Εφύσησα
Γέρο Ιωάννη Ιταλέ, μονάκριβε μου Μάστορα
Βάκχε ηδονοπνεύστη
μέγα συνθέτη
πλάστη μου
Βλέπω στο νού μου το κυρτό, βαρύ σου σώμα ν' αγγίζει το Τέλος
-κι ας μήν το θέλεις, τόσα χρόνια πασκίζεις εξ άλλου.
Μα
η έμπνευση η φιδίσια (η κόκκινη, που κάποτε τρυγούσες ) βαρυγκομά πλέον, ανήμπορη και φθισική κουτσοπατά τες σκάλες του σπιτιού σου
Σιγήσαν οι τρομπέτες
Σιγήσαν κι οι ορχήστρες του μυαλού
ο Μέγας Βιολιστής κρέμμασε το δοξάρι
γεράσαν κι οι Ρωμαίοι που μαζί τους χίλια γλέντια εχάρηκες
και όλες σου οι αγάπες, που τόσο λαμπρά τους φώτιζες την ανία
με έρωτα αμαρτωλό
γεράσανε κι αυτές, μόνες τους
Χαμογελούν όταν το χάδι σου θυμούνται στα μαλλιά τους;
Γιατί τις αγαπούσες;
Μιά μονο νεράϊδα σε μάγεψε
Κοντά της επέστρεφες πάντα, κι ας ξεστρατούσες συνέχεια
Στο συγχωρούσε
Και 'μεις οι δώδεκα χιλιάδες, που μοιραστήκαμε τη γνώση σου
σ' εγκαταλείψαμε
του τέλους μάρτυρες να μή γίνουμε
λαμπρό να σε θυμούμαστε.
Φεγγαροπρόσωπε, δέκα θανάτοι σε κυνηγούν στον Κήπο σου μαυροκαβάλλα
μαζί τους να σε πάρουν θέλουν δαφνοστεφανωμένε μου
τη ζωή της αφάνειας και της πικρίας επιτέλους να αφήσεις.
Ογδονταεφτά χρόνια κοσμεί τη γή το πνεύμα σου, κολοσσέ μου.
Τί θ' απογίνουν άραγε τα τεράστια σου χέρια, τα αφράτα, που σε τόσες ορχήστρες τον έρωτα διδάξανε της μουσικής;
Τί θ' απογίνει ο Κήπος σου, που δέ θέλησες να μοιραστείς μαζί μου;
Γιατί πλάστη μου δέν μου τον έδωσες; Άξιος δέν ήμουν γιός;
Μόνος σου θα ξεψυχίσεις, χωρίς εμένα, το ξέρω, και ντροπιασμένος χαμηλώνω τα μάτια.
Σε μνημονεύω ζωντανό:
Σεπτέμβρης καταραμένος του '44.
Πόλεμος.
Εσύ νιός, απρόθυμος επιστήμονας, στη μουσική δέν είχες ακόμα δοθεί.
Τη ζωή μισούσες
("Μάνα" είπες "θα πάω στο ναυτικό" )
Στο μαυροκαμένο νησί της Iwo Jima, οι σάρκες σκόρπιζαν κατακόκκινες. Μα δέν πέθανες να γλυτώσεις.
Θυμάσαι τον ηλεκτρισμό της στιγμής που ο θάνατος εξ ουρανού χάραξε δυό αυλάκια δεξιά κι αριστερά σου; Εσύ πώς γλύτωσες; Γιατί να πεθάνουν οι διπλανοί σου; Τί ηδονή αμαρτωλή, ακριβέ μου!!
Τρείς μέρες κουβαλούσες στες ρωμαλέες σου πλάτες νεκρούς τους φίλους όλους, καμένους.
Τες νύχτες φαγητό -κρυφό δώρο- έπαιρνες στα μπουντρούμια τους νικημένους γιαπωνέζους γιατί τους λυπηθηκες
Και μετά, δίμηνο ταξίδι άχαρο, στον Ειρηνικό. Πίσω στην πατρίδα.
Νικητές, δήθεν. Ξυπνούσες παρέα με τα σημαιοσαβανωμένα φέρετρα.
(Ακόμα έτσι ξυπνάς;)
Ορκίστηκες τότε, Βάκχος να γινείς, της μουσικής και των αισθήσεων
στη δυσκολία διάλεξες να ζήσεις του Συνθέτη
άφησες των γονιών σου τη στέρφα θαλπωρή
Επαναστάτησες, πεισματάρη μου.
Όλα τα γεύτηκες τα απαγορευμένα των αισθήσεων
τρικούβερτο γλέντι εξηντάχρονο έστησες
έμπνευση, και έρωτες, σπατάλη
και κρασοκατανύξεις
χάθηκες στης ηδονής τη μέθη
στης μουσικής τα μανιασμένα τα νερά
Την επιστήμη νόμισες πως είχες απορρίψει
μα ρίζωσε στη μουσική σου
στέρφα κι αυτή την έκαμε
-Γιατί, Βάκχε μου, την γράφει πάντοτε ο Κανένας σου τη μουσική;
Τον Άγριο Ζώο του μυαλού
Βάκχος που ήσουν Μέγας, γιατί δεν τον ελάτρεψες ποτέ σου;
Στα εβδομήντα πέντε χρόνια
-τότε που σε γνώρισα
προσπάθησες και μένα να μου μάθεις βακχικά να ζώ
από αγάπη το 'κανες
-να με σώσεις απ' το δικό μου Θάνατο-
δεύτερε μου πατέρα.
Άξιος Βάκχος δέν έγινα ποτέ.
Οικογένεια, Αγάπη Μία
όλα αυτά που δίδασκες να μισούμε εμείς οι συνθέτες
εγώ τα ήθελα
Την αλχημεία σου ακολούθησα της μουσικής
όσο μπορούσα, πατέρα μου
μέχρι που τέλειωσε η Θεία Κωμωδία
Ο Άγριος ο Ζώος μου ξύπνησε
Στη μουσική διαφωνήσαμε
και όλα όσα νοητικά μου απαγόρευες να γράψω
τα έγραψα και Άνοιξα
Την πρώτη επιτυχία μου τη ζήλεψες,
το ένιωσα, Άνθρωπε Αδύναμε
και γώ δέν μπόρεσα να το συγχωρέσω
Σε κλίνη του νοσοκομείου που σ' αποχαιρέτησα σταυρωτά
μου είπες "είσαι ο μόνος μου γιός"
και το ένιωθες
μα δέν πέθανες τότε όπως ήταν πρέπων, καλέ μου
(ακέραιη την αγάπη μου θα έπαιρνες μαζί σου)
κοίτεσαι άταφος τρία χρόνια, σκληρίζεις βουβά για τ' άπιαστο το μπλέ καλέ μου.
Κουράγιο. Σαν τους νεκρούς της Πομπηίας να περιμένεις τον άνεμο.
(Ελάλησα Εγώ)
Σχόλια
Μπράβο!
Αν κάμνω λάθος, συγχώρα με, εννάν οι ενοχές που έσσιει τζιαιρό να γύρεπσω να μάθω νέα του.
Όπως τζιαι να έχουν τα πράματα το κείμενο εν συγκινητικό...παρόλο που μνημονεύκοντάς κάποιον εν μάλλον τον εαυτό μας που μνημονεύκουμε...
Άτε γεια.
Diasporos sou mila
(grafo sou pou tis pettheras mou, mprrrrrr)
gia tzinon ene. dkio fores epien nosokomeio ta perasmena 2 xronia me aimatoma meta pou eppesen, tzai ena pace-maker. ekataferen na meinei zontanos, alla to kormin arkepsen na ton prodonni. grafo tou na ton mnhmonepso, prin na pethani tzai na ta oraiopoio monon, na paradexto thelo to kriman mou. pe tziai to diko sou. mporei na se ksero tziai prosopika.
σ' ευχαριστώ. Ούτε 'γω με καταλάβω καποτε.