Κάθεται ο Διάσπορος στο τραπέζιν με τους αγκώνες κουμπημένους, μανιχός του μές την παράγκαν του. Εκάλεσεν πολλούς να φάν να πιούν, μα σάν εφκήκαν το βουνόν τζιαι ήρταν ώς την πόρταν του ήβραν την κλειωμένην τζι απορήσαν
εποσσιεπάσαν μέσα του φεντζίτη για να δούν αν έσιει πλούτη, αν έσιει φαγιά αχνιστά, ποτά, φωνές τζιαι τραουθκιές (όσα τους υποσχέθηκεν) μα πίσω που τα χνώτα τους που εζοφφώνναν το γυαλλίν της πόρτας εφαίνετουν μόνο μαυροκάπνιστος πολλά στενός διάδρομος, μιά σόπα παχουλλή των ξύλων, τζιερκά, θκυό-τρείς καρέκλες, τζιαι μιά νοσσιά κλαμένη, σκοτεινή, στα βάθη του διαδρόμου κουμπημένη.
"Διάσπορε είσαι μέσα"?
Σχόλια
Βάζει κάτω το πείσμαν της. Θάφκει το μες το σιόνιν.
- Κανεί, λαλεί!
Το σιόνιν εν μορφή νερού, συμπαγές ροή.
Πιάννει στα σιέρκα της σιόνιν, γεμώνει τες χαραμαθκιές των σφραγισμένων παραθύρων, των κλειδωμένων , εφτασφαλισμένων πόρτων.
Φυσά και η ανάσα της ζεστή κάμνει το σιόνιν να λιώσει τζιαι να τρέξει μέσα στο σπίτιν.
Υδρατμός.
Υγρή, ρευστή ροή που φτάνει όπου επιθυμήσει.
Κουνά το ραβδάκι της και γίνεται μια σταγόνα ατμού, ενώνεται με τον υδρατμό και μπαίνει στο σπίτι.
"Διάσπορε, είμαι μέσα!"
"Διάσπορε, είμαι φωτεινή σταγόνα κρυστάλλινου νερού"
"Διάσπορε, είμαι το σκοτάδι στο διάδρομο του νου και το φως στη ψυχή του χιονισμένου βουνού".
"Διάσπορε, θες να είσαι μέσα?"
Είμαι μέσα, τζιαι τα φαγιά καρτερούν τους συνδαιτημόνες τζιαι τον μάστρον τους να κάμουν πάρτυ.
Το κάλεσμα σου εσυγκίνησεν με κόρη.
εόλικα
Κάποτε άλλα πάν καλά, τζι άλλα χάλια, τζι εν συχχιστικό.
ανώνυμε/η
Νοσσιά=σκιά /φάντασμα