράψω έν μου έρκεται. Χτίζω μέσα μου, χτίζω μόνο με υλικά δικά μου, τζι ο έξω κόσμος   -ακόμα τζι οι κολλητόττεροι τους κολλητούς μου, φαίνουνται μου ξένοι.  Τζι ανησυχώ.  Έν επικοινωνώ, ούτε Υπάρχω.

Αρχή

Εικόνα
10/11/10 Μέρα τελευταία. Τελειώνει το Μεγάλο Μάζεμα. Τζι η Μεγάλη Σιωπή. Τζιαι το Πρώτο Ταξίδι -τζιείνο που έκαμε ο Οδυσσέας το συμβολικό,  τόσα τζιαι τόσα εγραφτήκαν. Πάμε στο Δεύτερο Ταξίδι  -τζιείνο που έκαμνεν κρυφά, για τούτο έν εγραφτήκαν λόγια, μόνο κενά μεταξύ των λέξεων εγραφτήκαν. Η  Έρευνα τελειώνει, τζιαι πάμε στην Πράξη. Ήρταν ούλλα. Τα εργαλεία. Τα μάρμαρα, ο χαλαζίας, τα άγρια σμαράγδια που επαράγγειλα που το μεταλλείο στη βραζιλία, ο Λάπις Λαζούλι, ο Αχάτης.   Όσα αγαπώ τζι όσα φοούμαι θα τα πελετζήσω τωρά. Τζι έτσι, ενώνουνται ούλλα τα στοιχεία.  Ο  Αιθέρας με τη μουσική, το Χώμα με τα σκαλίσματα, το Νερό με την αγάπη για τον άθρωπο, τζι η φωθκιά -ο μέγας καταλύτης της έμπνευσης. Πάμεν, πάμεν να πλάσουμεν.

Ο Τεμπέλης του Χωρκού 1

Εικόνα
Κάθεται ο γενάς ταξιδευτής θαλασσοφίλητος αμίλητος  τζιαι  σκέφτεται,  σκέφτεται ρυθμικά, σκέφτεται που τα βάθη τζι έξω που τα βάθη, τζι η ποίηση του νού του η καθαρή  τζυλά αμόλυντη τζιαι ππέφτει  σμαραγδοπράσινη στα σιέρκα του πρίν την αφήσει να πετήσει πάλε. Μήνες κάθεται, ζαβόκορμος πάς την καρέκλαν,  ακίνητος, κρατεί στες φούχτες του τα σωθικά του νού του παρέα  με τους τρείς του δράκους, τζιήνον Πεθυμιάς, τον άλλον της Έμπνευσης, τζιαι τον μιτσήν αμμα ροτσήν, τζιείνον της Ελευθερίας.

Το υπόγειο

Ούλλα τα αμερικάνικα σπίθκια έχουν υπόγειο.  Άμα λαλούμε υπόγειο, εννοούμεν Υπόγειο.  Πουκάτω που το σπίτι, πουκάτω που την επιφάνεια του εδάφους.  Όπως κάτι σκηνές που έργα τρόμου   -αδύνατο φώς, μυρωθκιά υγρασίας, τοίχοι πέτρινοι αρχαίοι  (εμέναν εν 140 χρονών), σκάλα που τρίζει.  Γενικά έννεν τόπος που θέλει το πλάσμαν να περνά το χρόνον του.  Πάντα σκέφτουμαι άμαν είμαι στο υπόγειο πως ακόμα κυκλοφορούν τζιαμέ οι ψυσιές των προηγούμενων ενοίκων του σπιθκιού μου, εν ο μόνος χώρος που έν εσάσαν ποττέ τους, το υπόλοιπο σπίτι αναζωογονήθηκε καμπόσες φορές τζι έν θυμίζει ζωές άλλων.   Μα στο υπόγειο εν ακόμα τζιαμέ οι σπόντες τους, τα ράφκια τα αγιωμένα που εβάλλαν το κάρβουνο, οι φωνές τους. Στο υπόγειο ξαπολούμεν όσα πράματα δέ θέλουμε να θυμούμαστε ούτε να θωρούμε μπροστά μας, αναμνήσεις φοιτητικές, παλιά έπιπλα, κάδρα.  Τζι ας μέν το κάμνει η καρκιά μας να τα πετάξουμεν.  Τουλάχιστον εν τζιαμέ, τζιαι κάποτε κάμνουμεν τους επίσκεψη για να νιώσουμεν την ασφάλειαν.  Έχουμε παρελθόν,

Το Μάρμαρο

"Μεγάλα κομμάθκια μάρμαρο?"   -γελά ο θεόρατος πέτρατζιης πλαισιωμένος που ξύλενα παλέττα ττελλιασμένα, παλέττα ξίσιηλα γρανίτες, σχιστόλιθους πράσινους τζι άλλα πετρώματα που προορίζουνται για τη βιομηχανία κατασκευής πλακόστρωτου.  Εν ολόσκονος τζιαι  ηλιοκαμένος. "Όσα θέλεις έχω, έλα να σε πάρω στην άλλη πλευρά της αυλής έχω τα κομμάθκια τα άχρηστα που μου περισσεύκουν να πιάσεις όσα θέλεις τζι εννα σε χρεώσω μόνο κάτιτις". Περπατούμε μικροί τζι ασήμαντοι σάν τους λυμπούρους για καμμιά εκατοστή μέτρα ανάμεσα στα τζοιμισμένα, τα παράξενα τζι ήσυχα πετροβουνάρκα που ξεκουράζουνται για τελευταία φοράν ακέραια πρίν η βία των εργαλείων ξανασπάσει τα κορμιά τους.   Φτάννουμεν  ώς το σύνορον της αυλής μπροστά που το δάσος, τζι  ένας σωρός άσπρα αστραφτερά μάρμαρα εμφανίζεται μπροστά μας, λόφος που μοιάζει με κύβους ακανόνιστους πηχτής ζάχαρης. Χτυπά η καρδία μου που τη συγκίνηση τζιαι πετάσσουμαι πάς το βουνάρι. Θκιαλέω λλία κομμάθκια με παράξενα σχήματα που μου είπα

Στης πεθθεράς και πάλι, ωραίο καρναβάλι.

Εικόνα
Πάμεν λοιπόν στην πεθθερά μου την περασμένη πέμπτη για το σ/κ, την αγαπημένη μου πεθερούλλα που ως γνωστόν μεινίσκει κοντά στη μαγεμένη λίμνη τζιαι μάλιστα κυκλοφορά τες νύχτες μές τα κύμματα της τζιαι κάμνει παρέα με το τέρας του λοχνές. Φτάννουμε, αεροφιλούμαστε  (κλείω τη μούττη να μέν τη μυριστώ τζιαι να νεουλιαστώ). Η πρώτη μέρα επέρασε χωρίς συμβάντα  (εχτός που το ρίγος που ένωθα όταν την έπιαννα με την άκρια του μμαθκιού να με θωρεί με ύφος έχιδνας).   Εφάαμεν πολιτισμένα, με πιάτα πορσελάνινα, 20 μαχαιροπήρουνα, 6 course dinner, ακριβώς όπως της αρέσκει.  Όλα στη σειράν τους, υπο έλεγχο.  Εχτός που εμέναν τον Άξεστον Κυπραίον.   Μα έπαιζα πελλόν.  Έν αντιδρούσα καθόλου στες πελλάρες που ελάλεν, για χάρην των κοπελλουθκιών μου.  Εσσιώπησα. Εννοείται, έν της έκατσεν το γεγονός ότι την αγνοούσα.  Άτομον που τρέφεται που το δράμαν τζιαι το δηλητήριο έν μπορεί να κάτσει έναν τόπον αμαν έν του διάς σημμασίαν.  Θέλει φωνές, για να νώσει ότι την αγαπάς. Τη δεύτερη μέρα, ε

Δέκα π' αγαπώ τζι εγώ.

Άτε, αφού εκάλεσεν η  Ψυχία   να παίξω το παιχνίδιν του "αγαπώ δέκα πράματα" για να αλαφρύνει η ατμόσφαιρα, θα παίξω. ΑΓΑΠΩ 1.  Τον ήχο.  Αγαπώ τον πολλά.  Έν έσιει λάθος ο ήχος.  Έν έσιει άσχημον ή όμορφον ήχον.  Μόνο χρώματα έσιει, τζιαι σχήματα πολλά.  Αρέσκει μου να συλλέγω ήχους, να τους ταξινομώ μές τη κκελλέν μου, να τους συγκρίνω με άλλους τζιαι να τους θυμούμαι όταν γράφω μουσική μεταλλαγμένους σε νότες.   Έν έσιει πιό ωραίο πράμα που το να ακούσω ένα παράξενο πουλλί να κελαδά στο δάσος τζιαι μετά να μετατρέψω τον ήχο του σε μελωδία.  Οι τριγμοί εν ωραίοι επίσης.  Τα σίδερα.  Τα μηχανήματα.  Οι στριγκλιές.   2.  Τες πέτρες.  Ούλλες.  Άμαν είμαι σε τόπον που έσιει πέτρες, βραχούθκια, ροτσούδες, παθαίννω όπως το μωρόν.  Συχνά περπατώ τζι έν θωρώ μπροστά μου γιατί είμαι σκυφτός τζιαι γυρεύκω την ΤΕΛΕΙΑ  πέτρα.  Έχω συλλογή μεγάλη που πετρώματα πάς τα παράθυρα μου τζιαι το γραφείο μου.  Τα κριτήρια μου εν απλά:  Θέλω να έχουν ούλλες ιδιότροπο σχήμα ή χρώμα παραθκι

Η αρκή

Εν ούλλα έτοιμα.  Το πρόγραμμα μου, τα εργαστήρια της πέτρας τζιαι της μουσικής, τ' αυτοκίνητα που θα με κουβαλούν που σπίτι σε σπίτι, ο νούς που θα κόφκει στροφές για να καταλαβαίνει τες ανάγκες τους αθρώπους τζιαι τους αθανάτους  Τα εργαλεία μου της δημιουργίας τζιαι της δουλειάς. Αρχίζει η χρονιά σήμερα, χωρίς πυροτεχνήματα, πάλε που την αρκήν.   Μα έν έχω το σφίξιμο που θα έπρεπε να με βαστά μετά που τόσους μήνες διακοπών.   Μαθητές.  Πιάνον.   Ψυσιές.  Γράψιμο.  Σκάλισμα.    Ότι καταφέρνω πολλά καλά τζιαι με γεμίζει ενέργειαν, τζιαι με κουράζει αρκετά, αρκέφκω το σήμμερα.  Πολύπλοκο για τη ψυσιή  το "δίνω-παίρνω" της τέχνης α? Το καύσιμο που δουλεύκει τη μηχανή της πραγματικότητας, που με δέννει σφιχτά στην αγκαλιά της γής να μέν ξεφύγω τζιαι να μου γυρίσει τέλλεια. Το πρόγραμμα μου φέτος εν πολλά ελαφρόττερο.  Επαναστάτησα.  Αντί έξι μέρες δουλειά, μόνο τέσσερις.  Για να μπορώ να αφοσιωθώ στη δημιουργία.  Επειδή χωρίς τον οργασμό της δημιουργίας κάθε μέρα,

Ο Αγροφύλακας του Κήπου/μέρος β'

Πλώννει τα φύλλα της ντυμένη πομονήν του φταίχτη η σσιωπή. Τζιυλά ολογαίματη μές τα σοκκάτζια. Μέρες, 'φτομάδες  μπήει τες αγκαθθόριζες τρυπώννει στες χαραμαθκιές τζιαι τα κλειστά παράθυρα σπάζει τα τζιεραμίθκια με τα δόγκια της γεμώννει σάν την άρκαστην σκάλες τζι αυλές τυλίει κολώνες, νυχοτσακρά τες ξώπορτες τζιαι συννεφκιάζει νηλιακούς. Έτσι μπαίννει, Κόρη ολόμαυρη  κρυφά τζι ακάλεστη στα σπίθκια η σσιωπή (δήμιος τζιαι νεκροθάφτης) Δέ την! σσιεπάζει τα κορμιά τους με το φόρεμαν της. Ακούραστη.  Καλπάζει μές τα δίχωρα. Σφιχτοτυλίει τα κρέατα τζιαι σαβανώννει τζιαι με τες φούχτες ανοιχτές φτζυαρίζει μανιασμένα σπάζει τα μάρμαρα τζιαι σκάφκει λάκκους μές τες κουζίνες μές τα σαλόνια να τους θάψει Τζιαι πίσω της Γυρίζει σάν τον όγρακον ο Ζωντανός   τζιαι κουτσουβλά ποδοπατά πομέθυστος τζιαι μουγκανίζει. "Τί  έκαμες δαμέ Γιωρκή?" Ήνταλως να γελάσεις τέθκοιου κρίματος? Βουρά σε μέρα ννύχταν να σε φάει. (Τον άουστον, άμαν εξιβρωμήσαν

Το Εργαστήρι, τζιαι το μασιαίρωμα.

Εξανάστησα το εργαστήρι μου της ξυλογλυπτικής τζιαι της πέτρας, που ήταν έρημο τζιαι γεμάτο παλιοπράματα πεταξούμενα που το 2004 έτσι τζαιρόν.  Εμεγαλώσαν τα μωρά, τζι εννα έχω λλίο χρόνο να κάμνω γλυπτική φέτος.  Τρών με τα σιέρκα μου.  Έπιασα τζι έκαμα το σιόνι, έβαλα τα εργαλεία μου στη σειρά, εγόρασα τζιαι άλλα.    Έτοιμο το εργαστήρι του στοιχείου της γής, τζι έτοιμο το άλλο,  του αιθέρα  (το στούτιο της μουσικής).   Άτε, αλλο δύο εργαστήρια να κάμω, του νερού, τζιαι της φωθκιάς, τζι εννα ολοκληρωθεί ο κύκλος της ζωής που γυρεύκω. Είχα ξανά εργαστήρι.   Το 2004 τον οκτώβρη έκλεισα  το απότομα, τζιαι δέν το ξανάνοιξα που τότε.  Εφοήθηκα.  Πρώτη τ' Οκτώβρη εκινδύνεψα να χάσω τη ζωή μου σάν εσκάλιζα έναν τεράστιο λωτό πάνω σε κορμό ξύλινο, τζιαι που τότε έν εξανασκάλισα, ώς τωρά. Ήταν πρωί δροσερό, τζι έν ήμουν καθόλου καλά (τζιαι πόοοτε είμαι καλά!)    Είχα έναν κορμόν άσπρο,  ωραίο κορμό πάνω στον πάγκο, σχεδόν τελειωμένο,  τζι επροσπάθουν να μπώ με το μαχαίρι της γλυπτικής

Ο Αγροφύλακας του Κήπου

Ξυπνά έναν πρωίν  ο Αγροφύλακας του Κήπου Ξυπνά αντζιελοσσιασμένος τζι έτοιμος για γαίμαν -εθώρεν μαύρον όρομαν εψές την επανάστασην που του επουλήσαν οι δασκάλοι ("ήντα δουλεύκεις ρέ?  Για να τα σιέρουνται οι ρέπελοι τα πωρικά σου?"  -είπαν του) Ξυπνά με μμάθκια κότσσιηνα, σουζουλησμένος Πιάννει στα σιέρκα του τη τσάππαν του τη βαρετήν την  αγιωμένη που εκάθετουν τόσον τζιαιρόν αχρείαστη ξημαρισμένη μές τα κόπρικα του στάβλου αρπάσσει το δρεπάνιν τζιαι κονίζει το Φορεί τα τσιόλλια του ζαβά, τη βράκαν του, καβαλλιτζιέφκει τη φοράαν, κλωτσά της νάκκον να 'φηνιάσει τζιαι φκέννει στους δρόμους του χωρκού ανεμοκουβάλητος άγγελος μαύρος δρεπανάς στραός τζιαι μαγεμμένος τζι όποιον ιβρίσκει ομπρός του που του έφταιξεν: πανταλονάν πο' σιει δουλειάν, τραπεζικόν, τζι όποιον επήε σκολείο τζι ετέλειωσεν το, διά του θκυό τσαππιές πάς τη κκελλέν, ποσπάζει τον. Τζι ώς που να τελειώσει το έργον του το ιερόν επλύμανεν  τη γειτονιάν με κρέατα κομμένα τους φταίχτες.

Πέτρενος σουρρεαλισμός. Το Πάνθεον της συνεργασίας.

Εικόνα
Ερώτησες με κάτι.  Τζι απαντώ σου... (πρόλογος:   Μές την παράξενη μεσοκαλοκαιρινή δυσφορία, την υπαρξιακή ανασφάλεια, μές τη μεταβατική πικρή μου αποξένωση,  μακρυά που πόλη τζι αθρώπους που εθκιάλεξα να ζήσω για τρείς μήνες ακολουθώντας μόνο το ένστιχτο της επιβίωσης, ήβρα νέο μέσον έκφρασης.  Τη σκλερή πέτρα.  Σιέρουμαι πάρα πολλά.  Ενόμιζα θα με επεριόριζε το μέσον της πέτρας, εν τόσο απόλυτο μέσο, τζι η δουλειά της βίαιη, δογματική.   Εν ρίζες όμως, πραγματικές, οι μόνες ρίζες που άφηκα στην κύπρο να βλαστήσουν.  Ποττέ έν έδωσα σε τζιείντη γή κάτι δικό μου να με θυμάται.) Το   Πάνθεον μου, τα τρία είδωλα που στέκουνται στες πύλες της ψυσιής.   Έναν του Αιθέρα,  έναν της Γής, έναν με διπλό στοιχείο  της Φωθκιάς τζιαι του Νερού. Ο   Πέτοντας, μαρμάρενος  - πέτρα μεταμορφωτική, επλάστηκεν που τη φωθκιάν τζιαι την κουφόβρασην του ηφαιστείου.  Που το χρυσόν του το κλουβί πασκίζει ο  Πέτοντας συνέχεια να φεύκει, μισός πουλλί, μισός άδρωπος.  Πόθκια έν έσιει, να μέν πατά π

Θαμνόφης ο Ανατολικός.

Εικόνα
Δεύτερη  μέρα που δασοπερπατώ, γυρεύκω πέτρες να σκαλίσω κοντά στα λατομεία τα εγκαταλειμμένα μές τη μέση του δάσους.  Τζιαι χοροπηδώ καμουφλαρισμένος κάτω που τη σκιά των βαλανιδιών χωσμένος ώς το λαιμό μές τη δροσιάν τους τρουλλωτούς  λόφους με τους γρανίτες τους πυκνοφυτεμένους.   Όφκερο το δισάκι μου στον ώμο, ππηδώ που την άλλην του ποταμού μόρτηκα, ανάλαφρα  (φορούν με τα ρούχα πιό καλά με τα 4 κιλά που έχασα στην κύπρο  -μα πού εξανακούστηκε να χάσεις κιλά στις διακοπές?) Στέκουμαι λλίο να θαυμάσω τη φθινοπωρινή γαλήνη. Κάτω, στη  λιμνούλλα μου με τους φρύνους βρίσκω έναν παλιό μου παρέα, τον  Κωστή τον Θαμνόφη.  Είδα τον τζι άλλες φορές, στο ίδιο σημείο πάντα  να καραδοκεί.  Μόλις δεί ο κωστής κανένα φρύνο να κάθεται πάς τα βότσαλα στην αχτή, ή κανένα ψαρούδι να ξεμυτά , κοντεύκει αργά αργά, παίρνει φόρα, πετάσσεται πάνω του σάν τον σίφφουνα, τζιαι κάμνει τον ένα βούκκο.  Συνήθως άμαν τον δώ τζιαι δεί με σιέζεται πάνω του προς στιγμή τζι αλλάσσει διαδρομή.  Τούντη φορά ό

Η κάττα μου η Μίνα

Εικόνα
"Ήρτες πίσω ρέ ππεζεβέγκη?   Κααλά τζι έκαμες το.  Πού εγύριζες έσιει τρείς μήνες ούτε έναν τηλέφωνον?  'Α? ..  Ά???" Κάθεται μές το μαξιλάριν της η κοτζιάκαρη η Μίνα, έκαμεν τα μαλλιά της ράσταφαρι, ακούει Μπόπ Μάρλυ,  τζι εν μές τα νεύρα.  Είκοσι χρονών κάττα τζι ακόμα βαστούν τα κότσια της. Όποτε λείπω, σταματά επίτηδες να γλύφει το τρίχωμα της τζιαι γεμώννει κόμπους για να έρτω πίσω τζιαι να τη χτενίσω με τες ώρες. "Άφηκες με του τσιελλίστα συντροφκιάν τζι έφυες?  Ήταν πασιής, τζι έθελεν να μου βάλλει συνέχεια σιέρι.  Αγάπαν με μίσιημου.  Ούλλο γλυκόλοα ο γαμημένος.  Έν του εκαήλησα, εκαρτέρουν σε η παλαβή." Ανακαλύπτω πως φέτος το καλοκαίρι εκούφανε.   Καλύτερα, να ησυχάσει έτσι που φοάται μιά ζωή τα αυτοκίνητα τζιαι τους κεραυνούς. "Έλα δά να σε μυρίσω παλιοκκεραττά.   Βρωμείς κάττες ρέ!!  Ποιάν εχάϊδευκες?  Καμιάν αρκόκατταν στην κύπρον ά?   Μέν τολμήσεις να μου κοντέψεις θα σε σχίσω να σε κάμω κομμάθκια.   Φέρε μου νερόν κρυόν, τίποτ

Μετά τις διακοπές

Ο  ουρανός εν τζιαι ποδά πογιατισμένος που τη θάλασσα γαλανός, λλίο ξασπρισμένος, νικά το πράσινο που καθρεφτίζεται αντί το χρυσόξερο. Τζιαι στους κάμπους μας χορεύκουν μές τον άνεμο καταπράσινα τα στάχυα. Εκατό φάτσες διαφορετικές περνούν κάθε λεπτό έξω που το παράθυρο.  Τζιαι πασιήες, πολλοί πασιήες, εξίχασα πως ένας στους τρείς δακάτω εν πάνω που 150 κιλά.  Να ζήσουν τα μακτόναλτς που ρουφούν οι φτωσιοί, τα φτηνά τζιαι ζουμερά φτηνοφαγιά. Τζι αυτοκίνητα χιλιάδες, μεγάλα, βιαστικά, να βουρούν  με αγένεια. Ούλλα εν τα ίδια, όπως τα άφησα πρίν τρείς τόσους μήνες. Μόνον εγώ έν είμαι ο ίδιος.  Μυρίζω κόμα χώμα κότσσινο, τζιαι το δέρμα μου εν σκούρο ηλιοφαημένο.  Οι μύς πονούν ακόμα που την πέτρα.  10 εβδομάδες ασκητής της πέτρας, αγρίεψα, τζι ο κόσμος ο πολλύς δαμέ αχχώννει με.  Ρε, βρωμεί καυσαέριον η πόλη.  Τζι έν έσιει κουρκουτάες πούποτε. Πίννω την κοκακόλα μου στη βεράντα με τσιγάρο, έν ιδρώννω καθόλου, τζιαι περιμένω. Στην ασφυχτικά μικρή μμου γειτονιάν, οι γειτόνισσε

Αντί Πολογιαστού

Φεύκω, τζι οι τρείς μας βαλίτσες φορτωμένες με 50 κιλά στο σύνολο -τα βάρη της προσωρινά μποέμικης ζωής μας εν έτοιμες στον πάνω όροφο που θωρεί κατάφατσα το σταυροβούνι τζιαι την κοιλάδα του ποταμού λατούρου. Μαζί μας εφέραμε 55 κιλά, τζιαι φεύκουμεν αλαφρόττεροι.  Να μείνουν παιχνίθκια, ρούχα τζιαι βιβλία πίσω για του χρόνου. Ποττέ να μέν παίρνεις μαζί σου περισσότερα απ' όσα έφερες.  Τζι ότι αφήκεις πίσω σου, να πατά γερά στη γή, ένα μαζί της, κρυμμένο μεταξύ του τρωτού τζιαι της αθανασίας. Αφήννω πίσω μου λοιπόν την  θεότητα μου τον Πρίλλατσον, που εν μισός πίθηκος μισός δρακούι.   Τον Πούλλατσον, θεόν της γονιμότητας που εν ένας βίλλος πέτρενος.   Την Πούττεναν, που εν κηροπήγιο μισό βιλλίν μισόν πουττίν.  Τον  Πέτονταν που εν περιστέρατσος, έσιει θκυό πρόσωπα (έναν αχάπαρον τζι άλλον με νεύρα)  τζιαι νυχοφτερά σουβλερά.   Τον  Πίκρατον, που μμάθκια στόμαν φτιά έν έσιει.   Την  Πάσκην,  που εν έναν πρόσωπον στροντζιυλόν που πασκίζει να φκεί που άλλον πρόσωπον τετράγωνον,

Καλοκαιρινός επίλογος

Δέκα βδομάδες.   Μές το στοιχείο της πέτρας πετρωμένος.   Δίπλα μου, αρρώστειες, να κρέμμετε ο θάνατος πάς τους αθρώπους μου, του σώματος ο θάνατος, τζι άλλους της ψυσιής.  Τζιαι διαφωνίες, παραφωνίες πολλές.  Ροή έν υπήρχε.  Ούτε έκσταση.   Επέλεξα τη Σιωπή.  Για να επιβιώσω, εχώστηκα.  Στην αρχή ήταν σάν ήττα η Σιωπή, εγίνηκα ζώο στη σπηλιά του που γλύφει πληγές.   Μα επολέμησα παρέα με το βράχο την Ανθούλλα, τζι έμαθα πως η ελευθερία έν ζεί μές το δημιούργημα σου που το θωρούν ούλλοι τζιαι που σου φέρνει εσένα σιγουριά.  Η ελευθερία ζιεί μές τα λουβίθκια της πέτρας τα αμνημόνευτα που πετάσσει το λιβέρι την ώρα που σχηματίζεις.  Η ελευθερία εν σκόνη τζιαι πετρούες.   Έχτιζα μιάν Ιδέα για θκυό χρόνια ρε.  Ιδέα μεγάλη.  Μιάν αλλαγήν πορείας τζιαι ζωής τεράστιαν.  Σάν την πέτραν, εσκάλιζα την, έκαμα την Τέχνην, εικόναν, τρόπο ζωής μέσα τζι έξω.   Μα στην πορείαν έχασα το νόημαν.  Έννεν η Ιδέα που εν η σημαντική.  Η  Ιδέα στα πλάνα ελευθερώννει.  Άμα χτιστεί τζιαι θαυμάσεις την όμως,

Γράμμα στον παππού

Παππούλλη μου. Πάλε για σένα γράφω.  Είπα σου "Αντίο"  την ώρα που σε εσήκωσα να σε βάλω στ' αυτοκίνητο τζιαι πως πάω στα Ξένα πάλε τζι είδες με με το βλέμμαν το δυνάμενο μα πλέον απλανές τζιαι είπες  "Πού εννα πάεις γιόκκα μου?"    Είπα σου  "Στην αμερικήν παππού", τζι απάντησες  "τζι εγώ θέλω να πάω". Τυχερός έν εφάνηκες παππού όπως σου άξιζεν να γεράσεις με το νού σου ακέραιο να κουβεντιάζουμεν τζιαι να σιέρεσαι.  Τον πολύτιμο σου τον νούν  τον πάντα ήρεμο, τον πολυμήχανο τον πολύτροπο, που εφεύρεσεν τους μύλους τότε, τον νούν που έμαθεν αγγλικά το '40 τζι εσπούδασεν  μηχανολόγος μέσω αλληλογραφίας με σχολή που την  αγγλία.   Εχάθηκεν ο πλούσιος σου σε μουσική νους, βκιολάρη μου που επαιζες τες νύχτες τότε στην προσφυγιάν, εχάθηκεν μές το κορμί σσου το σαθρό.  Τίποτε δέ θυμάσαι πλέον.   Ούτε τα παιθκιά σου.  Το πρόσωπο σου το γερακίσιο το τετράγωνο που ακόμα κουβαλά τη δύναμη σου στο πλατύ το μέτωπο μαρτυρά  "Δαμέ σε τούτον τ

Θάλασσα

Χορεύκει ο άνεμος λεβέντικο χορό πιασμένος σιέρι-ώμο με τον άμμο τζιαι ο λυράρης ο αφρός κλαίει με τη λύραν του αγκαλιά.   Μα δέ τον άνεμο ίνταλος πετάσσεται, δέ ίντα ζάμπες, νιός, ίσιαμε τον ήλιο φτάννουν οι παλάμες του στο τέντωμαν του κορμιού, τζιαι πάλε κάτω, διά της γής μιάν πισκαλιάν τζιαι με φωνή εκστατική στριφογυρίζει τζιαι πειράζει τες ελιές του χωραφκιού του διπλανού. Δέ τζιαι τον άμμο που φτεροπετά.  Σάν σμήνος μικροσκοπικό που θαλασσοπούλια ακολουθά το μάστορα τον άνεμο που σέρνει το χορό. Γύρε πίσω, θαλασσοκάμωτη μου της φαντασίας,  ακούμπα την πλάτη πάς τες ρίζες, τζιαμέ που ο θάμνος (μου)  κάμνει σκιά.   Γύρε, τζι άφησμε τη δική σου τη μουσική να τη χορέψω. Κοίτα!  Ψηλά πουπάνω σου δέ τί έσιει!    Πέντε διπλωμένες βαρκούλες,  πογιατισμένες κίτρινο τζιαι κόκκινο, μπλέ,  χάρτινες, χωσμένες μές στο φύλλωμα του θάμνου (μου).  Έν τυχαίο, σήμμερα?  Η τέχνη κάποιου η εφήμερη που εκαρτέραν να τη δώ για να Υπάρξει. Χαϊδεύκει τωρά τες πατούσες ο όφης του κυμμάτου, τζι αν βάλ