Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2010

Βενιαμίν, καλό σου ταξίδι λεβέντη μου.

Γράμμα στον μαθητή μου Βενιαμίν: Λεβέντη μου. Τζιήνο που επερίμενα ήρτε.  Έσιει 3 χρόνια που θωρώ τη μάνα σου να ζηλεύκει τα πράματα που έκαμα για σένα.  Τζιήνη, που τόσες θυσίες έκαμεν να σε μεγαλώσει με τα προβλήματα του αυτισμού που γεννήθηκες, τζιήνη που ούλλη μέρα βουρά τες ανάγκες σου, η μάνα που ποττέ δέν εκατάφερεν να σε κάμει να της δείξεις αγάπην, τζι εζήλεψεν τη δική μας σχέση στο τέλος επειδή ένιωσεν ότι μέσα που τη μουσική που σου έμαθα εγεννήθηκεν το Συναίσθημα, τζιαι ανήκει σε μέναν ο χώρος τούντης επιτυχίας.  3 χρόνια έν με αντέχει η μάνα σου πλέον.  Ούτε καφέ μου κάμνει πιά, ούτε πισκόττα όπως την αρχή.   Ο ενθουσιασμός που είσιε όταν πρωτογνωριστήκαμε τζιαι εκατάλαβε τη δύναμη μου πάνω σου  -τη δύναμη του σωτήρα τζιαι του ενδιάμεσου της μουσικής τζιαι των αισθημάτων, έσβησε που τη ζήλεια.  Τζι αναπάντεχα, παράνομα, άδικα εχτές εσταμάτησεν σε που κοντά μου, αδικαιολόγητα,  8 μαθήματα πρίν το μεγάλο αντίο της αποφοίτησης.  Πρίν καταφέρω να σου δώσω το τελευταίο

Η τιμή της επιθυμίας

Εικόνα
(ένας πίνακας του Πέτρου) Ο φίλος μου ο  Πέτρος ο ζωγράφος που θα πεθάνει  σύντομα στα σαρανταπέντε του, χαμογελά πλαθκειά, ντυμένος στ' άσπρα τα λερωμένα με τες πολύχρωμες πινελιές, τζιαι προσφέρει μου τσιγάρο αναμαλλιασμένος, με το πηγούνι του τεντωμένο κάτω που έντονα κόκκαλα που φαίνουνται στο αγριεμένο πρόσωπο. Θα πεθάνει επειδή εν παράνομος μετανάστης, φτωχός, χωρίς ασφάλεια υγείας. Θα πεθάνει φτωχός, μα επιτέλους διάσημος.  Διάσημος που έφαε ούλλα του τα λεφτά πάνω στους φίλους του τζιαι πάνω στες πογιές. Ένα χρόνο έφτυνε αίμα που το στόμα, με πόνους αφόρητους στην κοιλιά που του έτρωε το κακό τα έντερα.  Μα γιατρό δέν επήαιννε να δεί.  Όταν επήε τελικά, ήταν καρκίνος σε τρίτο στάδιο.  Τζιαι αρνήθηκε τη θεραπεία που θα του σκοτώσει τη δημιουργία του.  "Ο κάθε άνθρωπος έσιει το σκοπό του, την ώρα του.  Ήρτεν η δική μου."  Είπε τότε τζιαι κάθε ίνα του κορμιού του ανάβλυζε αγάπη Ο Πέτρος ζωγραφίζει για 20 ώρες την ημέρα, απτόητος, σκυφτός πάνω που τον καμβ

Θέλω. Θέλω. Θέλω.

Θέλω να μείνω νέος.  Να πετύχω τους στόχους μου στη μουσική τζιαι την τέχνη.  Να έχω λεφτά να ζήσω καλά εγώ τζιαι η οικογένεια μου.  Θέλω πιό καλό σπίτι, καλύτερη ζωή.  Θέλω να 'ολοκληρωθώ', ψάχνω το πουμέσα μου σάν τον εξερευνητήν.  Τρώει με.  Βασανίζει με. Εν που έν έχω άλλη δουλειά να κάμνω. Εψές εμίλουν στο τοπικό liquor store που επήα να γοράσω κόα κόλα τζιαι τσιγάρα με την πορτιέρισσα  (μιάν τραβεστί γυναίκα 50ρα που την έχουν να αννοίει την πόρτα για τους πελάτες)  τζιαι έχουμεν καλή σχέση αφού γοράζω κάθε μέρα που τζιαμέ τσιάρα τζιαι πιάννω την κουβένταν.  Λαλώ της  "μα χαμογελάς σήμμερα, τί συμβαίνει?" "Έχω σπίτιν!  Έπιασα διαμέρισμα!   19 χρόνια άστεγη με τον άντραν μου τζιαι μεινίσκουμεν μές σε αντίσκηνον πίσω πουδαμέ μές το χωράφι, επιτέλους έπιασεν σύνταξην αναπηρίας επειδή έπαθεν καρδιακή προσβολή -ξέρεις, εν βετεράνος του βιετνάμ τζι εκαρτερούσαμεν τόσα χρόνια να πάθει κάτι για να δικαιούμαστεν επίδομα.  Τζι επιτέλους!  Έχουμε διαμερισματού
Φίλε μου Φόρρεστ, με τα γένια σου ώς την τζοιλιάν, αγρίμι, αγέλαστε με τα καταγάλανα μάθκια σου που σπινθιρίζουν.  Φόρρεστ που ξέρεις τη γλώσσαν της μουσικής, που βρίσκεις την ομορφιά μές στους πιό άσχημους ήχους τζιαι δείχνεις μας την σοφία σου.  Φίλε μου Ρόμπ, που γελάς τρανταχτά άμαν ακούσεις ωραίες μελωδίες δίπλα σου.   Αγαπώ σας.   Τί μου εκάμετε με τες μουσικές σας εψές?  Γιατί επήα σε έτσι συναυλία να συχχιστώ τέλλεια τζιαι να μου κάμετε τη ψυσιή μου να πονήσει τόσον όμορφα? Μιά ώρα επήε το κομμάτι μές τη σκοτεινή γκαλερί..  Νεκατωμένες μουσικές τους μάγους της αυστραλίας, του αμαζονίου στην αμερική, τους ινδιάνους, τους ευρωπαίους ήρωες μας.  Κρουστά, ηλεκτρονικά, σωλήνες.  Ηχογραφήσεις που τρένα, λεοφορεία, εργοστάσια.  Τα πιό άσχημα μετατρέπονται σε όμορφο που σε ταξιδεύκει. Εταξιδέψαμεν σε άλλους πλανήτες παρέα.   Εξεκινήσαμε που χαμηλά, τζι εφτάσαμεν παρέαν ώς τζιαμέ που γεννιέται ο έρωτας τζιαι ο θάνατος.  Σάν τους δερβίσιδες.   Άκουσα να μιλούν οι αθρώποι που εχάσ

Ο Φούρνος της επιθυμίας

Καίγομαι.  Είμαι το καύσιμο τζιαι το οξυγόνο μαζί.  Είμαι η ενέργεια που πυροδοτεί την έκρηξη.  Είμαι η έκρηξη. Κρούζω σάν τα ξύλα της ελιάς που απλώσαν τα πύρινα τους διαμελισμένα κόκκινα κάρβουνα μές σε φούρνο πέτρινο την ώρα που η αύρα τους ταξιδεύκει σάν το κύμα στο πρόσωπο του ψήστη σάν εν έτοιμος να βάλει μέσα το ψητό. Καίγομαι που Επιθυμία. Πόσην έχουμε εμείς οι τρωτοί κρυφή επιθυμία, ανεκπλήρωτη, επιθυμία διπλωμένη στα έγκατα σάν το πετροκάρβουνο που κάποτε ήταν δάση πρωτόγονα σε κήπους πρωτόπλαστους.   Ήρταν οι καταστροφές οι φυσικές του ανθρώπου, οι αλλαγές του κλίματος, οι μετεωρίτες που εππέσαν πάνω μας,  τζιαι τα δάση εβρεθήκαν κομμένα, πεταμένα  μές τον ομαδικό τους τάφο σάν τα πτώματα μετά που ολοκαύτωμα.   Ήρτεν η λάβα του ηφαιστείου να τα καλύψει.  Τζιαι ο κήπος με τη σοφία του εβλάστησεν ξανά πάς το μαύρο εύφορο χώμα, εξεχαστήκαν τα δάση. Κρυφά ετζοιμηθήκαν κάτω που το φλοιό, τζιαι πουπάνω τους η ζωή εσυνεχίστηκεν. Τα δάση τα ξύλινα, τα γεμάτα χυμό της ζωής γί

Σάν μικρός θεός. (χάτε, έβαλα τη μουσική)

Εψές, την ώρα που απολάμβανα τες πολύτιμες διακοπές μου ξαπλωμένος στον καναπέ μετά που μιά μέρα ούλλο τρέξιμο με τα μωρά, κουρασμένος ευχάριστα, αποφασισμένος να δώ σαβουροτηλεόραση για θεραπευτικούς λόγους πέρκι σταματήσει η φάμπρικα του μυαλού μου να παράγει σκέψεις ψυχολατρικές κουραστικές - άδικα- έπιαν με η όρεξη/στρίνα  να γράψω μουσική.  Επήα πάνω στο στούτιο, έκατσα καμπόσες ώρες πάς τη ράσιη του δράκου της μουσικής μου τζι επήαμεν καβάλλα ταξίδι μές το ασυνείδητο.  Έφκηκεν έναν πράμα παραπονεμένο, επίμονο, στροβιλιστό, γεμάτο ίαση. Έπιασα ένα παλιό μου κομμάτι για έγχορδα, τζι έκοψα που πάνω του 5 δευτερόλεπτα μουσικής.  10 νότες ούλλες τζι ούλλες. Έβαλα τες μές το πρόγραμμαν του κομπιούτερ, τζι άρκεψα να κόφκω τες νότες κομματούθκια μιτσιά, επέρασα τες που το διασπαστή τον πυρηνικό, όπως κάμνουν οι επιστήμονες με τα μόρια τζιαι τα άτομα, πυρηνική έκρηξη, ένα μικρό big bang.  Κάθε νότα ετσάκκισεν τζιαι εφανήκαν τα σύνθετα της κύμματα, τα σωματίδια της.  Έβαλα τα ξέχωρα, ε

Επιτέλους διακοπές

Αρκέφκουν σήμερα οι διακοπές μας.  Ήντα ζωήν κάμνω ο πελλός.  Μιά βδομάδα όφφ  κάθε δύο μήνες, με έντονη εργατική ζωή στο μεταξύ.   Φτάνει σκέψεις, προβληματισμούς, μουσικές, υποστήριξη κόσμου, μαθήματα.   Πρέπει να αδειάσω.  Πρέπει να αδειάσω.  Δέ ξέρω πώς αδειάζουν..   Μόνο να γεμώννω ξέρω. Οπότε σήμερα θα έρθει ο φίλος μου ο Γιαννής ο Βραχοκαβαλλάρης με τη γυναίκα του να κάμουμε πάρτυ.  Έθελα να έψηννα αστακούς στα κάρβουνα αλλά έν μας βοηθά ο καιρός, βρέσιει τζι εν 4 βαθμοί. Εξοπλίστηκα κατάλληλα όμως:   Μπουκάλα μαύρο ρούμι.  Πάγος.  Παραγγελία γύρος αρνίσιος που τον τούρκο σουβλιτζιή.  Πατάτες τηγανιτές.  Πακλαβάδες.

Η εφευρετικότητα της φτώχειας

Εικόνα
....φωτογραφικό απόσπασμα που τον πρωινό περίπατο τον ανοιξάτικο μές τη γειτονιά. Επήα βόλτα το πρωί με το γιό μου πιασμένοι χέρι χέρι για να πάμε στο αγαπημένο του προσκύνημα -τον πυροσβεστικό σταθμό, έσιει μανία με τες πυροσβεστικές, τζι εδώκαμε γυρό της κάτω γειτονιάς ούλλης, που τους ώμους  του λόφου μας τζιαι κάτω προς το γκέτο τους βιετναμέζους.  Ο μαχαλλάς τους εν γεμάτος υπέροχα εστιατόρια, φαστφουντάδικα στα οποία μπορείς να γοράσεις σάντουιτς με άντερα του σιοίρου τζιαι χότ σώς, ή κάτι ωραία σουβλάκια αψά για $2 τζιαι να πιείς παγωμένο τσάι με πιλλούδες τζελαττίνης.    Πάντα συμβαίνει κάτι σπέσιαλ στη γειτονιά τους βιετναμέζους.  Σάν λαός εν πρόσχαροι, χαλαροί, φιλόξενοι τζιαι πολλά φτωσιοί.  Άν και δέ φημίζουνται για την καθαριότητα τους ή το ενδιαφέρον για την περιουσία τους, ξέρουν να περνούν καλά με τούτα που έχουν.   Τί κάμνουν οι βουδιστές μοναχοί μαζεμένοι ούλλοι?   Ευλογούν το σπίτι που μόλις έχτισε ένας επιτυχημένος μετανάστης συντοπίτης τους.  Κάμνουν δηλα

Ποιός είμαι, τζιαι τα μωρά στο δάσος.

Εικόνα
Εψές, τζιαμέ που εδιαλογίζουμουν καμπόσην ώρα μπροστά που την τηλεόραση ένιωσα ξαφνικά τα πέπλα μου να παραμερίζουν, τζιαι είδα μέσα μου βαθκειά, τζιαμέ στο κέντρο του εαυτού, ίσια πάς το πιό καθαρό.  Είδα τζιαμέ που ζεί το Φώς, τζιήνος που λάθος δέν ηξέρει, τζιήνον που τον λαλούμε "Ψυσιή". Τζιαι που την αγαλλίασην μου έν έξερα τί να κάμω.  Να του συστηθώ?  Αφού με ξέρει, 37 χρόνια. Τζιαι ήταν ένα φώς ωραίο ασπροκίτρινο, με σώμα σάν το ραβδί, κύλινδρος που έλαμπε στο κέντρο μιάς θάλασσας, δίπλα του δύο σφαίρες λαμπερές.  Σε σχήμα  Φ   ήταν ενωμένες. Τζιαι μέν με φκάλετε πελλόν, πελλός είμαι ήδη. Ρωτώ τον όμορφον μου εαυτόν τον πουμέσα "Ρέ φίλε μου που σε γυρεύκω χρόνια, μα εν δαμέ που εχώννεσουν τζι εγώ εγύρευκα σε έξω μου? Πέ μου να χαρείς την όμορφην αγκάλη σου Τί ήρτα να κάμω πάς τούντον πλανήτη, πέ μου τζιαι είμαι συγχισμένος τζιαι κουβαλώ πολλά. Πέ μου ποιός είμαι." Λάμπει ο αστραφτερός μου τζιαι λαλεί μου "Είμαι ο Μαθαίνω Κατανοώ"

OCD της τουαλέττας.

Έσιει δυο-τρία χρόνια εκατάφερα να νικήσω μιάν μεγάλη μου εμμονή που έχω που μιτσής:  Ποττέ μου, μα ποττέ μου να μέν χρησιμοποιώ αποχωρητήρια άλλους, ούτε κάν σε "φιλικά" σπίθκια.   Εν τραύμα παιδικό. Ήμουν δώδεκα χρονών τζιαι είμαστε σε σπίτι φίλους τους γονιούς μου, ήρτεν μου να χέσω, επήα στην τουαλέττα τζιαι για κακή μου τύχη μετά που απόθεσα τα άχρηστα μου ανακάλυψα ότι εχάλασε ο νιαγάρας, δέν εμπορούσα να τραβήσω νερόν.  Φρίκη.  Εστάθηκα τζιαμέ με το κωλόχαρτο στο σιέρι, πανικοβλημένος, τζιαι δέν εμπορούσα να σκεφτώ λύσην.  Έπιαννα νερό που το νιπτήρα με τες φούχτες μου τζιαι επέτασσα το μές τη λεκάνη πέρκιμον πάν κάτω. Τίποτε.   Έν έβρισκα λύση.  Μέχρι που εσκέφτηκα να αδειάσω τον κάλαθο αχρήστων  (που ήταν γεμάτος λερωμένα χαρτιά)  τζιαι να τον χρησιμοποιήσω ώς σίκλα.  Μαγκάϊβερ κανονικός ο πελλός σου.  Εν το μεταξύ είχε περάσει καμπόση ώρα τζιαι αρκέψαν να διερωτούνται ΤΙ κάμνω τόσην ώρα μές το μπάνιον.  Εφωνάζαν μου τζιαι σίουρα ακούαν τον ήχον της "σίκλας&qu

Γέννηση της Υπερακοής

Ο άθρωπος ή γεννιέται με ευαισθησία για τη μουσική, ή απλά με την ικανότητα να του αρέσκει ώς προϊόν, ποσκόλιο.  Όποιος γεννιέται με ευαισθησία, εν τυχερός αλλά καταραμένος, ακούει μουσική τζιαι ντζιήζει του σάν τον θάνατο, σάν την ανάσταση, τραβά του την προσοχή που ούλλα που τον δέρνουν, φέρνει τον μές τη στιγμή.  Μα ο πόνος της ψυσιής εν πολλύς.  Άμα ακούει μουσική, μοιράζεται τον κόσμο του συνθέτη που την έγραψε, κουβαλά για μιά στιγμή το βάρος του.  Έν έσιει χάρισμα χωρίς τιμή σε τούντον κόσμο. Σήμερα, έγινεν η ανάσταση τούντου χαρίσματος μές τη ψυχούλα της κόρης μου.  Σχεδόν δυόμιση χρονών η παμπόνηρη μου, εννα γινεί πολλά δυναμική γεναίκα, θαυμάζω τον χαρακτήρα της ήδη, έσιει μιά σιγουριά μές την ύπαρξη που με γεμώννει χαρά.   Αλλά εν ευαίσθητη πολλά.  Θα δυσκολευτεί στη ζωή της, εν δύσκολος συνδυασμός ξέρω τζι άλλες γυναίκες που εν έτσι, ούλλοι θωρούν το δυναμισμό τζιαι τυφλώνουνται, έν θωρούν το απαλό. Η μικρή μου σήμερα εκάθετουν πάς τα γόνατα μου την ώρα που έπαιζα ένα κ

Η Αϊτή της Λενόρας τζιαι το πιάνον.

Σήμερα το πρωί, ανοιξιάτικο μάθημα με τη Λενόρα -λείπει για δύο βδομάδες τωρά στην Αϊτή, επήε να βοηθήσει με μιά επιτροπή φιλανθρωπική.   Επερίμενα με αγωνία να τη δώ, να μου πεί τί γίνεται.   Φτάνω στη φάρμα της, ήταν έξω τζιαι απολάμβανε τον ήλιο του πρωινού καβάλλα την Εσπρίτ, την πιστή της άσπρη φοράδα που στα γεράματα της μόνο για περίπατο κάμνει, άτι αραβικό, πανέμορφο.   Κοντεύκει τριποδίζοντας με ένα ύφος περίεργα ανθρώπινο σχεδόν λυπημένο.  Νιώθει με η Εσπρίτ που μακρυά,  χλιμιντρίζει χαρούμενα όποτε έρκουμαι.  Ξέρει με πάνω που 6 χρόνια.  Ακόμα έν ετόλμησα να την καβαλλήσω. Η Λενόρα ξεπεζεύκει.  Το πρόσωπο της εν ηλιοκαμένο, ανεμοδαρμένο που το τροπικό κλίμα της Αϊτής, θωρεί με, αντινάσσει το σακάκι της, διά μου τα ρέτινα της Εσπρίτ να την περπατήσω. "Καλώς όρισες.  Έλα να πάρουμεν την Εσπρίτ στο στάβλο.   Εσκέφτουμουν πολλά το πιάνο, ξέρεις πόσον επεθύμισα να παίξω?  Έν μπορείς να φανταστείς τα κακά που είδαν τα μάθκια μου.  Θέλω να παίξω κομμάθκια με νόημα σήμερα.