Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2011
Κακά τα μαντάτα που το γιατρόν, Λεμονιά.  Παρπατά μέσα σου σάν τη φωθκιάν που κρούζει το δάσος το κακόν, τζι οι θεραπείες σκοτώννουν τα πράσινα σου μμάθκια μέραν με την ημέραν.  Έλειψεν άραγες σου η δύναμη ?  Εγύρεψες τον πάλε το πρωίν, είδα σε, τον Άη Γιώρκην (έτσι τον λαλείς τον άγγελον που κουβαλείς)   να σε σηκώσει πάς το δράκον να σου δείξει που ψηλά ποιόν εν το τάτιν της ζωής, τη σημμασία της,  να σου τα δείξει, να θυμηθείς το Νόημαν  να αντέξεις τζι άλλον να πολεμήσεις.  Ήρτες φαρματζιεμένη που τους γιατρούς.  Τζιαι σάν έππεσες στον καναπέν που το σουζάλισμαν των φαρμάκων, τζι έφαες,   επήα ώς τη θάλασσαν να παρπατήσω μανιχός μου πέρκι έν με δεί πλάσμαν να μαραζώννω,   μόνος μου επήα να ποφυσήσω τζιαι να μου δώκει η αλμύρα να ξιάσω λλίον, που κάθη μέρα χάννω σε τζιαι λείφκεις.  Τουλάχιστον άθθισεν το παμπάτζιην που εφύτεψες τζι εχάρηκες.  Εξήντα χρονών γεναίκα τζιαι σιέρεσαι με τα φκιόρα σου σάννα τζι είσαι κοπελλούα.  Τζι ας ζήσει περίτου σου το παμπάτζιην που εφύτεψες.  Σάν

Σκαλίζω τζι αγνοώ..

Να με συχχωρείς, φίλε, που δέν απάντησα τα σχόλια.  Το καταραμμένον μαραφέττιν του ίντερνετ έν μου διά καλή λήψην.  Που την άλλην, κάμνω αποτοξίνωσην.  Καθόλου τηλεόρασην, καθόλου νέα, ούτε συζητήσεις άκουσα για την Μεγάλη Τραγωδία, ούτε λαμβάννω μέρος στον διχασμό που έφερε.  Να πικραθθώ τζι άλλο?  Έν γίνεται.  Κάθουμαι στην δροσιά τ' αλμυρού αέρα κοντά στη θάλασσα μές το Πετραίο, σκαλίζω τες ρότσες μου, παίζω με τα μωρά μου, τζιαι πλάσμαν δέ θωρώ.    Τες νύχτες πυρώννω, έν βάλλω κλιματισμόν  -μιάν οικονομίαν κάμνω του ρευμάτου, για να δικαιούμαι τες ημέρες να δουλεύκω τα εργαλεία δίχα να νώθω ενοχές. Εμεγάλωσεν το γένιν πάλε, μοιάζω ηλιοκαμένος όπως είμαι με γεωργόν, τζι αρέσκει μου, πάει μου η πέτσα τ' αθρώπου που ζιεί μές τη φύσην.    "μάνα, γιατί με εγέννησες σε χώραν του τρίτου κόσμου τον άμοιρο?"  Πόσον βαρκούμαι τους αθρώπους.. Την τέγνην έν τη βαρκούμαι ποττέ.  Την καλοσύνην.  Την ομορκιάν.  Μα τους αθρώπους βαρκούμαι τους, εν όφτζιεροι οι παραπάνω. Έναν χαμό

"Κύπρος", ποσιερετώ σε.

Το κορμάτζι μου έν θα το ξαναδείς να σου δωθεί.  Θα έρκουμαι, ξένος,  να σ' απολαύσω μουσαφίρης μές τες κάμαρες σου για να κλεψω ήλιον τζιαι θάλασσαν που την αυλή σσου.   Μα να σου δώκω πίσω κάτι τις δικό μμου, ορκίζουμαι ποττέ δέ θα ξαναγινεί.  Έ σσαξίζει. Τα μαθήματα αφού έν τα έμαθες.  Πιάννω σά φεύκω το κομμάτιν της ψυσιής μου πο φύλαξα κάτω πο μιάν ελιάν τζιαι βάλλω το στην πούγκαν να το πάρω μιτά μου. Έν είσαι χώρα.  Είσαι χωρκόν, καφενές  εχτός ελέχχου.  Νταηλλίκιν, "τζι εγιώ έν ιφταίω" στα σιείλη σου. Ο  μάστρος ξέρω πάντα αναλαμβάννει ευθύνην.  Λαλούν το οι ιμπεριαλιστές accountability.   Εν έσιει ποτούτο δαμέ.  Χαρραμίζω το φτύμμαν μου, το ννούν μου.

Εσούστηκεν το Πετραίον.

Σκαλίζεις πέτρες για να μείνουν, λαλείς, στην αιωνιότηταν.  Μορφές με φόντον τη μεσόγειον ανεξίτηλες.  Έν καταλιέται εύκολα η πέτρα.  Τζι η σοφία της γής μαλαχτά μαλαχτά την χαδεύκει σάν τον άνεμον ώς τη στιγμήν που θα γενούν άμμος πάλε. Έσιει σοφίαν η γή.  Έν έσιει άλλην επιλογήν. Εν ο άθρωπος που έσιει την επιλογήν να γυρεύκει τη σοφίαν ή να την ξαπολά. Τίποτε έν έναι μόνιμον, κόκκαλα είμαστεν τζιαι χώμαν, τζι η ζωή μας, τα έργα μας έν εξαρτούνται που 'μας. Φέρτε μου άθρωπον που να 'σιει σοφίαν, τζιαι μόνον τότε θα νώσω να είμαι Σπίτιν μου. Τζιαι 'ντάξει.  Αν εππέφταν τα αγάλματα, ο Πετραίος (π'ον δέκα μέτρα ύψος τζι εσούστηκεν πρίν την ώραν του)  χαλάλιν.  Οι πέτρες εγεννηθήκαν να τες καταλύσει η γή, εν ύλη.  Γιά ο άθρωπος, αν βιαστεί να κάμει τη δουλειάν της γής.   Αν εππέφταν θα εγίνετουν έγκλημα, καταστροφή του έργου ενός αθρώπου που παλεύκει για την αιωνιότηταν.   Χαλάλιν.  Ξανακάμν(ω)ουμεν τες.   Μα οι ψυσιές που εχαθήκαν, πόννεν έννεν ύλη, εν θεϊκός

Ματωμένες πέτρες

Τέσσερα αρκοπέζουνα του Μαζωτού.  Έντεκα κουρκουτάες.  Τζι έναν κουπάϊ στρούφοι πασιόκωλοι.  Φόος τζιαι τρόμος των αγαλμάτων, πηγή άγχους για το μάστρο-γλύπτην τζιαι τη μάναν μου.  Μπαίννουν μές τα κλουφκιά των όρνιθων τζιαι τρών φαϊν αβάτταν, σικκιρτίζουν τες τζι έν μας γεννούν αφκά.  Τζι οι πέζουνοι κάθουνται πάς τη κκελλέν του Πετραίου, της Ευρώπης, της Οικογένειας, της Πρώτης Απριλλίου, πάς τη κκελλέν των Σιαμαίων,  τζιαι ξαπολούν τσιλλάρες.  Τρίψε τζιαι να τρίψεις τες πέτρες κάθη μέρα μές τον νήλιον πάς τες σκάλες.  Πόσον. Τζαι ππέφτει πάνω μου η ευθύνη να τα καθαρίσω, πάντα εμέναν.  Εγιώ που μούγιαν έν ηβλάφτω ποττέ μου, που ζιώ λαλώ μόνον για την ομορκιάν τζιαι την αγάπην, εγιώ με τα σιέρκα τα μαλαχτά, παράξενον έχω ταλέντον στο σημάϊν που μιτσής, μάστρος τ' αεροβόλου, τζιυνηός, χάρος των κουρκουτάων τζιαι των πουλιών.   Πιάννω το θρυλικόν Γουέμπλεη τ' αεροβόλον που έν χάννει ποττέ του, τζιαι φορώ στο σώμαν μου τον αντρισμόν τον πρωτόγονον.  Έν έσιει λύπησην γιά συναισ