Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2008

Εχαμήλωσα

Επέστρεψα αισίως στο μυττερό σπιτάκιν μου σήμμερα, κουρασμένος που το ταξίδι στην Πολιτείαν Της Εξαποδώ τζιαι του Σιονιού (τζιαμέ που μεινίσκει η πεθθερά μου, για την οποίαν έχω ξαναγράψει -δέν τα πάμεν καλά, μισά με, εν σεξολόγος, ρωτώ την περίεργες ερωτήσεις, κλπ κλπ, κονταροχτυπιούμαστεν, χαλά μου τη γλυτζιά μμου, πικρανίσκει την Αγάπην μου, ----είπαμεν τα)     As expected, που λέν και οι ΧΤΕρνιοι, το Σάββατον το πρωίν  που εξεκινήσαμεν να πάμεν (συγκούπαοι, με τα δύο 9μηνα μωρούθκια μας στες καρεκλούδες τους,τ ζιαι ξησιειλησμένον  το αυτοκίνητο με τα "απαραίτητα" -που εν πολλά, έστω τζιαι για νούσιμους γονείς σαν τζιαι μάς- , πάρκα, ρούχα, γάλατα, παιχνίδια)   as expected ένιωθα τρομερή νευρικότητα τζιαι κρύον ιδρώτα στο σβέρκο μου γιατί  όποτε πάμεν στην Πολιτείαν της Εξαποδώ τζιαι δώ την Πεθερά μμου χαλά πολλά η διάθεση μου τζιαι χάννω την ενέργεια μου αμέσως  --κόφκει καντούνια η καημένη η ενέργεια μου που εν ευαίσθητη τζιαι μολις δεί  την Πεθθεράν μου ξιππάζεται,  βου

Εφύσησα

Γέρο Ιωάννη  Ιταλέ, μονάκριβε μου Μάστορα Βάκχε ηδονοπνεύστη μέγα συνθέτη  πλάστη μου  Βλέπω στο νού μου το κυρτό, βαρύ  σου σώμα ν' αγγίζει  το Τέλος -κι ας μήν το θέλεις, τόσα χρόνια πασκίζεις εξ άλλου. Μα  η έμπνευση η φιδίσια (η κόκκινη,  που κάποτε τρυγούσες ) βαρυγκομά πλέον, ανήμπορη και φθισική κουτσοπατά τες σκάλες του σπιτιού σου Σιγήσαν οι τρομπέτες Σιγήσαν κι οι ορχήστρες  του μυαλού  ο Μέγας Βιολιστής κρέμμασε το δοξάρι γεράσαν κι  οι Ρωμαίοι που μαζί τους χίλια γλέντια εχάρηκες και όλες σου οι αγάπες, που τόσο λαμπρά τους φώτιζες την ανία  με  έρωτα αμαρτωλό γεράσανε κι αυτές, μόνες τους Χαμογελούν όταν το χάδι σου θυμούνται στα μαλλιά τους; Γιατί τις αγαπούσες;   Μιά μονο  νεράϊδα σε μάγεψε Κοντά  της επέστρεφες πάντα, κι ας ξεστρατούσες συνέχεια Στο συγχωρούσε Και 'μεις οι δώδεκα χιλιάδες, που μοιραστήκαμε τη γνώση σου σ' εγκαταλείψαμε  του τέλους μάρτυρες να μή γίνουμε λαμπρό να σε θυμούμαστε. Φεγγαροπρόσωπε, δέκα θανάτοι σε κυνηγούν στον Κήπο σου μαυροκαβά

Εμάζεψα #2

Η  ουσία  με γυρεύει. Βλέπω μια εικόνα. Τί είναι άραγε  εκείνο το αδάμαστο, λυπημένο μοναχικό "άπιαστο" ζώο,  που  ζεί ριζωμένο σε βράχο  μέσα μας, το κόκκινο στρείδι που στη μήτρα του λικνίζεται μαργαριτάρι στριφογυριστό;   Πάλλεται αγριεμένο με πάθος έρωτα και θανάτου μέσα στο λευκό όστρακο του, ελκύει σαν μαγνήτης την ουσία των άλλων, μας δίνει πίσω τροφή αισθηματική.  Γι αυτό δακρύζουμε στην παρουσία της ομορφιάς και της μοναξιάς;     Αμα ξεφύγει ομως,   'τιθάζει, θεριέυει και μας σκοτώνει ποδοπατώντας πρώτα την αυτοεικόνα μας.   Γιατί το έχουμε ανάγκη τέτοιο ζώο;  Πότε το πλάσαμε;  Ποιού είδωλο είναι;; (Εσύ Δαυίδ, γιατί δέν το άντεξες;) (Ελάλησεν η Γαλανή)

Εμάζεψα.

Εμάζεψα σήμμερα τα εργαλεία του συνθέτη τζιαι κυκλοφορώ μαζίν τους όπου πάω. Ετοιμάζεται το κορμίν να γράψει.   Νευρικό ττακκούριμα του ποδιού.  Αγριεμένο βλέμμα. Τρίζουν οι κλειδώσεις, εννα ξιποραφτώ που τη δύναμην που πασκίζει να πεταχτεί έξω τζιαι δέν την αφήννω.  (Όσον παραπάνω κάμνεις πομονή, σύρνεις πίσω, καρτεράς, φορτίζεσαι, χτίζεις ένταση,  τόσον πιό πυραχτωμένη η έκρηξη της δημιουργίας)   Πρώτες μικροσεισμικές δονήσεις. Ήδη άρχισε αμυδρά να εμφανίζεται στες άκριες του  συνειδητού ο βαθυπόταμος ήχος του τσιέλλου, ούλλον μαράζιν τζιαι σοφίαν αρχαίαν,  για το οποίο θα γράψω τα In Memoriam κομμάθκια του Δαυίδ που άταφος ακόμα κείτεται.   Έρκεται κλεφτά το τσιέλλο  τζιαι γεννά μου φράσεις μουσικές φευγάτες, που γαργαλλιούν  το νούν μου σε απρόοπτες στιγμές, σαν να μου γλυκοψιθυρίζουν μυστικά ερωτικά.  Έρκουνται τρείς.  Τέσσερις.  Κυκλώννουν με.  Χαμογελώ τζιαι σηκώννεται η τρίχα μου.  Εν περίεργο συναίσθημα, άβολον.  Αμαρτωλό, σχεδόν. Σαν είμαι στο σούππερμαρκετ τζιαι θωρώ τα κόρν

Ο Μάστρε Χτίστης

Παρπατητός τζιαι δκυολοΐτης, τρακόσια χρόνια τρώω το βλαντζίν μου ο γέρημος. Στα όρη τζιαι στες βάλλιες άδικα εγύρεψα τον Άδρωπον Τον Χτίστη. Είπα να παραιτήσω τούντην πικρήν βεντούραν. Μα στο στραφίν, λλίον πριχού να ασπαστούν τα μμάθκια μου  τους φλοϊσμένους βάτους της Παλλουρερής  (σύνορον του χωρκού μου) εσκούλλησεν με το πισσούρι. Σε τόπον σκοτεινόν εποτζοιμήθηκα εψές, που ν'αν καλά ο Δκιολάρης του Μυαλού. (Εζάλησεν με το γιαλέλιν του, τζιαι η αχέγκα η γλυτζιά που εσμίξαν  οι χορδές τζι αφέθηκα στον έρωταν του) Λιοξύπνημαν κελαδηστόν σε μακρονούρη ποταμού τον όχτον. Την αθραξιάν πρέπει να σβύσω της φωθκιάς μου.   Πάω να 'λακαθκιάσω νερόν κρυόν. Όχτος τιτσιροτσιάκκιλος.  Βασμός. Ο ποταμός   -κλιάρος στρηνιάρης-   θωρεί με,  ρουθουνίζει. Μισοβουττώ ως τα γόνατα.  Δικλώ  γυρό μμου, κροφοούμαι. Δκυό ψάρκα μπλέουν αντικρυστά, μες τη ρουφόλυμπαν. Δκυό πρίντζιπες πνιμένοι αγκαλιαστά. Δκυό δράτζιοι τρών τον νούρον τους. Δίπλα, τρία χωράφκια τζιτρινόφκιορα φρεσκαθθισμένα, πίννουν τ
Εικόνα
Δαμέ ποταμίστου. Μονοπάτιν, πάρε με μαζί σσου

Προετοιμασία για κατάβαση στο μουσικό βυθό

Κακοφεγγαρκά.   Στ' άψη,  ο Ιορδάνης τ' Ουρανού Βλεπάτουρος του κόσμου. Εποταμίστηκεν  δκιολάρης    ψυχομαχά μες τες νεροστρουφάλλες. Δίπλα του ποταμού χωράφιν με λλιοστρόφκια ψοησμένα. Τζιήττε,  μαυρομηλιές. Ποτζιεί,  αλώνιν όφτζιερον. Τρείς  νωσσιές σshυφτές, κατωθωρούσες ήρταμεν που τα σκοτεινά γρακοντεμένες που του Προκρούστη το κλινάριν εγλυτώσαμεν. Ένας τζιυλά το γυριλλάδιν Ο άλλος 'λυσοδήννεται κουλλέν. Τζιαι γώ,  αγρωποφάς, τυλίω θελλιάν.   -Αλώνιν μου ολοστρόντζυλον, μαρμαροκάμωτον, που να 'σαι ευλοημένον! Πομπήν τζι οι τρείς σιανοπαρπατούμεν  το γύρκασμα σου -τίτσιροι, ολόλαοι, στεφαννιασμένοι αρκοελλιάν. Άφησ' μας μέσα να χαρείς! Λυσσιάρηες έν είμαστεν! λλιοστρόφκια δε θα 'ρπάξουμεν  το μάλιν σου να καρποφάμεν. Για ραβαϊσιν ήρταμεν  -αλώνι μμου σοφό- τη σπάθαν τη δαμασκηνή άφηκε στο θηκάρι. (Αφήννω σας) Εμπήκαμεν του χωραφκιού. Σταμάτα ποταμέ να ρέξουμεν. -Δκιολάρη, στρυφοτζιελαηδάς!! του νιόσκαφτου σου τάφου του βενετογιαλουσίτικου εκάτσαμεν τωρά γυρ
Εικόνα
γεροποταμέ, μίλα, ήρτεν η ώρα. λειβάδι, ήρεμα να μας κρατείς.

Άσημοι Πρωταγωνιστές (σε πολλα μέρη)

Εκλείσαν τούντον μήναν πέντε χρόνια που τότε που εγοράσαμεν το αγαπητό ξύλενο τζιαι μυττερό σπιτούδιν μας δαμέ στην Πόλην με τους Μύλους την ποταμαγκαλιαστήν.  Πουμέσα εν κουκλίν, έβαψα το πολλά χρώματα, έβαλα του παλιά έπιπλα, αγαπώ τους χώρους του πολλά. Πόξω εκόλλησεν στη δεκαετία του εβδομήντα, κίτρινο με burgundy παράθυρα.  Εν κρίμαν. Γιορτάζουμεν λοιπόν την επέτειον του σαν καλοί αμερικάνοι ξοδεύοντας λλίγα λεφτά πάνω του (έστειλεν  μας φέτος δώρον ο βλάκας ο Bush κάτι λεφτά για να γαργαλήσει την οικονομία, ο μαννοκίκκηρος, θα τα φάμεν ούλλα) --είπαμεν λοιπόν να το κανατζιέψουμεν λλίγον το καημένο σπιτούδι, που στέκει δαμε που το 1865, (ντάξει, εσάστηκεν πολλές φορές που τότε!)  οπότε  επρόσλαβα τον Todd, τον 'πογιατζιήν της γειτοννιάς' για να φρεσκάρει εξωτερικά τα ξεθωρκασμένα του παράθυρα, τους πετροθεμελιούς, το γείσον της στέγης, την εξώπορταν, τζιαι το κουγκρίν του driveway  (o πογιατζής της γειτονιάς εν ένας κοκκινομάλλης  τύπος, μάλαμα άνθρωπος, ιρλανδοαμερικάνος

Χτές, στο δάσος το πυκνό

Εικόνα
Εχτές εξέφυγα που τες ευθύνες τζιαι επήα στο δάσος να καθαρίσω.  Έφερα μαζί μμου  το φίλτατο David Foster Wallace, τον αποχαιρέτισα χωρίς δάκρυα δυστυχώς, τζιαι άφησα τον να απαγγέλλει τα manic του γραψίμια στα ψαρούδκια τζιαι τα πεύκα.   Στο καλό, άγνωστε φίλε. Μόνος.  Σχεδόν κρύο. Αναπνοές θορυβούσες που κάμνουν το δάσος να αφουγκράζεται. Λίμνη αγαπημένη!  Ζωντανά δέντρα.  Πεθαμένα δέντρα.  Μονοπάτι. Εφκέρωσεν απότομα η βαρετή μου βούρκα που τες αδυναμίες μου τζιαι τες ανασφάλειες της εφτομάδας, έριξα τες ούλλες μες το νερόν, δέν εθέλαν να πνιούν, ετσιριλλούσαν.  Άτιμες!   Επεταχτήκαν πίσω, οι πεισματάρες!  Βουρούν με! "Δέ φεύκουμεν, κάτσε πάνω ππεζεβέγκη" -είπεν η πιό παχουλλή τους με θράσος.   Έδισα τες πας σε πέτραν να πάν πουκάτω.  Τίποτε.  Επεταχτήκαν σαν τον πίδακα στον αέρα, εδώκαν  μου την πάς στη κκελλέ με κορμούς τζιαι βράχους, τζιαι εφκάλαν ππάλες να μου κόψουν τα ποδκια μου.  Ήπια τα γαίματα μου τζιαι άρκεψα βούρος.  Εχαχανίζαν.  Ελαχάνιασα.  Επέρασεν πολλή ώρα.

Virág az ember/..λουλούδια εφήμερα είμαστε...

Εικόνα
(απο την σειρά "αν ήμουν δέντρο") κορφή του δέντρου αγαπημένη. άταφη κοίτεσαι στο μπλέ, μόνη. Το τέλος το ήξερες. Ουράνια μελωδία θέλησες να παίξεις. Τέντωσες τα λεπτά σου μπράτσα καλή μου Ανυπόμονη μου! Το σώμα έδιωξες. Μέγα Δοξάρι έσφιξαν τα δάχτυλα τρεμάμενα Τί γλυκός ο πυρετός της αναμονής! -μα οι χορδές της Λύρας σε προδώσαν. Η Άνωση δέν ήρθε. Την ύμνησες  γυμνή. Κι αυτή σε φίλησε σταυρωτά. Τόσο ζήλεψες τα πουλιά; Μίσησες άραγε τις ρίζες που -μικρή- όρθια σε κρατούσαν; Πώς το τόλμησες; -Τρία χρόνια  άταφη σκληρίζεις  βουβά για τ' άπιαστο το μπλέ  καλή μου.   Κουράγιο.  Σαν τους νεκρούς της Πομπηίας να περιμένεις τον άνεμο.  

D.F. Wallace- In memoriam

Έν έχω ύπνον.  Σήμερα αυτοκτόνησε ο αγαπημένος συγγραφέας της γυναίκας μου, o David Foster Wallace, ποιητής αριστουργημάτων.   Υπήρξε σημαντικό πρόσωπο στο δεσμό μου με την Αγάπη, εδκιέβαζεν μου τον συχνά.  Ήταν 46 χρονών.  Στο απόγειο της επιτυχίας.  Έξυπνος, ευαίσθητος.  Αδύναμος.  Εφάαν τον τα δαιμόνια του νού, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, η νευρασθένεια.  Έγραφεν με τρόπο ιδιόμορφο, μαξιμαλιστικό, ο νούς του χείμαρρος ιδεών, εικόνων, αισθημάτων.  Δεν άντεξε.  Η Αγάπη έκλαιε ούλλη μέρα.  Ούτε κάν τον εξέραμεν προσωπικά.  Πειράζει με άμαν έξυπνοι ταλαντούχοι ανθρώποι χάννουν το παιχνίδι της ζωής τζιαι βυθίζουνται στο βούρκο, τζιαι φεύκουν μας νέοι.  Πειράζει με πολλά.  Του έγραψα επιτάφιο ποίημα.  Θα του γράψω 13 κομμάτια για σόλο τσέλλο, επίσης, ως το Νιόβρη. David Foster Wallace, In Memoriam. ----------------------------------------- Δαυίδ, αγαπημένε Τόσον τζιαιρόν κύκνειον άσμαν έγραφες, αγγελοπλάστη μου; -εφάνηκεν τωρά. Πού ήταν τα σημάθκια; Κανένας δέ σσου εκρόννετουν. Πυκνόφυτες εφ

Αντανάκλαση στο χρόνο

Εικόνα
ΤΩΡΑ ...τί βλέπουμε; Όμορφο, πελώριο χτίσμα στην πόλη μου. Ούλλο ζωή. Πνοή στη μετα-βιομηχανική έρημο  μας. Ένας παχουλλός, εύρωστος Μύλος, υπέροχος,  κάθεται πάνω στα γόνατα του παγωμένου γέρο ποταμού (βλ. το ποίημα μου  "Ο γέρο Ποταμός)  χώρος που θα  ανακαινιστεί σύντομα, θα ενοικιάζεται φτηνά.  Τούβλα ολοζώντανα που εξυπνήσαν μετά που ύπνον εκατόχρονον τζιαι αντινάξαν που πάνω τους την μιζέρια και τον ξεπεσμό σαν τη σκόνη που εκάλυφκεν τα πεθαμμένα τους μηχανήματα.             Εφώναξεν ο μύλος    "Πάλε  ήρτεν το γυρίν μου."   Είχαν τον για νεκρό στην πόλη μου, το γέρο μύλο.  Ανάσταση. Θα μεινίσκουν μέσα 100 οικογένειες καλλιτέχνες, ιντελλέξιουαλς όλων των ειδών, social activists, ποιητές, συγγραφέες, κεραμουργοί, υφάντρες, οι οποίοι εφανήκαν πολλά τυχεροί τζιαι ζούν σε affordable "work-live" lofts, θα έχουν τα στούτιο τους, τα κκαφέ για ποιητές και μουσικούς, τα καταστήματα με βιολογικά προϊόντα.  Κοινότητα ούλλο ζωή.   Τί πιό θετικό.  Πώς γίνεται να μπορού

9/11/01 Μνημόσυνο

Σεπτέμβριος 2001.  Πρώτες 10 μέρες: Μόλις είχαμε έρθει πίσω που την Κύπρο, μαυρισμένοι, νιόπαντροι, έτοιμοι να πάμε honeymoon.-δέν πήγαμε, μας έκοψε ο Πιν Λάτεν.  Τον προηγούμενο Μάϊο είχα πιάσει και το μάστερ μετα μόχθων.  Επιτέλους, να "μπώ στη ζωή".   Με ετρόμαζεν.  Κούραση τζιαι έλλειψη φαντασίας, ούτε εικόνες εθώρουν τότε, ούτε αδρωπούθκια του νού.  Συνθέτης;  Γιατί;  Μα εγώ; Είχαμε τζιαι διαμερισμα λίγο έξω που τη μεγαλούπολη.  Κάθε νύχτα πρίν να γινεί το κακόν ετρώαμεν παγωτό στην πλατεία τζιαι εθωρούσαμεν ψευδοιντελλέξιουαλ ταινίες.  Άρκεψεν δουλειάν η Αγάπη τζιαμε κοντά.  Είσιεν τζιαι λλίγους μαθητές. Εδιακοσμούσαμεν το διαμέρισμα.  Έδερνα το νούν μου με άχρηστες σκέψεις.  (Είμαι συνθέτης; Δεν είμαι; Μα τί θέλω να πώ;   κλπ)   Η Αγάπη επροσπάθαν να αποφασίσει αν θα κρατήσει το day job της ή αν θα διδάσκει μόνον.  Επαίζαμεν πελλομουσικήν ούλλη μέρα, με φίλους, μόνοι μας, με πρώην καθηγητές.  Τούτες ήταν οι έννιες μας.  Εν είχα βρεί τον εαυτό μμου τον χαλαρόν ακόμα. Άγ

Αληθινά της ΧΤΕρνίας: Κολοκασότουρτα (με συνταγΗ)

Εικόνα
Σήμερα στον περίπατο μου είχα θέμα "ανακαλύπτω την περίεργη, ιδιότροπη πλευρά της πόλης μου και τη φωτογραφίζω". Το σπίτιν τούτον της "κακής" γειτονιάς πάρακατω που τη δική μμου τη "μέτρια", εξαναείδα το πρίν να πουληθεί τζιαι να αποχτήσει νέαν περίφραξην τόσο φαντασμαγορικήν. --- ήταν σχεδόν ετοιμόρροπο. Ξέφραγο αμπέλι.   Άρεσκεν μου γιατί εν σάν το στοιχειωμένο. Είχαν το κάτι αχαμάκκηες που δέν εδουλεύκαν τζιαι επίνναν μπύρες ούλλη μέρα στη βεράνταν αξιούριστοι με τες ρόπες τους τζιαι εζαοθωρούσαν τα αυτοκίνητα που ερέσσαν τζιαι εκαβλιάζαν μας. Παλιό, σαπημενο καταπονεμένο σπίτι. Εξίφτησεν. Εκατόν πενήντα χρονών σίγουρα. Κανένας δεν το αγάπησε φαίνεται, το κορμί του εγέρασε στείρον,  κουβαλώντας αθρώπους αχάριστους. Η αρχιτεκτονική του κάποτε ήταν της μόδας (το 1860).   Γεμάτη η ξεπεσμένη μου πόλη ποτούτα. Φέτος κάτι του έτυχεν του σπιθκιού. Ώωωωπππ! Επουλήσαν το τα κοπέλλια τζιαι φύαν!  Νέα πνοή στο πονεμένο σπίτι. Κάγκελλον εφύτρωσεν αμέσως α

Σε Κήπον Γλυκοξέφωτον

Ζει έναν λειβάδιν αγαπημένον δαμέ κοντά μου, βαθκειά στο δάσος το ψηλόδεντρον, χωσμένον ανάμεσα σε τρείς πόλεις, κουλλουρωμένον πας στους κροτάφους τους γκρίζους μικρού, γραφικού τζιαι ιστορικού (με τα μέτρα της ΧΤΕρνίας) χωρκού με ξύλενα σπίθκια παλιά, του 1700. Πράσινον, εύφορον με πασιήν μαύρο χχώμα, επέρασεν την ζωήν του παρέαν με τους αθρώπους -άλλοι αγαπήσαν το, άλλοι επατήσαν το. Δαμέ σε τούντην γήν εγίνην μεγάλον ματζιελλιόν, τότε που οι πρώτοι μετανάστες οι καταπιεσμένοι, εσφάξαν τους εγγλέζους κοchινοχειτώνες που ήρταν να τους καταστείλουν την επανάστασην τους. Εκάμαν τους ενέδραν οι αντάρτες, χωσμένοι μες το λειβάδιν, τζιαι άμαν εκόντεψεν το εγγλεζοασκέριν επεταχτήκαν πάνω τους με αλαλαγμούς, αιφνιδιάσαν τους, τζιαι εσφαγιάσαν τους με τα μουσκέττα τζιαι τες λόγχες, τες τσάππες τζιαι τα μεγάλα τους χορτοδρέπανα (όπως του χάρου). Έτσι άρχισεν η πρώτη μεγάλη μάχη της ανεξαρτησίας. Όταν εκαθαρίσαν τον τόπον που τα κουφάρκα των στρατιωτών, επιάσαν τα δικράνια τους τζιαι επή