Σε Κήπον Γλυκοξέφωτον

Ζει έναν λειβάδιν αγαπημένον δαμέ κοντά μου, βαθκειά στο δάσος το ψηλόδεντρον, χωσμένον ανάμεσα σε τρείς πόλεις, κουλλουρωμένον πας στους κροτάφους τους γκρίζους μικρού, γραφικού τζιαι ιστορικού (με τα μέτρα της ΧΤΕρνίας) χωρκού με ξύλενα σπίθκια παλιά, του 1700. Πράσινον, εύφορον με πασιήν μαύρο χχώμα, επέρασεν την ζωήν του παρέαν με τους αθρώπους -άλλοι αγαπήσαν το, άλλοι επατήσαν το. Δαμέ σε τούντην γήν εγίνην μεγάλον ματζιελλιόν, τότε που οι πρώτοι μετανάστες οι καταπιεσμένοι, εσφάξαν τους εγγλέζους κοchινοχειτώνες που ήρταν να τους καταστείλουν την επανάστασην τους. Εκάμαν τους ενέδραν οι αντάρτες, χωσμένοι μες το λειβάδιν, τζιαι άμαν εκόντεψεν το εγγλεζοασκέριν επεταχτήκαν πάνω τους με αλαλαγμούς, αιφνιδιάσαν τους, τζιαι εσφαγιάσαν τους με τα μουσκέττα τζιαι τες λόγχες, τες τσάππες τζιαι τα μεγάλα τους χορτοδρέπανα (όπως του χάρου). Έτσι άρχισεν η πρώτη μεγάλη μάχη της ανεξαρτησίας. Όταν εκαθαρίσαν τον τόπον που τα κουφάρκα των στρατιωτών, επιάσαν τα δικράνια τους τζιαι επήαν πίσω στη σποράν τζιαι το ξιπέτρισμαν, εσάσαν το λειβαδάκιν, τζιαι εσυνεχίσαν τη ζωήν τους την ήρεμην, αυτοδιοικούμενοι πλέον.

Καλλιεργούν που τότε τα σπλάχνα του λειβαδκιού οι ντόπιοι δαμέ τζιαι τρακόσια χρόνια, που πάππον προς άγγοναν. Γιωρκότοπος πολλά απλόσιερος τζιαι σοφός. Εσυχχώρεσεν τους το κρίμαν του σκοτωμού. Άμαν φύει η βαρυχειμωννιά τζιαι λύσουν οι πάγοι τον Μάην, φυτεύκουν οι ρεσπέρηες σιταροπούλλες ζαχαρωτές, κολότζια, τριφύλλιν, κιρτάριν τζιαι τομάτες. (Ούλλα χωρίς εντομοχτόνα τζιαι λιπάσματα μάσσιαλλα τους). Διά τους άφθονα τα αγαθά το λειβαδάκιν, χωρίς να ζητά τίποτε πίσω, λλίγον σεβασμόν μόνο. Στους όχτους του τζιαι τες λαξιές βλαστούν το καλοτζιέριν χαλιά πολύχρωμα τ' αγριολούλλουδα, ούλλων των ειδών ασήμαντα χόρτα, θάμνοι, βατομουρκές. Όταν έρτει η ώρα ξεπετάσσουν πάς τα τίτσιρα τους κλωννιά φύλλα χαμογελαστά οι βαλανιδκιές οι αιωνόβιες, ξιφυλλίζουν τους κορμούς τους οι σημύδες, ψηλώννουν τα μακρόσιερα τους μέλη οι σφένδαμοι--ολόκληρη γειτοννιά που αρχαία κορμιά ακίνητα. Κουβεντιάζουν μόνον με το λίκνισμα των φύλλων τζιαι τες πιπεράτες τους μυρουδκιές. Δέ μμαλλώννουν ποττέ τους. Πουπάνω του λειβαδκιού πετούν μιλιούνια οι κόρατζιοι, οι κίσσες, οι θούποι τζιαι οι δρυοκολάπτες, ο κοchινολαίμης τζιαι οι πεταλλούδες οι πελλές οι άσπρες που τους αρέσκει τόσον πολλά να τρυγούν τα φκιόρα.

Δέν μεινίσκει μόνον του ποττέ το λειβαδάκιν, πάντα έσhει παρέαν. Αγκαλλιάζουν το που ούλλες τες πάντες δύο λοφούθκια γλυτζιά, το έναν πευκοφυτεμμένον, σκοτεινόν, το άλλον αποψιλομένον τζιαι παστρικόν, ούλον σπιτούθκια. Ξαπλώννει λοιπόν άνετα ανάμεσα τους μες τη δροσολαξιάν, όπως το μωρόν που ππέφτει μεταξύν των γονιών του τζιαι χουζουρεύκει το μεσομέριν. Έshει ρυάκιν πεντακάθαρον, κατεμίτηκον, που κλώννει το κορμίν του μεσα στο μικρό δασάκι στην άκραν του λειβαδιού. Ένας γερότσουρος αλουπός γρίζος, πίννει πάντα νερόν τζιαι τζυνηά τα ελαφούθκια το σούρουππον -κάποτε βρίσκω τα ποούθκια τους τα ξικοκκαλισμένα μες το μονοπάτιν που διασχίζει σαν το στενόν γιοφύρι το λειβάδι τζιαι το δασούδιν. Κάθε λλίγες μέρες, έρχουνται -μουσαφίρηες που τον ωκεανόν- νέφαλλα μαύρα τζιαι πυκνά, ποτίζουν το χώμα ροδόστεμμαν τ' ουρανού, φεύκουν, γεμώννουν τες φλέβες του ζωήν.



Λειβάδιν μου αγαπημένον. Χρυσοντυμένος περπατώ σε πρίν την αυκήν ανάλαφρα, μεν ενοχλήσω την ασημένιαν σσου γαλήνην. 'Κροφοούμαι. Νύχτα 'κόμα, πισσούρι. Θωρώ ίσια πάνω. Ο Ιορδάνης τ'ουρανού ακόμα ζώννεται το πέπλον του τ' αστράτον. Θωρώ κάτω. Τα πράσινα σου στάχυα γονατίζουσην πρόθυμα κάτω που τες γυμνές πατούνες μου, δέχουνται το βάρος μου, ξανασηκώννουσην αργά την τζιεφαλήν, αζήμιωτα, σαν φεύκω.

Θωρώ πουμέσα. Τα φκιόρα μου αθθίσασην ολόασπρα.
Ώρα της νηλιόκρουσης -τζιαμε που γεννιέται ο νήλλιος τζιαι δύει το φεγγάριν.
Έρκεται μιά θολωμαδκιά σγουρομάλλα να σε σσιεπάσει,λειβάδιν μου, ξυπνούσην τα πουλλάκια σου, οι καττονυσιές, τ' αρκόχορτα.

Ξυπνά το δάσος. Έναν έναν, ούλλα τα άψυχα πιάννουνται σιερκές, ψάλλουν λειτανίαν καλεστικήν, παρακαλούσην την αυκήν να με καλωσορίσει.

Ακολουθώ μισάννοιχτος το μονοπάτιν. Σαν παρπατώ, προς την μερκάν μου κλώννουνται, γυρίζουσην οι θάμνοι, τα αγκάθκια, τα ψηλά σιτάρκα, τζαι όπως ρέσσω, κύμματα λικνίζουνται τα στάχυα. Καρποτρώω που το πικρόν το μάλιν τους το απλόσιερον. Οι μυρωθκιές, γλυτζιές, στους νώμους τους σηκώννουσην τα πόδκια μου, να με πετήσουν. Σ' έναν ξαγνάντιν κάθουμαι σταυροπόϊν ώρες πολλές, παρέαν με τον νήλιον, κουλλουρκαστός σε πέτραινο θρονίν, τα μιζαρόλλια που μου μείναν στη ζωήν να τα χαρώ, ώς που τζιαι νά 'ρτει κατωδρύτης του μυαλού γλυκά να με ξυπνήσει. Στο φτίν μου ψιθυρίζει μου "σήκου καλέ μου τζιαι έφτασεν το άθθος της αυγής"

Αρκέφκουν να φτερωπετούσην άσπρες πεταλλούδες γύρου της, τζιαι μες το γλυκοπύρωμαν φυτεύκει με, σπορούιν, αφήννει με θαμμένον μες το χώμαν. Δεντρόν βλαστώ τζιαι γώ τζιαμέ, συνέχεια του κύκλου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν