Ο Μάστρε Χτίστης
Παρπατητός τζιαι δκυολοΐτης, τρακόσια χρόνια τρώω το βλαντζίν μου ο γέρημος.
Στα όρη τζιαι στες βάλλιες άδικα εγύρεψα τον Άδρωπον Τον Χτίστη.
Είπα να παραιτήσω τούντην πικρήν βεντούραν.
Μα στο στραφίν, λλίον πριχού να ασπαστούν τα μμάθκια μου τους φλοϊσμένους βάτους της Παλλουρερής (σύνορον του χωρκού μου)
εσκούλλησεν με το πισσούρι.
Σε τόπον σκοτεινόν εποτζοιμήθηκα εψές, που ν'αν καλά ο Δκιολάρης του Μυαλού.
(Εζάλησεν με το γιαλέλιν του, τζιαι η αχέγκα η γλυτζιά που εσμίξαν οι χορδές τζι αφέθηκα στον έρωταν του)
Λιοξύπνημαν κελαδηστόν σε μακρονούρη ποταμού τον όχτον.
Την αθραξιάν πρέπει να σβύσω της φωθκιάς μου.
Πάω να 'λακαθκιάσω νερόν κρυόν.
Όχτος τιτσιροτσιάκκιλος. Βασμός.
Ο ποταμός -κλιάρος στρηνιάρης- θωρεί με, ρουθουνίζει.
Μισοβουττώ ως τα γόνατα. Δικλώ γυρό μμου, κροφοούμαι.
Δκυό ψάρκα μπλέουν αντικρυστά, μες τη ρουφόλυμπαν.
Δκυό πρίντζιπες πνιμένοι αγκαλιαστά.
Δκυό δράτζιοι τρών τον νούρον τους.
Δίπλα, τρία χωράφκια τζιτρινόφκιορα φρεσκαθθισμένα, πίννουν το δρόσον της αυκής.
Πιό τζιεί, αρκοβκιολέττες εβλαστήσαν μουσκομυριστές, τζιαι βατοπέρναρα.
Στ' αριστερά στροντζιυλοβούναρον περβόλιν αθασιές ασπροδιμμένες.
Πάρατζιει, άξιππα μες το νερόν το χογλαφηννιασμένον φωνάζει μου ο Ποταμισμένος!!
Να ρέξω που δαμέ ήταν αστρικόν μου.
Πρωίν πρωίν
στου κατεμίτη τα στρουφάλλια θαλασσομάσιεται Άδρωπος Μέγας Χτίστης
τζιαι έτσι ταπεινά τον ήβρα
στην ώραν της ανάγκης, να γεννιέται.
Επάτησα προσεχτικά πας τον σκαστρόχωμαν
γονατιστός πάνω στες ρότσες του περσσού.
-Έλα τη βέρκαν μου Μάστρε Πελετζιητή
γλύτωσε του νερού.
Φκέννει καρκιοσπασμένος.
-Σταυρώννω σου τα βλέφαρα, σταχτόψα μου
Σήκου!
ι στό'να σhέριν πιάσε το Μιστρίν
στ' αριστερά τον Άξαμον.
Το Ζύιν, τζιαι τη Σφύραν.
Βουνάριν πυραμιωτόν θα σου συνάξω
-ρότσους της χαλκάθθης δεκατρείς.
Ξέβα του ποταμού βαφτισμένε μου!
Φούρνο θα χτίσουμεν, Λαμπίκκον, ακριβέ μου.
Έχουμε γάμους!
-Πρώτ' άννοιξε τ' αμμάθκια σου να σου σιωνώσω μεσα φώς
Δησόβρυδε μου
-στο πόϊν σου να δίσω καραβόσshινο μμακρύ
Κρεμμάστου αξινάστροφα γλυκέ μου
στο μπράτσον του σοφού του πλάτανου.
Πουκουππισμένος ώρες πολλές
σκλέρισε με φωνή μεγάλη, κλαψοπουμπούρισε
-οχέντρες τα δάκρυα θα γλιάζουν που τα μμάθκια σου
ξέραστο το πικρό ζεχίριν που σε ψάτζιεψεν
Στράντζιηστο καλέ μου!!
Μείνε τζιαμέ ανάποδος, ώσπου να ππέσει κάτω τ' Αδρωπούιν του Μυαλού,
ο μέγας αρχιτέκτονας.
Μαζί σε τάφον αύριο θα μπούμεν τζιαι οι τρείς.
---------------------------------
(Ελάλησεν ο Κανένας)
Σχόλια